Με αφορμή την παράσταση “Προδοσία” του Χάρολντ Πίντερ στο θέατρο Βρετάνια σε σκηνοθεσία του Αιμίλιου Χειλάκη αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε εν συντομία μια ιστορία εξωσυζυγικής απιστίας που μετατρέπεται σε ένα χρονικό προδοσίας του άλλου και του εαυτού. Μέσα από 9 σκηνές που διαδέχονται η μια την άλλη και μέσα από ελάχιστα πρόσωπα ο Πίντερ πετυχαίνει να θίξει ένα θέμα βαθύ και δύσκολο, πάλλεται μεταξύ εμπιστοσύνης και προδοσίας, αναδεικνύοντας ότι οι δυο αυτές έννοιες είναι πράγματι σύμφυτες.
Η χαρά μας όταν το αναγνωστικό μας μονοπάτι συναντά θεατρικά έργα είναι απερίγραπτη. Αυτή εντείνεται όταν τα έργα αυτά είναι προϊόντα νέων Ελλήνων δραματουργών. Σε μία εποχή που το θέατρο βάλλεται ποικιλοτρόπως και παντοιοτρόπως, η συγγραφή θεατρικών έργων μετατρέπεται σε μία πράξη σωτηρίας, ιδίως όταν μιλάμε για έργα σαν “Το ελάφι” του Πάνου Αντωνοπούλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε ως νοσοκόμος. Από νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει ποιήματα και θεατρικά. Το 1923 προσελήφθη ως βοηθός σκηνοθέτη στο Γερμανικό Θέατρο του Βερολίνου υπό την διεύθυνση του Μαξ Ράινχαρτ. Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στην Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μέχρι το έτος 1948. Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στην Λαϊκή Δημοκρατίας της Γερμανίας. Τον Ιανουάριο του 1949 ίδρυσε το Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Το 1954 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν για την Ειρήνη. Θεωρείται ο πατέρας του επικού ή διαλεκτικού θεάτρου στην Γερμανία. Έγραψε μερικά από τα πιο δημοφιλή θεατρικά έργα, ορισμένα πεζά κείμενα και ποίηση. Έφυγε από τη ζωή το 1956.
Με επιρροές από την ιστορία και τη φιλοσοφία, τον Καρτέσιο, τους Διαφωτιστές, τον Σωκράτη, τον Χέγκελ και τη Διαλεκτική του, αλλά και από τον λαϊκό μύθο και το κινεζικό θέατρο, ο Μπρεχτ διαμόρφωσε μια καινούργια δική του προσωπική αισθητική αντίληψη για το θέατρο και την τέχνη. Η αισθητική του εδράζεται στην κατάργηση του ατόμου ως φυσικού όντος· υπάρχει μόνον ως παραγωγικό στοιχείο μέσα στο κοινωνικό πεδίο, δηλαδή μόνον διαλεκτικά στο πεδίο των σχέσεων (Irrlitz 1986, Στάγκος 1970). Ο Μπρεχτ μελέτησε και εγκολπώθηκε τη μαρξιστική θεωρία και o όρος επικό θέατρο ή διαλεκτικό θέατρο είναι ταυτισμένος με αυτόν: το θέατρο οφείλει να εγγράψει τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα του καιρού του, και να κινητοποιεί τη (δια)νόηση του θεατή αντί για το συναίσθημα. Απομακρύνεται από την αριστοτελική έννοια της κάθαρσης ως ζητούμενο για τους θεατές (Mayer 1986). Δεν αντιμάχεται τα συναισθήματα, αλλά τα ερευνά, και προχωρεί πέρα από αυτά (Brecht 1967).Το ζητούμενο είναι ένας θεατής που θα στέκεται με κριτική ματιά απέναντι στο θέαμα, με απώτερο στόχο να αναγνωρίσει την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση και να αναζητήσει τρόπους για να αλλάξει τις υπάρχουσες δομές μιας τέτοιας κοινωνίας. Eξέχοντα ρόλο στο θέατρο του Μπρεχτ έχει η τεχνική της αποστασιοποίησης (Verfremdungseffekt ή V-Effekt), ή αποξένωσης (παραξένισμα κατά τον Μάρκαρη, 1982:38)
Η αποστασιοποίηση επιτυγχάνεται με τη ρήξη της σκηνής: ο ηθοποιός-αφηγητής που βγαίνει για λίγο από τον ρόλο του για να μιλήσει απευθείας στο κοινό. Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν, το θέατρο του Μπρεχτ αποκτά και διδακτικό χαρακτήρα, με στόχο να παρουσιάσει το οικείο ως ξένο, έτσι ώστε το κοινό να μην παίρνει ως δεδομένο ούτε το περιεχόμενο, αλλά ούτε και την ίδια την φόρμα του θεάτρου. Για τον Μπρεχτ, αρετή είναι η γνώση και η κριτική σκέψη στην κοινωνική πράξη (Irrlitz 1986, myTheatro.gr 2016)
To έργο
Διαβάζοντας το έργο σε μετάφραση του Τάσου Ψηλογιαννόπουλου από τις εκδόσεις Αργοναύτης είχαμε την ευκαιρία να βυθιστούμε σε αυτή την πού ενδιαφέρουσα και αμφίσημη ιστορία και να γνωρίσουμε τον μοναδικό τρόπο γραψίματος του Μπρεχτ, τα ηθικά διλήμματα στα οποία θέτει τους ήρωές του και τον τρόπο που μετατρέπει μια χιλιοειπωμένη λαϊκή ιστορία σε ένα δράμα οικουμενικό και επίκαιρο.
Την εποχή που γράφτηκε το έργο, ο κόσμος έβγαινε από τα ερείπια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και προσπαθούσε να επαναπροσδιοριστεί, για να χτίσει ξανά τη ζωή του. Ήταν η περίοδος της αυτοεξορίας του συγγραφέα στις ΗΠΑ, και ο αρχικός τίτλος ήταν «Ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία». Ολοκληρώθηκε το 1945 και έμελλε να γίνει από τα διασημότερα και πιο πολυπαιγμένα παγκοσμίως έργα του Γερμανού δραματουργού και ποιητή. Αξίζει να δούμε αναλυτικά την πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή του, τα πρόσωπα που εμφανίζονται και μια βαθύτερη ανάλυσή του.
Στα σύνορα ενός κατεστραμμένου χωριού στον Καύκασο, υπάρχει φιλονικία των κατοίκων για την περαιτέρω αξιοποίηση της γης. Η λεκτική μάχη κερδίζεται από τον «απεσταλμένο» και για να γιορτάσουν το γεγονός, καλούν μερικούς καλλιτέχνες οι οποίοι αφηγούνται μια ιστορία με κινέζικες ρίζες, που περιλαμβάνει χορό και τραγούδι, τον «Κύκλο με την κιμωλία». Η ιστορία μας λοιπόν ξεκινά εγκιβωτισμένη σε μια άλλη ιστορία και την ακούμε μέσα από τα λόγια του Τραγουδιστή. Η Γκρούσα, υπηρέτρια στο παλάτι των Αμπασβίλι, καλείται τη μέρα που ξεσπά η επανάσταση στη χώρα, να προστατέψει τον ξεχασμένο νεαρό πρίγκιπα Μιχέλ από όσους επιδιώκουν το θάνατό του. Βρίσκεται μόνη απέναντι σε ένα βρέφος και παίρνει τη σημαντικότερη απόφαση της ζωής της, όταν το σώζει και το κουβαλά μαζί σε διάφορους προορισμούς. Οι δυσκολίες πολλές, όμως την κρατά ζωντανή η θύμηση του αρραβωνιαστικού της Σίμωνα και η ελπίδα ότι κάτι αναπάντεχο θα συμβεί και τα πράγματα θα καλυτερέψουν. Όσο περνά ο καιρός, εκείνη δοκιμάζεται σκληρά και για να εξασφαλίσει το μέλλον του παιδιού, διακινδυνεύει αρκετές φορές, ενώ φτάνει μέχρι το γάμο με έναν που δεν αγαπά, απλά για να αποκτήσει κοινωνική υπόληψη. Κάποια μέρα εμφανίζεται η πραγματική μητέρα του Μιχέλ,η Νατέλα και διεκδικεί κάθε νόμιμο δικαίωμά της, όπως και την περιουσία που κληρονομεί ως πρίγκιπας. Στο πλευρό της Γκρούσα θα σταθεί αρκετός κόσμος και ιδιαίτερα ο Σίμωνας που έχει εντωμεταξύ επανεμφανιστεί. Ο ιδιόρρυθμος γραμματέας του χωριού Αζντάκ, θα βάλει τις δύο μητέρες σε μια δοκιμασία ώστε να αποφασίσει σε ποια θα δώσει το παιδί, και ενώ αρχικά κριτήριο για την επιλογή είναι η δύναμη, στο τέλος θα νικήσει η αγνή αγάπη. Η αληθινή αγάπη είναι οδηγός για την κρίση του Αζντάκ: Μητέρα του παιδιού είναι εκείνη που το αξίζει και η Γκρούσα δικαιώνεται.
O τραγουδιστής Αρκάντι Τσάιντσε του επικού θεάτρου, καταλήγει στο επιμύθιο: «τα παιδιά ανήκουν σε αυτές που φέρονται σαν μανάδες για να μεγαλώσουν σωστά, οι άμαξες στους καλούς αμαξάδες για να πηγαίνουν σωστά και η κοιλάδα σ’ αυτούς που θα την ποτίζουν για να βγάλει νερό» ενώνοντας έτσι τη μυθοπλαστική ιστορία με εκείνη της πλασματικής πραγματικότητας, με το όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας που το κοινό οφείλει να υλοποιήσει (Μαράκα 2005:295-324).
Τα πρόσωπα
Τα πρόσωπα του έργου είναι αρκετά, οπότε η καταγραφή τους στην αρχή του βιβλίου μαζί με τις ιδιότητες του καθενός υπήρξε αρκετά βοηθητική για εμάς. Όσον αφορά τους δύο σημαντικότερους χαρακτήρες της ιστορίας, τη Γκρούσα και τον Αζντάκ, η πρώτη αρχικά είναι ένα ευγενές «κορόιδο» που επωμίζεται την τεράστια ευθύνη και κινδυνεύει, μα και η έκφραση της πίστης του Μπρεχτ πως μητρότητα σημαίνει τελικά καλοσύνη. Μέσω θυσιών και εμποδίων, επέρχεται η σωτηρία του παιδιού και αυτό αποκαθιστά την τάξη και την ισορροπία σε αυτήν την ιδιάζουσα σχέση. Ο Αζντάκ, είναι ο σοφός τρελός με την αλάνθαστη λαϊκή συνείδηση, που με περίτεχνα κόλπα αποκαθιστά εν μέρει την τάξη και το δίκαιο, μα συμβολίζει ταυτόχρονα τα εκφυλισμένα συμφέροντα και τον τρόπο διεκδίκησης μιας ασαφούς δικαιοσύνης. Όταν όμως η πολιτική τάξη αποκατασταθεί θα εξαφανιστεί, όπως αρμόζει σε έναν ρομαντικό επαναστάτη. Ο ρόλος του Αζντάκ, πρόκειται για τον πιο χυμώδη ήρωα του έργου. «Ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία» είναι παράλληλα η ιστορία του Αζντάκ του κλεφτοκοτά που έγινε δικαστής, επειδή στην επανάσταση έκρυψε στο σπίτι του τον Μεγάλο Δούκα και του έσωσε τη ζωή.
Η ανάλυση
Ένα λαϊκό παραμύθι, αισθαντικό και καθάριο, τοποθετείται από τον συγγραφέα, μπροστά από το ιστορικό φόντο που είναι -όπως πάντα άγριο, αδίστακτο και σκοτεινό. Το μπρεχτικό θέατρο, λαϊκό, ψυχαγωγικό και διδακτικό, με επικές αφηγητικές αποχρώσεις, το έργο που κυριαρχείται από το αντιπολεμικό πνεύμα του συγγραφέα, είναι μια αλληγορία, μια παραβολή «για τον πειρασμό της καλοσύνης», σύμφωνα με τα λόγια του Μπρεχτ. Ο Μπέρτολντ Μπρεχτ συνδυάζει τη σκληρή κριτική στην εξουσία με την ελπίδα του για τον άνθρωπο, αρχικά το κριτήριο επιλογής είναι η δύναμη, στο τέλος θα νικήσει η αγνή αγάπη. Σ΄ έναν κόσμο, όπου θριαμβεύει η αδικία, η αλαζονεία της εξουσίας και του πλούτου, σε μια εποχή σκληρή και δύσκολη όπως αυτή που ζούμε σήμερα, ο Μπρεχτ, παραμένει μέγας ποιητής – οραματιστής και μέσα από τη θεατρική πράξη μεταφέρει την πίστη του στον θρίαμβο της Δικαιοσύνης και άρα της Ανθρωπότητας. Πρόκειται για μια τρυφερή ιστορία μητρότητας, που, ταυτόχρονα, αποτελεί και μία σαρκαστική κωμωδία πάνω στη δικαιοσύνη και την εξουσία. Ο Οδυσσέας Ελύτης, που έχει επίσης μεταφράσει το έργο αναφέρει πως “το παραμυθένιο υπόβαθρο του έργου και οι βαθύτατα ανθρώπινες στιγμές του μου έδωσαν μια χαρά που θα ήθελα, μέσα από τη δική μου αίσθηση, να τη μεταδώσω και στους αναγνώστες”. Το έργο που κυριαρχείται από το αντιπολεμικό πνεύμα του συγγραφέα, είναι μια αλληγορία, μια παραβολή «για τον πειρασμό της καλοσύνης», σύμφωνα με τα λόγια του Μπρεχτ. Φαινομενικά ως παραμύθι που διαρθρώνεται με ιδεολογική δυναμική στο εσωτερικό του, «Ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία» αποτυπώνει από νωρίς τις διάφορες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Ένα έργο που ασκεί κριτική στους λειτουργούς των θεσμών, στους πολιτικούς, στους στρατιωτικούς, στους δικηγόρους, στους γιατρούς, στους ιερωμένους. Αυτό που λέμε «λαϊκό θέατρο».
Ο μύθος συναντάται στην Παλαιά Διαθήκη (ο σοφός Σολομών), όσο και σε ένα παλιό κινεζικό παραμύθι του 13ου αι. Τον κινεζικό μύθο είχε μεταγράψει ελεύθερα σε θεατρικό έργο ο γερμανός συγγραφέας Alfred Henschke (Klabund). Η επαφή με τον Klabund και τον τρόπο προσέγγισής του, εντυπωσίασε τον Μπρεχτ, όπως ο ίδιος αναφέρει (Brecht 1967). Η δοκιμασία του κύκλου με την κιμωλία είχε απασχολήσει τον Μπρεχτ σε προηγούμενα έργα του (Der Augsburger Kreidekreis), αλλά στον Καυκασιανό Κύκλο ανατρέπει τον γνωστό μύθο, κατά τον οποίο το παιδί αποδίδεται με τη δοκιμασία του κύκλου στην βιολογική μητέρα.
