Παγκόσμια μέρα αυτισμού η σημερινή και είχαμε την τύχη να πέσει στα χέρια μας το έργο “Ράντισέ μου τη σιωπή με ήχο” που συγγράφουν από κοινό η Λάουρα Μελετοπούλου και ο Μιχάλης Κούμπας και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΘΥΡΑ. Από την αρχή αντιληφθήκαμε πως δεν πρόκειται απλά για μια συλλογή ποιημάτων, για μια αυτοβιογραφική αφήγηση όπου εναλλάσσονται τα στοιχεία της ιστορίας που μας παραθέτει η ψυχολόγος Λάουρα Μελετοπούλου και οι ποιητικές καταθέσεις ψυχής που υπογράφει ο Μιχάλης Κούμπας. Θα λέγαμε πως βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το δημιουργικότερο ξέσπασμα μιας ασυνήθιστης, στα δικά μας μάτια, εσωτερικής φωνής που διογκώθηκε ακόμα περισσότερο μέσα μας, μας συγκίνησε, μας προβλημάτισε.
Πριν δύο χρόνια έφυγε από κοντά μας ο ποιητής που ταύτισε το όνομά του με το πολιτικό τραγούδι. Ο μεγάλος και αξεπέραστος Μάνος Ελευθερίου μας συγκίνησε βαθύτατα με τους πρωτότυπους ποιητικούς στίχους του που σιγοτραγουδάμε με την κάθε ευκαιρία και τα εξαίσια πεζογραφήματά του . Εκτός από μεγάλος λογοτέχνης υπήρξε και ένας άνθρωπος με έναν βίο που σημαδεύτηκε από την συνύπαρξη με τους ομότεχνούς του, την μουσική, την Σύρο, την φιλία. Όλα αυτά τα εξιστορεί ο ίδιος στους Σπύρο Αραβανή και τον Ηρακλή Οικονόμου κάθε Κυριακή στις 10.30 στο σπίτι του στο Ψυχικό. Τα μαλαματένια του λόγια συγκεντρώνουν και συνθέτουν την αυτοβιογραφική του αφήγηση που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο Δώρος Λοΐζου ήταν Κύπριος ποιητής, καθηγητής και πολιτικός Δώρος Λοΐζου γεννήθηκε στις 23 του Φλεβάρη 1944. Ως μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου έζησε την ανάταση του απελευθερωτικού αγώνα, μυήθηκε στη νεολαία της ΕΟΚΑ, συμμετείχε ως μικρό παιδί στις μαχητικές μαθητικές αντιβρετανικές διαδηλώσεις. Όταν είχαν γίνει τα επεισόδια στη Σεβέρειο, την περίοδο της ΕΟΚΑ, ο Δώρος είχε συλληφθεί από τους Άγγλους. Ήταν μαθητής τότε. Κι όταν φοιτούσε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, ο Δώρος συμμετείχε ενεργά στη νεολαία της ΕΟΚΑ, την ΑΝΕ.
Ο Rainer Maria Rilke γεννήθηκε το 1875 στην Πράγα. Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίζονταν από κακουχίες, αφού ως φιλάσθενος με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και ευαισθησία δυσκολεύονταν να φοιτήσει σε στρατιωτικές σχολές , πράγμα για το οποίο τον προόριζε ο πατέρας του, που αργότερα από τους βιογράφους του χαρακτηρίστηκε εγκληματικό. Το 1892 ξεκινά τις Νομικές Σπουδές και το 1893 αρραβωνιάζεται με τη Valery von David-Rhonfeld,η σχέση του με την οποία έρχεται σε ρήξη μετά τη δημοσίευση της αλληλογραφίας μεταξύ τους από την ίδια[1]. Συνεργάζεται με το περιοδικό «Νέα Γερμανία και Νέο Έζλας» και το 1895 ξεκινά τις Φιλοσοφικές του Σπουδές. Το 1897 γνωρίζεται με τη Lou Andreas-Salome, ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο της ζωής του. Σε ένα ταξίδι του στη Ρωσία γνωρίζει τους: Leo Tolstoi, Drouhin,Pasternak, Vogeles, Becker, και τη γλύπτρια Clara Westhoff, την οποία παντρεύεται το 1901. Το 1905 και για ένα χρόνο διατελεί γραμματέας του διάσημου γλύπτη August Rodin. Η ψύχρανση των σχέσεων τους όμως ένα χρόνο αργότερα συντελεί στην αποχώρηση του Rilke. Το 1907 βέβαια, συμφιλιώνονται ξανά. Το 1914 γνωρίζει τη Lulu Albert-Lasard και συζούν. Εκείνη, το 1915 ζωγραφίζει το μοναδικό πορτραίτο του ποιητή καθήμενου. Το 1919 καταφεύγει στην Ελβετία ζητώντας άσυλο. Το 1926 συναντά τον Paul Valery. Την ίδια χρόνια πληγωμένος στο χέρι, από τα αγκάθια τριαντάφυλλων, που έκοβε, στον κήπο του, εκδηλώνεται οξεία λευχαιμία, από την οποία έπασχε. Μετά από μακρύ αγώνα φεύγει από τη ζωή στις 29 Δεκεμβρίου του 1926 σε ένα νοσοκομείο στην Ελβετία. Όλη του τη ζωή ταξίδεψε σε πάρα πολλές χώρες, αναζητώντας μια πνευματική πατρίδα.
Ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν το έργο του
Ο Rilke έζησε σε μια ταραγμένη εποχή, που χαρακτηρίζονταν από θρησκευτικές διαμάχες, ηθική κατάπτωση ,παγκόσμια αναστάτωση[2] και κοινωνικές ζυμώσεις που κατέληξαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος στιγμάτισε το έργο του. Επιπρόσθετα, οι αναζητήσεις και ανακαλύψεις στην περιοχή των επιστημών του ανθρώπου (Δαρβίνος, Μαρξ, Νίτσε, Μπερζόν, Φρόυντ) οδήγησαν σε μια ραγδαία αλλαγή της ευαισθησίας και μια σειρά καλλιτεχνικών εξεγέρσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται ο γαλλικός ιμπρεσιονισμός όσον αφορά τη ζωγραφική και ο συμβολισμός όσον αφορά την ποίηση που διαμορφώνουν το ύφος και τον στίχο του ποιητή. Βέβαια, πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι στο νεανικό του έργο ήταν εμφανείς οι επιρροές του από τον Τριακονταετή πόλεμο, τους ήρωες και τα μεγάλα πνεύματα εκείνης της εποχής. Επίσης, τα πρώτα του διηγήματα καθορίστηκαν κατά μεγάλο βαθμό από το έργο του Detlev Liliencram και οι πρώτες του δραματικές απόπειρες από το νατουραλισμό.
Έργο
Ο Rilke εντάσσεται στο ρεύμα του συμβολισμού. Παρ’ όλα αυτά παρουσιάζει στα ποιήματά του στοιχεία ρομαντισμού. Όπως αναφέραμε παραπάνω, επηρεάστηκε από το γαλλικό ιμπρεσιονισμό.
Από όλα του τα έργα πιο γνωστό είναι οι «Ελεγείες του Ντουίνο», που οφείλουν τον τίτλο τους στον Πύργο του Ντουίνο, κοντά στην Τεργέστη[3] όπου εμπνεύστηκε το έργο τώρα έχει καταστραφεί[4]. Η φιλία του Rilke με την ιδιοκτήτριά του, την Πριγκίπισσα Maria von Thurn und Taxis-Hohenloe, έχει σχολιαστεί πλούσια. Το βιβλίο μεταφράζεται ολόκληρο. Η ευφορία του αισθήματος, των αισθήσεων σε καθαρότητα θαυμαστή, του πνεύματος σε λαμπρότητα ορμής, εξουσιάζουν αμέσων εκείνον που είναι ικανός να αφεθεί, να διαποτιστεί από την αβρότητα της ποίησης αυτής, που ο πυρήνας της είναι εντούτοις μια αδάμαστη δύναμη, γράφει αναφερόμενη στο έργο του αυτό η Ζωή Καρέλλη[5].Ο ρομαντισμός του μας πηγαίνει πολύ μακριά, μας γυρεύει όλο και μια καινούργια συγκατάθεση, μια καινούργια ψυχική βίωση. Κάθε φορά που το ανοίγουμε ξέρουμε πως έχουμε να περάσουμε ένα σύνορο. Και πως ό,τι βρίσκεται πέρα απ’ αυτό, ποτέ δεν είχε πάψει να μας ανήκει[6]. Ή σύμφωνα με τον Κλέοντα Παράσχο, αυτά ιδίως τα δέκα «Ελεγεία του Ντουίνο», το ωραιότερο και πιο ώριμο έργο του Rilke, είναι ό,τι πιο ρευστό, πιο μουσικό, πιο έξω και μακριά από κάθε πλαστικό σχήμα, παρουσίασε η ποίηση των τελευταίων χρόνων, καθαρή ουσία ψυχική και ροή, αν μπορεί κανένας να πει, ψυχική[7] .
Ο Rilke αποτελεί την προσωποποίηση της ευαισθησίας, αποκρυσταλλωμένης σε τόνους τόσο λεπτούς, τόσο μουσικούς, τόσο βαθιά ενοραματικούς, δίνοντας τις πνευματικές αισθήσεις του για να βιώνουμε το άγνωστο, να βλέπουμε πέρα από το ορατό και, για να ακούμε, να παραβιάζουμε αυτή την τρομερή σιωπή των ζωντανών πραγμάτων. Κι όλα αυτά απλά μόνο για αυτό το κάλλος που παιδεύει ηθικά και ολοκληρώνει τον άνθρωπο σε αρετή και κατανόηση. Προκειμένου να μιλήσει κανείς για αυτόν, θα πρέπει να φτάσει στα βάθη της πιο αυστηρής σιωπής, ως τις πιο βαθειές ρίζες της αρχέτυπης ανθρωπιάς ακλουθώντας τον. Η λεκτική μουσική του, ο στίχος του, η τελειότητα της μορφής ου η σχεδόν παρνασσιακή είναι μορφικά στοιχεία που ιδιάζουν και χρωματίζουν ολόκληρο το ποιητικό έργο του Rilke. Ο Rilke είναι ένας ασύγκριτος οραματιστής των πραγμάτων, ένας ποιητής που έδωσε νέα κατεύθυνση στο λυρισμό και τον ανανέωσε, βαφτίζοντάς τον σε βαθύτατες πηγές ενστικτώδους και βαθύτατου μυστικισμού. Ο Rilke είναι από τους ποιητές στους οποίους η μοντέρνα ποίηση οφείλει ένα μέγιστο μέρος της αξίας της και της ουσίας της. Ό,τι έκανε ο Ρεμπώ και ο Γαλλικός Συμβολισμός έως τον Βαλερύ, στη μορφή του ποιητικού λόγου, το έκανε ο Rilke στο εσωτερικό του, στον τομέα που η ψυχή γίνεται άμεσα ποίηση και μύθος. Ποιητής αρχαγγελικός αλλά και σε πολλά απρόσιτος, επιβάλλεται περισσότερο σαν μυστήριο και λιγότερο σα νοητός λόγος. Για να νιώσουμε τον Ρίλκε, πρέπει να έχουμε διαρκώς υψωμένα τα μάτια μας στο βραδινό ουρανό ή να βλέπουμε τον γύρω μας κόσμο, ψάχνοντάς του γνωρίσματα και φωνές και ψιθυρίσματα ουρανίων παραδείσων, όπως σημειώνει σε ραδιοφωνική του εκπομπή ο Αντρέας Καραντώνης.
Θεωρείται σπουδαίος, καθώς έδειξε πόσες άπειρες δυνατότητες περιέχει ακόμα η Γερμανική γλώσσα, η πιο πλούσια σε καίρια έκφραση απ’ όλες τις λατινογενείς γλώσσες της Ευρώπης. Την πλούτισε με καινούργιες λέξεις και εκφράσεις, νεολογώντας κατά τον πιο νόμιμο, αλλά πάντα απίθανα ποιητικό τρόπο, έτσι που, για να τον κατανοήσει κανείς δεν αρκεί πια η γνώση της γλώσσας, αλλά η δημιουργική φαντασία που θα βρίσκεται σε απόλυτη επικοινωνία και σε στενή συνεργασία με τη συμβολογλωσσοπλαστική αντίληψη του ίδιου του ποιητή. Οι δικές του αισθητικές αρχές που διαμόρφωσε, συνέπεσαν με τις αρχές του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, οπότε είναι ο ίδιος και το έργο του αυτοί που βοήθησαν στην εκκόλαψη του εξπρεσιονιστικού κινήματος στη Γερμανία. Τέλος συνέβαλε στην εξέλιξη του ρωσικού ακμεϊσμού, εφόσον αρκετοί ρώσοι λογοτέχνες μελέτησαν και στηρίχτηκαν στο έργο του, όπως: Μαρίνα Τσβετάγεβα, Μπόρις Πάστερνακ και Πάουλ Τσέλαν.
Το έργο του διαχωρίζεται σε δύο φάσεις: νεανικό και ωριμότητας:
Νεανικό
Ωριμότητας
Χειρόγραφο 81 σελίδες (αρχεία Βαϊμάρης) (1892)
«Δύο ιστορίες της Πράγας», «Για να γιορτάσω τον εαυτό μου» (1899) «Οι τελευταίοι» (διήγημα), «Βιβλίο των εικόνων (ποιήματα), «Καθημερινή ζωή» (δίπραχτο δράμα), «Ράινερ Μαρία Ρίλκε» (μονογραφία) (1902)
«Ζωή και τραγωδία» (πρωτόλειο βιβλίο) , «Εικόνες και φύλλα ημερολογίου» (επιστολές) (1893)
Ο Παντελεήμων-Αναστάσιος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1922, στη συνοικία Μεταξουργείο της Αθήνας. Στα γράμματα θα γίνει γνωστός με το δεύτερο όνομά του κι αυτό γιατί ο πρόωρος τοκετός της μητέρας του το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Έτσι λόγω της ημέρας, αλλά και επειδή σώθηκε ως εκ θαύματος, βαφτίστηκε με δύο ονόματα.
Πατέρας του ήταν ο Λύσσανδρος Λειβαδίτης από την Κοντοβάζαινα Αρκαδίας, εύπορος υφασματέμπορας, που πτώχευσε λόγω πολέμου και πέθανε το 1943. Ο θάνατος του πατέρα του υπήρξε πρωταγωνιστής σε αρκετά έργα του: «Κι ο πατέρας, έμπορος άλλοτε, όταν ξέπεσε στεκόταν στην είσοδο των μαγαζιών, παραπέρα», «και μόνον προς τα δυσμάς του βίου μου κατάλαβα ότι ο πατέρας μου είχε βρει το θησαυρό. Ακριβώς. Διότι όταν πτώχευσε και σε λίγο θα μας τα παίρναν όλα, εκείνος χαμογελούσε, ένα χαμόγελο: σα να βρήκε κάτι που έψαχνε χρόνια, σα ν’ ανακάλυψε ξαφνικά πως τίποτα δε μας ανήκει και ποιος ο λόγος να παιδεύουμε τον εαυτό μας με ξένα πράγματα….»
Μητέρα του ήταν η Αθηναϊκής καταγωγής Βασιλική Κοντοπούλου, παντρεμένη δεύτερη φορά. Με τον πατέρα του απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Δημήτρη, τον Αλέξανδρο, τη Χρυσαφένια και τον Αναστάσιο. Μαζί τους ζούσε και ο Κωνσταντίνος, γιος της μητέρας του από τον πρώτο της γάμο. Τη μητέρα του τη χάνει το 1951, όταν ο ίδιος ήταν εξόριστος.
Μεγάλωσε στην καρδιά της πολιτείας, στο Μεταξουργείο. Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι και δηλώνει ποιητής.
Τα μαθητικά χρόνια είναι ανέμελα και όμορφα. Φοιτά στο 9ο Γυμνάσιο στην πλατεία Κουμουνδούρου και παράλληλα, λόγω της οικονομικής άνεσης της οικογένειας, μαθαίνει βιολί και πιάνο. Τελειώνοντας το σχολείο το 1940, γράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών, αλλά δεν καταφέρνει να την τελειώσει ποτέ λόγω Κατοχής. Το 1946 παντρεύεται την παιδική του φίλη Μαρία Στούπα. Η ίδια στάθηκε στο πλευρό του στήριγμα στα πέτρινα χρόνια της εξορίας, βοηθώντας και τη μητέρα του, και σε όλη τους τη ζωή φύλακας-άγγελος.
Η νύχτα της Κατοχής τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1940 εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας, ωστόσο δε θα ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του, καθώς συμμετείχε στην Αντίσταση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς και εξορίστηκε, από το 1945 έως το 1951. Οι πολιτικές του ιδέες και η ένταξη του στο ΕΑΜ, οδηγούν στη σύλληψη και φυλάκισή του με τη λήξη των Δεκεμβριανών. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, το 1945, αφήνεται ελεύθερος. Τον Ιούνιο του 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο. Το 1949 μεταφέρεται στη Μακρόνησο και από εκεί, επειδή δεν υπογράφει τη δήλωση μετανοίας, μεταφέρεται στον Άη Στράτη και από εκεί στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα. Συνοδοιπόροι σ’ αυτό το «ταξίδι εξορίας» οι Κατράκης, Ρίτσος, Δεσποτόπουλος, Αλεξάνδρου, Πατρίκιος, κ.ά.
Από το 1954 έως και το 1967 εργάζεται στην εφημερίδα «Η Αυγή» ως κριτικός ποίησης. Το κλείσιμο της εφημερίδας το 1967 από τη δικτατορία, τον αφήνει άνεργο και από το 1969 εργάζεται στο περιοδικό ποικίλης ύλης «Φαντάζιο» με το ψευδώνυμο Α. Ρόκκος. Διασκευάζει σε περιλήψεις έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και δημοσιεύει πορτρέτα για τη ζωή και το έργο Ελλήνων λογοτεχνών.
Τον Οκτώβριο του 1961 Περιόδεύε με τον Mίκη Θεοδωράκη την επαρχία, Kαβάλα, Δράμα, Σέρρες, Λάρισα, Nάουσα, Bέροια και όπου ανάμεσα στα μουσικά διαλείμματα των συναυλιών έκανε απαγγελίες ή συνομιλούσε με το κοινό. Στη Bέροια μάλιστα θα δέχτηκαν άγρια επίθεση από τους παρακρατικούς της εποχής. Με την έλευση της δικτατορίας και το διάστημα μεταξύ 1967 και 1972, ποιητής βυθίζεται στην σιωπή. Tο καθεστώς των συνταγματαρχών κλείνει την εφημερίδα «AYΓH» και ο ποιητής μένει άνεργος. Για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει με το ψευδώνυμο «Pόκκος», έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης.
Η ζωή του ήταν πολυτάραχη, με αλλαγές που επιβάλλονταν συχνά βίαια, λόγω της συνέπειας του ποιητή σε ιδεολογικές αρχές, οι οποίες προκαλούσαν το καθεστώς. Ο Λειβαδίτης έφερε βιώματα από τη Μικρασιατική καταστροφή, την προσφυγιά, τη δικτατορία Μεταξά, τους αγώνες της Αριστεράς, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τις διώξεις, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τη δικτατορία του 1967 και τόσα άλλα. Παρά τις τόσες κακουχίες, παρέμενε λάτρης, υμνητής της ζωής.
Το 1955 στις 10 Φεβρουαρίου ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Eφετείο για το “Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου”. Πλήθος ανθρώπων και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη, όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο, αλλά και τους δικαστές, που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά». Αυτά αναφέρει ο Γιάννης Κουβαράς στο βιογραφικό του Λειβαδίτη. Ο ποιητής, μας λέει, «μετέτρεψε το εδώλιο σε βήμα». Σε μια εποχή που μεσούσαν τα εμφυλιοπολεμικά πάθη …
Έζησε τα καθοριστικά γεγονότα μιας ιστορικής διαδρομής «εκ των έσω», με μύριες δυσκολίες, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να κάμψουν το φρόνημά του, όπως έγινε με τόσους άλλους. Και αποτύπωνε θαρραλέα τη ματιά του, τις προσλήψεις που ζύμωνε η ευαίσθητη ποιητική ψυχή του, υψώνοντας το ανάστημα του πνευματικού ανθρώπου του ταγμένου να φυλάει Θερμοπύλες. Πιστός σε ανθρώπινα ιδανικά, αυτά που τραγουδούσε μέχρι τελευταίας πνοής. Ίσως γι αυτό όσοι πλησίασαν το έργο και τον ποιητή, ένιωθαν αγάπη δεμένη με βαθιά εκτίμηση. Έφυγε από την ζωή, στις 30 του Οκτώβρη 1988. «Επιστρέφει», όμως, κάθε βράδυ στις λαϊκές γειτονιές που τραγούδησε. Ανάβει το τσιγάρο του από τα πυρακτωμένα όνειρά τους. Φτιάχνει ποιήματα από πεσμένα στο δρόμο όνειρα. Όνειρα, που τα πατούν ακόμα και ανύποπτοι περαστικοί.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία το 1953, για τη συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Το 1957 λαμβάνει το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ. Ι», το 1976 το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα» και το 1979 το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας».
Το 1982 γίνεται ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Τον Αύγουστο του 1982 νοσηλεύεται με καρδιακό έμφραγμα σε νοσοκομείο. Τον Οκτώβριο του 1988 εισάγεται στο Γενικό Κρατικό και, μετά από δύο αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, χάνει τη μάχη της ζωής. Ήταν 30 Οκτωβρίου.
Ο άνθρωπος
Για όσους γνώρισαν από κοντά τον Τάσο Λειβαδίτη είναι γνωστό ότι, η ζωή του ταυτίζόταν απόλυτα με το αξιακό σύστημα το οποίο οικοδόμησε με το έργο του. Ο Λειβαδίτης αποτελεί την περίπτωση ενός δημιουργού, ο οποίος ταύτισε το έργο με τη ζωή του. Με αδιατάρακτη συνέπεια ο Λειβαδίτης έζησε μια ζωή αφιερωμένη στον άνθρωπο, την αγάπη, την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο με διαχρονικές αξίες. Αυτή η στάση ζωής, εκφραζόταν πολιτικά ως καθημερινή πρακτική και στο έργο του, όχι απλά ως καταγραφή επιθυμιών ή οραμάτων, αλλά ως υψηλής αισθητικής ποιητική, γεμάτη συναίσθημα, με κινητήρια δύναμη το όνειρο του καλύτερου αυριανού κόσμου.
Η καθημερινότητά του υφαίνονταν στο υπόστρωμα της προσφοράς. Έδινε απλόχερα σε όλους. Παρείχε ιδιαίτερα στους νέους ποιητές, την άδολη αγάπη του, τον πολύτιμο χρόνο του, τις ατέλειωτες γνώσεις του, την τεράστια πείρα του στη ζωή και την τέχνη. Η μεγαθυμία και γενναιοδωρία του, ήταν παροιμιώδης. Νεαρός, στα δεκαοχτώ μου, τόλμησα να του τηλεφωνήσω για να του δείξω χειρόγραφά μου. Μετά λίγες μέρες ανακάλυψα, ότι είχε κάνει εκτεταμένες σημειώσεις σε κάθε σελίδα που του είχα δώσει. Μεταξύ άλλων μου είπε: «είναι τιμητικό, πολύ σημαντικό, να απευθύνονται νέοι άνθρωποι σε μένα. Είναι μεγάλη δικαιολογία ύπαρξης αυτή. Κάποτε θα συμβεί αυτό και σε σένα…». Ο Λειβαδίτης δεν είχε αυταπάτες. Γνώριζε ότι μέσα από την επικοινωνία του με τους νέους εισέπραττε ένα ακόμα στοιχείο δικαιολογίας ύπαρξης, αλλά ήξερε επίσης τη σημαντικότητα της βοήθειάς του και δεν την αρνιόταν. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να υμνεί με την ποίησή του την αγάπη και ύψιστες ανθρώπινες αξίες και στην πράξη να φερόταν αλαζονικά.Από το 1954 έως το 1967 και από τη μεταπολίτευση το 1974 έως το 1980, έγραψε στην εφημερίδα «Αυγή», δεκάδες κριτικές για νέους ποιητές στηρίζοντας την προσπάθειά τους. Οι κριτικές του αποτελούν μνημειώδη κείμενα μιας έντιμης κριτικής προσέγγισης και ενθάρρυνσης των αξίων.
Ως και υλική βοήθεια πρόσφερε σε ανθρώπους αδύναμους και μάλιστα σε περιόδους που ζούσε ο ίδιος μέσα στη στέρηση ως και των στοιχειωδών. Μία ημέρα που είχε εισπράξει από τον εκδότη του συγγραφικά δικαιώματα, σε περίοδο μεγάλης ένδειας, επέστρεψε χωρίς δραχμή στο σπίτι. Και είπε στη γυναίκα του: «Έδωσα τα χρήματα στον τυφλό ζητιάνο στη γωνία. Έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μας». Ως προερχόμενος πολιτικά από την Αριστερά, δεν πίστευε στην ελεημοσύνη, αλλά στο ότι ένα οργανωμένο κράτος οφείλει να καλύπτει τις ανάγκες των αναξιοπαθούντων πολιτών του. Παρά ταύτα ενέδιδε στην ελεημοσύνη, με τη σκέψη ότι δεν μπορεί αυτός να κατέχει πράγματα που είναι πολύ πιο αναγκαία σε έναν συνάνθρωπό του. Το συναίσθημα υπερκάλυπτε τη λογική, αλλά εξέφραζε μια προσωπική στάση προσφοράς, όχι βεβαίως άμοιρη των ποιητικών επιλογών του.
Όσοι τον γνώρισαν καταθέτουν την ηπιότητα που εξέπεμπε, παρά τις τρικυμίες της ψυχής του. Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, παρά τις αδικίες που υπέστη από ομοτέχνους του και από κομματικούς μηχανισμούς. Δεν επέρριψε ευθύνη σε άλλους, απεναντίας φορτωνόταν ο ίδιος τα βάρη των ευθυνών των άλλων, λες κι ήταν ο μέγας ενοχικός. Ως και τους διώκτες και βασανιστές του δεν μίσησε. Το 1950 εξόριστος στη Μακρόνησο, απευθυνόμενος στον ανθρωποφύλακα σκοπό του στρατοπέδου έγραψε:
«Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις/ χτύπα με αλλού/ μη σημαδέψεις την καρδιά μου./ Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο./ Δεν θάθελα να το λαβώσεις».
Μοναχικός οδοιπόρος, όπως σκληρά απαιτεί η Ποίηση, έζησε με μια ταπεινότητα, που όμοιά της δεν συναντάμε συχνά στον κόσμο της δημιουργίας, ο οποίος βρίθει ματαιοδοξίας και έπαρσης. Ο Λειβαδίτης ήταν ταπεινός με όλη τη μεγαλοσύνη της έννοιας. Τον χαρακτήριζε η ευγένεια, μια ιδιαίτερη σεμνότητα και η πλήρης απουσία αλαζονείας. Κάποιοι ελάχιστοι που προσπάθησαν να τον μειώσουν, προφανώς αγνοούσαν ότι δεν μπορεί ποτέ να ταπεινωθεί ένας επί της ουσίας ταπεινός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που ισοπέδωνε ο ίδιος ενσυνείδητα το εγώ του. Και ήταν δυνατό γι αυτόν, να κάνει την υπέρβαση βίωμα.
Ο Λειβαδίτης επέλεξε το χαμηλό μέτρο μέσα από μια πορεία φιλοσοφική. Έτσι, ένιωθε σε βάθος ελεύθερος. Για αυτόν, επίγνωση του τραγικού της ανθρώπινης μοίρας, δεν ήταν το αναπόφευκτο φυσικό μας τέλος. Το τραγικό γι’ αυτόν, είχε να κάνει κυρίως με την υστέρηση ποιοτικών χαρακτηριστικών της ζωής και εξεχόντως της ελευθερίας. Ο Λειβαδίτης πικραινόταν από την έλλειψη αυτών των ποιοτικών χαρακτηριστικών, είχε αποστεί από καιρό του μικρόκοσμού μας κι ας ζούσε ανάμεσά μας.
Μετρημένος, γνώριζε τη σημαντικότητα του έργου του, αλλά παράλληλα είχε πλήρη συνείδηση της ανθρώπινης μοίρας και δεν ξεχνούσε το φθαρτό και τη θνητότητά μας. Πράγματα που εξαφάνιζαν κάθε αλαζονικό στοιχείο και στήριζαν μια σπάνια ευγένεια συμπεριφοράς και ψυχής. Σιωπούσε φλύαρα, έγραφε ακατάπαυστα, υπηρετώντας με την Ποίησή του την υψηλή αισθητική και το στοχαστικό βάθος. Η σπανιότητα του έργου του έχει συστατικό τη χρήση απλών καθημερινών λέξεων, οι οποίες υπηρετούσαν υψηλά νοήματα και ένα μοναδικό φιλοσοφικό εύρος.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα, με το ποίημα Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην άκρη της νύχτας. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη (Δραπετσώνα, Τα Λυρικά) και ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά. Έγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών Ο θρίαμβος και Η συνοικία το όνειρο. Ο Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας της Βαρσοβίας για τη συλλογή Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Πήρε ακόμη το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη Συμφωνία αρ. 1, το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για το Βιολί για μονόχειρα και το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή Εγχειρίδιο ευθανασίας.
Έγραψε τις ποιητικές Συλλογές: Μάχη στην άκρη της νύχτας (1952), Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952), Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (1953), Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (1956), Συμφωνία αρ. 1 (1957), Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958), Καντάτα (1960), 25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963), Οι τελευταίοι (1966), Νυχτερινός επισκέπτης (1972), Σκοτεινή πράξη (1974), Οι τρεις (1975), Ο διάβολος με το κηροπήγιο (1975), Βιολί για μονόχειρα (1977), Ανακάλυψη (1978), Ποιήματα 1958-1963 (1978), Εγχειρίδιο ευθανασίας (1979), Ο τυφλός με το λύχνο (1983), Βιολέτες για μια εποχή (1985), Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987) και Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου (1990: εκδόθηκε μετά το θάνατο του ποιητή).
Η ποίησή του είναι δυνατόν να διακριθεί, γενικά, σε τρεις περιόδους. Όταν, το 1965, εκδίδει τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων του, που καλύπτουν την περίοδο 1952-1963, υπάρχουν ήδη ευδιάκριτες δύο φάσεις, απ’ τις οποίες πέρασε η ποίηση αυτή. Το 1957, με τη Συμφωνία αρ. 1, παρατηρείται μια ενδοστρέφεια […]. Η διάθεση μιας μελαγχολικής ενδοστρέφειας επιτείνεται με την έκδοση των επόμενων βιβλίων: Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια (1958), Καντάτα (1960), 25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963) […].
Στην Καντάτα, όπου (ανάμεσα στ’ άλλα) περιγράφεται το μαρτύριο και η γενναιότητα του «ανθρώπου με το κασκέτο», εκεί που, ύστερα από πολλά μερόνυχτα βασάνων, ακούει κάποιον να βογκάει στο διπλανό κελί και σηκώνει το ανήμπορο χέρι του κι αρχίζει, μισοπεθαμένος σχεδόν, να χτυπάει τον τοίχο, το κάνει «όπως αιώνες τώρα, συνηθούν μέσα στην ερημιά τους οι τρελοί κι οι φυλακισμένοι» […]. Στην Καντάτα ο αγωνιστής «άνθρωπος με το κασκέτο» είναι στιγμές, όπου υποδύεται, θα έλεγα, το ρόλο του Ιησού. Και συγχέονται έτσι οι χώροι των στρατοδικείων του Εμφυλίου και του “συμβουλίου” των Εβραίων γραμματέων και πρεσβυτέρων: «Κι οι δικαστές, μόλις εκείνος μπήκε, σκύψαν και κάτι μίλησαν μεταξύ τους. / Και τον ερώτησαν: Είστε πολλοί; / Κι αυτός, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει, έδειξε έξω απ’ το παράθυρο,/ το πλήθος./ Κι οι δικαστές φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;/ Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κάποτε, πριν πολλάχρόνια, ξανά ειπωθεί./ Και τους πήρε φόβος μεγάλος». Συγχρόνως όμως ο ποιητής βλέπει ότι, εκεί που βάζει τον άνθρωπο με το κασκέτο να δείχνει το πλήθος, δεν υπάρχει πλήθος. Η Καντάτα (1960) θα επιχειρήσει μια νέου επιπέδου σύνθεση. Θα επιδιώξει την πολυφωνία του ατομικού, αλλά και την ισορροπία της με το συλλογικό, όπως το αντιπροσωπεύουν οι χοροί ανδρών και γυναικών. Η δράση εξελίσσεται πάλι σε μια συνοικία, με φανερές όμως πολύ πλατιές προεκτάσεις στο χώρο και τον χρόνο, τον εθνικό, αλλά και τον πανανθρώπινο, ιδιαίτερα στην βιβλική αφήγηση του Ανθρώπου με το κασκέτο, σύμβολο της αιώνιας προσφοράς και την θυσίας. Πρόκειται για την τελευταία μεγάλη τοιχογραφία του Λειβαδίτη. Ζώντας σε μια κοινωνία στέρησης και δυστυχίας έρχεται αντιμέτωπος με τους κυρίαρχους μηχανισμούς του αστικού καθεστώτος. Οι «άντρες με τις καπαρντίνες και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες» τον συλλαμβάνουν και τον φυλακίζουν. Αντιπροσωπεύουν έναν από τους πολλούς Αντίμαχους που θα συναντήσουμε στην Καντάτα. Πρόκειται για τα εκτελεστικά όργανα της εξουσίας, τα οποία με τις «καπαρντίνες» και τα «τυφλά τους μάτια» αποτελούν στερεότυπα αναπαράστασης των καταδιωκτικών αρχών. Ο ήρωας μεταφέρεται σε ένα κελί όπου βασανίζεται για να αποκαλύψει τα όπλα, τα οποία κατά την αντίληψη των ανακριτών θα στρέψει εναντίον της εξουσίας. Τα βασανιστήρια συνεχίζονται σαράντα μέρες […]. Ο πρωταγωνιστής μαζί με άλλους δύο στήνονται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δύο στοιχεία προβάλλονται εδώ: η περιφρόνηση του θανάτου και η γνώση της μελλοντικής δικαίωσης. Σε μια στιγμή λίγων δευτερολέπτων το υποκείμενο οραματίζεται το μέλλον, τότε που θα δικαιωθούν όσοι θυσιάστηκαν. Αλλά και στο φυσικό επίπεδο υπάρχουν σημάδια που δηλώνουν τη μελλοντική δικαίωση του ήρωα. Η εκτέλεσή του γίνεται την άνοιξη. Η άνοιξη σε σημασιακό επίπεδο σημαίνει τη φυσική αναγέννηση και κατ’ επέκταση τη συνέχεια της ζωής. Ο θάνατος ακόμη τον βρίσκει τη στιγμή που βγαίνει ένας ολόλαμπρος ήλιος. Η φύση επομένως δηλώνει ότι με τον θάνατό του ο ήρωας γίνεται πρόξενος μιας νέας ζωής και ότι κάποτε θα έλθει η δικαίωση […]».
