Ο δημιουργός του Ερωτόκριτου, Βιτσέντζος Κορνάρος

Αποτέλεσμα εικόνας για βιτσεντζος κορναρος

Σαν σήμερα εικάζεται ότι γεννήθηκε ο Κρητικός ποιητής Βιτσέντζος Κορνάρος, ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα του ελληνισμού του 17ου αι. Το σημαντικότερο έργο του, ο Ερωτόκριτος, ένα έμμετρο επικό ερωτικό δράμα, θεωρείται από τα κορυφαία έργα της εποχής και αποτελεί κλασικό λυρικό έργο, εξαιρετικής ομορφιάς, με πλήθος κρητικών ιδιωματισμών. Στον Βιτσέντζο Κορνάρο αποδίδεται επίσης το θρησκευτικό δράμα Η θυσία του Αβραάμ.

Η ζωή του

Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, ο ποιητής του Ερωτόκριτου ταυτίζεται με έναν βενετοκρητικό Βιτσέντζο Κορνάρο, που γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου του 1553 στην Τραπεζόντα της Σητείας, γιος του Ιάκωβου Κορνάρου καί της Ζαμπέτας Ντεμέτζο. Ήταν γόνος εξελληνισμένης και αρχοντικής βενετσιάνικης οικογένειας, πιθανότατα με μεγάλη περιουσία. Ο αδερφός του, Ανδρέας Κορνάρος, είχε γράψει μια Ιστορία της Κρήτης που δεν εκδόθηκε ποτέ. Έζησε στη Σητεία περίπου μέχρι το 1580 ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Εκεί έλαβε χώρα ο γάμος του με την Μαριέτα Ζένο, με την οποία απέκτησε και δύο κόρες, την Ελένη και την Κατερίνα.

Οι πιο ασφαλείς πληροφορίες για την καταγωγή του Κορνάρου είναι αυτές που δίνει ο ποιητής στο τέλος του έργου του: αναφέρει το όνομα Βιτσέντζος, το οικογενειακό όνομα Κορνάρος, τόπο γέννησης τη Σητεία και το Κάστρο (Ηράκλειο), όπου παντρεύτηκε:

«Κ’ εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ’ έχου
μα θέλω να φανερωθώ, κι όλοι να με κατέχου
Βιτσέντζος είν’ ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος
που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί ‘καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρέυτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση,
το τέλος του έχει να γενή όπου ο Θεός ορίση
»

Από το 1591 φέρεται να ανέλαβε διοικητικά αξιώματα, ενώ κατά την διάρκεια της πανούκλας του 1591 -1593 ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη. Ο ποιητής υπήρξε επίσης μέλος του λογοτεχνικού συλλόγου της Ακαδημίας των Παράξενων, που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Ανδρέας, επίσης συγγραφέας – έργο του μια Ιστορία της Κρήτης, η οποία δεν εκδόθηκε ποτέ. Πέθανε στον Χάνδακα το 1613 ή το 1614 από άγνωστη αιτία και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου. Αυτή η άποψη έχει γίνει αποδεκτή από τους περισσότερους μελετητές.

Η θυσία του Αβράαμ

Η Θυσία του Αβράαμ, ένα θρησκευτικό δράμα που αποτελείται από 1154 δεκαπεντασύλλαβους στίχους φέρεται να εκδόθηκε το 1635, ενώ πρότυπο του φέρεται να αποτέλεσε το έργο του Ιταλού Λ. Γκρότο, Ισαάκ.

