Τα μυστήρια πορτρέτα Φαγιούμ

Το βλέμμα των πορτραίτων Φαγιούμσου φανερώνει πιο ζωντανούς τους πεθαμένουςπου διψούν τη ζωή από τους ζωντανούς που δεν την υποψιάζονται

-Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης

Κήπος της Αιγύπτου ονομάζονταν από παλιά το Φαγιούμ, η περιοχή με την πλούσια βλάστηση και την άφθονη παραγωγή σε ελιές και κρασί. Η αρχαία ονομασία του Φαγιούμ ήταν Σε-ρεσί, που σημαίνει θάλασσα, γιατί ο Νείλος πλημμύριζε κάθε καλοκαίρι και μετέτρεπε το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής σε λίμνη. Στους χρόνους των Φαραώ, το Φαγιούμ ονομαζόταν Περ-Σεμπέκ ή Περ Σομπέκ, που σημαίνει «Κατοικία του Σεμπέκ». Εκεί λατρευόταν ο ιερός κροκόδειλος, ο θεός Σεμπέκ, που είχε τη μορφή κροκόδειλου. Οι Έλληνες ονόμασαν τη μητρόπολη, Κροκοδείλων Πόλη, ενώ αργότερα στους χρόνους των Πτολεμαίων ήταν γνωστή ως Αρσινόη, από το όνομα της γυναίκας και αδελφής του Πτολεμαίου Β΄ του Φιλάδελφου.

Κατά το έτος 14 π.Χ., την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Αίγυπτο, Έλληνες καλλιτέχνες ζωγράφιζαν προσωπογραφίες τις οποίες οι εικονιζόμενοι κρεμούσαν στους τοίχους των σπιτιών τους. Μετά τον θάνατό τους τα πορτραίτα αυτά ενσωματώνονταν στη μούμια στο ύψος του προσώπου. Έχουν περάσει στην ιστορία της τέχνης ως «πορτραίτα του Φαγιούμ», επειδή τα περισσότερα βρέθηκαν στο οροπέδιο του Φαγιούμ και πρόκειται για καταξοχήν ντοκουμέντα της ελληνορωμαϊκής ζωγραφικής που έχουν φιλοτεχνηθεί πάνω σε καβαλέτο.

Πρώτος ο Ιταλός περιηγητής Pietro Della Valle ανακάλυψε τα πορτραίτα το 1615, στην όαση Φαγιούμ, 85 χλμ. νότια του Καΐρου. Στις αρχές του 19ου αιώνα πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές από αγγλικές και γαλλικές αποστολές φέρνοντας στην επιφάνεια προσωπογραφίες, χωρίς να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των ειδημόνων της τέχνης. Το 1887, κάτοικοι της περιοχής κοντά στο Ελ-Ρουμπαγιάτ ανακάλυψαν μουμιοποιημένα σώματα με προσωπογραφίες στη θέση της κεφαλής. O Αυστριακός επιχειρηματίας Theodor Graf αγόρασε τα συγκεκριμένα έργα και τα παρουσίασε σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης και στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος του συνολικού corpus, ήλθε στην επιφάνεια χάρη στον Άγγλο αρχαιολόγο William Flinders Petrie, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1900 αναζητώντας την είσοδο της πυραμίδας Χαουάρα στην όαση Φαγιούμ της Αιγύπτου, εντόπισε την ελληνορωμαϊκή νεκρόπολη.

Η τεχνική με την οποία γίνονταν τα συγκεκριμένα πορτραίτα, είναι γνωστή με τον όρο «εγκαυστική». Στην αρχή, οι ζωγράφοι λείαιναν και προετοίμαζαν το ξύλο πάνω στο οποίο και επρόκειτο να ζωγραφίσουν. Μετά ανακάτευαν τις σκόνες των χρωμάτων με λιωμένο κερί μέλισσας για να γίνει το μείγμα ανθεκτικό και στερεό. Πάνω στο λείο ξύλο σχεδίαζαν το περίγραμμα. Στη συνέχεια άπλωναν το ζεστό μείγμα κεριού και χρώματος στο φόντο. Η εγκαυστική τεχνική, απαιτούσε μεγάλη ταχύτητα στην εκτέλεση γιατί το κερί δεν έπρεπε να κρυώσει και να ξεραθεί, αλλά να απλωθεί όσο ήταν ακόμη μαλακό.

Οι καλλιτέχνες δούλευαν τις προσωπογραφίες εκ του φυσικού με βάση το ζωντανό πρόσωπο. Τα ρούχα των γυναικών είναι συνήθως πολύχρωμα. Τα κυρίαρχα χρώματα είναι το μοβ, το ροζ και το κυκλαμινί. Τα μαλλιά είναι πάντα μαζεμένα στο επάνω μέρος του κεφαλιού, ενώ μικρές μπούκλες πλαισιώνουν το μέτωπο και τους κροτάφους. Οι άνδρες φορούν συνήθως έναν λευκό χιτώνα με δύο φαρδιές χρωματιστές ρίγες. Αντίθετα, η ένδυσή τους με χρωματιστό χιτώνα υποδηλώνει στρατιωτική ιδιότητα ή δημόσιο αξίωμα. Τα μαλλιά είναι κοντά με μπούκλες. Οι ώριμοι άνδρες έχουν γένια, ενώ οι νεαρότεροι εικονίζονται αγένιοι. Οι άνδρες ιερείς διακρίνονται από τους υπόλοιπους ώριμους άνδρες από το γεγονός ότι φέρουν στα μαλλιά τους ένα άστρο με επτά ακτίνες, που ήταν το έμβλημα του ήλιου.

Για την απόδοση της ανθρώπινης σάρκας, οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν το λευκό, την κίτρινη ώχρα, το κόκκινο και το μαύρο, τα λεγόμενα και γαιώδη ή φυτικά χρώματα. Αρχικά άπλωναν ένα απαλό χρώμα, πάνω στο οποίο προσέθεταν ορισμένα λευκά σημεία «αυγές» και ροζ ανταύγειες. Όταν το πορτραίτο τελείωνε, προσέθεταν διάφορα χρυσά διακοσμητικά στοιχεία στα μαλλιά και στα ρούχα, ενώ πολλά από τα στεφάνια δεν είναι ζωγραφισμένα, αλλά προσθήκες από φύλλα χρυσού.

Χαρακτηριστικά σε όλες τις προσωπογραφίες ανδρών και γυναικών, είναι τα μεγάλα μαύρα εκφραστικά μάτια, τα οποία έχουν μικρά βλέφαρα και καμπυλόγραμμα φρύδια που ενώνονται πάνω από την ίσια μύτη. Πρόκειται για ρεαλιστικά πορτραίτα που έχουν αποδοθεί με ιμπρεσιονιστική αντίληψη. Οι καλλιτέχνες ζωγράφιζαν αυτό που έβλεπαν και το απέδιδαν νατουραλιστικά. Οι μορφές αποδίδονται σχεδόν πάντα μετωπικά ή σε στάση τριών τετάρτων με ελαφρά στροφή προς τα αριστερά ή τα δεξιά και διακατέχονται από μια αυστηρότητα, ηρεμία, ιερατικότητα και πνευματικότητα. Με αυτήν την έννοια τα εν λόγω «εξπρεσιονιστικά» πορτραίτα αποτέλεσαν πρότυπο για τις μετέπειτα βυζαντινές αγιογραφίες. Αυτές υιοθέτησαν στοιχεία τόσο τεχνικής, όσο και απόδοσης και χαρακτηριστικών των μορφών του Φαγιούμ, σε μια προσπάθεια να εκφράσουν τον εσωτερικό κόσμο των εικονιζόμενων και να δώσουν έμφαση σε πνευματικά στοιχεία.

Τα πορτραίτα του Φαγιούμ έχουν μείνει σε μεγάλο μέρος τους σε εξαιρετική κατάσταση, καθώς η στεγνή άμμος της Αιγύπτου τα διατήρησε στεγνά και ξερά. Αρκετά όμως έχουν υποστεί φθορές καθώς ήταν ενσωματωμένα πάνω σε μια μούμια και ως εκ τούτου οι ζημιές στον χώρο φύλαξής τους ήταν αναπόφευκτες. Επίσης, πολλά καταστράφηκαν κατά τη διαδικασία της ταφής, αλλά και της μεταφοράς τους από την Αίγυπτο σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις.

Στη λεκάνη του Φαγιούμ εγκαταστάθηκαν έλληνες μισθοφόροι που είχαν πολεμήσει στο στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των πρώτων Πτολεμαίων βασιλέων. Εκεί τους αποδόθηκε γη για αγροτική χρήση μετά την αποξήρανση της τοπικής λίμνης Μοίριδος και οι επήλυδες παντρεύτηκαν με αυτόχθονες Αιγύπτιες υιοθετώντας τις αιγυπτιακές πεποιθήσεις για τη μετά θάνατον ζωή και τα αντίστοιχα ταφικά έθιμα που περιλάμβαναν τη μουμιοποίηση. Η λεκάνη του Φαγιούμ μετετράπη σε μια περιοχή εύφορη, γεμάτη κήπους, περιβόλια και αμπελώνες. Στα μεγάλα αγροκτήματα της περιοχής ήρθαν να εργαστούν Αιγύπτιοι από διάφορες περιοχές της χώρας, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ένα συνονθύλευμα πληθυσμιακό, από το οποίο περίπου το 30% συνιστούσαν οι Έλληνες ή ορθότερα οι απόγονοι των πρώτων ελληνόφωνων αποίκων.

Οι άνθρωποι αυτοί, που συνιστούσαν την τοπική αριστοκρατία, είχαν την οικονομική δυνατότητα να παραγγέλνουν πορτρέτα στους ζωγράφους και να πληρώνουν για την ακριβή μουμιοποίησή τους. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση της Αιγύπτου οι Ρωμαίοι τους αντιμετώπισαν ως Αιγύπτιους, φαίνεται ότι οι ίδιοι εξακολούθησαν να θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες και ως Έλληνες παρουσιάζονταν στις ρωμαϊκές αρχές που τους παραχώρησαν αρκετά αυτοδιοικητικά προνόμια και μειώσεις φόρων. Η επιλογή τους να απεικονίζονται με έναν ελληνικό ζωγραφικό τρόπο συνδέεται προφανώς με την επιθυμία τους να μην χάσουν την ταυτότητά τους. Αυτοί οι άνθρωποι εικονίζονται στις προσωπογραφίες που θαυμάζουμε σήμερα, οι οποίες χρονολογούνται από τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ ως τον 3ο αι. μ.Χ.

Ας σημειωθεί πάντως ότι δεν προέρχονται όλα τα πορτρέτα από την περιοχή του Φαγιούμ, αλλά σποραδικά και από άλλες θέσεις της Αιγύπτου -από την Άνω (Νότια) Αίγυπτο ως τη Μεσογειακή ακτή δυτικά της Αλεξάνδρειας-, ωστόσο έχει επικρατήσει αυτή η ονομασία τους.

Τα πορτρέτα ζωγραφίζονται είτε απευθείας επάνω στο νεκρικό σεντόνι είτε επάνω σε λεπτά ξύλινα φύλλα, αρχικώς τετράπλευρα, τα οποία αργότερα κόβονταν για να προσαρμοστούν και να τοποθετηθούν στις μούμιες των νεκρών στο σημείο του προσώπου. Στη δεύτερη περίπτωση έχει χρησιμοποιηθεί ξύλο από κέδρο, έλατο, πεύκο, συκομουριά, φλαμουριά και κυπαρίσσι. Οι προσωπογραφίες εκτελούνται ακολουθώντας κατά βάση δύο τεχνικές, την τέμπερα (δηλαδή με υδατοδιαλυτά χρώματα και ζωική κόλλα) και την εγκαυστική (δηλαδή με κερί ζεστό ή κρύο και κάποιου είδους ρητίνη, όπως η μαστίχα Χίου). Η σπουδαία μελετήτρια των πορτρέτων Φαγιούμ, Ευφροσύνη Δοξιάδη, που επιχείρησε πειραματικά να προσεγγίσει την αρχαία εγκαυστική τεχνική, γράφει χαρακτηριστικά ότι η ποικιλία στις λεπτομέρειες της ζωγραφικής τεχνικής αυτών των έργων είναι εντυπωσιακά μεγάλη και συνδέεται συχνά με προσωπικές επιλογές των ζωγράφων που φαίνεται ότι εκμεταλλεύονται τις αρετές των διαφόρων τεχνικών μέσων προκειμένου να αποδώσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Δεν είναι γνωστό αν τα πορτρέτα είχαν αποκλειστικά ταφικό προορισμό ή γίνονταν στη διάρκεια ζωής των εικονιζόμενων και ίσως στόλιζαν ως έργα τέχνης τα σπίτια τους. Οπωσδήποτε το ζωηρό βλέμμα και οι εκφράσεις των προσώπων προκρίνουν την δεύτερη άποψη. Το ζήτημα όμως είναι πολύπλοκο. Δεν εξηγούνται έτσι ικανοποιητικά τα παιδικά πορτρέτα. Δεν εξηγείται επίσης το γεγονός ότι κατά κανόνα οι ακτινογραφίες σε μούμιες δείχνουν ότι η ηλικία του εικονιζόμενου συμφωνεί με την ηλικία θανάτου.

Η σημερινή ανάρτηση έγινε με την ευγενική παραίνεση του σχολιαστή με το ψευδώνυμο sitarcos στην ανάρτηση για τον Αρτεμίδωρο και τoν ευχαριστώ για την ωραία ιδέα. Έχω την αίσθηση ότι πολλές από τις προσωπογραφίες του Φαγιούμ μας έχουν γίνει αρκετά οικείες, αλλά ελπίζω ότι στη συλλογή εικόνων που παρουσιάζω σήμερα θα δείτε και κάποιες λιγότερο γνωστές.

