Σαν σήμερα το 1936 ξεκίνησε μία από τους πιο αιματηρούς πολέμους στην ιστορία της Ισπανίας, ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος διήρκεσε μέχρι την 1 Απριλίου 1939. Ήταν ο πόλεμος μεταξύ των Ισπανών Εθνικιστών υπό την καθοδήγηση του στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο και των Δημοκρατικών, δηλαδή των υπερασπιστών της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης, αριστερών, σοσιαλιστών, αναρχικών και κομμουνιστών. Οι Δημοκρατικοί καθοδηγούνταν από τον Πρόεδρο της Β΄ Ισπανικής Δημοκρατίας Μανουέλ Αθάνια. Νικήτριες αναδείχθηκαν οι εθνικιστικές-φασιστικές δυνάμεις του Φράνκο που υποστηρίχτηκαν ανοιχτά από τη Χιτλερική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία.
Φυσικά τα γεγονότα του πολέμου δε μπορούσαν να αφήσουν ασυγκίνητους τους καλλιτλεχνες της εποχής. Πολλοί ήταν αυτοί που με την τέχνη τους περιέγραψαν τη φρίκη, την απανθρωπιά, τη βιαιότητα και την απόγνωση του πολέμου. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Πικάσο με το έργο του Γκερνίκα.
Αυτός ο τεράστιος καμβάς, που ξεπερνάει σε διάσταση τα 7.5 μέτρα, ήταν παραγγελία της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ισπανίας για τη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1937.
Ο Πικάσο είχε υποστηρίξει τη δημιουργία της Ισπανικής Δημοκρατίας το 1931 και απελπίστηκε από τον Εμφύλιο το 1936. Εκείνη την περίοδο ζωγράφισε την ξακουστή «Γκουέρνικα», προς τιμήν της θανατηφόρας επίθεσης των Γερμανών στο ανυπεράσπιστο χωριό Γκουέρνικα, το οποίο ισοπέδωσαν με βομβαρδισμούς. Οι Γερμανοί πιλότοι χτύπησαν με μανία την απροστάτευτη περιοχή η οποία παραδόθηκε στις φλόγες. Ουσιαστικά έκαναν πρόβα πολέμου και με κυνισμό εξασκήθηκαν σε αληθινούς στόχους.Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 1.600 και οι τραυματίες ήταν πάνω από 800, αν και τα στοιχεία αμφισβητούνται.
Ο Πικάσο πληροφορήθηκε τα γεγονότα από την εφημερίδα Le Soir, ξεκίνησε το έργο στης 1η Μαΐου και το ολοκληρώνει στις 3 Ιουνίου του 1937.
Ο Πικάσο απέφυγε να ζωγραφίσει αεροπλάνα, βόμβες ή ερείπια. Οι κυρίαρχες μορφές του έργου είναι ένας ταύρος και ένα πληγωμένο άλογο με διαμελισμένα κορμιά και τέσσερις γυναίκες που ουρλιάζουν κρατώντας νεκρά μωρά. Αρχικά ο Πικάσο πειραματίστηκε με χρώμα, αλλά τελικά κατέληξε στο άσπρο-μαύρο και αποχρώσεις του γκρι, καθώς θεώρησε ότι έτσι δίνει μεγαλύτερη ένταση στο θέμα. Πολλές φορές μετακίνησε φιγούρες και μορφές πριν καταλήξει στην οριστική τους θέση.
«Η αφαίρεση του χρώματος και του αναγλύφου αποτελεί διακοπή της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο: όταν διακόπτεται, δεν υπάρχει πια η φύση ή η ζωή».
Η διαδικασία της ζωγραφικής του πίνακα αποτυπώθηκε σε μια σειρά φωτογραφιών από τη διασημότερη ερωμένη του Πικάσο, την Dora Maar, μια διακεκριμένη καλλιτέχνιδα. Συνολικά σαράντα πέντε σχέδια μας έχουν σωθεί τα οποία προετοιμάζουν την τελική Γκερνίκα. Όταν πρωτοεμφανίστηκε ο πίνακας, οι αντιδράσεις ήταν μάλλον αρνητικές. Ο Βάσκος τοιχογράφος Χοσέ Μαρία Ουτσενάι δήλωσε:
«Για έργο τέχνης είναι ένα από τα φτωχότερα της παγκόσμιας παραγωγής. Πρόκειται για πορνογραφία 7×3».
Γερμανικό έντυπο έγραψε ότι πρόκειται για «σύμφυρμα από ανθρώπινα μέλη που θα μπορούσε να είχε ζωγραφίσει τετράχρονος». Σταδιακά το γενικό αίσθημα άρχισε να μεταστρέφεται και το έργο περιόδευε για να ενισχύσει τον αγώνα των Δημοκρατικών.
Η περιοδεία σταμάτησε όταν ο Φράνκο κατέλαβε την εξουσία το 1939 και, με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το έργο φυγαδεύτηκε στις ΗΠΑ, για να αποφευχθεί η καταστροφή του.
Λέγεται πως όταν οι Γερμανοί εισήλθαν στο Παρίσι κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην προσπάθειά τους να βρουν καλλιτεχνικούς θησαυρούς και να τους κατασχέσουν, ένας Γερμανός αξιωματικός έδειξε σε φωτογραφία τον πίνακα «Γκερνίκα» στον ίδιο τον Πικάσο που είχε προσαχθεί ρωτώντας τον: -Αυτόν τον πίνακα εσείς τον κάνατε; Κι εκείνος απάντησε με θάρρος: Όχι, Εσείς!
Η Γκερνίκα έμεινε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης για πολλά χρόνια και ο Πικάσο είχε δηλώσει πως δε θα επέστρεφε στην Ισπανία προτού αποκατασταθεί πλήρως η δημοκρατία. Το 1974 υπήρξε συμβάν βανδαλισμού του έργου με κόκκινη μπογιά, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σφαγή του Μι Λάι στο Βιετνάμ. Το 1981 η Γκερνίκα επιστράφηκε στην Ισπανία και εκτέθηκε αρχικά στο Casón del Buen Retiro και κατόπιν στο Μουσείο ντελ Πράδο, προστατευμένη με αλεξίσφαιρο τζάμι και οπλισμένους φρουρούς, για το φόβο νέου βανδαλισμού. Το 1992 ο πίνακας μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία στη Μαδρίτη, του οποίου έγινε το διασημότερο και σπουδαιότερο έκθεμα.
Τα τελευταία χρόνια ακούγεται συχνά η πρόταση να μεταφερθεί στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο, το οποίο βρίσκεται λίγα μόλις χιλιόμετρα από την κωμόπολη Γκερνίκα, πράγμα με το οποίο δεν συμφωνεί ούτε η ισπανική κυβέρνηση ούτε η διοίκηση του Μουσείου Τέχνης Βασίλισσα Σοφία.
Η Γκερνίκα ή Γκουέρνικα αδιαμφισβήτητα αποτελεί έναν από τους εμβληματικότερους πίνακες ζωγραφικής του 20ου αιώνα. Μόνο ανατριχίλα και ένα αίσθημα θλίψης, μπορεί να προκαλέσει το έργο στον θεατή. Το αν το έργο και τα γεγονότα του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου συγκίνησαν βαθύτατα, τίθεται υπό αμφισβήτηση αν λάβει κανείς υπόψη τα γεγονότα που ακολούθησαν με την αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.