Αποτέλεσμα εικόνας για η θυσια του αβρααμ

Ερωτόκριτος

Σχετική εικόνα

Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται σε μια εποχή αόριστη ιστορικά, όπως όλα τα παραμύθια, και σε τόπους φανταστικούς που ανήκουν επίσης σε έναν κόσμο συμβατικό. Ο Ερωτόκριτος ερωτεύεται την Αρετούσα, κόρη του βασιλιά της Αθήνας. Η Αρετούσα γοητεύεται από τα τραγούδια που της λέει ο νέος κάτω από το παράθυρό της και τον ερωτεύεται για πάντα, κρυφά από τους γονείς τους. Ο βασιλιάς, για να τη βγάλει από τη μελαγχολία όπου έχει περιπέσει, οργανώνει ένα κονταροχτύπημα· στον νικητή θα δώσει την κόρη του. Ο Ερωτόκριτος νικά και ζητά το χέρι της, αλλά ο βασιλιάς αγανακτισμένος για το θράσος του θα τον εξορίσει. Η βασιλοπούλα αρνείται να παντρευτεί τον πρίγκιπα του Βυζαντίου και τιμωρείται με εγκλεισμό, παρέα με τη νένα της (πόσοι διάλογοι και αναστεναγμοί, λόγοι παρηγορητικοί κι ελπίδες ακούγονται σε εκείνο το ερημητήριο). Στο μεταξύ ο εχθρός πολιορκεί το βασίλειο κι ένας μοναδικός ήρωας επιτυγχάνει την απελευθέρωσή του: ο Ερωτόκριτος, που έχει αλλάξει όψη χάρη σε ένα μαγικό φίλτρο. Ο άγνωστος ζητάει το χέρι της Αρετούσας, ο βασιλιάς τού το παραχωρεί αλλά η Αρετούσα, που δεν μαντεύει την ταυτότητα του νικητή και δεν μπορεί να απαρνηθεί τον έρωτά της, δεν δέχεται. Ο Ερωτόκριτος τη βάζει σε δοκιμασία, αποκαλύπτει ποιος είναι, αγκαλιάζονται, παντρεύονται και όλοι ζουν καλά και ευτυχισμένα.

Α' έκδοση, Βενετία, «Εις Τυπογραφίαν Αντωνίου του Βόρτολι» 1713.

Το κορυφαίο έργο του αναγεννησιακού δημιουργού, Ερωτόκριτος, γραμμένο στην κρητική διάλεκτο, υπήρξε πολύ δημοφιλές και κυκλοφορούσε κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα σε χειρόγραφα. Η μυθιστορία του Ερωτόκριτου εκτείνεται σε 10.000 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ενώ πρότυπο του έργου φέρεται να είναι η γαλλική δημοφιλής μεσαιωνική μυθιστορία Paris et Vienne του Pierre de la Cypède, η οποία τυπώθηκε το 1487 και το οποίο διαδόθηκε μεταφρασμένο σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Ερωτόκριτος είχε μεγάλη απήχηση, πέρασε σε μαντινάδες, παροιμίες, ενώ τα ονόματα των ηρώων δόθηκαν σε πολλά βρέφη. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην ελληνική λαϊκή παράδοση, εμπνέοντας ζωγράφους και μουσικούς μέχρι και τον 20ο αι. Τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα έχει ζωγραφίσει και ο σπουδαίος λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος, ενώ το κείμενο του Κορνάρου μελοποίησε μια από τις σπουδαιότερες φωνές της Ελλάδας και της παραδοσιακής μουσικής της χώρας, ο Νίκος Ξυλούρης.

Αν εξαιρέσουμε τον Αδαμάντιο Κοραή που θεωρούσε τον Ερωτόκριτο ως «εξάμβλωμα» και ορισμένους άλλους που τον κατέταξαν άκριτα στα αναγνώσματα θεραπαινίδων, όλοι οι άλλοι, λόγιοι και πολιτικοί (ο Ελευθέριος Βενιζέλος επί παραδείγματι) και το σημαντικότερο, ο λαός αγάπησαν το γαλήνιο και ηρωικό ποίημα του Κορνάρου. Ο Ερωτόκριτος στάθηκε θεματικό, υφικό και στιχουργικό πρότυπο τόσο για το κρητικό δίστιχο, τη μαντινάδα, όσο και για μείζονες δημιουργούς όπως ο Διονύσιος Σολωμός, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Παντελής Πρεβελάκης και ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος μάλιστα συνέθεσε μια βωμολοχική παρωδία με θέμα τη συνεύρεση των δύο ερωτευμένων. Το έργο επίσης μεταγράφτηκε στη φαναριώτικη καθαρεύουσα και μεταφράστηκε σε ξένες γλώσσες. Στους σκοτεινούς αιώνες της σκλαβιάς ο Ερωτόκριτος, ιδιαίτερα για τους Κρητικούς, ήταν ακρόαμα που αναπτέρωνε το εθνικό φρόνημα.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ’ εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρμάτω οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
σ’ μιά Κόρη κ’ έναν ’γουρο, που μπερδευτήκα ομάδι
σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.
[…]
Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη
πως για να το ’χου θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.
Kαι τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,
οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωμένο θηλυκό τως το ’καμεν η Φύση,
και σαν αυτή δεν ήτονε σ’ Aνατολή και Δύση.
Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,
ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
[…]
Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα ’χε γερόντου γνώση,
οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ’ η ερμηνειά του βρώση.
Kαι τ’ όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα,
ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα

κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανοί και τα ’στρη εγεννήσαν,
μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν.