«Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. “Είδες – μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία”. Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ. Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.»
Τάσος Λειβαδίτης, “Η Γέννηση” (από την ποιητική συλλογή “Ο αδελφός Ιησούς”), εκδόσεις Μετρονόμος, Αθήνα, 2015.
1. Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια απ’ όπου θα περνούσαν οι αιώνες – ά, για να γεννηθείς εσύ, κι εγώ για να σε συναντήσω γι’ αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα πάνω απ’ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
2. “Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ” έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: “Έχει ψύχρα απόψε”. Τα μάτια σου καρφώνονταν πάνω στην πόρτα μ’ εκείνο το ακαθόριστο βλέμμα που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά. Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ’ αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια μα ήταν σα να ‘ξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός τάφου που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου.
3. Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω! όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.
4. Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της, πασχίζω να θυμηθώ – τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά, που είναι κάτι περισσότερο κι απ’ την ίδια την ανάμνησή της. Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ’ την πόρτα σου εσύ θα ξέρεις πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα μαχαίρια των φιλιών που ονειρευότανε για σένα.
Ο Παντελεήμων-Αναστάσιος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1922, στη συνοικία Μεταξουργείο της Αθήνας. Στα γράμματα θα γίνει γνωστός με το δεύτερο όνομά του κι αυτό γιατί ο πρόωρος τοκετός της μητέρας του το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Έτσι λόγω της ημέρας, αλλά και επειδή σώθηκε ως εκ θαύματος, βαφτίστηκε με δύο ονόματα.
Πατέρας του ήταν ο Λύσσανδρος Λειβαδίτης από την Κοντοβάζαινα Αρκαδίας, εύπορος υφασματέμπορας, που πτώχευσε λόγω πολέμου και πέθανε το 1943. Ο θάνατος του πατέρα του υπήρξε πρωταγωνιστής σε αρκετά έργα του: «Κι ο πατέρας, έμπορος άλλοτε, όταν ξέπεσε στεκόταν στην είσοδο των μαγαζιών, παραπέρα», «και μόνον προς τα δυσμάς του βίου μου κατάλαβα ότι ο πατέρας μου είχε βρει το θησαυρό. Ακριβώς. Διότι όταν πτώχευσε και σε λίγο θα μας τα παίρναν όλα, εκείνος χαμογελούσε, ένα χαμόγελο: σα να βρήκε κάτι που έψαχνε χρόνια, σα ν’ ανακάλυψε ξαφνικά πως τίποτα δε μας ανήκει και ποιος ο λόγος να παιδεύουμε τον εαυτό μας με ξένα πράγματα….»
Μητέρα του ήταν η Αθηναϊκής καταγωγής Βασιλική Κοντοπούλου, παντρεμένη δεύτερη φορά. Με τον πατέρα του απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Δημήτρη, τον Αλέξανδρο, τη Χρυσαφένια και τον Αναστάσιο. Μαζί τους ζούσε και ο Κωνσταντίνος, γιος της μητέρας του από τον πρώτο της γάμο. Τη μητέρα του τη χάνει το 1951, όταν ο ίδιος ήταν εξόριστος.
Μεγάλωσε στην καρδιά της πολιτείας, στο Μεταξουργείο. Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι και δηλώνει ποιητής.
Τα μαθητικά χρόνια είναι ανέμελα και όμορφα. Φοιτά στο 9ο Γυμνάσιο στην πλατεία Κουμουνδούρου και παράλληλα, λόγω της οικονομικής άνεσης της οικογένειας, μαθαίνει βιολί και πιάνο. Τελειώνοντας το σχολείο το 1940, γράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών, αλλά δεν καταφέρνει να την τελειώσει ποτέ λόγω Κατοχής. Το 1946 παντρεύεται την παιδική του φίλη Μαρία Στούπα. Η ίδια στάθηκε στο πλευρό του στήριγμα στα πέτρινα χρόνια της εξορίας, βοηθώντας και τη μητέρα του, και σε όλη τους τη ζωή φύλακας-άγγελος.
Η νύχτα της Κατοχής τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1940 εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας, ωστόσο δε θα ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του, καθώς συμμετείχε στην Αντίσταση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς και εξορίστηκε, από το 1945 έως το 1951. Οι πολιτικές του ιδέες και η ένταξη του στο ΕΑΜ, οδηγούν στη σύλληψη και φυλάκισή του με τη λήξη των Δεκεμβριανών. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, το 1945, αφήνεται ελεύθερος. Τον Ιούνιο του 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο. Το 1949 μεταφέρεται στη Μακρόνησο και από εκεί, επειδή δεν υπογράφει τη δήλωση μετανοίας, μεταφέρεται στον Άη Στράτη και από εκεί στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα. Συνοδοιπόροι σ’ αυτό το «ταξίδι εξορίας» οι Κατράκης, Ρίτσος, Δεσποτόπουλος, Αλεξάνδρου, Πατρίκιος, κ.ά.
Από το 1954 έως και το 1967 εργάζεται στην εφημερίδα «Η Αυγή» ως κριτικός ποίησης. Το κλείσιμο της εφημερίδας το 1967 από τη δικτατορία, τον αφήνει άνεργο και από το 1969 εργάζεται στο περιοδικό ποικίλης ύλης «Φαντάζιο» με το ψευδώνυμο Α. Ρόκκος. Διασκευάζει σε περιλήψεις έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και δημοσιεύει πορτρέτα για τη ζωή και το έργο Ελλήνων λογοτεχνών.
Τον Οκτώβριο του 1961 Περιόδεύε με τον Mίκη Θεοδωράκη την επαρχία, Kαβάλα, Δράμα, Σέρρες, Λάρισα, Nάουσα, Bέροια και όπου ανάμεσα στα μουσικά διαλείμματα των συναυλιών έκανε απαγγελίες ή συνομιλούσε με το κοινό. Στη Bέροια μάλιστα θα δέχτηκαν άγρια επίθεση από τους παρακρατικούς της εποχής. Με την έλευση της δικτατορίας και το διάστημα μεταξύ 1967 και 1972, ποιητής βυθίζεται στην σιωπή. Tο καθεστώς των συνταγματαρχών κλείνει την εφημερίδα «AYΓH» και ο ποιητής μένει άνεργος. Για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει με το ψευδώνυμο «Pόκκος», έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης.
Η ζωή του ήταν πολυτάραχη, με αλλαγές που επιβάλλονταν συχνά βίαια, λόγω της συνέπειας του ποιητή σε ιδεολογικές αρχές, οι οποίες προκαλούσαν το καθεστώς. Ο Λειβαδίτης έφερε βιώματα από τη Μικρασιατική καταστροφή, την προσφυγιά, τη δικτατορία Μεταξά, τους αγώνες της Αριστεράς, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τις διώξεις, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τη δικτατορία του 1967 και τόσα άλλα. Παρά τις τόσες κακουχίες, παρέμενε λάτρης, υμνητής της ζωής.
Το 1955 στις 10 Φεβρουαρίου ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Eφετείο για το “Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου”. Πλήθος ανθρώπων και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη, όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο, αλλά και τους δικαστές, που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά». Αυτά αναφέρει ο Γιάννης Κουβαράς στο βιογραφικό του Λειβαδίτη. Ο ποιητής, μας λέει, «μετέτρεψε το εδώλιο σε βήμα». Σε μια εποχή που μεσούσαν τα εμφυλιοπολεμικά πάθη …
Έζησε τα καθοριστικά γεγονότα μιας ιστορικής διαδρομής «εκ των έσω», με μύριες δυσκολίες, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να κάμψουν το φρόνημά του, όπως έγινε με τόσους άλλους. Και αποτύπωνε θαρραλέα τη ματιά του, τις προσλήψεις που ζύμωνε η ευαίσθητη ποιητική ψυχή του, υψώνοντας το ανάστημα του πνευματικού ανθρώπου του ταγμένου να φυλάει Θερμοπύλες. Πιστός σε ανθρώπινα ιδανικά, αυτά που τραγουδούσε μέχρι τελευταίας πνοής. Ίσως γι αυτό όσοι πλησίασαν το έργο και τον ποιητή, ένιωθαν αγάπη δεμένη με βαθιά εκτίμηση. Έφυγε από την ζωή, στις 30 του Οκτώβρη 1988. «Επιστρέφει», όμως, κάθε βράδυ στις λαϊκές γειτονιές που τραγούδησε. Ανάβει το τσιγάρο του από τα πυρακτωμένα όνειρά τους. Φτιάχνει ποιήματα από πεσμένα στο δρόμο όνειρα. Όνειρα, που τα πατούν ακόμα και ανύποπτοι περαστικοί.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία το 1953, για τη συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Το 1957 λαμβάνει το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ. Ι», το 1976 το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα» και το 1979 το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας».
Το 1982 γίνεται ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Τον Αύγουστο του 1982 νοσηλεύεται με καρδιακό έμφραγμα σε νοσοκομείο. Τον Οκτώβριο του 1988 εισάγεται στο Γενικό Κρατικό και, μετά από δύο αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, χάνει τη μάχη της ζωής. Ήταν 30 Οκτωβρίου.
Ο άνθρωπος
Για όσους γνώρισαν από κοντά τον Τάσο Λειβαδίτη είναι γνωστό ότι, η ζωή του ταυτίζόταν απόλυτα με το αξιακό σύστημα το οποίο οικοδόμησε με το έργο του. Ο Λειβαδίτης αποτελεί την περίπτωση ενός δημιουργού, ο οποίος ταύτισε το έργο με τη ζωή του. Με αδιατάρακτη συνέπεια ο Λειβαδίτης έζησε μια ζωή αφιερωμένη στον άνθρωπο, την αγάπη, την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο με διαχρονικές αξίες. Αυτή η στάση ζωής, εκφραζόταν πολιτικά ως καθημερινή πρακτική και στο έργο του, όχι απλά ως καταγραφή επιθυμιών ή οραμάτων, αλλά ως υψηλής αισθητικής ποιητική, γεμάτη συναίσθημα, με κινητήρια δύναμη το όνειρο του καλύτερου αυριανού κόσμου.
Η καθημερινότητά του υφαίνονταν στο υπόστρωμα της προσφοράς. Έδινε απλόχερα σε όλους. Παρείχε ιδιαίτερα στους νέους ποιητές, την άδολη αγάπη του, τον πολύτιμο χρόνο του, τις ατέλειωτες γνώσεις του, την τεράστια πείρα του στη ζωή και την τέχνη. Η μεγαθυμία και γενναιοδωρία του, ήταν παροιμιώδης. Νεαρός, στα δεκαοχτώ μου, τόλμησα να του τηλεφωνήσω για να του δείξω χειρόγραφά μου. Μετά λίγες μέρες ανακάλυψα, ότι είχε κάνει εκτεταμένες σημειώσεις σε κάθε σελίδα που του είχα δώσει. Μεταξύ άλλων μου είπε: «είναι τιμητικό, πολύ σημαντικό, να απευθύνονται νέοι άνθρωποι σε μένα. Είναι μεγάλη δικαιολογία ύπαρξης αυτή. Κάποτε θα συμβεί αυτό και σε σένα…». Ο Λειβαδίτης δεν είχε αυταπάτες. Γνώριζε ότι μέσα από την επικοινωνία του με τους νέους εισέπραττε ένα ακόμα στοιχείο δικαιολογίας ύπαρξης, αλλά ήξερε επίσης τη σημαντικότητα της βοήθειάς του και δεν την αρνιόταν. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να υμνεί με την ποίησή του την αγάπη και ύψιστες ανθρώπινες αξίες και στην πράξη να φερόταν αλαζονικά.Από το 1954 έως το 1967 και από τη μεταπολίτευση το 1974 έως το 1980, έγραψε στην εφημερίδα «Αυγή», δεκάδες κριτικές για νέους ποιητές στηρίζοντας την προσπάθειά τους. Οι κριτικές του αποτελούν μνημειώδη κείμενα μιας έντιμης κριτικής προσέγγισης και ενθάρρυνσης των αξίων.
Ως και υλική βοήθεια πρόσφερε σε ανθρώπους αδύναμους και μάλιστα σε περιόδους που ζούσε ο ίδιος μέσα στη στέρηση ως και των στοιχειωδών. Μία ημέρα που είχε εισπράξει από τον εκδότη του συγγραφικά δικαιώματα, σε περίοδο μεγάλης ένδειας, επέστρεψε χωρίς δραχμή στο σπίτι. Και είπε στη γυναίκα του: «Έδωσα τα χρήματα στον τυφλό ζητιάνο στη γωνία. Έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μας». Ως προερχόμενος πολιτικά από την Αριστερά, δεν πίστευε στην ελεημοσύνη, αλλά στο ότι ένα οργανωμένο κράτος οφείλει να καλύπτει τις ανάγκες των αναξιοπαθούντων πολιτών του. Παρά ταύτα ενέδιδε στην ελεημοσύνη, με τη σκέψη ότι δεν μπορεί αυτός να κατέχει πράγματα που είναι πολύ πιο αναγκαία σε έναν συνάνθρωπό του. Το συναίσθημα υπερκάλυπτε τη λογική, αλλά εξέφραζε μια προσωπική στάση προσφοράς, όχι βεβαίως άμοιρη των ποιητικών επιλογών του.
Όσοι τον γνώρισαν καταθέτουν την ηπιότητα που εξέπεμπε, παρά τις τρικυμίες της ψυχής του. Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, παρά τις αδικίες που υπέστη από ομοτέχνους του και από κομματικούς μηχανισμούς. Δεν επέρριψε ευθύνη σε άλλους, απεναντίας φορτωνόταν ο ίδιος τα βάρη των ευθυνών των άλλων, λες κι ήταν ο μέγας ενοχικός. Ως και τους διώκτες και βασανιστές του δεν μίσησε. Το 1950 εξόριστος στη Μακρόνησο, απευθυνόμενος στον ανθρωποφύλακα σκοπό του στρατοπέδου έγραψε:
«Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις/ χτύπα με αλλού/ μη σημαδέψεις την καρδιά μου./ Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο./ Δεν θάθελα να το λαβώσεις».
Μοναχικός οδοιπόρος, όπως σκληρά απαιτεί η Ποίηση, έζησε με μια ταπεινότητα, που όμοιά της δεν συναντάμε συχνά στον κόσμο της δημιουργίας, ο οποίος βρίθει ματαιοδοξίας και έπαρσης. Ο Λειβαδίτης ήταν ταπεινός με όλη τη μεγαλοσύνη της έννοιας. Τον χαρακτήριζε η ευγένεια, μια ιδιαίτερη σεμνότητα και η πλήρης απουσία αλαζονείας. Κάποιοι ελάχιστοι που προσπάθησαν να τον μειώσουν, προφανώς αγνοούσαν ότι δεν μπορεί ποτέ να ταπεινωθεί ένας επί της ουσίας ταπεινός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που ισοπέδωνε ο ίδιος ενσυνείδητα το εγώ του. Και ήταν δυνατό γι αυτόν, να κάνει την υπέρβαση βίωμα.
Ο Λειβαδίτης επέλεξε το χαμηλό μέτρο μέσα από μια πορεία φιλοσοφική. Έτσι, ένιωθε σε βάθος ελεύθερος. Για αυτόν, επίγνωση του τραγικού της ανθρώπινης μοίρας, δεν ήταν το αναπόφευκτο φυσικό μας τέλος. Το τραγικό γι’ αυτόν, είχε να κάνει κυρίως με την υστέρηση ποιοτικών χαρακτηριστικών της ζωής και εξεχόντως της ελευθερίας. Ο Λειβαδίτης πικραινόταν από την έλλειψη αυτών των ποιοτικών χαρακτηριστικών, είχε αποστεί από καιρό του μικρόκοσμού μας κι ας ζούσε ανάμεσά μας.
Μετρημένος, γνώριζε τη σημαντικότητα του έργου του, αλλά παράλληλα είχε πλήρη συνείδηση της ανθρώπινης μοίρας και δεν ξεχνούσε το φθαρτό και τη θνητότητά μας. Πράγματα που εξαφάνιζαν κάθε αλαζονικό στοιχείο και στήριζαν μια σπάνια ευγένεια συμπεριφοράς και ψυχής. Σιωπούσε φλύαρα, έγραφε ακατάπαυστα, υπηρετώντας με την Ποίησή του την υψηλή αισθητική και το στοχαστικό βάθος. Η σπανιότητα του έργου του έχει συστατικό τη χρήση απλών καθημερινών λέξεων, οι οποίες υπηρετούσαν υψηλά νοήματα και ένα μοναδικό φιλοσοφικό εύρος.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα, με το ποίημα Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην άκρη της νύχτας. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη (Δραπετσώνα, Τα Λυρικά) και ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά. Έγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών Ο θρίαμβος και Η συνοικία το όνειρο. Ο Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας της Βαρσοβίας για τη συλλογή Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Πήρε ακόμη το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη Συμφωνία αρ. 1, το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για το Βιολί για μονόχειρα και το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή Εγχειρίδιο ευθανασίας.
Έγραψε τις ποιητικές Συλλογές: Μάχη στην άκρη της νύχτας (1952), Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952), Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (1953), Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (1956), Συμφωνία αρ. 1 (1957), Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958), Καντάτα (1960), 25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963), Οι τελευταίοι (1966), Νυχτερινός επισκέπτης (1972), Σκοτεινή πράξη (1974), Οι τρεις (1975), Ο διάβολος με το κηροπήγιο (1975), Βιολί για μονόχειρα (1977), Ανακάλυψη (1978), Ποιήματα 1958-1963 (1978), Εγχειρίδιο ευθανασίας (1979), Ο τυφλός με το λύχνο (1983), Βιολέτες για μια εποχή (1985), Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987) και Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου (1990: εκδόθηκε μετά το θάνατο του ποιητή).
Η ποίησή του είναι δυνατόν να διακριθεί, γενικά, σε τρεις περιόδους. Όταν, το 1965, εκδίδει τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων του, που καλύπτουν την περίοδο 1952-1963, υπάρχουν ήδη ευδιάκριτες δύο φάσεις, απ’ τις οποίες πέρασε η ποίηση αυτή. Το 1957, με τη Συμφωνία αρ. 1, παρατηρείται μια ενδοστρέφεια […]. Η διάθεση μιας μελαγχολικής ενδοστρέφειας επιτείνεται με την έκδοση των επόμενων βιβλίων: Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια (1958), Καντάτα (1960), 25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963) […].
Στην Καντάτα, όπου (ανάμεσα στ’ άλλα) περιγράφεται το μαρτύριο και η γενναιότητα του «ανθρώπου με το κασκέτο», εκεί που, ύστερα από πολλά μερόνυχτα βασάνων, ακούει κάποιον να βογκάει στο διπλανό κελί και σηκώνει το ανήμπορο χέρι του κι αρχίζει, μισοπεθαμένος σχεδόν, να χτυπάει τον τοίχο, το κάνει «όπως αιώνες τώρα, συνηθούν μέσα στην ερημιά τους οι τρελοί κι οι φυλακισμένοι» […]. Στην Καντάτα ο αγωνιστής «άνθρωπος με το κασκέτο» είναι στιγμές, όπου υποδύεται, θα έλεγα, το ρόλο του Ιησού. Και συγχέονται έτσι οι χώροι των στρατοδικείων του Εμφυλίου και του “συμβουλίου” των Εβραίων γραμματέων και πρεσβυτέρων: «Κι οι δικαστές, μόλις εκείνος μπήκε, σκύψαν και κάτι μίλησαν μεταξύ τους. / Και τον ερώτησαν: Είστε πολλοί; / Κι αυτός, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει, έδειξε έξω απ’ το παράθυρο,/ το πλήθος./ Κι οι δικαστές φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;/ Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κάποτε, πριν πολλάχρόνια, ξανά ειπωθεί./ Και τους πήρε φόβος μεγάλος». Συγχρόνως όμως ο ποιητής βλέπει ότι, εκεί που βάζει τον άνθρωπο με το κασκέτο να δείχνει το πλήθος, δεν υπάρχει πλήθος. Η Καντάτα (1960) θα επιχειρήσει μια νέου επιπέδου σύνθεση. Θα επιδιώξει την πολυφωνία του ατομικού, αλλά και την ισορροπία της με το συλλογικό, όπως το αντιπροσωπεύουν οι χοροί ανδρών και γυναικών. Η δράση εξελίσσεται πάλι σε μια συνοικία, με φανερές όμως πολύ πλατιές προεκτάσεις στο χώρο και τον χρόνο, τον εθνικό, αλλά και τον πανανθρώπινο, ιδιαίτερα στην βιβλική αφήγηση του Ανθρώπου με το κασκέτο, σύμβολο της αιώνιας προσφοράς και την θυσίας. Πρόκειται για την τελευταία μεγάλη τοιχογραφία του Λειβαδίτη. Ζώντας σε μια κοινωνία στέρησης και δυστυχίας έρχεται αντιμέτωπος με τους κυρίαρχους μηχανισμούς του αστικού καθεστώτος. Οι «άντρες με τις καπαρντίνες και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες» τον συλλαμβάνουν και τον φυλακίζουν. Αντιπροσωπεύουν έναν από τους πολλούς Αντίμαχους που θα συναντήσουμε στην Καντάτα. Πρόκειται για τα εκτελεστικά όργανα της εξουσίας, τα οποία με τις «καπαρντίνες» και τα «τυφλά τους μάτια» αποτελούν στερεότυπα αναπαράστασης των καταδιωκτικών αρχών. Ο ήρωας μεταφέρεται σε ένα κελί όπου βασανίζεται για να αποκαλύψει τα όπλα, τα οποία κατά την αντίληψη των ανακριτών θα στρέψει εναντίον της εξουσίας. Τα βασανιστήρια συνεχίζονται σαράντα μέρες […]. Ο πρωταγωνιστής μαζί με άλλους δύο στήνονται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δύο στοιχεία προβάλλονται εδώ: η περιφρόνηση του θανάτου και η γνώση της μελλοντικής δικαίωσης. Σε μια στιγμή λίγων δευτερολέπτων το υποκείμενο οραματίζεται το μέλλον, τότε που θα δικαιωθούν όσοι θυσιάστηκαν. Αλλά και στο φυσικό επίπεδο υπάρχουν σημάδια που δηλώνουν τη μελλοντική δικαίωση του ήρωα. Η εκτέλεσή του γίνεται την άνοιξη. Η άνοιξη σε σημασιακό επίπεδο σημαίνει τη φυσική αναγέννηση και κατ’ επέκταση τη συνέχεια της ζωής. Ο θάνατος ακόμη τον βρίσκει τη στιγμή που βγαίνει ένας ολόλαμπρος ήλιος. Η φύση επομένως δηλώνει ότι με τον θάνατό του ο ήρωας γίνεται πρόξενος μιας νέας ζωής και ότι κάποτε θα έλθει η δικαίωση […]».
Ως συνέπεια, στις πρώτες του ποιητικές συλλογές είναι έντονη μια επαναστατική διάθεση εξαιτίας της στράτευσής του στην αριστερά. Αργότερα αυτή θα μειωθεί ή θα μεταλλαχθεί σ’ έναν ατέρμονα θρήνο για πόθους που δεν εκπληρώθηκαν, για αλλαγές που δεν έγιναν, για έρωτες και μοναξιά, για έναν κόσμο που πορεύεται προς την τρέλα μέσα σ’ ένα σκληρό σύστημα κοινωνικών ανισοτήτων.
Πιο συγκεκριμένα, ιδιαίτερα στους δύο τελευταίους τόμους του έργου του οι οποίοι περιέχουν την μετά το 1972 προσφορά του, απαλλαγμένος πλήρως από τις όποιες “στρατεύσεις” του παρελθόντος, διατηρώντας όμως μέσα από μια νοσταλγική προσήλωση αρυτίδωτο το όραμα εκείνης της ηρωικής εποχής της νεότητας, μας δίνει μια ποίηση υπερβατική, στις σελίδες της οποίας καταθέτει τον πόνο του ένας κόσμος ετερόκλητων “καταραμένων” με κοινό παρανομαστή του την μοναξιά, το συναίσθημα του ματαιωμένου, καθώς και μια ερωτική ερημιά, η οποία καθίσταται, μέσα από τη συμβολοποίησή της, απερίγραπτα τραγική. Ένας κόσμος βυθισμένος σε έναν λαβύρινθο φορτισμένο με τις πληγές, αφ’ ενός της ηλικίας που τόσο τον σημάδεψε (της παιδικής), κι από τη θλίψη αφ’ ετέρου, για ό,τι δεν του επετράπη στη συνέχεια, μέσα σε αυτό το σκληρό σύστημα των κοινωνικών αξιών, με τις περίεργες ταξικές του διαρθρώσεις. Ένας κόσμος, που τον διατρέχει μια αποπνιχτική αίσθηση του τέλους, καθώς και μια ιδιόρρυθμη παραφροσύνη, μέσα στη δίνη της οποίας τα άτομα διατηρούν τη δική τους σχέση με την ηθική, καθώς και μια “ψυχική γεωγραφία”, στους κόλπους της οποίας λαμβάνουν χώρα αφανείς καθημερινοί φόνοι και μεγάλα αινιγματικά παιχνίδια, ουσιαστικά βαπτισμένα στην τρέλα. Όλα αυτά τα στοιχεία δεν συνθέτουν παρά ένα έργο, που πέρα από εξαιρετικό σύνολο έμπνευσης, μεγαλόπνοης σκέψης και συναισθήματος, αποτελεί ταυτοχρόνως και υπόδειγμα επίμονης επεξεργασίας και εξέλιξης, μέσα στην πορεία του …
Όμως στον ρομαντισμό – και στον Λειβαδίτη- το κυνήγι της ευτυχίας γίνεται από και για τον συγγραφέα, προσωπικά. Βέβαια η αναζήτηση της τελειότητας, η επιδίωξη του ανέφικτου, ο πόθος του ανεκπλήρωτου, οδηγούν σχεδόν πάντα στην συντριβή, αλλά όχι στην παραίτηση, όχι στην ανέκκλητη παραδοχή της ήττας, αφού η πραγμάτωση της ποίησης αναιρεί την ίδια την ήττα. Έτσι, μέσα στον ρομαντισμό του Τάσου Λειβαδίτη το όνειρο παραμένει το ζητούμενο, ενώ η συντριβή γίνεται κι αυτή στοιχείο της ζωής, στοιχείο που η ζωή το ενσωματώνει και το υπερβαίνει. Αν όμως όλα αυτά γίνονται από και για το συγγραφικό υποκείμενο, στον Λειβαδίτη, όπως και σ’ όλους τους μεγάλους ποιητές, το συγγραφικό εγώ δεν συρρικνώνεται σε μια αυτάρκη και αυτάρεσκη λατρεία του εαυτού του, αλλά διαστέλλεται έτσι ώστε να μας χωρέσει όλους…
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη χαρακτηρίζεται από μια απαράμιλλη αυθεντικότητα. Εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο, την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία, τις υπαρξιακές αγωνίες του. Περιγράφει στα ποιήματά του τα τρομακτικά εκείνα μεταπολεμικά χρόνια με έντονο ρεαλισμό. Μιλά για τους σκληρούς αγώνες της γενιάς του και εκφράζει τη φρίκη από την εφιαλτική μνήμη των αδικαίωτων θυσιών. Το σημαντικότερο στοιχείο της ποίησής του, είναι η πίστη του στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου βασισμένου στην ειρήνη, στην ισότητα, στην αλληλοβοήθεια και τον ουμανισμό. Τονίζει ιδιαίτερα στο έργο του την αξία του ανθρώπου και το σεβασμό του συνανθρώπου. Όταν, λοιπόν, διαβάζεις ποίησή του, είναι αναπόφευκτο να οραματιστείς κι ο ίδιος έναν καλύτερο κόσμο. Μέσα από τα ποιήματα του σε παρακινεί να γίνεις ένας καλύτερος άνθρωπος. Αυτή η ποιητική του φάση είναι επίσης συνυφασμένη με τη ζωή του ποιητή, καθώς αρέσκονταν να προσφέρει με κάθε τρόπο στους συνανθρώπους του, ακόμη και σε περιόδους που και ο ίδιος δεν είχε τίποτα.
Ο Τάσος Λειβαδίτης έχει χαρακτηριστεί και ως ο ποιητής του έρωτα, όπως και τον γνωρίζουν οι περισσότεροι νέοι σήμερα, μέσα από τα ευρέως διαδεδομένα ποιήματα του στα κοινωνικά μέσα. Χαρακτηριστική είναι η νοσταλγία του έρωτα που δεν έζησε ποτέ και παρασύρει και τους αναγνώστες του σε ένα τέτοιο συναίσθημα. Η ποίηση του είναι τόσο άμεση και ειλικρινής που σε κάνει να πιστεύεις πως γράφτηκε για εσένα και δημιουργεί έντονα συναισθήματα.
[…] οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δύο […]
Ο επαναστάτης, ο ρομαντικός μας χάρισε αναρίθμητα ποιήματα και αφηγήσεις των κακουχιών της μεταπολεμικής γενιάς μπολιασμένα όμως όλα με στίγματα ελπίδας. Η ελπίδα αυτή σαν αστέρι φωτίζει το έργο του Λειβαδίτη και τις καρδιές μας καθώς προστρέχουμε σε αυτό. Είναι ένας ποιητής μοναδικός στο είδος του, άλλοτε τραχύς και κοφτερός σαν ξυράφι και άλλοτε μαλακός σαν πούπουλο. Η αντίφαση του αυτή ήταν ίσως και ο λόγος που αγαπήθηκε τόσο πολύ και συνεχίζει να αγαπιέται. Εξάλλου, το δίπτυχο έρωτας και επανάσταση μένει επίκαιρο παρά την αλλαγή των καιρών και το πέρασμα των χρόνων. Ομοίως, η ποίηση του που κυοφορεί τις αξίες αυτές διαβάζεται με την ίδια θέρμη. Εξάλλου, όπως μας θυμίζει ο ίδιος:
Kι η ποίηση είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό. Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών την ώρα που πέφτουν χτυπημένα. Ένα σπίτι για να γεννηθείς, ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις, ένας στίχος για να κρυφτείς, κι ο κόσμος για να πεθάνεις .
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε. ‘Ομως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν. Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί. Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν. Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν. Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος. ‘Ισως τα ποιήματα που γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης. Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πρέπει να ‘ναι δύσκολη η δουλειά του ποιητή. Προσωπικά, δεν το ξέρω. Εγώ σ’ όλη μου τη ζωή έγραφα μόνο κάτι μακριά, απελπισμένα γράμματα για τις άνυδρες συνοικίες, τα ‘κλεινα σε μπουκάλια και τα πετούσα στους υπονόμους.
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα είν’ ο ουρανός και λίγο χιόνι έσφιξα τα σκοινιά μου πρέπει και πάλι να ελέγξω τ’ αστέρια εγώ κληρονόμος πουλιών πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω.
Σήμερα φόρεσα ένα ζεστό κόκκινο αίμα σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν μιά γυναίκα μού χαμογέλασε ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο καρφώνω πάνω στις πλάκες τα γυμνά ποδάρια των περαστικών είναι όλοι τους δακρυσμένοι όμως κανείς δεν τρομάζει όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα είναι όλοι τους δακρυσμένοι όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες και μιά ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια στον ουρανό
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν τί κάνει την καρδιά μας καρφώνει; ναι την καρδιά μας καρφώνει ώστε λοιπόν είναι ποιητής.
Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς στον ώμο. Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα μπορεί να τύχει να γλιστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα. Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια κι όσο μπορείς μη σκύβεις για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα. Βάδιζε πάντα σταθερά σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του. Να εκμεταλλεύεσαι κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων. Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού εκεί στη πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου. Προς το παρόν, να ‘σαι πολύ προσεχτικός όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς στον ώμο.
Άρης Αλεξάνδρου
Από την ανθολογία του Αντώνη Φωστιέρη, Η λέξη στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, περ. Η λέξη, τεύχ. 200, Απρίλιος-Ιούνιος 2009
7. Φωτόδεντρο
Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχειαλφάβητο Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή
συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλάβικες που αν τύχει και βαλθείς να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου πάντοτε Όμως ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να ‘ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε παιδιά κι ότι αυτός που χάνει Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό Δώρο ασημένιο ποίημα.
Οδυσσέας Ελύτης Από τη συλλογή “Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά”, 1971, Συγκεντρωτική έκδοση Ποίηση (πέμπτη έκδοση, 2008), εκδ. Ίκαρος.
8. Άτιτλο
Η ποίηση είναι ένα ταξίδι Σ’ άγνωστη χώρα. Η ποίηση είναι ταυτόσημη Με την παραγωγή ραδίου. Για μια και μόνο λέξη Λιώνεις χιλιάδες τόνους Γλωσσικό μετάλλευμα.
Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι
9. Άτιτλο
Πίσω από την καθημερινή κόλαση των λέξεων Τα ποιήματα ανασαίνουν ζωντανά και το καθαρό τους νόημα καθρεφτίζει παντού μια φανταστική ευτυχία, που ποτέ δε θα πυρποληθεί.
Τάκης Σινόπουλος
10. Άτιτλο
Τι νομίζεις, λοιπόν κατά βάθος η ποίηση
είναι μια ανθρώπινη καρδιά
φορτωμένη όλο τον κόσμο.
Νικηφόρος Βρεττάκος
11. Άτιτλο
Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές δεμένες στα καμπανάκια των άστρων- αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα. Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα στην ερημιά βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάχτυλα των στίχων τους σ? ένα ρυάκι, ύστερα χάνονται ονειροπαρμένα μες στο δάσος, πνίγονται στο χρυσό πηγάδι της σελήνης- ένα σωστό ποίημα όμως ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά του ρεμβασμού. Είναι πάντα στην ώρα του, λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
Γιάννης Ρίτσος Από την συλλογή “Ποιήματα”, εκδ. Κέδρος
12. Το πρώτο σκαλί
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης· «Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω κ’ ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα. Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι. Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω, πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα· και απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι ποτέ δεν θ’ αναιβώ ο δυστυχισμένος». Ειπ’ ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια ανάρμοστα και βλασφημίες είναι. Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος. Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι· τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα. Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει. Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι πολίτης εις των ιδεών την πόλι. Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν. Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης. Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι· τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
13. Άτιτλο
Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις, Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον Των σκοτεινών επιδιώξεών σας Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
– Το τι δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια, Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δεν μιλάτε. Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω : κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
Μανόλης Αναγνωστάκης Από τη συλλογή “Ποιήματα 1941-1971”, εκδ. Νεφέλη
14. Άτιτλο
Διερώτηση για μην κάθομαι άεργος Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ‘μαθα τι είναι τα ποιήματα. Είναι πληγώματα είν’ ομοιώματα φενάκη φρεναπάτη; Φρενάρισμα ίσως; ταραχώδη κύματα; τι είναι τα ποιήματα; Είν’ εκδορές απλά γδαρσίματα; είναι σκαψίματα; Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα; είναι γάζες επιδέσμοι παρηγόρια ή διαλείμματα; Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα. Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.
Νίκος Καρούζος
15. Εσύ και το ποίημα
Έρχεσαι και ξανάρχεσαι σ’ αυτή την αίθουσα τόσο γυμνή που σε κοιτάζουν όλοι Βασανίζεις τα καθίσματα σα να βασανίζεις τον ένοχο Σου λέω να πνίξεις μέσα σου αυτά τα άγρια πουλιά μα εσύ τα λευτερώνεις. Γίνεσαι μαύρη από τη λύπη σου κι έρχεσαι εδώ. Από καιρό έρχεσαι και ξανάρχεσαι. Τα γόνατά σου αστράφτουν μέσα στην αίθουσα. Σου πλένω με τα δάκρυά μου τα χέρια και τις μασχάλες. Σου πλένω τα πόδια ως τα βουνά. Σου χαρίζω την πιο ζεστή μου φωνή για να ντυθείς. Μα εσύ φεύγεις όπως ήρθες γυμνή για να υπάρχει πάντα ένα Ποίημα να λέει για σένα
ΤάκηςΣινόπουλος Από τη συλλογή “Η νύχτα και η αντίστιξη”
16. Άτιτλο
Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε
τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ –
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.
Τάσος Λειβαδίτης
17. Άτιτλο
Αν γράφω ποιήματα είναι γιατί το ξέρω Όλα τ’ αλφάβητα του κόσμου έχουνε λιώσει Όλες οι λέξεις κι όλ’ οι στίχοι έχουν τελειώσει Οι μέρες το κουτσό τους πόδι μού χτυπάει την πόρτα Το λυσσασμένο σάλιο τους το γυάλινο τους γέλιο Και τα ποιήματα Τ’ ασημικό που δε θα το πουλήσω – Ποιος τ’ αγόραζε; – Μια προδομένη υπόθεση λοιπόν Μια πλήρης ήττα.
Αντώνης Φωστιέρης Από τη συλλογή “Σκοτεινός έρωτας”, 1977
18. Άτιτλο
Non multa sed multum (κατάσταση και ανύψωση του Καβάφη) Κανένας παλαιότερος τόσο σημερινός στη ρωμιοσύνη, τη γλώσσα τη χειραγώγησε στην ύπνωση της ακέραιης φλόγας οπού μάταια σηκώνει των σκοταδιώνε τα καπάκια, τη γλώσσα του την πήρε δώθε-κείθε και την έκανε μια σύριγγα για ενδοφλέβιο τραγούδι καταναλίσκοντας αργά τους δύσκολους ενιαυτούς των ελληνίδων λέξεων αποστηθίζοντας ολάκερο το θάνατο σε δέκα-δεκαπέντε στίχους μ’ εκείνη τη μαβιά φωτιά στα μάτια του Φερνάζη με εκλεκτή συγκίνηση με ιδεώδη λάθη με χάρισμα χαρούμενο στα ερειπωμένα βάθη. Τι είναι όμως που κομίζει τα ποιήματα τι είναι που με δαύτα επωάζει την άβυσσο; Φεγγάρι μου στη σκοτεινιά ζεστό βυζί της νύχτας τι είναι – λέγε μου εσύ – τα θάλλοντα ποιήματα; Μην είναι τα ασημοφώτιστα οστά της Ειμαρμένης;
Νίκος Καρούζος Από τη συλλογή “Αναμνηστική λήθη”, 1982
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας Σπέρνουνται γεννιούνται σαν ταβρέφη ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα Όπως τα πεύκα κρατούνε τη μορφή του αγέρα ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
Γιώργος Σεφέρης
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!