Αντί επιλόγου
Με το πείραμα του κύκλου με την κιμωλία, περνάει το μήνυμα “Κανένα πράγμα δεν είναι κανενός, αλλά σ’ αυτόν που το ‘χει μεράκι και η γη σ’ αυτούς που τη πονούν και τη δουλεύουν” Το πρώτο θεατρικό του Μπρέχτ που ανέβηκε στη Ελλάδα και με αυτό πήρε σάρκα και οστά το έργο του στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν 1957, σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη και. μουσική του Μάνου Χατζηδάκι. Απέσπασε πολύ καλές κριτικές και όλοι μιλούσαν για μία από τις καλές στιγμές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου-πολιτισμού.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, γεννήτορας του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου, όπως έχει χαρακτηριστεί, γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921. Θα δηλώσει αργότερα: «[..]καμαρώνω πάρα πολύ που είμαι Ελληνας. Και έχουμε μια μεγάλη περιουσία, την οποία δεν διαχειριζόμαστε καλά. Σκεφθείτε το εξής: πηγαίνεις στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας και βλέπεις την αγράμματη κυρούλα, να πηγαίνει την Κυριακή στην εκκλησία, να ακούει τα Ευαγγέλια που γράφτηκαν τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν και να καταλαβαίνει. Πόσοι λαοί σ’ αυτό τον πλανήτη έχουν το χάρισμα αυτής της κυρούλας; Λοιπόν, αυτή τη σπουδαία γλώσσα μιλάμε, αλλά δυστυχώς την αφήνουμε να κακοποιείται – είτε μέσα από τη λανθασμένη χρήση της, είτε μέσα από το περιορισμένο λεξιλόγιο, είτε ακόμη και χρησιμοποιώντας ξένες λέξεις στη θέση των ελληνικών. Είναι σαν να μην καμαρώνεις επειδή ο μπαμπάς σου ήταν κάποιος σπουδαίος άνθρωπος. Το ταλέντο δεν επαρκεί».
Το 1934, η οικογένειά του μετακόμισε, λόγω οικονομικών προβλημάτων, στην Αθήνα και ο Καμπανέλλης αναγκάστηκε να εργάζεται την ημέρα και να σπουδάζει σε μια νυχτερινή Τεχνική Σχολή.
Διψασμένος για γνώση, νοίκιαζε βιβλία από τα παλαιοβιβλιοπωλεία και μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο είχε γνωρίσει όλους τους ευρωπαίους κλασικούς. Εκείνος θα πει: «Εξωσχολικά βιβλία δεν είχαμε ως παιδιά – το πολύ πολύ να ξαναδιαβάζαμε το βιβλίο της Ιστορίας ή των Θρησκευτικών. Οταν ήμουν περίπου 11 ετών, κάποια οικογένεια με παιδιά –ακροσυγγενείς μας– ήρθε να παραθερίσει στη Νάξο και τα παιδιά κουβάλησαν ολόκληρη παιδική βιβλιοθήκη μαζί τους: Πηνελόπη Δέλτα, Ιούλιο Βερν, Διάπλαση των Παίδων… τέτοια. Δανείστηκα μερικά, μου χάρισαν και κάποια φεύγοντας. Τα τρία ή τέσσερα βιβλία που απέκτησα τότε ήταν θησαυρός!»
Το 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν. Ήταν ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες, και επέστρεψε το 1945. Την εμπειρία του αυτή την κατέγραψε στο μοναδικό του πεζογράφημα, Μαουτχάουζεν (1963).
Όταν γυρίζει στην Αθήνα, εντυπωσιάζεται από μια παράσταση του Θεάτρου Τέχνης και αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1950 με το έργο Χορός πάνω στα στάχυα (Θίασος Λεμού), αλλά γνωστός έγινε με τα επόμενα έργα του, που ανέβηκαν από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και το Εθνικό Θέατρο. Το έργο σταθμός στη σταδιοδρομία του θεωρείται Η αυλή των θαυμάτων (1957). Στο επίκεντρο του έργου του βρίσκεται ο προβληματισμός για τα κοινωνικά δρώμενα και τον αντίκτυπο που έχουν στη ζωή των ανθρώπων και, κυρίως, η σχέση της ταραγμένης νεότερης ελληνικής ιστορίας με τη συγκρότηση της νεοελληνικής ψυχολογίας. Για την προσφορά του στο ελληνικό θέατρο του απονεμήθηκαν οι τίτλοι: επίτιμος Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, επίτιμος Διδάκτωρ της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επίτιμος Διδάκτωρ της Θεατρολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εξελέγη παμψηφεί τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με την απονομή ανωτάτου παρασήμου. Ήταν μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε πολλές χώρες (Αγγλία, Αυστρία, Σουηδία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σοβιετική Ένωση, Γερμανία).
Πολύ σημαντική είναι επίσης η δουλειά του ως σεναριογράφου, η οποία άσκησε τεράστια επίδραση στους σύγχρονους και τους μεταγενέστερούς του. Έγραψε τα σενάρια σε πολλές ταινίες σταθμούς του ελληνικού κινηματογράφου («Στέλλα» του Μ. Κακογιάννη, «Δράκος» του Ν. Κούνδουρου, «Η Αρπαγή της Περσεφόνης» του Γ. Γρηγορίου), ενώ σκηνοθέτησε ο ίδιος, σε δικό του σενάριο, την ταινία «Το κανόνι και το αηδόνι», το 1968. Αξιοσημείωτη είναι και η εξαιρετική του επίδοση στη στιχουργία, αφού το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (μουσ. Μάνου Χατζιδάκη), το «Μαουτχάουζεν» (μουσ. Μίκη Θεοδωράκη), το «Μεγάλο μας Τσίρκο» (μουσ. Σταύρου Ξαρχάκου) και άλλα σημαντικά έργα της ελληνικής μουσικής φέρουν την υπογραφή του.
Παρά το σπουδαίο του έργο έδινε πάντα βάση στην ευτυχία του ιδιωτικού του βίου: «Αυτή τη στιγμή, αν μου έλεγαν τι θέλεις, τον Καμπανέλλη οικοδόμο-σχεδιαστή όπως είχα σπουδάσει στη Σιβιτανίδειο και την εγγονή ή τον Καμπανέλλη συγγραφέα χωρίς την εγγονή, θα έλεγα τον οικοδόμο-σχεδιαστή με την εγγονή. Οι βαθιές ευτυχίες δεν είναι γιατί πέτυχες σε αυτό που κάνεις. Οι στιγμές ευτυχίας βρίσκονται στον ιδιωτικό μας βίο [..] (Η δημιουργία είναι ευτυχία).Είναι ευτυχία ο χρόνος που γράφεται ένα έργο. Αλλά η εγγονή μου, η οικογένειά μου, είναι η ευτυχία μου». Θα φύγει από την ζωή στις 29 Μαρτίου 2011.
Η ώρα που εκφράζεται κάποιος είναι η ώρα της ελευθερίας του. Είναι η μόνη ώρα όσης δυνατής ελευθερίας μπορεί να έχει ένα άτομο.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είχε μια μακροχρόνια σχέση με τον εύρυθμο λόγο, το τραγούδι γενικά. Πρώτ’ απ’ όλα με τα τραγούδια που άκουγε στο σπίτι του και στο νησί του, τη Νάξο, αλλά και μετά, κυρίως με το έντεχνο λαϊκό, που άκουγε όταν το 1932 ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Έναν συνδυασμό αυτών των δύο υπηρέτησε με συνέπεια για πενήντα περίπου χρόνια.
«(Δάσκαλοί μου υπήρξαν) οι κλασικοί, ο Αριστοφάνης, είναι αυτονόητο. Δάσκαλός μου ήταν ο Ιψεν. Από εκεί και πέρα ποιος δεν μαθήτευσε στον Τσέχοφ ή στον Πιραντέλο; Περισσότερο με επηρέασε η φιλοσοφική κοσμοθεωρία τους, η στάση τους απέναντι στα πράγματα. Αλλά μαθήτευσα και στη ρεαλιστική αμερικανική σχολή. Δεν σημαίνει όμως ότι δεν μου αρέσει και το σουρεαλιστικό κίνημα. Δεν γίνεται. Παίρνεις από παντού. Τι σχέση έχω εγώ με το παράλογο; Κι όμως με έχει επηρεάσει. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση. Ολα προϋπήρχαν στους τραγικούς, στον Αριστοφάνη, στον Σαίξπηρ».
«Γράφω μόνο όταν αυτό που γράφω με συναρπάζει» έλεγε και «μόνο εφόσον η συναρπαγή εξακολουθεί μέχρι τέλους και το παραδίδω για παράσταση μόνο εάν πιστεύω στο αποτέλεσμα. Πριν πιάσω μολύβι και χαρτί και αρχίζω να γράφω, χρειάζομαι να πιστεύω ότι ξέρω τα πρόσωπα του έργου τόσο καλά, όσο κάποιους πολύ γνωστούς μου ανθρώπους, που έχω στενές σχέσεις μαζί τους επί χρόνια. Από τα πρώτα χρόνια που καταπιάστηκα με το θέατρο ήθελα η σχέση μου με τα πρόσωπα που θα κατοικήσουν στα έργα μου να είναι ίδια με αυτό που μας συμβαίνει στη ζωή, όταν κάποιος δικός μας, μας κοιτάζει στα μάτια και μας λέει «έχω ανάγκη να σου εκμυστηρευτώ τι μου συμβαίνει». Φυσικά έγραφα και γράφω πάντα «θέατρο χαρακτήρων» […]. Η θέση μου αυτή ήταν μοιραία αφού κατάγομαι από την ματωμένη εποχή του πολέμου, της κατοχής, των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, των εμφυλίων συγκρούσεων. Εποχή που η ζωή, ο άνθρωπος και οι αξίες τους είχαν διασυρθεί, εκμηδενιστεί, σκορπιστεί στους πέντε ανέμους».
Στο επίκεντρο του έργου του βρίσκεται ο προβληματισμός για τα κοινωνικά δρώμενα και τον αντίκτυπο που έχουν στη ζωή των ανθρώπων. Και κυρίως, η σχέση της ταραγμένης νεότερης ελληνικής ιστορίας με τη συγκρότηση της νεοελληνικής ψυχολογίας. «Όσα έργα και αν γράψουμε ένα είναι αυτό που επιχειρούμε να γράψουμε και απλώς το κυκλοφέρνουμε, επειδή αντιληφθήκαμε μια άλλη όψη του, επειδή οι εξελίξεις –και η προσωπική μας μαζί- το φανέρωσαν αλλιώς ή βαθύτερα» έλεγε ο συγγραφέας.
«Νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να την επηρεάσει. Να αλλάξει τον κόσμο, αποκλείεται. Σκεφθείτε ότι τόσοι, σπουδαίοι άνθρωποι πέρασαν από την ανθρωπότητα, αλλά ο κόσμος δεν άλλαξε. Μην έχουμε, όμως, πάντα στο μυαλό μας τον «μεγάλο ζωγράφο» ή τον «μεγάλο μουσικό». Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει κάτι.» Ο ίδιος προσθέτει:«Η θεματολογία μου ήταν πάντα κοινωνικοπολιτική αλλά ποτέ δεν ήταν εξειδικευμένη. Οποιοδήποτε παρελθόν, εφόσον το είχα ανάγκη, το ρούφηξα σαν μαθητευόμενος».
Λαμβάνοντας υπόψιν όλα αυτά, είναι πασιφανές πως ο Καμπανέλλης είναι ένας καλλιτέχνης πολυεπίπεδος, ένας ποιητής των απλών ανθρώπων, ένας στιχουργός της καθημερινότητας των προηγούμενων δεκαετιών. Πολλοί έχουμε σιγοτραγουδήσει τους στίχους του, έχουμε δει κάποιο έργο του στην θεατρική σκηνή, έχουμε ακούσει μια μελοποίησή του. Ίσως να μην ξέραμε πως πίσω από αυτήν κρυβόταν ο Καμπανέλλης και ίσως ήρθε η ώρα να το μάθουμε! Πώς θα το πετύχουμε;
Η ποιητική συλλογή
Η συγκεντρωτική συλλογή Άκουσε τη φωνή μου κι έλα που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος περιλαμβάνει, για πρώτη φορά, όλα τα ποιήματα και τα τραγούδια του, που πολλά μάλιστα ακούμε και τραγουδάμε μέχρι σήμερα και μας και μας παρουσιάζει μια διαφορετική όψη ενός καλλιτέχνη που οι περισσότεροι είχαμε αναπόφευκτα συνδυάσει με το θέατρο ή την πεζογραφία παρά με την ποίηση και την στιχουργική. Μας αποδεικνύει, ωστόσο, πως μπορεί να φέρει εις πέρας όλους αυτούς τους ρόλους και εξίσου καλά, θα προσθέσουμε εμείς.
H πολύ όμορφη εξωτερική όψη του βιβλίου αναμφίβολα προσελκύει τον αναγνώστη. Σκληρόδετο, με προσεγμένη γραμματοσειρά και ένα μυρωδάτο χαρτί που σε παρασέρνει! Τα ποιήματα είναι οργανωμένα με χρονολογική σειρά, ενώ όσα συμπεριλαμβάνονται σε θεατρικά του έργα αναδημοσιεύονται στην αυτοτελή μορφή τους, δεδομένου ότι αρκετά από αυτά δεν έχουν μελοποιηθεί, παρά μόνο κάποιες στροφές ή ενίοτε κάποιοι στίχοι τους, περιμένοντας τον συνθέτη που θα τα μελοποιήσει ολόκληρα. Σε αυτό το μοναδικό έργο θα βρει κανείς και ανέκδοτα ποιήματα του Καμπανέλλη, καθώς και σχέδιά του, φιλοτεχνημένα στη δεκαετία του 1960. Τη συλλογή συνοδεύουν χαιρετισμός του Μίκη Θεοδωράκη, χαιρετισμός του Σταύρου Ξαρχάκου, πρόλογος, επίμετρο και σημειώσεις του θεατρολόγου Θάνου Φωσκαρίνη, εκτενές βιογραφικό, δισκογραφία και εργογραφία του Iάκωβου Καμπανέλλη. Έτσι, ο αναγνώστης έχει την τύχη να γνωρίσει σφαιρικά τον ποιητή. Ίσως και να συνοδεύσει την ανάγνωσή του αυτή με ακρόαση των μελοποιημένων αυτών ποιημάτων. Μας εξέπληξε το γεγονός πως ορισμένα από αυτά είχαν ακουστεί στην μεγάλη οθόνη, πως είχαν ερμηνευτεί από γνωστούς και μεγάλους τραγουδιστές, όπως ο Μπιθικώτσης ή ο Κόκοτας και είχαν μελοποιηθεί τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες.
Αν, επομένως, θέλετε να γνωρίσετε όλο αυτό το σπουδαίο έργο, κάτι για το οποίο σας προτρέπουμε, δεν πρέπει να χάσετε αυτή την συλλογή! Ακούστε λοιπόν την φωνή του ποιητή και ακολουθήστε την!
Πηγές:
Συνέντευξη του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στο περιδοικό “Κ” της Καθημερινής και την Βασιλική Χρυσοστομίδου, 03/04/2011
Συνέντευξη του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στο ΒΗΜΑ και την Μυρτώ Λοβερίδου, 6 Δεκεμβρίου 1998
Συνέντευξή του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο περιοδικό Διαβάζω, τ.12, Αθήνα 1978 (Μάιος- Ιούνιος), σ. 23
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!