Χαμένος κρίκος στην αλυσίδα της αρχαίας Ελληνικής ζωγραφικής, η οποία γονιμοποίησε την Βυζαντινή Χριστιανική αγιογραφία, αποτελούν τα πορτραίτα Φαγιούμ. Η διάσωση δύο εικόνων τον 6ο μ.Χ. αιώνα στο Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και η ανακάλυψη των νεκρικών πορτρέτων των Ελληνιστικών χρόνων στην μικρή πόλη Φαγιούμ της Αιγύπτου πολλούς αιώνες μετά αποτελούν το γεφύρωμα των δύο εποχών της Ελληνικής ζωγραφικής.

Τα πορτραίτα Φαγιούμ είναι κατασκευασμένα με την τεχνική της εγκαυστικής πάνω σε ξύλο. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι στην Αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιούσαν την εγκαυστική μέθοδος ζωγραφικής, δηλαδή την τεχνική που χρησιμοποιεί για συνδετική ουσία των χρωμάτων το λιωμένο κερί. Μέχρι σήμερα δεν είναι τελείως ξεκάθαρο τι είδους πινέλα χρησιμοποιούσαν ώστε να μη καίγεται η τρίχα του πινέλου από το λιωμένο κερί. Συνέχιση της τεχνικής αυτής βρίσκουμε στα πορτρέτα Φαγιούμ.

Οι φτωχοί Αιγύπτιοι, που κι αυτοί όπως και οι ευγενείς πίστευαν στη μετά θάνατο ζωή αλλά δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να χρησιμοποιούν σαρκοφάγους με επικάλυψη πολύτιμων μετάλλων, χρησιμοποιούσαν κυρίως Έλληνες ζωγράφους για να απαθανατίσουν τις μορφές των νεκρών. Χιλιάδες από αυτά τα πορτρέτα βρέθηκαν και κοσμούν σήμερα μεγάλα Μουσεία, όπως του Καΐρου και το Βρετανικό Μουσείο.

Προσωπογραφία νέας από το Φαγιούμ με τη χαρακτηριστική στάση που θα διατηρήσουν οι γυναικείες μορφές στη βυζαντινή τέχνη. (Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη)

Τα πορτρέτα, που αποδίδουν με ρεαλιστικό τρόπο άλλοτε γυναίκες, άλλοτε άνδρες και άλλοτε παιδιά, κράτησαν το μυστικό τους και, κατά κάποιον τρόπο, τις αποστάσεις τους από το ευρύτερο κοινό. Σήμερα έχουνε ανακαλυφθεί περισσότερα από 1.000 πορτρέτα Φαγιούμ, τα οποία αποτελούν το μεγαλύτερο corpus ζωγραφικής που έφθασε στις ημέρες μας από την αρχαιότητα. Τα περισσότερα από τα πορτρέτα αυτά προέρχονται από την περιοχή του Φαγιούμ, ένα νομό της αρχαίας Αιγύπτου που κάλυπτε μια μεγάλη και εύφορη κοιλάδα κάπου 60 χιλιόμετρα νοτίως του Καΐρου, στη δυτική όχθη του Νείλου.

Οι προσωπογραφίες φυλάσσονταν στα σπίτια και ίσως να είχαν διακοσμητική χρήση, όπως γίνεται και σήμερα. Σε ανασκαφές έχουν βρεθεί ακόμη και τα πλαίσια με τα οποία κρεμούσαν τις προσωπογραφίες στον τοίχο όσο ζούσε ακόμη ο άνθρωπος που απεικόνιζαν ενώ ακτινογραφίες έχουν αποδείξει σε πολλές περιπτώσεις ότι η ηλικία του νεκρού δεν αντιστοιχούσε πάντα στην ηλικία του ειδώλου του πορτρέτου.

Τα πορτρέτα χρονολογούνται στους πρώτους τρεις αιώνες της Ρωμαιοκρατίας στην Αίγυπτο, μια εποχή δηλαδή όπου ανθούσε ακόμη το Ελληνικό στοιχείο, η τεχνοτροπία και ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίον αποδίδονται οι μορφές μας υποδεικνύουν ότι οι ρίζες αυτής της ζωγραφικής βρίσκονται στη σχολή της Αλεξάνδρειας και είναι (αρχαίες) Ελληνικές. Λίγους αιώνες αργότερα, στο Σινά μια εικόνα του Χριστού «με νατουραλιστικά χαρακτηριστικά» και η προτομή του αποστόλου Πέτρου, «που φορά λευκοπράσινη ελληνιστική ενδυμασία», καταδεικνύουν την εξέλιξη της τέχνης Ελληνιστικής εποχής και τη μεταμόρφωσή της σε Βυζαντινή.

Η μετάβαση λοιπόν στην Χριστιανική αγιογραφία, ακολούθησε εμφανώς τις παγανιστικές φόρμες των Φαγιούμ, όπως αυτές διασώθηκαν έως σήμερα…

Πηγές:«Το Βήμα», www.lectores.gr και Στειακάκης Χρυσοβαλάντης (ιστορικός τέχνης)