Ως συνέπεια, στις πρώτες του ποιητικές συλλογές είναι έντονη μια επαναστατική διάθεση εξαιτίας της στράτευσής του στην αριστερά. Αργότερα αυτή θα μειωθεί ή θα μεταλλαχθεί σ’ έναν ατέρμονα θρήνο για πόθους που δεν εκπληρώθηκαν, για αλλαγές που δεν έγιναν, για έρωτες και μοναξιά, για έναν κόσμο που πορεύεται προς την τρέλα μέσα σ’ ένα σκληρό σύστημα κοινωνικών ανισοτήτων.
Πιο συγκεκριμένα, ιδιαίτερα στους δύο τελευταίους τόμους του έργου του οι οποίοι περιέχουν την μετά το 1972 προσφορά του, απαλλαγμένος πλήρως από τις όποιες “στρατεύσεις” του παρελθόντος, διατηρώντας όμως μέσα από μια νοσταλγική προσήλωση αρυτίδωτο το όραμα εκείνης της ηρωικής εποχής της νεότητας, μας δίνει μια ποίηση υπερβατική, στις σελίδες της οποίας καταθέτει τον πόνο του ένας κόσμος ετερόκλητων “καταραμένων” με κοινό παρανομαστή του την μοναξιά, το συναίσθημα του ματαιωμένου, καθώς και μια ερωτική ερημιά, η οποία καθίσταται, μέσα από τη συμβολοποίησή της, απερίγραπτα τραγική. Ένας κόσμος βυθισμένος σε έναν λαβύρινθο φορτισμένο με τις πληγές, αφ’ ενός της ηλικίας που τόσο τον σημάδεψε (της παιδικής), κι από τη θλίψη αφ’ ετέρου, για ό,τι δεν του επετράπη στη συνέχεια, μέσα σε αυτό το σκληρό σύστημα των κοινωνικών αξιών, με τις περίεργες ταξικές του διαρθρώσεις. Ένας κόσμος, που τον διατρέχει μια αποπνιχτική αίσθηση του τέλους, καθώς και μια ιδιόρρυθμη παραφροσύνη, μέσα στη δίνη της οποίας τα άτομα διατηρούν τη δική τους σχέση με την ηθική, καθώς και μια “ψυχική γεωγραφία”, στους κόλπους της οποίας λαμβάνουν χώρα αφανείς καθημερινοί φόνοι και μεγάλα αινιγματικά παιχνίδια, ουσιαστικά βαπτισμένα στην τρέλα. Όλα αυτά τα στοιχεία δεν συνθέτουν παρά ένα έργο, που πέρα από εξαιρετικό σύνολο έμπνευσης, μεγαλόπνοης σκέψης και συναισθήματος, αποτελεί ταυτοχρόνως και υπόδειγμα επίμονης επεξεργασίας και εξέλιξης, μέσα στην πορεία του …
Όμως στον ρομαντισμό – και στον Λειβαδίτη- το κυνήγι της ευτυχίας γίνεται από και για τον συγγραφέα, προσωπικά. Βέβαια η αναζήτηση της τελειότητας, η επιδίωξη του ανέφικτου, ο πόθος του ανεκπλήρωτου, οδηγούν σχεδόν πάντα στην συντριβή, αλλά όχι στην παραίτηση, όχι στην ανέκκλητη παραδοχή της ήττας, αφού η πραγμάτωση της ποίησης αναιρεί την ίδια την ήττα. Έτσι, μέσα στον ρομαντισμό του Τάσου Λειβαδίτη το όνειρο παραμένει το ζητούμενο, ενώ η συντριβή γίνεται κι αυτή στοιχείο της ζωής, στοιχείο που η ζωή το ενσωματώνει και το υπερβαίνει. Αν όμως όλα αυτά γίνονται από και για το συγγραφικό υποκείμενο, στον Λειβαδίτη, όπως και σ’ όλους τους μεγάλους ποιητές, το συγγραφικό εγώ δεν συρρικνώνεται σε μια αυτάρκη και αυτάρεσκη λατρεία του εαυτού του, αλλά διαστέλλεται έτσι ώστε να μας χωρέσει όλους…
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη χαρακτηρίζεται από μια απαράμιλλη αυθεντικότητα. Εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο, την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία, τις υπαρξιακές αγωνίες του. Περιγράφει στα ποιήματά του τα τρομακτικά εκείνα μεταπολεμικά χρόνια με έντονο ρεαλισμό. Μιλά για τους σκληρούς αγώνες της γενιάς του και εκφράζει τη φρίκη από την εφιαλτική μνήμη των αδικαίωτων θυσιών. Το σημαντικότερο στοιχείο της ποίησής του, είναι η πίστη του στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου βασισμένου στην ειρήνη, στην ισότητα, στην αλληλοβοήθεια και τον ουμανισμό. Τονίζει ιδιαίτερα στο έργο του την αξία του ανθρώπου και το σεβασμό του συνανθρώπου. Όταν, λοιπόν, διαβάζεις ποίησή του, είναι αναπόφευκτο να οραματιστείς κι ο ίδιος έναν καλύτερο κόσμο. Μέσα από τα ποιήματα του σε παρακινεί να γίνεις ένας καλύτερος άνθρωπος. Αυτή η ποιητική του φάση είναι επίσης συνυφασμένη με τη ζωή του ποιητή, καθώς αρέσκονταν να προσφέρει με κάθε τρόπο στους συνανθρώπους του, ακόμη και σε περιόδους που και ο ίδιος δεν είχε τίποτα.
Ο Τάσος Λειβαδίτης έχει χαρακτηριστεί και ως ο ποιητής του έρωτα, όπως και τον γνωρίζουν οι περισσότεροι νέοι σήμερα, μέσα από τα ευρέως διαδεδομένα ποιήματα του στα κοινωνικά μέσα. Χαρακτηριστική είναι η νοσταλγία του έρωτα που δεν έζησε ποτέ και παρασύρει και τους αναγνώστες του σε ένα τέτοιο συναίσθημα. Η ποίηση του είναι τόσο άμεση και ειλικρινής που σε κάνει να πιστεύεις πως γράφτηκε για εσένα και δημιουργεί έντονα συναισθήματα.
[…] οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δύο […]
Ο επαναστάτης, ο ρομαντικός μας χάρισε αναρίθμητα ποιήματα και αφηγήσεις των κακουχιών της μεταπολεμικής γενιάς μπολιασμένα όμως όλα με στίγματα ελπίδας. Η ελπίδα αυτή σαν αστέρι φωτίζει το έργο του Λειβαδίτη και τις καρδιές μας καθώς προστρέχουμε σε αυτό. Είναι ένας ποιητής μοναδικός στο είδος του, άλλοτε τραχύς και κοφτερός σαν ξυράφι και άλλοτε μαλακός σαν πούπουλο. Η αντίφαση του αυτή ήταν ίσως και ο λόγος που αγαπήθηκε τόσο πολύ και συνεχίζει να αγαπιέται. Εξάλλου, το δίπτυχο έρωτας και επανάσταση μένει επίκαιρο παρά την αλλαγή των καιρών και το πέρασμα των χρόνων. Ομοίως, η ποίηση του που κυοφορεί τις αξίες αυτές διαβάζεται με την ίδια θέρμη. Εξάλλου, όπως μας θυμίζει ο ίδιος:
Kι η ποίηση είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό. Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών την ώρα που πέφτουν χτυπημένα. Ένα σπίτι για να γεννηθείς, ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις, ένας στίχος για να κρυφτείς, κι ο κόσμος για να πεθάνεις .
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε το 1888 στην Αθήνα. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια: ήταν γιος αντιστράτηγου κυπριακής καταγωγής που διατέλεσε υπουργός στρατιωτικών, ενώ η μητέρα του ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη. Το 1898 ο Λαπαθιώτης εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο. Πήρε καλή μόρφωση και φοίτησε στη Νομική Αθηνών, ποτέ όμως δεν αξιοποίησε το πτυχίο του επαγγελματικά. Μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά και Ιταλικά, ήξερε πιάνο και είχε παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής. Στα 17 του χρόνια δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα στο περιοδικό Νουμάς. Έζησε μια ζωή γεμάτη πάθη και καταχρήσεις και, όταν έχασε και τους δύο γονείς, καθώς και την πατρική περιουσία, εξανεμίζοντας παράλληλα μια από τις πιο πλούσιες βιβλιοθήκες, αυτοκτόνησε μέσα στο σπίτι του το 1944.
Ένας αριστοκράτης όμως που έκανε πολλές ζωές. Και με τους «καθωσπρέπει» αλλά και με τους περιθωριακούς. Την οικειότητά του με τους ήρωες του κοινωνικού περιθωρίου την αναγνωρίζουμε και στις δυο νουβέλες του. Τελικά, οι προτιμήσεις του γείρανε προς τον λαό, προς τους ανθρώπους της δουλειάς. Η κλίση αυτή προς το φτωχό κόσμο του μεροκάματου αργότερα ταυτίστηκε με την κοινωνικοπολιτική του ιδεολογία. Μάλιστα, η προσχώρηση του Λαπαθιώτη στο σοσιαλιστικό κίνημα έκανε αίσθηση.
Ο Βάσος Βαρίκας σ’ ένα βιβλιοκριτικό σημείωμα του στο «Βήμα» του 1964 έγραφε: «σημειώνω ενδεικτικά τη συμπάθεια, που από τα πρώτα χρόνια του Μεσοπόλεμου, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες, έδειχνεν ο Λαπαθιώτης προς το σοσιαλιστικό κίνημα, φτάνοντας ως το σημείο να παρακολουθεί ακόμα και δημόσιες συγκεντρώσεις, και που συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του, αφού και στην πλήρη κατάρρευση του, κατά την κατοχή, δεν αρνιόταν να φιλοξενήσει στο σπίτι του «παράνομους». Οι νύξεις στο έργο του είναι ελάχιστες. Και αναρωτιέμαι αν η προσφορά και άλλων άγνωστων στοιχείων δε θα τροποποιούσε, λίγο ή πολύ, την εικόνα του ανθρώπου, έστω και στις λεπτομέρειες…» Ο Τ. Βουρνάς («Αυγή», 18.2.1965) δίνει την πληροφορία πως «πριν αυτοκτονήσει φρόντισε ν’ αποκτήσει σύνδεση με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής Εξαρχείων όπου κατοικούσε, και μια μέρα έμπασε μυστικά στο σπίτι του μια ομάδα Ελασιτών και τους πρόσφερε για τον αγώνα τα όπλα του πατέρα του».
Ο Λαπαθιώτης ποτέ δεν έφυγε από το σπίτι του στις παρυφές του Λόφου Στρέφη. Στο διώροφο νεοκλασικό αρχοντικό, που σήμερα ερημώνει, έζησε πάνω από 40 χρόνια και εκεί έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του, αλλά και εκεί αυτοκτόνησε. Ο Λαπαθιώτης δεν αγωνιούσε για τον βιοπορισμό του, τον οποίο δεν έλυσε ποτέ, η μέριμνα της καθημερινότητας δεν τον απασχόλησε. Αγαπούσε το σκοτάδι και κυκλοφορούσε μόνο τη νύχτα, «παραδιδόμενος» στην ηδονή. Διέθετε, όπως λένε, μια από τις πλουσιότερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες.
Ο Λαπαθιώτης διάβαζε Ουώλτερ Χορέισο Πέιτερ, από τους βασικότερους θεωρητικούς εκφραστές του δόγματος «Η Τέχνη για την Τέχνη», το οποίο αποτέλεσε θεμέλιο του κινήματος του Αισθητισμού και Όσκαρ Ουάιλντ. Πίστευε και αυτός ότι η τέχνη δεν έχει ηθικούς ή ωφελιμιστικούς λόγους ύπαρξης, σε αντίθεση με τις επικρατούσες απόψεις της εποχής του, οι οποίες ερμήνευαν το έργο τέχνης βάσει ηθικών και παιδευτικών αξιών. Τη βιβλιοθήκη του την ξεπούλησε για να εξασφαλίζει ηρωίνη. Παράλληλα, δε φοβόταν να μιμείται τον Ουάιλντ, στο ντύσιμο, στο χτένισμα, στην κίνηση και στην προκλητικότητα.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν γνωστός δανδής της αθηναϊκής κοινωνίας στα νιάτα του, με εκκεντρικές εμφανίσεις και με δεδηλωμένη την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο εθισμός του στις ναρκωτικές ουσίες τού προκάλεσε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα, μέχρι του σημείου να αναγκαστεί να πουλήσει το πιάνο και τη σπάνια βιβλιοθήκη του. Έχοντας εξανεμίσει την οικογενειακή περιουσία και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτόνησε στις 7 Ιανουαρίου του 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια (στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, κάτω από το λόφο του Στρέφη). Η κηδεία του έγινε τέσσερις ημέρες αργότερα με έρανο των φίλων του.
Όπως λέει ο Άρης Δικταίος, «…αυτό που κυρίως στάθηκε σαν ο μέγιστος συντελεστής της καταστροφής του ήταν τ΄ ότι δεν τον απασχολούσαν οι βιοτικές μέριμνες. Ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε, άρχισε να κυκλοφορεί μόνο τη νύχτα, εγκαταλειπόμενος με ηδονή στις οποιεσδήποτε, φανερές ή μύχιες τάσεις του, χωρίς την παραμικρή αυτοπειθαρχία».
Αν και έφυγε τόσο νωρίς άφησε πίσω του ένα σημαντικό έργο, στο οποίο προσφεύγουμε και σήμερα με ευαισθησία και αγάπη και πίσω από κάθε στίχο ανακαλύπτουμε μια τρυφερή και πληγωμένη ψυχή που έζησε σε μια εποχή μη αντάξιά της.
Το έργο
Το 1901 σε ηλικία δεκατριών είχε γράψει το έμμετρο δράμα «Νέρων ο Τύραννος». Το 1907 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ», στα δέκα συνολικά τεύχη του οποίου δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα ως το 1908, οπότε το περιοδικό έκλεισε και ο Λαπαθιώτης άρχισε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική συνεργασία του με την εφημερίδα «Εσπερινή» και το περιοδικό «Ελλάς» του Σ. Ποταμιάνου. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και τον Άγγελο Σικελιανό.
Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά «Δάφνη» και «Ανεμώνη» (1909-1910), την εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (από το 1924), το περιοδικό «Η Διάπλασις των παίδων» (1925), το περιοδικό «Μπουκέττο» (1931), με τη «Νέα Εστία», όπου δημοσίευσε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του έργου, την «Πνευματική Ζωή» (1938) και τα «Νεοελληνικά γράμματα» (1940). Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε εν ζωή ήταν «Τα πρώτα ποιήματα» (1939).
Ο Λαπαθιώτης ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, το λογοτεχνικό δοκίμιο και τη μουσική σύνθεση, ενώ έγραψε και θεατρικά έργα («Νέρων ο τύραννος», «Η τιμή της συζύγου», «Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα»).
Ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη έχουν μελοποιήσει συνθέτες, όπως οι Γιώργος Ζαμπέτας, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιάννης Σπανός, Νίκος Ζιώγαλας, Νίκος Ξυδάκης, Νότης Μαυρουδής, Κώστας Λειβαδάς, Τάκης Μπίνης, Ζακ Ιακωβίδης και Μανώλης Πάππος.
Η ποιητική του
Αν και ήταν πολυγραφότατος, λόγω του πάθους του για την τελειότητα, ο Λαπαθιώτης τύπωσε όσο ζούσε μόνο μία ποιητική συλλογή με τίτλο Τα ποιήματα. Πρώτη επιλογή (1939). Αργότερα, το 1964, ο Άρης Δικταίος συγκέντρωσε σε έναν τόμο το σύνολο των ποιημάτων του, που βρέθηκαν διασκορπισμένα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται ως νεορρομαντική και νεοσυμβολιστική με αισθητιστικές τάσεις (ποιητής «εστέτ»). Είναι ένας ποιητής χαμηλόφωνος και τρυφερός, με φανερή τάση προς τη συγκίνηση και την αναπόληση. Έφερε στην ποίηση μια νέα ευαισθησία, καθαρίζοντάς την από τον στόμφο των Αθηναίων ρομαντικών. Κυριαρχούν σ’ αυτήν οι αβροί τόνοι κι αφήνει την αίσθηση του ονείρου, του αφηρημένου και του φευγαλέου.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, στη δεύτερη, προπάντων, δεκαετία του αιώνα μας, υπήρξε ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της τότε πρωτοπορίας που με την τόλμη των στίχων του, την απλότητα και την τελειότητα της σύνθεσής τους, είχε ενθουσιάσει τους νέους και επιβληθεί στους παλαιότερούς του. Τοποθετώντας, λοιπόν, το έργο του στα πλαίσια της εποχής του, μπορούμε δίκαια να τον χαρακτηρίσουμε σαν έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους του Αισθητισμού —ενός Αισθητισμού χωρίς ακρότητες κούφιας ωραιολογίας— και του γαλλικού Συμβολισμού στον τόπο μας, μετουσιωμένων σωστά στο ελληνικό κλίμα, με την επιδέξια χρησιμοποίηση ρυθμών και μελωδιών από τη λαϊκή μας παράδοση. Στην ποίησή του, κυριαρχεί ένας τρυφερός συναισθηματισμός, είτε ο άκρατος αισθησιασμός τον φέρνει στην πεζολογία —πρώτη περίοδος— είτε χρησιμοποιεί συμβολική γραφή —δεύτερη περίοδος— είτε μ’ εγκαρτέρηση μας εξομολογείται την τελική του συμφιλίωση με το θάνατο— τρίτη περίοδος. Με απαλά χρώματα υδατογραφίας και με τη μελωδική χρήση ενός περιορισμένου αριθμού λέξεων —ή, συνήθως, των υποκοριστικών τους— και με πάντα κατάλληλους προσωπικούς ρυθμούς, μάς αφηγείται, ηχητικά και πλαστικά, με τις εικόνες που χρησιμοποιεί, κάθε τι που βαραίνει τη δική του ζωή, αλλά και τη ζωή των άλλων, ακόμα και των αψύχων. Κι αυτή η απλή, προσωπική του ομιλία, που —παρά τις πολλαπλές επεμβάσεις του— βγαίνει θαρρείς από το ένστικτο μιας βαθιά πληγωμένης ύπαρξης που δεν μπορεί ν’ αντιδράσει, είναι εκείνο που συγκινεί και τους λίγους και τους πολλούς.
Ο Λαπαθιώτης είναι ο κατ’ εξοχήν νεορρομαντικός ανάμεσα στους ομότεχνους της τελευταίας τούτης αθηναϊκής σχολής, αυτός που συνεχίζει τη ρομαντική παράδοση ύστερα απ’ τον Πολέμη και τον Μαλακάση, με τα παραμύθια για τα βασιλόπουλα, τα φεγγάρια τα “μακρινά και καθαρά”, τα λάιτμοτίβ και τις ρομαντικές “κορώνες”. Η διάθεση προς την απελπισμένη αναπόληση, ο αποκλειστικά συγκινημένος τόνος αποτελούν κοινά γνωρίσματα. Ο ίδιος έζησε κι ανατράφηκε στο ρομαντικό κλίμα, τόσο το αθηναϊκό όσο και το φιλολογικό της Ευρώπης, και δέχτηκε ανάλογη επίδραση κι απ’ τις δυο μεριές, μια απ’ τη ζωή και μια απ’ τα βιβλία και την τέχνη. Έτσι, επηρεασμένος παράλληλα απ’ τους Άγγλους και τον αισθητισμό του Wilde, απ’ τον Poe, τους “poetes maudits” του γαλλικού Συμβολισμού και τον Maeterlinck, καθάρισε το λόγο των πρώτων Αθηναίων ρομαντικών από το στόμφο και τη μεγαληγορία, από την πατριδολατρία και τον ψευδοαττικισμό κι ανανέωσε τον Ρομαντισμό των δεύτερων, κρατώντας τη διάθεση του ρομαντικού και του “ρομαντικώς ζην” και μπολιάζοντας τα βασιλόπουλα του Πολέμη και το τραγούδι του Μαλακάση με τα στοιχεία του εκλεκτικισμού και της λεπταισθησίας. Πραγματικά, μαζί με τον Νεορρομαντισμό, ο Λαπαθιώτης έφερνε και τους πρώτους “ευπαθείς” και αβρούς τόνους, ό,τι ονομάστηκε τότε “νέα ευαισθησία”. Από την άποψη αυτή, υπήρξε ένας γνήσιος εστέτ, ερασιτέχνης ακόμα και σ’ ό,τι στάθηκε ο μοναδικός προορισμός του. Η ποίησή του είναι η βιωμένη έκφραση ενός ανθρώπου, που έκανε πρώτα τη ζωή του τέχνη και τον εαυτό του “έργον τέχνης”, σύμφωνα βέβαια με τη δική του αντίληψη, ή μάλλον σύμφωνα με την αντίληψη την ουαϊλδική, κι από κει αντανακλαστικά επήγασε και η τέχνη του. Μια τέχνη κάπως μετέωρη, απαλλαγμένη από κάθε στοιχείο ικανό να ταράξει την ενότητα του κόσμου της, ποίηση του ονείρου πιο πολύ παρά της πραγματικότητας, προορισμένη ν’ αντλεί το φως της όχι από την ακτινοβολία του ήλιου, αλλά από τη φευγαλέα λάμψη του φεγγαριού. Γι’ αυτό κι από το έργο του απουσιάζουν οι υλικές αντιστάσεις και κυριαρχούν τα αφηρημένα: τα συναισθήματα, οι διαθέσεις, οι καταστάσεις και οι φευγαλέες εντυπώσεις, ενώ τα συγκεκριμένα εξατμίζονται και συμβολοποιούνται. Οι ποιητικές του εικόνες εμφανίζονται συνήθως σκόρπιες, χωρίς συνοχή μεταξύ τους. Η συνοχή του ποιήματος και η βαθύτερη σύσταση του λόγου του βγαίνουν από τη μουσική του διάθεση, θαρρείς κι οι εικόνες υπάρχουν, για να επιτείνουν όχι τις οπτικές, μα τις ακουστικές εντυπώσεις.
Στον Λαπαθιώτη τα πράγματα ελάχιστα κάνουν την εμφάνισή τους. Ενώ οι περισσότεροι της σχολής του, λίγο ως πολύ, εισάγουν στην ποίησή τους και πεζολογικά στοιχεία, στρέφοντάς την προς τα συγκεκριμένα και τα αισθητά, απ’ την ποίηση τη δική του τέτοια στοιχεία λείπουν, κι όπου υπάρχουν, υπάρχουν μόνο σαν αποτυχημένη ποίηση. Γιατί, μ’ όλη την καλλιτεχνική φροντίδα που τον χαρακτηρίζει, μ’ όλη την επίμονη επεξεργασία, επεξεργασία σπρωγμένη ως την εκζήτηση, δεν κατάφερε ν’ αποφύγει και μερικά επικίνδυνα γλιστρήματα προς την πεζολογία. Αλλά κι αρκετά απ’ τα καλά του ποιήματα, με το να τα δουλεύει και να τα ξαναδουλεύει κάθε τόσο, και μάλιστα σε απομακρυσμένα από το πρώτο γράψιμο χρονικά διαστήματα, προσπαθώντας να τα κάνει τελειότερα ή και να τα προσαρμόσει στη νέα του ψυχολογική κατάσταση, τα χάλασε στο τέλος, με αποτέλεσμα η τελική τους μορφή να είναι κατώτερη. Η έλλειψη, εξάλλου, βαθύτερης ποιητικής ουσίας, η αποκαμωμένη του διάθεση, μ’ εκείνα τα πολλά “λιγώματα”, όπως τα ονόμασε ο Μήτσος Παπανικολάου, η θεματογραφία κι η μονότονη επανάληψη των ίδιων μοτίβων μας τον δείχνουν αρκετά παλιωμένο. Ο Λαπαθιώτης κινήθηκε, κατά βάση, γύρω από δυο κύριους άξονες: την έκσταση που αγγίζει τη μέθη (όχι τη χαρά) και τον πόνο, με κοινό συνδετικό μοτίβο τη νοσταλγική αναπόληση. Έτσι, απόμεινε ως το τέλος σε μια συναισθηματική θεώρηση του κόσμου. Μα όσο πιο πολύ δοκιμαζόταν, τόσο γινότανε πιο τρυφερός και πιο υποβλητικός. Καθώς το παρατήρησε κι ο Τ.Κ. Παπατσώνης στη μελέτη του “Ο Λαπαθιώτης μετέωρο και σκιά”, όλα τα ποιήματά του “από τα χρόνια της αίγλης, ιδωμένα σήμερα, φαίνονται της ίδιας διάθεσης”. Κι η αισθητή διαφορά που παρουσιάζουν είναι διαφορά ποιότητας και ειλικρίνειας. Ρομαντικότερος στην αρχή, τραγούδησε την έκσταση. Ύστερα, τραγούδησε τη διάψευση και την πτώση. Από την άποψη τούτη, υπάρχει αρκετή απόσταση ανάμεσα στον “Λαπαθιώτη μετέωρο” και στον “Λαπαθιώτη σκιά”, ώστε η δεύτερη φάση του να βαραίνει σημαντικά σε σύγκριση με την πρώτη. Γιατί, αν στην αρχή η ποίηση ήταν γι’ αυτόν μια καλλιτεχνική πόζα, όταν ήρθε ο θρήνος για τη χαμένη ζωή, τότε κατάντησε η μόνη υπόθεση· τότε κι ο θάνατος γίνηκε αληθινά λυτρωτικό όνειρο, μοναδική διέξοδος ζωής και τέχνης. Γι’ αυτό κι ανάμεσα στους τρεις-τέσσερις καλύτερους της “σχολής” εμφανίζεται τελικά πιο “συντετριμμένος” και πιο ανθρώπινος. Κι αν εκείνοι διαθέτουν σκληρότερο πυρήνα κι ανοίγονται σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος, αυτός ξέρει να κλαίει. Κάτι τέτοιες στιγμές, μαζί με μερικά λαμπρά και σπάνιας ευαισθησίας ποιήματα, διασώζουν ακόμα ποιητικά τη φυσιογνωμία του.
Πολυγραφότατος, αλλά και ακούραστος διορθωτής των στίχων του, βασάνιζε τα κείμενά του έως να τους δώσει την οριστική τους μορφή. Ποιήματα γραμμένα στο δρόμο ή σε νυκτερινά κέντρα και δουλεμένα στο σπίτι, λησμονημένα σε περιοδικά και ξαναδημοσιευμένα αργότερα. Ακόμα και στους στοχασμούς του —αυτές τις εκλάμψεις της ευαισθησίας του— υπάρχουν διαγραφές και προσθήκες.
Από άποψη σχολής βρίσκεται κοντά στο Συμβολισμό, χωρίς να μένει απόλυτα πιστός στις αρχές του. Η θεματική π.χ. και περιγραφική ανάπτυξη ποιημάτων είναι συχνή. Κοντά στο Συμβολισμό βρίσκεται κυρίως από τη μεριά της μουσικής άρθρωσης του λόγου. Ο ποιητής άλλωστε είχε ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική: είχε μουσική παιδεία, σύχναζε σε συναυλίες, άκουγε δίσκους, έπαιζε πιάνο, καταγινόταν με συνθέσεις. Σε μεγαλύτερη απόσταση, από άποψη σχολής, βρίσκεται από το Ρομαντισμό. Είναι βέβαια φεγγαρόπληκτος, άνθρωπος της νυχτερινής περιπλάνησης, των λουλουδιών και της αντισυμβατικής συμπεριφοράς, αλλά κατά τα άλλα μένει έξω από τα πλαίσια του Ρομαντισμού: αστικό περιβάλλον, εσωτερικός χώρος, εσωστρέφεια, μαλθακότητα, αισθητισμός, έντονο δούλεμα του στίχου, συμμετρία, σαφήνεια, λιτότητα, πεζή καθημερινότητα… Από την άποψη αυτή, τα ρομαντικά στοιχεία που απαντούν στο έργο του Λαπαθιώτη είναι αμφίβολο αν επαρκούν για να θεωρηθεί ο ποιητής ρομαντικός ή νεορρομαντικός.
Μια κάποια δόση ρομαντικής ροπής υπάρχει σ’ όλη την ποίηση, τόσο στην πριν από το κίνημα του ρομαντισμού, όσο και στη μετά. Ο Λαπαθιώτης είναι ρομαντικός όσο είναι και ο Άγρας, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Παπαδίτσας, ο Αναγνωστάκης, ο Καρούζος, ο Μέσκος, η Αγγελάκη-Ρουκ, ο Πορφύρης, ο Γκανάς κ.ά. Πάντως πολύ λιγότερο από τον Παλαμά, το Δροσίνη, τον Πολέμη και τους άλλους ποιητές της γενιάς του 1880. Θέλω να πω ότι, πέρα από ένα σημείο, πέρα από το σημείο που ένα ποιητικό έργο ανταποκρίνεται στις καταστατικές αρχές μιας σχολής, υπάρχει ευρύ περιθώριο να προκύπτουν επιμέρους ελεύθερες συμπτώσεις άλλων έργων με συνιστώσες της σχολής αυτής. Συμπτώσεις με την έννοια ότι τα έργα αυτά δεν ανταποκρίνονται στις αρχές της σχολής, αλλά σε εκδοχές του γενετικού πυρήνα από τον οποίο πήγασε η σχολή. […] Από πολύ νωρίς, από την αρχή σχεδόν της σταδιοδρομίας του, ο ποιητής φάνηκε να έχει τάση προς την εσωστρέφεια. Έγραφε σε πρώτο πρόσωπο και αναφερόταν στα συναισθήματα και στις σκέψεις ενός εγώ. Ένα εγώ συναισθηματικό, συμπονετικό, λεπταίσθητο, ηδονιστικό, κάπως μελαγχολικό, ανήσυχο και ανικανοποίητο. Τέτοιο ωστόσο που, αν προσέξει κανείς το ποιόν του, μοιάζει περισσότερο εικονικό παρά πραγματικό. Μια οντότητα μάλλον βιβλιακής προέλευσης, που τα λόγια της δεν πονούν, μένουν λόγια χωρίς να παράγουν δραστικό αποτέλεσμα. Ένα εγώ δηλαδή σαφώς ιδεατό, προϊόν σκηνοθεσίας μάλλον. Ο ποιητής απέχει πολύ από του να διακυβεύει οτιδήποτε ζωτικής σημασίας για τον ίδιο. Αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με κείμενα τεχνητά, κείμενα συνεπώς μαθητείας ή, αλλιώς, ποιητικιστικά. […] Πράγματι ο Λαπαθιώτης πορεύτηκε αρκετό διάστημα μέσα σ’ ένα κλίμα αισθητίστικου θερμοκηπίου. Η έξοδος από αυτό και η επαφή με τα πράγματα έγινε με τον καιρό μέσα από τρεις διαφορετικούς δρόμους. Πρώτα, μέσα από τα διάφορα περιστατικά της τρέχουσας ζωής. Έπειτα, μέσα από την οδυνηρή προσγείωση στο σκληρό έδαφος της μετά τα τριάντα πέντε χρόνια ηλικίας του, μιας ηλικίας χωρίς την αλκή της σπαταλημένης νιότης. Και στερνά, μέσα από το θάνατο της μάνας του. Να τα δούμε από πιο κοντά. α) Περιστατικά της τρέχουσας ζωής. Από νωρίς άρχισε ό ποιητής να περνάει στα γραφτά του διάφορα μικροσυμβάντα της τρέχουσας ζωής. […] Δεν είναι ο Λαπαθιώτης ο πρώτος εισηγητής του συγκεκριμένου περιστατικού στην ποίηση. Και άλλοι πριν από αυτόν χρησιμοποίησαν τέτοιο υλικό. Ο Λαπαθιώτης όμως είναι αυτός που έκανε ευρεία χρήση του περιστατικού στο έργο του και ανάλογα το επισημοποίησε. Μάλιστα, όσο κυλάει ο καιρός τόσο συχνότερα αναφέρονται τα γραφτά του σε περιστατικά. […]. Έτσι, μέσα από συγκεκριμένα περιστατικά, ο ποιητής έρχεται σε επαφή με την καθημερινή πραγματικότητα. Γεγονός που φανερώνει πως οι ανιχνευτικές κεραίες του υπέδειχναν την έξοδο από το κλίμα του συμβατικού αισθητισμού. β) Η οδυνηρή προσγείωση στα χρόνια της αλήθειας. Από την ηλικία των 35-40 χρόνων, γύρω στο 1923-1928 και εξής, οι σκέψεις και τα συναισθήματα που εκφράζουν τα γραφτά του ποιητή, παρουσιάζουν αισθητή διαφορά από τα προηγούμενα. […] Τώρα ο λόγος του δεν έχει τον αέρα της ανέμελης νιότης. Μιας νιότης που, στηριγμένη στην αλκή και στις βεβαιότητές της (παιδεία, τάλαντο, οικονομική ανεξαρτησία, κοινωνικό κύρος), μπορούσε να διαλογίζεται αμέριμνα πάνω στο θέμα της ηδονής και της ομορφιάς, να θλίβεται για ό,τι έμενε ανικανοποίητο, να ξεχειλάει από τρυφερότητα για τα λουλούδια ή να μιλάει για το θάνατο ναρκισσευόμενη […]. Στο λόγο εισβάλλει τώρα η κατήφεια, η απογοήτεψη και ο φόβος του χειρότερου. Το πνεύμα της αμεριμνησίας το διαδέχεται το πνεύμα της περισυλλογής και της ανησυχίας για την προσωπική μοίρα. Αντίστοιχα, γεγονός που δείχνει τη διαφοροποίηση του λόγου, έχουμε την τάση να λέγονται τα πράγματα με τ’ όνομά τους. […] Βρισκόμαστε ήδη μακριά από την πόζα του Αισθητισμού. Τώρα έρχονται στιγμές που η αναφορά στα πεπραγμένα παίρνει τη μορφή της ζοφερής περίσκεψης. Κι ο λόγος πια είναι λόγος εις εαυτόν, ενδόμυχος και απροσχημάτιστος. […] γ) Ο θάνατος της μάνας του (1937). Με το θάνατο της μάνας του έλειψε ο φύλακας άγγελος του ποιητή, η προστασία, η κατανόηση κι η στοργή. Ο Λαπαθιώτης δεν είχε βγει ποτέ στη βιοπάλη, γι’ αυτό δεν είχε ανεξαρτητοποιηθεί από τους γονείς του και ιδιαίτερα από τη μάνα του, που ήταν το στήριγμά του από κάθε άποψη. Χάνοντάς την αισθάνθηκε να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. […]
Ο θάνατος στην ποίηση του Λαπαθιώτη παρουσιάζεται με τρεις διαφορετικές μορφές. Πρώτα, στα χρόνια της νιότης, ως τα 35 χρόνια του ποιητή περίπου, αποτελεί περισσότερο ένα στοιχείο πόζας. Ένα σύνθετο της νεανικής μελαγχολίας που πηγάζει κυρίως από την έμφυτη αίσθηση του ανικανοποίητου. Αυτός ο θάνατος δεν αγγίζει ζωτικές πτυχές του εγώ· είναι ανώδυνος. Αργότερα, μετά τα 35 χρόνια του ποιητή, τα πράγματα αλλάζουν. Ο θάνατος δεν είναι πια μια γενική έννοια, αλλά μια οντότητα που συνδέεται με την εμφάνιση της σωματικής και της ψυχικής κάμψης. Είναι ο ύπουλος θάνατος στο επίπεδο της καθημερινότητας. Η κούραση, η φθορά, τα ψαλιδισμένα όνειρα, τα άτεγκτα όρια του πραγματικού. Αυτή η μορφή του θανάτου δεν είναι βέβαια καθόλου ανώδυνη. Τέλος, με το θάνατο της μάνας του ο ποιητής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με το βιολογικό θάνατο και την ερημιά που αφήνει πίσω του. Ένα θάνατο που είναι ταυτόχρονα και μια σαφής υπόμνηση για τον επερχόμενο προσωπικό του. Για την τρίτη εκδοχή του θανάτου ο ποιητής έγραψε σπαρακτικά κείμενα.
Τάσος Κόρφης, 1984, «Δώδεκα στιγμές από τη ζωή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη», Η λέξη, τχ. 33, Αφιέρωμα
Κ. Στεργιόπουλος, 1980, Η Ελληνική Ποίηση. Η Ανανεωμένη Παράδοση. ΑνθολογίαΓραμματολογία, Αθήνα: Σοκόλης
Γ. Αράγης, 2006, Η μεταβατική περίοδος της Ελλαδικής ποίησης. Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930, Αθήνα: Σοκόλης
Σε μια πρόσφατη επίσκεψή μου στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος εξέφρασα την ανάγκη να διαβάσω ένα λογοτεχνικό έργο σχετικό με τον θάνατο και την φθορά. Το ζήτημα αυτό από αρχής εώς εσχάτων απασχολεί συγγραφείς και ποιητές, θεολόγους, ψυχοθεραπευτές και φιλοσόφους. Προσπαθώντας να το προσεγγίσω σφαιρικά και ορμώμενη από την ψυχιατρική έστρεψα την αναζήτηση στην λογοτεχνία. Η πρόταση ήρθε σχεδόν ακαριαία: “Ο θάνατος στη Χρυσή Ακτή” του μέχρι τότε άγνωστου σε εμένα Ελβετού συγγραφέα Φριτς Τσόρν. Χωρίς δισταγμό ή δεύτερη σκέψη το απέκτησα και σύντομα βυθίστηκα στον σκοτεινό και νευρωτικό κόσμο της “Οργής” (ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας).
Πρόκειται για μια βιογραφία, για ένα ντοκουμέντο καταστροφής, για ένα εξομολογητήριο γράμμα, ένα ημερολόγιο θανάτου, μια εξαγνιστική εκμυστήρευση. “Είμαι νέος και πλούσιος και μορφωμένος. Και είμαι δυστυχισμένος και νευρωτικός και μόνος”: αυτή είναι η εναρκτήρια φράση της εξόριστης από την ζωή ζωής του νεαρού Φριτς, που έμελλε να μείνει για πάντα νεαρός, τουλάχιστον ηλικιακά. Ο αφηγητής μας θα φύγει από την ζωή στα 32 του χρόνια, χτυπημένος από τον καρκίνο και την κατάθλιψη, μια μέρα αφού θα πληροφορηθεί την έκδοση του βιβλίου του που τόσο πολύ επιθυμούσε. Ο τίτλος του θα είναι “Άρης” (στα ελληνικά προτιμήθηκε λόγω του περιεχομένου Ο θάνατος στη Χρυσή Ακτή).
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα, από το πατρικό του σπίτι στο Κ., πλούσιο προάστιο της Ζυρίχης, από την μεγαλοαστική κοινωνία της Χρυσής Ακτής. Θα έλεγε κανείς πως από αυτό ξεκινά και σε αυτό καταλήγει η ιστορία του. Το μικρό αγόρι μεγαλώνει σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, όπου απολαμβάνει αν και όχι σε υπέρμετρο βαθμό τα υλικά αγαθά και όπου επικρατεί μια οικογενειακή αρμονία. Στο πλαίσιο της τελευταίας, αποφεύγονται οι συζητήσεις βαθύτερων θεμάτων, τα οποία χαρακτηρίζονται ως δύσκολα. Άνθρωποι διαφορετικοί μέμφονται ως γραφικοί ή γελοίοι. Οι απόψεις πνίγονται, όπως και οι αντιδράσεις. Οι επισκέψεις θεωρούνται περιττές, ενώ ο θεός και η πολιτική αποπέμπονται από την καθημερινή συζήτηση. Η κλασική μουσική και η λογοτεχνία εξυμνούνται, αλλά οποιοδήποτε διαφορετικό είδος περιφρονείται. Και όλα όσα παραθέτει δεν συμβαίνουν από καθαρή αδιαφορία αλλά κατ’ επίκληση μιας κατ’ επίφαση ανωτερότητας, ενός αρρωστημένου ελιτισμού που δεν στηρίζεται πουθενά παρά μόνο στην νοσηρή αντίληψη των γονιών για την οικογενειακή γαλήνη, η οποία δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να διαταραχθεί, ακόμα και αν αυτό σήμαινε τον μαρασμό των μελών της οικογένειας. Αυτό δεν περιορίζεται στους τέσσερεις τοίχους που περιφρουρούν το σπίτι των γονιών του, αλλά εξαπλώνεται καθ’ όλο το μήκος της Χρυσής Ακτής, άλλοτε σε μικρότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό.
Από τα πρώτα του κιόλας χρόνια, ο Φριτς είναι αιχμάλωτος μιας ασφυκτικής οικογένειας και κοινωνίας. Εντός αυτής δεν πρέπει να ξεχωρίζει, διότι κάτι τέτοια θα οδηγούσε σε διάρρηξη της επιζητούμενης αρμονίας. Προκειμένου να παραμείνει απαρατήρητος και αρμονικός μέσα στην δυσαρμονία δεν έμαθε ποτέ να λέει όχι, να εκφράζει την γνώμη του, να αντιτίθεται, να διαφοροποιείται. Η εκούσια αυτή υποταγή που ήταν βαθιά ριζωμένη στην οικογενειακή και κοινωνική παράδοση δεν είχε εξαρχής αρνητικά αποτελέσματα στον σχολικό του βίο. Ή σωστότερα σε αυτήν την περίοδο της ζωής του δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις συνέπειες που μια τέτοια στάση θα του επιφύλασσε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Η υποταγμένη στις συμβατικότητες, απογυμνωμένη ολοκληρωτικά από αισθήματα και ευαισθησίες ατμόσφαιρα κάνει αδύνατη ή έστω καθιστά ακόμα πιο δυσχερή την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του από τη φύση του ευαίσθητου νεαρού γόνου. Αυτό δε θα αργήσει να φανεί. Μεγαλώνοντας και περνώντας από την παιδικότητα στην εφηβεία και ύστερα στην ενηλικίωση και την φυγή από τα δεσμά του πατρικού σπιτιού, τα χωροταξικά δεσμά, ο Φριτς θα βρεθεί μόνος, ολότελα μόνος. Δεν είχε δημιουργήσει βαθύτερες διαπροσωπικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους, παρ’ ότι είχε την φήμη ενός διασκεδαστικού και ευδιάθετου μαθητή και φοιτητή. Δεν είχε φίλους, είχε απλώς γνωστούς, τ ώστε να απαλύνουν ελάχιστα την μοναξιά του, χωρίς όμως να μπορεί να την μοιραστεί μαζί τους. Το σημαντικότερο ήταν πως δεν είχε αισθανθεί έλξη ούτε για το αντίθετο ούτε για το ίδιο φύλο. Δεν είχε ποτέ του ερωτευτεί αλλά ούτε και διεγερθεί σεξουαλικά για κάποιον άνθρωπο. Ήταν ανέραστος και ήταν και μόνος. Δυστυχώς, έτσι ακριβώς, έφυγε από την ζωή. Ωστόσο μέχρι τότε, μεσολάβησε μια πολύ σημαντική συνειδητοποίηση που θα δούμε ακολούθως.
Όταν είχε πια ολοκληρώσει τις σπουδές του, είχε ξεκινήσει να ασκεί το επάγγελμα του καθηγητή Ρομανιστικής, είχε μετακομίσει στην Ζυρίχη όπου ζούσε μόνος του, ήρθε αντιμέτωπος με μια κατάσταση, με μια αλήθεια που πάσχιζε να εκτοπίσει και να σύρει στα έγκατα της σκέψης του. Έπασχε από κατάθλιψη και από νεύρωση. Τα δείγματα ήταν πασιφανή, αλλά αρνούνταν να τα δει, προτιμώντας να παραδοθεί σε έναν σταδιακό μαρασμό. Εξάλλου, ο έρωτας, σαρκικός και πνευματικός, η αγάπη, το πάθος απουσίαζαν εξαρχής από την ζωή του. Το πρόβλημα δεν ήταν μονάχα αυτό. Οποιαδήποτε σπίθα ζωής και ενέργειας απουσίαζε από την ύπαρξή του. Σε αυτή την θλιβερή για τον εξωτερικό παρατηρητή κατάσταση, εμφανίστηκε σαν από μηχανής θεός θα έλεγε κανείς για την συγκεκριμένη περίπτωση ο καρκίνος. Όπως ο ίδιος αναφέρει ένας όγκος ξεπρόβαλλε στον λαιμό του, ένας όγκος που κουβαλούσε όλα εκείνα τα δάκρυα που είχε καταπιεί. Η πορεία της ασθένειάς του είναι ανοδική. Σύντομα ο καρκίνος θα κάνει μετάσταση σε πολλά σημεία του σώματός του καταδικάζοντας σε έναν θάνατο αργό και βασανιστικό.
Την επανάσταση έρχεται να την κάνει ο θάνατός του, ένας θάνατος που πρέπει να καταδείξει το σπέρμα θανάτου που φωλιάζει σε αυτή την κοινωνία, να κάνει ολοφάνερη την θνησιγένειά της και τις αναπόφευκτες συνέπειες μιας καταπίεσης άνευ προηγουμένου. Ο καρκίνος δεν είναι μόνο σωματικός, είναι ψυχικός, κοινωνικός. Στην ουσία, η ζωή του ήταν ο θάνατος και από τη στιγμή που ο καρκίνος εισβάλλει στο σώμα του τον κάνει να συλλάβει την έννοια της ζωής του. Για τον Φριτς, όπως και για τον Ιβάν Ίλιτς στο έργο του Λέοντος Τολστόι ο θάνατος ή έστω το ενδεχόμενο του οδηγούν σε μια αφυπνιστική εμπειρία που στρέφεται στην αλλαγή της ζωής. Αυτήν την ζωή που ο Φριτς θυσίασε στο βωμό της ψευδεπίγραφης αρμονίας και του Δυτικού καθωσπρεπισμού του κίβδηλου αστικού περιγύρου που τον κρατούσε αλυσοδεμένο για πολλά χρόνια. Ο καρκίνος τον μεταμορφώνει ενώ παράλληλα τον καταστρέφει. Μέσα από την καταστροφή αυτή έρχεται η δημιουργία. Όπως λέει ο Κωστής Παλαμάς: “Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ και ο χτίστης […] Και θέλει το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι. Ο Φριτς αξιοποιεί τις τρεις αυτές ιδιότητες, το αφυπνισμένο μυαλό του, την χωρίς αγάπη και που λαχταρά για αυτήν καρδιά του και την λογοτεχνική επιδεξιότητα, ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του και συνθέτει το πρώτο έργο και κύκνειο άσμα του, το ρέκβιεμ μιας ζωής που παίρνει την αληθινή της έννοια μόνο από την στιγμή που η αρρώστια θρονιάζεται στο κορμί και μετατρέπει την γεμάτη δηλητήριο φυσιολογικότητα σε έναν κακοήθη όγκο που κόβει την ανάσα.
Θα αξιοποιήσω έναν αφορισμό του Σάρτρ λέγοντας πως δεν έχει πια σημασία τι έκαναν στον άνθρωπο αλλά τι έκανε ο άνθρωπος από αυτό που του έκαναν. Ο Τσορν επέλεξε να καταρτήσει έναν οδηγό επιβίωσης. Η στάση στην οποία θέλουν να τον βλέπουν δεν είναι εκείνη της αθλιότητας, αλλά η στάση της μοναδικής αρετής στην οποία μπορεί να μετατραπεί η αθλιότητα: στη στάση του ανατόμου της προσωπικής του υπόθεσης. Δεν πρόκειται άλλωστε για ένα post mortem αλλά για ένα ante mortem έργο, για μια ανατομία, μια ψυχογραφία. Ο θάνατος παραμονεύει και τα γραπτά είναι ένας αγώνας δρόμου με αντίπαλο τον εξελισσόμενο καρκίνο. Ίσως, το όλο δημιούργημα να είναι μια απάντηση του συγγραφέα στην ζωή που δεν έζησε. Μια τέτοια σκέψη θα αδικούσε την σημασία του βιβλίου αυτού και θα την περιόριζε σε μια εγωιστική ανάγκη για υστεροφημία. Αν και ο Τσορν δεν επιχειρεί να είναι διδακτικός, μοιάζει να προσπαθεί να επιμηκύνει την ζωή του μέσω της τεχνικής των κυματισμών. Πιο αναλυτικά, βαθιά μέσα του επιδιώκει με το έργο αυτό να μην καταδείξει μόνο την δική του μίζερη ύπαρξη αλλά να ταρακουνήσει όλους εκείνους που αρκούνται σε μια τέτοια κατάσταση που δεν την απαρνούνται και δεν επαναστατούν. Απαντά έστω ετεροχρονισμένα με την δική του ασθένεια με τον καρκίνο στο καρκινογενές περιβάλλον εντός του οποίου ανατράφηκε. Κατηγορεί και εκείνο αλλά και τον εαυτό του για την κατάληξη αυτήν και προσδίδει σε αυτό το υποβόσκον κατηγορητήριο μια λογοτεχνική αξία.
Αυτό το όλο πίκρα βιβλίο, η βιογραφία ενός ανθρώπου κλεισμένου στο χρυσό κλουβί της αστικής ευμάρειας και που ανατράφηκε για τον θάνατο είναι για εμένα κάτι περισσότερο από ένα στοχαστικό δοκίμιο. Μπορεί να μην είναι λογοτεχνία με την τυπική και αυστηρή του όρου έννοια. Είναι ένα βιβλίο απόλυτης ειλικρίνειας και ολοκληρωτικής αυθάδειας, ένα δοκίμιο θρηνητικού χιούμορ και πιεστικής λογικής, βιβλίο με γλωσσική μουσικότητα και με κυριαρχία των εκφραστικών μέσων. Σε αυτό είναι συμπυκνωμένο και συγκεντρωμένο ό,τι ισχύει για το κάθε μεμονωμένο άτομο. Η αφήγηση είναι ένα αγχωτικό και συναρπαστικό την ίδια στιγμή ανάγνωσμα. Είναι μια εξιστόρηση αναγκαία τόσο για τον αφηγητή όσο και για εμάς Δεν ξέρουμε και δε θα μάθουμε ποτέ αν η τέχνη κατάφερε να του δώσει αυτά που του στέρησε η ζωή. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως αυτό το γλωσσικά φτωχό σε πρώτο επίπεδο ντοκουμέντο ενός αρρώστου περί ανικανότητας επαφής όσο προχωρά γίνεται μια πιο πυκνή και καθηλωτική πρόζα ενός αληθινού συγγραφέα αλλά κυρίως ενός αληθινού ανθρώπου, αρνητή της ζωής αλλά αποδέκτη του θανάτου.
Πράγματι, αν και η ζωή μου απάδει από εκείνη του Τσορν από πολλές απόψεις, το βιβλίο μπολιάζει ένα πολύ επικίνδυνο μικρόβιο, αυτό της αναγνώρισης και της ταύτισης, Μπορεί να μην έχουμε προσβληθεί και να μην προσβληθούμε ποτέ από κάποιο θανατηφόρο σωματικό ή ψυχικό νόσημα, μπορεί ποτέ να μην ζήσουμε κάποια εμπειρία θανάτου που να μας προκαλέσει αφύπνιση, αλλά σίγουρα σε αυτό το βιβλίο μπορούμε να αναγνωρίσουμε εκείνο που επεσήμανε στον πρόλογο του ο Άντολφ Μούσγκ ότι “σε μια ανίατη κοινωνία ο θάνατος δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας και ότι θα εξακολουθήσουμε να πεθαίνουμε έτσι, αν εξακολουθήσουμε να ζούμε έτσι. Και ακριβώς σ’ αυτό έγκειται πραγματικά η συγκλονιστικότητα αυτού του βιβλίου”.
Το έργο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος σε μετάφραση της Μαρίας Χατζηγιάννη. Eντός του βιβλίου μπορείτε να βρείτε τις κριτικές ομότεχνων του, και όχι μόνο, από τις οποίες αντλήσαμε το υλικό μας.
Πηγές:
H κριτική για τον Άρη, Peter Ruedi, Die Weltwoche, 1977
Ντοκουμέντο μιας καταστροφής, H. Burger, Lenyburg Seetal, 1977
Σύγκρουση με την Κοινωνία, Martin Kraft, Berner Machrichten, 1977
Με έναν απίστευτο τρόπο έκφρασης νοσταλγίας, ο Φώτης Κόντογλου θρηνεί την απώλεια του Αϊβαλιού και την εξόντωση του Ελληνισμού από την Μικρά Ασία, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Μεταφυσική, ιστορία, συγκίνηση και πόνος συνδυάζονται άψογα από τον συγγραφέα. Η θάλασσα και η λατρεία της φύσης της περιοχής σε συνδυασμό με την περηφάνια για τα επιτεύγματα του Ελληνισμού στην Μικρά Ασία, δίνουν στον αναγνώστη την ευκαιρία να κατανοήσει τη σημασία της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Σε τούτη τη συλλογή διηγημάτων του, ο κυρ Φώτης Κόντογλου αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες της λατρεμένης πατρίδας του, τ’ Αϊβαλιού. Της μικρής πολιτείας, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής.
Θρηνώντας την απώλειά της, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ερχομό του στην Ελλάδα, μας μιλάει νοσταλγικά για τους «αρχαίους ανθρώπους» της, μας διηγείται με αυθόρμητη ειλικρίνεια τις προσωπικές ιστορίες τους, πότε για αγίους, πότε για απλοϊκούς ξωμάχους, μα κάποτε και για κακούργους και ληστές.
Ως γνήσια ανατολίτικη ψυχή, γίνεται συχνά κήρυκας της απλότητας, της φυσικότητας. Με το πλούσιο εσωτερικό του θησαύρισμα μας μεταγγίζει ανεπαίσθητα τη γλυκιά ειρήνη της φύσης. Μας μιλά για μια γαλήνη μυστική, που ο ίδιος βίωσε, επιζητώντας άλλοτε τη μοναξιά μέσα σε όμορφα τοπία της πατρίδας του και άλλοτε παρατηρώντας ακόμα και τις πιο απλές και ασήμαντες παρουσίες της φύσης και ιδιαίτερα της αγαπημένης του θάλασσας. Συνδυάζει με επιτυχία μέσα του την ανατολίτικη μακαριότητα απέναντι στο φαινόμενο της ζωής με τη δική του στοχαστική ιδιοσυγκρασία, η οποία τον οδηγεί συχνά σε θρησκευτική κατάνυξη, όταν αποκαλύπτεται μπροστά του “η άβυσσος της θεϊκής αρμονίας του κόσμου”. Ενυπάρχει έτσι μέσα στο λόγο του και η εκστατική φωνή του καλλιτέχνη, του αγιογράφου, που αποκαλύπτεται ταπεινά και αβίαστα μπροστά στην ομορφιά και το μυστήριο της φύσης.
Στο έργο του Τ’ Αϊβαλί, η πατρίδα μου, η νοσταλγική διάθεση είναι φανερή και συνδέεται άρρηκτα με τη βαθιά του πίστη στην ορθοδοξία και τη βυζαντινή παράδοση. Το ύφος του είναι απλό, λιτό, λαϊκό, γιατί ο συγγραφέας πίστευε ότι μόνο μέσα από την απλότητα στην αφήγηση επιτυγχάνεται η αυθεντικότητα. Έτσι οι ήρωές του, που θυμίζουν πρόσωπα από τους βίους αγίων και τα λαϊκά θρησκευτικά αναγνώσματα του 16ου αι., είναι άνθρωποι, απλοί, χωρίς μόρφωση, αθώοι. Η απλότητα, η αυθεντικότητα και η καλοσύνη των προσώπων αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία και στο εικαστικό του έργο, αφού ο Κόντογλου διακρίθηκε ιδιαίτερα ως ζωγράφος. Άσκησε μάλιστα μεγάλη επίδραση σε σημαντικούς ομοτέχνους του, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης.
Οι περιγραφές ή οι απλές αναφορές των τοπωνυμίων και των ανθρώπων που ζούσαν εκεί, αλλά και των συναισθημάτων και των σκέψεων του συγγραφέα για τη ζωή στην ιδιαίτερη πατρίδα του επανέρχονται τόσο πολλές φορές, ώστε και η λέξη «εμμονή» ίσως να μην είναι αρκετή για να αποδώσει την αλήθεια αυτής της απίστευτα επίμονης επανάληψης. Ο συγγραφέας, μάλιστα, συχνά απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη, ως ένας αυτοβιογραφικός αφηγητής ο οποίος, παρουσιάζοντας παράλληλα το έμψυχο και άψυχο περιβάλλον του (αν υπήρχε κάτι άψυχο για τον Κόντογλου κάτω από το μάτι του Θεού), παρουσιάζει και τον εαυτό του, «επιτυγχάνοντας μία, τρόπον τινά, εμψύχωση της γραφής σε ζωγραφιά, δηλαδή τη μετατροπή της σε εικόνα ζώσας φύσεως.
Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895, ο Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα. Νέος ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου γνώρισε και σπούδασε τη «δυτική» λεγόμενη ζωγραφική, αλλά τελικά αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, που γνώρισε σε βάθος όταν επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, το 1923.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στη συνοικία Κυπριάδου, σ’ ένα σπίτι που διατηρείται σήμερα ως μνημείο από την κόρη του και τον γαμπρό του.
Φιλοτέχνησε πολλές φορητές εικόνες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, που σήμερα θεωρούνται μνημεία της βυζαντινής αγιογράφησης, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά, εξέδωσε το βιβλίο «Έκφρασις της Ορθόδοξης Αγιογραφίας», έργο ιστορικής σημασίας για τη διατήρηση της βυζαντινής αγιογραφίας, ενώ ανάμεσα στις σημαντικότερες δημιουργίες του συγκαταλέγονται η διακόσμηση μιας αίθουσας του Δημαρχείου Αθηνών και οι τοιχογραφίες του σπιτιού του με την τεχνοτροπία του fresco. Κοντά του μαθήτευσαν μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι, όπως ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος. Τα έργα του, που έχουν εκτεθεί σε μεγάλες εκθέσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού, βρίσκονται σήμερα σε μουσεία, πινακοθήκες και ιδιωτικές συλλογές.
Παράλληλα, ο Κόντογλου υπήρξε προικισμένος συγγραφέας, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και της ελληνικής παράδοσης, λάτρης της ελληνικής φύσης και μέγας Θαλασσογράφος. Αυτά τα θέματα πραγματεύεται στα βιβλία του και σε πάνω από τρεις χιλιάδες άρθρα του, δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Με ζέση, γνώση, δυνατό λόγο, μα πάνω απ’ όλα με μεγάλη καρδιά.
Ο Μίλαν Κούντερα έγραψε για τον Παπαδιαμάντη πως είναι ο σημαντικότερος Έλληνας πεζογράφος. Εκθειαστικά ήταν επίσης τα λόγια του Ελύτη, του Καβάφη, του Παλαμά, του Πορφύρα και άλλων μεγάλων ονομάτων της ελληνικού πνεύματος.
Ο Σκιαθίτης δημιουργός «δανείστηκε» το φυσικό περιβάλλον του νησιού του, ανέσυρε από τη μνήμη του τα παιδικά του χρόνια και ψυχογραφώντας την ζωή των απλών, ταλαιπωρημένων ανθρώπων, κατάφερε να φέρει στο προσκήνιο το ηθογραφικό μυθιστόρημα.Εζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ενας έλληνας μποέμ.
Σαν σήμερα, 3 Ιανουαρίου του 1911, έφυγε από τη ζώη ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ο «κοσμοκαλόγερος» της πεζογραφίας μας γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 στη Σκιάθο από πατέρα ιερέα και θεοσεβούμενη μητέρα. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά αδέλφια, τα δύο εκ των οποίων πέθαναν σε μικρή ηλικία. Γοητευμένος από τα ξωκλήσια της Σκιάθου, τα συμπεριέλαβε σε πολλά έργα του, ενώ το λογοτεχνικό του έργο είναι ευρύ και από τα σημαντικότερα της νεοελληνικής πεζογραφίας.
Γράφει ο ίδιος σε ένα σύντομο βιογραφικό του: Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα απο το ελληνικόν Σχολείον εις τώ 1863, αλλά μόνον τώ 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα είς Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα είς την πατρίδα. Κατά τον Ιούλιον του 1872 υπήγα είς το Αγιον Ορος χάριν προσκυνήσεως, ‘οπου έμεινα ολίγους μήνας. Τώ 1873 ήλθα εις Αθήνας καί εφοίτησα εiς την Δ΄ του Βαρβακείου. Τώ 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, ‘οπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα αγίους, είτα έγραφα στίχους, καί εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τώ 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τώ 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» έργον μου εις το περιοδικόν «Σωτήρα». Τώ 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των εθνών» εις τώ «Μη χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά καί εφημερίδας.
Λόγω της οικονομικής του κατάστασης, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Τα οικονομικά του Παπαδιαμάντη καλυτέρευσαν όταν άρχισε να απασχολείται στην εφημερίδα «Ακρόπολη», του Βλάση Γαβριηλίδη, με μισθό 250 δραχμών το μήνα, καθώς και να συνεργάζεται και με άλλες εφημερίδες και περιοδικά. Παρόλο που εισέπραττε αρκετά χρήματα που του επέτρεπαν αξιοπρεπή διαβίωση, τα ξόδευε εξ’ ολοκλήρου στην… ταβέρνα του Κεχριμάνη όπου σύχναζε επί 27 συναπτά έτη, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς και ίσα που μπορούσε να καλύψει τα έξοδά του.
Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέταμε ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα,ξεθωριασμένο ημίψηλο,με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν,είμαι ο εαυτός μου». Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη.
Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.Ζούσε φτωχικά σε φτηνά δωμάτια ενώ οι περιγραφές συνθέτουν το προφίλ ενός ανθρώπου σχεδόν κουρελή, εξαρτημένου από το ποτό και το τσιγάρο, ο οποίος βυθιζόταν στη μοναξιά του και είχε ελάχιστους φίλους. Αγαπημένη του συνήθεια να ψάλλει στον Άγιο Ελισαίο στην Πλάκα.
Τον Μάρτιο του 1908 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο αγαπημένο του νησί, εξακολουθώντας να δουλεύει ως μεταφραστής έργων για λογαριασμό του Γιάννη Βλαχογιάννη. Η υγεία του άρχισε να επιδεινώνεται ώσπου στις 3 Ιανουαρίου 1911 άφησε την τελευταία του πνοή και μαζί με αυτήν, έναν λογοτεχνικό θησαυρό αποτελούμενο από 180 διηγήματα, ποιήματα, μελέτες και άρθρα.
Το έργο-σταθμός στην καριέρα του που ενέπνευσε κινηματογραφιστές και σκηνοθέτες ήταν «Η φόνισσα». Παρόλο που γράφτηκε το 1902, μοιάζει τόσο σύγχρονο όσο και διαχρονικό.
Ο Παπαδιαμάντης στράφηκε με τα διηγήματά του προς τους ηττημένους της ζωής, τους άπραγους, τους αλκοολικούς, τους φτωχούς, σ᾿ αυτούς που ζουν παράμερα απά τους «πολιτισμένους» ανθρώπους, συναισθανόμενος τον αγώνα τους κόντρα στην αρρώστια, το θάνατο, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Βρήκε το υλικό του στις καρδιές των παιδιών, των γυναικών, των ανίσχυρων γερόντων και το ένωσε με την ομορφιά της θάλασσας και της Σκιάθου, αγκαλιάζοντας στις περιγραφές του όλες τις αμμουδιές, τα λιμανάκια, τις χαράδρες, τα υψώματα και τα «ρόδινα ακρογιάλια» του αγαπημένου του νησιού. Και μπολιάζοντας τις παιδικές του αναμνήσεις με τα θρησκευτικά του βιώματα, τα δικά του βάσανα, την ευαισθησία του και τον ποιητικό του οίστρο, κατάφερε να αναδείξει το ντόπιο ήθος σε αἰσθητικὸ και πνευματικό γεγονός.
Γι᾿ αυτό και διαβάζεται -ἀπ’ όσους διαβάζεται- μέχρι σήμερα. Όχι μόνο επειδὴ είναι σπουδαίος συγγραφέας, αλλά επειδή στο έργο του αποθησαυρίζεται «ο παράξενος τρόπος των Ελλήνων», όπως το έθεσε ο πρόωρα χαμένος Χρήστος Βακαλόπουλος. Επειδή, με άλλα λόγια, στις σελίδες του βρίσκεται το κλειδί της ἐθνικής μας ιδιαιτερότητας, που ακόμα προσπαθούμε να την ορίσουμε, στριμωγμένοι ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή.
Η είδηση του θανάτου του γέμισε πένθος όχι μόνο τους συντοπίτες του, αλλά όλη την Ελλάδα. Πολλοί λογοτέχνες, που όσο ήταν εν ζωή δεν είχαν γράψει κουβέντα για το έργο του, συνέθεσαν εγκωμιαστικά κείμενα. Ο εκδοτικός Οίκος Φέξη ξεκίνησε το 1912-1913 την έκδοση 11 τόμων με τα έργα του. Μέχρι τότε, κανένας άλλος οίκος δεν είχε εκδώσει σε βιβλίο τα πεζογραφήματά του και οι αναγνώστες του τα διάβαζαν από τις εφημερίδες και τα περιοδικά.
Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας στην Ελλάδα, με την έννοια ότι έγραφε για να βιοποριστεί. Όσο ζούσε όμως, δεν ευτύχησε να δει ούτε μια μικρή συλλογή διηγημάτων του τυπωμένη σε βιβλίο – ήταν όλα τους διασκορπισμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρία του Γ. Δροσίνη, από τη στιγμή που άφηνε κείμενό του σε κάποιο γραφείο, «οὔτε τὸ συλλογίζουνταν πιά, οὔτε ζητοῦσε νὰ μάθει πότε θὰ δημοσιευθεῖ, οὔτε καὶ διορθώσεις ἔβλεπε ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο: τὰ χειρόγραφά του ἦταν ἔκθετα ριγμένα στὴ βρεφοδόχο τοῦ Βρεφοκομείου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολλὰ κακοτυπώθηκαν ἀπὸ τὴν πρώτη φορά…».
Έτσι εξηγείται και ο ισχυρισμός του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, του χαλκιδαίου φιλολόγου που αφοσιώθηκε στη μελέτη και την ανάδειξη του παπαδιαμαντικού έργου, ότι ποτέ δεν θα είμαστε σε θέση να έχουμε μια πλήρη και ακριβή έκδοση των «Απάντων» του. Η ακρίβεια και η πληρότητα, λέει, είναι αρετές που εξασφαλίζονται όταν ο ίδιος ο συγγραφέας φροντίζει την έκδοση, ή τουλάχιστον όταν έχει διασωθεί όλο του το αρχείο. Εκείνο του Σκιαθίτη όμως, όποιο κι αν ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος του έχει χαθεί.
Σήμερα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης διδάσκεται στα σχολεία, σε πανεπιστήμια και σεμινάρια, ενώ εξακολουθεί να συγκινεί μικρούς και μεγάλους με το μεγαλείο της πένας του. Το έργο του, διεθνώς αναγνωρισμένο, επηρεάστηκε άμεσα από το νησί που γεννήθηκε και πέθανε, τη Σκιάθο, το νησί που αγάπησε και ύμνησε όσο κανένας άλλος, αλλά και από τους ανθρώπους του, τις πραγματικές ιστορίες των οποίων μετέφερε στα έργα του. Ο Αλέξανδρος Παπανδιαμάντης, ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων» όπως συχνά αποκαλείται, υπήρξε ένας άριστος μελετητής της ανθρώπινης ψυχολογίας και των ηθών της εποχής του και έγραψε τα κορυφαία ηθογραφήματα της νεότερης Ελλάδας.
Αποτιμώντας το έργο του ο Άγγελος Μαντάς γράφει: «Τὸ ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη κατέχει πρωτεύουσα θέση στὴ νεοελληνικὴ πεζογραφία. Ἡ διηγηματογραφία του διακρίνεται γιὰ τὸ ρεαλισμό της, ποὺ φτάνει πολλὲς φορὲς μέχρι τὸ νατουραλισμό. Ἡ αὐστηρὴ καὶ ἀκριβολόγος θεώρηση τόσο τῆς ἀγροτικῆς κοινωνίας τοῦ νησιοῦ του, ὅσο καὶ τῆς Ἀθηναϊκῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του, ἡ βαθιὰ στοχαστικὴ καὶ ἐλεγκτικὴ ματιά του πάνω στὰ κοινωνικὰ δρώμενα, ἡ ἀνάδειξη ὡς κεντρικῶν ἡρώων τοῦ ἔργου του ὄχι συνηθισμένων τύπων, ἀλλὰ ἰδιόρρυθμων καὶ περιθωριακῶν, ἀνθρώπων ναυαγισμέμων κυριολεκτικὰ ἢ μεταφορικά, καὶ ἡ συχνὴ παραπομπὴ στὴ μικρὴ ἀνθρώπινη ὁμάδα, ποὺ ὡς ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα ἀποκτᾶ καθολικὲς διαστάσεις, δίνει στὸ ρεαλισμό του ἕνα χαρακτήρα κριτικὸ καὶ θεολογικὸ ταυτόχρονα.
Ἡ ποικιλία τῶν ἀφηγηματικῶν τεχνικῶν καὶ ἡ γλώσσα του παράγουν μίαν ἔντονη ποιητικότητα. Ἡ γλώσσα του εἶναι στὴ βάση της ἡ καθαρεύουσα τῆς ἐποχῆς, ἐμπλουτισμένη ὡστόσο μὲ διαχρονικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς, διαποτισμένη ἀπὸ τὴ γλώσσα τῆς Γραφῆς καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας καὶ διανθισμένη, ἰδίως στοὺς διαλόγους, μὲ στοιχεῖα τοῦ σκιαθίτικου ἰδιώματος, «θησαυρισμένη», κατὰ τὸν Ἐλύτη, «ἀπὸ ἀπανωτὰ στρώματα παιδείας». Ἡ ἰδιαιτερότητα αὐτὴ κάνει τὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο νὰ ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τῆς τυπικῆς ἠθογραφίας τῆς ἐποχῆς του καὶ τὸν πεζογράφο Παπαδιαμάντη νὰ ἀναδεικνύεται «ποιητὴς τοῦ πεζοῦ λόγου».
Σε αντίθεση με το δημοσιογραφικό σινάφι, το λογοτεχνικό φάνηκε εξαρχής επιφυλακτικό απέναντί του. Μόνο οι δημοτικιστές τον είδαν με μια κάποια συμπάθεια. Ο ίδιος, πάντως, μόνο του Παλαμά και του Νιρβάνα αξιώθηκε να διαβάσει κριτική. Έπρεπε να πεθάνει για να εγκωμιαστεί. Έκτοτε, δύο ήταν τα θέματα που τέθηκαν στο μικροσκόπιο: η γλωσσική ιδιαιτερότητά του και ο τρόπος με τον οποίο εξέφρασε την εθνική-λαϊκή ψυχή.
Άλλοι χαρακτήρισαν την καθαρεύουσά του προβληματικὴ (βλ. Τερζάκης), σχολαστική ή ξεπερασμένη, κι άλλοι, από τον Τ. Άγρα ως τον Ελύτη και τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, ως μία γλώσσα που κουβαλάει πάνω της στρώσεις αιώνων, αφομοιώνοντας αρμονικά στοιχεία αρχαία, βυζαντινά, εκκλησιαστικά και νεοελληνικά. Ούτε όμως ο Νιρβάνας, ούτε ο Παλαμάς, ούτε ο Ξενόπουλος είδαν τα γραπτά του ως φωτογραφικές απεικονίσεις και μόνο της ζωής στον γενέθλιο τόπο του. Η… ρετσινιά της ηθογραφίας ήρθε αργότερα, στη δεκαετία του ᾿40. Κι ενώ σήμερα υπάρχει ομοφωνία ως προς τις ποιητικές διαστάσεις της γλώσσας του (κάτι που αναγνώρισε δημόσια και ο Σεφέρης το 1952, συγκαταλέγοντάς τον στους μεγαλύτερους έλληνες ποιητές), ιδού τι έγραφε στην «Ιστορία» του ο Κ. Θ. Δημαράς: «Ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται εύκολα απὸ ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα και δεν απαιτεί κανενός είδους προπαρασκευή. Η γενιά που τιμούσε τον Σουρή για μεγάλο ποιητή, επόμενο ήταν να τιμήσει για μεγάλο πεζογράφο τον Παπαδιαμάντη». Μια αστοχία που μνημονεύεται ακόμη…
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, το παπαδιαμαντικό σύμπαν ταυτίστηκε θετικά με την έννοια της Ορθοδοξίας (βλ. Λορεντζάτος, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Χρ. Γιανναράς), προσεγγίστηκε με εργαλεία ψυχαναλυτικής κριτικής (βλ. Γκι Σονιέ, Π. Μουλλάς), και έδωσε επιχειρήματα σε μελετητὲς όπως ο Λάκης Προγκίδης για να συγκρίνουν τον δημιουργό του με τους θεμελιωτές του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Κάθε εποχὴ και με τον Παπαδιαμάντη της.
Έργο με ξεχωριστὴ θέση στο σύμπαν του Παπαδιαμάντη, η «Φόνισσα» κατέχει και τη μερίδα του λέοντος στις μεταφράσεις του στο εξωτερικό. Η νο ιστορία της Φραγκογιαννούς που παραβαίνει το «οὐ φονεύσεις» για καλὸ σκοπὸ -πνίγει με τα χέρια της δύο νεογέννητα κοριτσάκια για να λυτρώσει και τα ίδια και τους γονείς τους απὸ τα βάσανα της κοινωνίας- μία ιστορία που χρεώνει το απόλυτο κακὸ όχι σ᾿ ένα διεστραμμένο τέρας αλλὰ σ᾿ έναν συνηθισμένο άνθρωπο, έχει μεταφραστεί στ᾿ αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικὰ και τα ιταλικά, αλλὰ και στα βουλγαρικά, τα ρουμανικά, τα καταλανικά, τα δανέζικα…
Πλήρης κατάλογος με τα μεταφρασμένα διηγήματά του δεν έχει συγκροτηθεί ακόμη. Στο σχετικὸ αρχείο πάντως του ΕΚΕΒΙ, αναφέρονται 41 ξένες εκδόσεις, για το διάστημα 1968-2009. Η πιο πρόσφατη, που ειναι ίσως και η σημαντικότερη, απλώνεται στον συλλογικὸ τόμο «The boundless garden» (ἐκδ. Denise Harvey), όπου συμπράττουν μεταξὺ άλλων μεταφραστὲς όπως ο Πίτερ Μάκριτζ και ο Ντέιβιντ Κόνολι, και όπου χάρη στην κατατοπιστικὴ εισαγωγή του ιερωμένου και διακεκριμένου πανεπιστημιακού στο Μόντρεαλ Λάμπρου Καμπερίδη, παρέχονται όλα τα απαραίτητα κλειδιὰ για την κατανόηση του παπαδιαμαντικού κόσμου στο αγγλοσαξονικὸ κοινό.
Σαν σήμερα βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του ο Νικόλας Άσιμος που έθεσε τέλοςστη ζωή του με απαγχονισμό το 1988. Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα…”- Ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμοφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το «Άσιμος» με γιώτα. Γιατί όταν λέμε «ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής. . .», η λέξη «άσημος» παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη «τραγουδιστής» και γράφεται με ήτα. Ενώ το «Άσιμος» είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί ο επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου». «Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα ‘μαι πια … Έτσι ξεκινάει την αυτοβιογραφία του ο Νικόλας Άσιμος και το τέλος το δίνουμε εμείς. Νικήθηκε από τον ίδιο του τον εαυτό καθώς βρέθηκε κρεμασμένος από σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας» όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια. Για να αφηγηθούμε όσο το δυνατόν πληρέστερα σε λίγες σειρές μια επεισοδιακή ζωή για έναν προκλητικό καλλιτέχνη.
Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1949 και τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Κοζάνη. Το κανονικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος και ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος γενικού εμπορίου, ενώ η μητέρα του είχε προσφυγική καταγωγή. Υπήρξε μέτριος μαθητής, ωστόσο στην εφηβεία του αγάπησε τα ποιήματα του Γιώργου Σουρή. Ακόμη διασκέδαζε τους συμμαθητές του σκαρώνοντας στιχάκια κατά κύριο λόγο πάνω σε ξένες επιτυχίες της εποχής. Ένα από τα τραγούδια που μετέτρεψε ήταν το γαλλικό τραγούδι Monsieur Cannibale του 1966 που τραγούδησε ο Sacha Distel. Μάλιστα έστειλε το συγκεκριμένο στιχούργημά του σε στήλη για τη νεολαία που διατηρούσε ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος. Τότε χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο «’Άσιμος». Το 1967 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς ωστόσο να αποφοιτήσει. Στη Θεσσαλονίκη αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και ξεκίνησε να παίζει ως αυτοδίδακτος και να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια.
Η πρώτη του εμφάνιση στο κοινό ως τραγουδοποιός και ως ηθοποιός έγινε τον Δεκέμβριο του 1972. Εκείνη την περίοδο ερμήνευε το μονόπρακτο «Το Πανηγύρι» του Ζαν Κοκτώ στο δώμα του Λευκού Πύργου, το οποίο είχε μετατραπεί σε μπουάτ. Εκεί προέκυψαν για πρώτη φορά διαφωνίες και ρήξεις με συνεργάτες του, ένα φαινόμενο που τον ακολούθησε σε όλη την καλλιτεχνική διαδρομή του. Τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα. Τότε ξεκίνησε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μουσική, περιλαμβάνοντας όμως πάντα θεατρικά στοιχεία στις εμφανίσεις του. Στις μπουάτ της Πλάκας συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με καλλιτέχνες όπως ο Πάνος Τζαβέλας, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Θάνος Αδριανός, ο Περικλής Χαρβάς, η Μαριάννα Τόλη και το ντουέτο Λήδα-Σπύρος. Το 1974 δε, σκηνοθέτησε μία βραχύβια μουσικοθεατρική παράσταση στη μπουάτ «Εντεκάτη Εντολή», χωρίς όμως την αναμενόμενη ανταπόκριση από το κοινό.
Το 1975 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία με ένα δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α’ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β’ πλευρά) σε ενορχήστρωση του Γιώργου Στεφανάκη. Ωστόσο έπεσε θύμα λογοκρισίας καθώς δεν μπορούσε να μεταδοθεί από την δημόσια ραδιοτηλεόραση. Ωστόσο μπορούσε κάποιος να τον αγοράσει από τα δισκοπωλεία. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στο πρόγραμμα του Μουσικού Καφενείου «Σούσουρο» (υπόγειο στην οδό Αδριανού 134 στην Πλάκα), ενός, κατά κάποιον τρόπο, πολιτικού καμπαρέ της Μεταπολίτευσης. Το 1976 απέκτησε μία κόρη από την εκτός γάμου σχέση του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη.
Λίγο πριν τις εκλογές του 1977 προσήχθη και προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας μαζί με πέντε εκδότες πολιτικών εντύπων (τέσσερις αναρχικούς και έναν αριστεριστή), γιατί παρουσιάστηκαν από την Αστυνομία σαν «ηθικοί αυτουργοί» ταραχών που ξέσπασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αντιγερμανικών διαδηλώσεων, με αφορμή τους θανάτους μελών της ένοπλης οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός» («RAF») στα «λευκά κελιά» των φυλακών Σταμχάιμ στη Δυτική Γερμανία. Ωστόσο μετά από λίγες εβδομάδες αφέθηκε ελεύθερος. Το 1978 ξεκινά η περιπέτειά του για να αποφύγει την στράτευση. Πήρε απαλλαγή καθώς προσποιήθηκε ότι ήταν ψυχοπαθής και κατάφερε να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από σχιζοειδή ψύχωση. Όπως περιγράφει στο βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους», ιδιωτική έκδοση με πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων, την οποία τύπωσε το 1980 και διακινούσε ο ίδιος, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση.
Από τον Σεπτέμβριο του 1978 μέχρι και το 1987 κυκλοφόρησε οκτώ παράνομες κασέτες με, λιγότερο ή περισσότερο, πρόχειρες ηχογραφήσεις τραγουδιών του. Τις διακινούσε κυρίως ο ίδιος, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων, τριγυρνώντας σε μαγαζιά, νυχτερινά κέντρα και μπαρ, ή στα «μαγαζόσπιτα» όπου ζούσε κατά καιρούς, με πιο χαρακτηριστικό το ημιυπόγειο επί της οδού Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια. (Ήταν η περίφημη «υπόγα» του ‘Ασιμου, εκεί όπου διέμεινε από το φθινόπωρο του 1978 έως την άνοιξη του 1983).
Ο Νικόλας Άσιμος, ο μεγάλος Κροκάνθρωπος, που έγινε χαμογελαστός Ονειροβάτης, στην σκάλα της Ουτοπίας. Είναι Νοέμβρης του 1981, έξω από την κατάληψη της Βαλτετσίου (Εξάρχεια). Με την ακροβατική αυτή περφόρμανς, ο Άσιμος έδειχνε με σημειολογικό τρόπο, τις διαθέσεις του: Εμπρός να ανεβούμε εδώ και τώρα, έστω και αν αυτό το ανέβασμα δεν οδηγεί πουθενά. Είκοσι μέρες μετά την νίκη του ΠΑΣΟΚ (18 Οκτ 1981) και την άνοδό του στην εξουσία, έγινε η κατάληψη σε διώροφο κτίριο της οδού Βαλτετσίου 42, στα Εξάρχεια. Άτομα του ελευθεριακού χώρου πήγαν εκεί, με σκοπό να δημιουργήσουν το δικό τους σπίτι – κοινόβιο, έξω από τα κοινωνικά πρότυπα που ένιωθαν να τους πνίγουν. Πρώτος και καλύτερος ο Νικόλας Άσιμος. Νεαροί καλλιτέχνες γέμισαν τους τοίχους με ζωγραφιές και συνθήματα. Ζητούσαν «να ξεφύγουμε από την μιζέρια του περιθώριου», «Φαντασία στη ζωή», «Λίγο γέλιο – αξίζει όσο χίλιες λέξεις». Ζητούσαν ακόμη στέγη για άστεγους, απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, ανθρώπινες σχέσεις και εργασία που δεν θα έμοιαζε με καταναγκαστικά έργα. Η Κατάληψη προκάλεσε ηθικό πανικό. Οι εφημερίδες τους παρουσίαζαν περιθωριακούς, αργόσχολους και αλήτες. Οι περίοικοι ξεσηκώθηκαν και ζήτησαν την κρατική προστασία. Ακολούθησε πόλεμος ανακοινώση και τελικά, στις 11 Ιανουαρίου 1982, δυνάμεις των ΜΕΑ και ΜΑΤ έκαναν έφοδο και έσπασαν την κατάληψη. Το όνειρο τελείωσε.Ήταν αναμενόμενο, η ελληνική κοινωνία μπορούσε να ανεχτεί μπορδέλα και χαρτοπαικτικές λέσχες, όμως της ήταν αδύνατον να δεχθεί να υπάρχει εστία νεανικής Ουτοπίας.
Ο Νικόλας Άσιμος σαν ένας προφήτης, το ήξερε αυτό και το είχε πει, συμβολικά, ανεβασμένος στην σκάλα. Ήταν ωραίο αυτό το ανέβασμα, αλλά δεν οδηγούσε πουθενά. Ο κόσμος δεν ήταν ακόμα έτοιμος για να αλλάξει. Αλλά ούτε και να δεχτεί τον ίδιο και αυτό που αντιπροσώπευε.
Η δεκαετία του 1980, όμως, ήταν πολύ δύσκολη για τον Νικόλα. Η εμμονή του στο έργο του Αμερικανού ανθρωπολόγου Κάρολος Καστανιέδα τον έκανε να πιστεύει ότι διέθετε ικανότητες σαμάνου και πειραματίζοντας την αθανασία σκότωνε άτυχα ζώα και προσπαθούσε να τα αναστήσει. Προφανώς χωρίς επιτυχία. Έπαθε νευρική κρίση και χρειαζόταν νοσηλεία. Οι φίλοι του κινητοποιήθηκαν προκειμένου να μην εγκλειστεί σε ίδρυμα, ωστόσο ο ψυχικός τραυματισμός τουυπήρξε ανεπανόρθωτος. Όλο αυτό ήρθε να επιδεινώσει η κατηγορία από μια φοιτήτρια για βιασμό που συγκλόνησε τόσο τον καλλιτεχνικό κόσμο, όσο και την κοινή γνώμη. Η νεαρή κοπέλα που τον κατηγόρησε ήταν επίσης ασταθούς πνευματικής κατάστασης. Τον είχε ακολουθήσει στο διαμέρισμά του, διότι της είχε υποσχεθεί να την μυήσει σε μια θρησκεία πο ο ίδιος είχε επινοήσει. Κατάφερε να αποφυλακιστεί με εγγύηση, ωστόσο η δίκη δεν ολοκληρωθηκε ποτέ. Ο στιγματισμός και η βαριά κατηγοιρία επιβάρυναν τον ευαίσθητο ψυχισμό του και απετέλεσαν την αρχή του τέλους του. Μόνος του, δίχως φίλους ή συνεργάτες στο πλευρό του, έμεινε να παλεύει με τους δαίμονές του, ώσπου παραδόθηκε σε αυτούς. Τηλεφώνησε σε έναν από τους λιγοστούς που του είχαν απομείνει, τον Νίκο Ζέρβα για να τον πληροφορήσει για τις προθέσεις του, αλλά εκείνος δεν τον πίστεψε μέχρι την επομένη, όταν έφτασε στα αυτιά του η δυσάρεστη είδηση.
Στο σπίτι του, η αστυνομία θα βρει 6 χειρόγραφα σημειώματα του Νικόλα, στα οποία εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Στα γράμματα αυτά έδινε οδηγίες και για διάφορες άλλες εκκρεμότητες που άφηνε πίσω του καθώς και κάποια μηνύματα όπως: «Θάψτε με κάπου αν γίνεται ήσυχα ή καλύτερα κάψτε με και σκορπίστε με». Η αστυνομία βρήκε οκτώ χειρόγραφα αλλά μόνο έξι από αυτά φαίνεται να έγραψε ο Νικόλας. Όσον αφορά τα επιπρόσθετα δύο χειρόγραφα το ένα είναι γραμμένο από την Λίτσα Περράκη και το άλλο είναι αμφιβόλου πατρότητας καθότι ο γραφικός χαρακτήρας διαφέρει από αυτόν του Άσιμου.
Παρακάτω παραθέτουμε το τελευταίο γράμμα που ο ίδιος απέστειλε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, λίγο καιρό πριν την αυτοκτονία του. Το γράμμα αυτό κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι στη Θεσσαλονίκη:
Μήνυμα προς όλους, για όλα. Μία είναι η βόλτα, μόνο μία, αυτή θα μας λευτερώσει. Δε σταματάει αυτή η βόλτα, ούτε ποτέ της έχει αρχίσει. Magic Theater fur fur. Το μεγαλύτερο θέατρο στην ιστορία που καταργεί την ιστορία. Εγώ που το έχω ξεκινήσει, έχω αναλάβει την ευθύνη. Με ξέρουν όλοι οι σοφοί του κόσμου, κι όλοι οι καλλιτέχνες του πλανήτη. Στην αρχή υπήρξα μονάχος μου, τώρα υπάρχουν κι άλλοι πολλοί που μπήκανε στο θέατρό μας. Ανθρώπους ψάχνουμε, όχι ιδεολογίες. Ανθρώπους να χουν θάρρος, αγάπη, καλοσύνη. Ανθρώπους που δεν είναι ψεύτες, ρηχοί και βολεμένοι, και ξέρουν να δίνουνε, όχι να ρουφάν και να εκμεταλλεύονται τους γύρω. Ανθρώπους έστω με καρδιά. Ας είναι δικηγόροι, παπάδες κι αστυνόμοι. Ας είναι και χαφιέδες, κομμουνιστές, αναρχικοί, αρκεί να έχουν τόλμη να κρατήσουν ένα λόγο και να πούνε την αλήθεια. Αν δε καταλαβαίνετε το θέατρό μας και μας κοροϊδεύετε ακόμα, δε φταίμε εμείς. Εμείς έχουμε τη γνώση. Αυτή που δεν έχουν όλοι μαζί οι κυβερνήτες, οι δικαστές και οι γιατροί. Σας κολλάμε στον τοίχο μ’ ένα σελοτέιπ.
Είμαστε καθαροί γι’ αυτό ζούμε μέσα στις υπόγες και χαρίζουμε. Δίνουμε παραστάσεις στην πλατεία και χαίρονται τα παιδάκια και δεν έχουμε λεφτά. Είμαστε αυτόδουλοι της καλοσύνης, ξέρουμε να δημιουργούμε και όχι να καταστρέφουμε. Ξενυχτάμε μέρα νύχτα και φτιάχνουμε μονάχοι τα όργανά μας. Οι άλλοι σπάνε λάμπες και μπουκάλια, εμείς τα καθαρίζουμε με σκούπες.
Οι σκουπιδιάρηδες είναι μαζί μας και όλοι άνθρωποι του πλανήτη. Ρωτήστε στην περιοχή των Εξαρχείων που μας ξέρει. Μας αγαπάνε όλοι. Ρωτήστε αν χρωστάμε τίποτα και σε κανέναν. Σε άλλους έχουμε δώσει παραπάνω. Μπακάληδες, ψιλικατζήδες, περιπτεράδες, ταβερνιάρηδες μας εκτιμάνε. Χαρίζουμε το γέλιο, αγάπη και ευτυχία. Κάναμε τους γέρους να αισθάνονται παιδιά. Τα πρεζόνια να κόψουνε την άσπρη και να γελάνε.
Εγώ που το ‘χω ξεκινήσει δεν έδειρα ποτέ και πουθενά κανέναν. Με έχουν περάσει απ όλα τα μπουντρούμια και το κορμί μου είναι γεμάτο πληγές. Τα όπλα μου είναι πιστολάκια και νταούλια απ’ αυτά που παίζουν τα παιδάκια, παίζει κι η μικρή μου κόρη. Όταν όλοι εσείς κολλάτε αφίσες και γεμίζετε σκουπίδια την Αθήνα, εγώ σας πολεμάω με μια ζωγραφιά στο τοίχο του σπιτιού μου. Εκεί που ήταν βόθρος και μπάζα και ουρλιάζανε τα κομπρεσέρ. Εκεί μένω τώρα, τρία χρόνια μαζί με τη μικρή μου κόρη, φιλοξενώντας κι άλλους που δεν είχανε να φάνε ή που να κοιμηθούνε.
Και δε φοβάμαι να δώσω τη διεύθυνσή μου, την ξέρουν όλοι: ΑΡΑΧΩΒΗΣ 41, ΕΞΑΡΧΕΙΑ. Τώρα είμαι υποχρεωμένος να έχω παράπονα, να καταγγείλω κάτι προς όλους και για όλα. Έμαθα πως συνεχίζονται οι διώξεις εναντίον μου. Πως βάλανε εισαγγελέα για να με βάλουνε ξανά στο ψυχιατρείο και να μου κάνουν ίσως και λοβοτομή. Είμαι υποχρεωμένος να με σώσω, καταγγέλω λοιπόν δημόσια.
Στις 6 Οκτωβρίου με πιάσανε έξω απ’ τον δρόμο του σπιτιού μου να παίζω θέατρο του δρόμου. Με σύρανε με τη μία στο αστυνομικό τμήμα, με δέσανε με χειροπέδες, μου σπάσαν τα πλευρά μου, με πήγαν στο Αιγινίτειο ψυχιατρείο, με είχανε δεμένο. Εγώ τους έλεγα αλήθειες που δεν τις λένε τα βιβλία κι αυτοί με βγάλανε τρελό.’Εκανα ακόμη κι αυτούς που με χτύπησαν να γελάνε.
Αντί να τηρήσουν ένα λόγο ότι πια δε θα μ’ αγγίξουν, με σύρανε δεμένο στο Δαφνί. Στο χειρότερο μπουντρούμι με ξάπλωσαν, με ξαναχτύπησαν και μου κάνανε ενέσεις απ’ αυτές που σκοτώνουνε βουβάλια, παρ’ όλο που πάλι μου δώσανε λόγο ότι δε θα μ’ αγγίξουν και με πάτησαν στο χαλάκι και με βάλανε με τις χειρότερες ρουφήχτρες. Τους αρρώστους που προσπάθησαν να μου πάρουν το ρολόι και ότι άλλο είχα πάνω μου, ακόμη και το τελευταίο μου τσιγάρο. Όλοι οι γιατροί του κόσμου δε τήρησαν ένα λόγο. Αλλά εγώ κατάφερα και βγήκα και είμαι ζωντανός.
Σε λιγότερο από δυο μέρες κι απ’ το χειρότερο μπουντρούμι. Ας έρθουν οι ψυχίατροι μια βόλτα μαζί μου και θα τους δείξω. Γιατί εγώ δεν είμαι τρελός. Ξέρω να θεραπεύω τους πάντες και τα πάντα, μ’ ένα τραγούδι, με μια καραμούζα, με ένα κουτί σπίρτα και με αγάπη.
Ευχαριστώ την Κατερίνα Γώγου που παράτησε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ήρθε. Ιδίως τον Διονύση τον Σαββόπουλο καθώς και τον φίλο μου ψυχίατρο, τον Δημήτρη Μαντούβαλο. Πήγα χθες μονάχος στο αστυνομικό τμήμα, ρώτησα αν κατά λάθος άγγιξα κανέναν, μου είπαν όλο όχι. Τους ζήτησα να μου δώσουν πίσω ένα μενταγιόν και μια καρφίτσα ανεκτίμητης αξίας (μου είναι χαρισμένα). Κάνανε ότι δε ξέρουνε και ούτε το σπασμένο χέρι μου δε τόλμησαν να μου σφίξουν. Ας μου τα δώσουν όλα πίσω και τους συγχωρώ όλους. Αρκεί να σταματήσουν αμέσως τις ψεύτικες διώξεις. Αλλιώς θα εμφανιστώ μονάχος και θα σας προκαλέσω να με εκτελέσετε δημόσια σε μια πλατεία. Το προτιμάω, παρά το ψέμα, σταυρό ή κρεμάλα.
Τώρα εγώ βρίσκομαι αποσυρμένος στο προσωπικό μου νησάκι όπου κανείς δε μπορεί να πλησιάσει. Εδώ βλέπω και τη νύχτα και χρειάζεται να ξεκουραστώ και να θεραπεύσω και το πληγωμένο μου κορμί. Ταχυδρομώ αυτό το γράμμα στον πληρεξούσιό μου δικηγόρο, προς όλους και για όλα. Ακόμη και στους ψυχιάτρους και τον τυχόντα εισαγγελέα. Βοηθήστε με να επανέλθω στο κόσμο και να παίξω τη μουσική που δεν έπαιξα ακόμη. Κι ας μου σπάσανε τις κιθάρες και τα μηχανήματά μου. Δε ζητάω αποζημίωση, ένα μονάχα συγνώμη, εγώ ζήτησα χιλιάδες. Καλώ τους φίλους δημοσιογράφους που με ξέρουν όλοι. Τώρα που κινδυνεύω να δημοσιεύσουν το γράμμα, όλο, χωρίς περικοπές. Τόσες συναυλίες έχω δώσει και δε γράφτηκε γραμμή.
Κάντε το τώρα και σας συγχωράω. Πολεμήστε την αλήθεια, είναι αυτό που έχετε ξεχάσει. Το μήνυμα της βόλτας είναι για όλους και για όλα. Για όσους δε καταλαβαίνουν και με θεώρησαν τρελό, ας κάνουν το κόπο να μελετήσουν βιβλία. Όπως το “1984” του Όργουελ, “τον λύκο της στέπας” του Έρμαν Έσσε, τις “ιστορίες δύναμης” του Δόν Χουάν, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Αριστοφάνη, την Αρχαία Ελληνική Μυθολογία για τον Διόνυσο, τον Πάνα, τον Ιάσονα και άλλους. Τη “δολοφονία του Χριστού” του Βιλχεμ Ράιχ, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, τον Διγενή με το φανάρι, τη κατσαρίδα που έμαθε να πετάει.
Ή ας διαβάσουν το βιβλίο μου “Αναζητώντας Κροκάνθρωπους” και πολλά άλλα, Ζεν και Γιόγκα, ακόμη και τον Αϊνστάην. Εγώ τα κάνω πράξη κάθε μέρα και στον δρόμο .Ενεργοποιηθείτε και θα σας αθωώσω. Αλλιώς ο άγγελος του κόσμου το είπε και θα το κάνει. Θα φύγει και θα σας αφήσει να περπατάτε μπουσουλώντας ή θα σας κολλήσω τη χειρότερη βρισιά που λέω: ΕΙΣΤΕ ΜΠΟΥΜΠΟΥΝΕΣ.
Καλώ και τον Μίνω Βολανάκη να έρθει και να μας σφίξει το χέρι. Εμείς κάνουμε συμβάντα και χάπενινγκ και όχι αυτός στα Βραχιά.
Ευχαριστώ μετά τιμής Και όλο το magic theater fur fur
Υ.Γ. Ξεκουνηθείτε όμως αμέσως ή αλλιώς πάτε μια βόλτα μέχρι το Πολυτεχνείο που εκεί είναι εκείνο το κεφάλι που προσκυνάτε όλοι.
Κάντε τον κόπο και σκύψτε να διαβάσετε:
“Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία”
Κάτω δεξιά είναι γραμμένο. Του Ανδρέα Κάλβου είναι. Ή πάτε μια βόλτα μέχρι τον τάφο του Νίκου Καντζατζάκη, κάτι γράφει:
”Δεν έχω τίποτα να χάσω. Είμαι ελεύθερος”
Ναι αυτός είμαι. Είμαι τα πάντα και τίποτα δεν είμαι. ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ
Ένα αστέρι, διαφορετικό από τα άλλα έσβησε στο ουράνιο στερέωμα της μουσικής, αλλά το έργο του συνεχίζει να υπάρχει, να ακούγεται, να εμπνέει. Ο Άσιμος δεν υπήρξε αναρχικός με την έννοια που χρησιμοποιείται η λέξη σήμερα, αλλά ήταν ένας καλλιτέχνης αντισυμβατικός που δεν προσάρμοσε στις ανθρώπινες απαιτήσεις τα όνειρα του και αφέθηκε στην τρέλα του και μιαν ονειροπόληση δίχως τέλος. Και όμως αυτή η άρνηση του στην κενή και ρηχή πραγματικότητα που βαφτίστηκε αντιεξουσιασμός και παράνοια ήταν η πιο υγιής στάση ενός ανθρώπου που δεν εγκαταλείπει τις ιδέες του και τις επιθυμίες του, ούτε τις θυσιάζει. Αυτή είναι η αληθινή αναρχική φύση ενός μη αναρχικού που έφυγε άδικα, ξεχασμένος και παραγκωνισμένος, θύμα της εκμετάλλευσης της βιομηχανίας και ενός κόσμου που δεν μπορεί να αποδεχθεί το αποκλίνον και το διαφορετικό και άφησε πίσω του γενεές να καπηλεύονται με τρόπο που σίγουρα δε θα ενέκρινε το έργο και τη στάση ζωής του…
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!