Αντρέ Μπρετόν, ο πατέρας του Υπερρεαλισμού

Λίγα λόγια για τον ίδιο:

Ο Αντρέ Μπρετόν γεννήθηκε σαν χθες το 1896. Ήταν γάλλος ποιητής και πεζογράφος. Θεμελιωτής και θεωρητικός του υπερρεαλισμού. Σπούδασε αρχικά ιατρική στο Παρίσι. Το 1924 δημοσίευσε το πρώτο Μανιφέστο του υπερρεαλισμού. Το 1926, μαζί με αρκετούς ομοϊδεάτες του, προσχωρεί στο γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα, αργότερα όμως διαγράφεται. Αντιπροσωπευτικά έργα της πολυτάραχης αυτής περιόδου είναι το πεζογράφημα Άσκοπα βήματα (1924), το δοκίμιο Ο υπερρεαλισμός και η ζωγραφική (1928), η Νατζά (1928): ιστορία της τυχαίας συνάντησης με μιαν αινιγματική γυναίκα η οποία τον γοητεύει. Σε συνεργασία με τον Σουπώ συνθέτει μια σειρά από κείμενα (πεζά, ποιήματα, αφορισμοί) χρησιμοποιώντας την μέθοδο της αυτόματης γραφής, τα οποία αποτέλεσαν το βιβλίο Champs Magnetiques (Τα Μαγνητικά Πεδία). Το έργο αυτό, αποτέλεσε ένα πρώτο δείγμα αυτού που αργότερα ονόμασε ο ίδιος “γνήσιος ψυχικός αυτοματισμός” αναφερόμενος στο κίνημα του Υπερρεαλισμού και προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τις παρατηρήσεις του, ως ασκούμενος γιατρός, πάνω στη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι τρόφιμοι των ψυχιατρικών κλινικών. Το 1931 παντρεύεται τη Ζακλίν Λαμπά που του εμπνέει το Τρελός έρως (1937). Ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική διαδίδοντας τον υπερρεαλισμό. Αν και ήρθε συχνά σε ρήξη με πολλούς παλαιούς ομοϊδεάτες του, παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του ακαταπόνητος και ασυμβίβαστος οραματιστής της ολικής απελευθερωτικής επανάστασης. Άλλα αντιπροσωπευτικά έργα του: Τα μαγνητικό πεδία (1920), Τα συγκοινωνούντα δοχεία (1932), Αρκάνα 17 (1945), Ποιήματα (1948).Έφυγε από τη ζωή στις 28 Σεπτεμβρίου του 1966. Στον τάφο του, υπάρχει χαραγμένη η επιγραφή “Αναζητώ το χρυσάφι του χρόνου”.

Λίγα λόγια για την πρωτοπορία του:

Ο Μπρετόν και οι φίλοι του θα προσχωρήσουν στο ανατρεπτικό κίνημα Νταντά, θα αντλήσουν ό,τι ισχυρότερο είχε να δώσει, και θα το οδηγήσουν στην εκκωφαντική του διάλυση για να προχωρήσουν στην ίδρυση του Υπερρεαλισμού. Ο Μπρετόν κρίνει στρατηγικά ότι είχε φτάσει η στιγμή του περάσματος από την μηδενιστική άρνηση που πρέσβευε το Νταντά στην συνεκτική θέση, από την δέουσα τότε κονιορτοποίηση των άκαμπτων πεποιθήσεων στη συγκρότηση ενός νέου έμπρακτου ηθικοαισθητικού προτάγματος, από την καταβαράθρωση ενός συστήματος πεπαλαιωμένων και οικτρά διαψευσμένων αξιών στην περιπέτεια της επινόησης και της διάδοσης αξιών που εμπνέονται από τον έρωτα της ελευθερίας και την ελευθερία του έρωτα, από τη λυτρωτική ενδοσκόπηση, από τη συλλογική δράση και από τον γόνιμο ανθρωποκεντρισμό. Ακόμη λάμπει η ρήση: «Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση».

Οργανώνει την πρώτη υπερρεαλιστική ομάδα και τον Οκτώβριο του 1924 κυκλοφορεί το Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του κινήματος, το οποίο σηματοδότησε την έναρξη του ως οργανωμένο καλλιτεχνικό κίνημα στη βάση συγκεκριμένων θεωρητικών αρχών.

“ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, όνομα ουσιαστικό. Γνήσιος ψυχικός αυτοματισμός, με τον οποίο εκφράζει κανείς γραπτά, είτε προφορικά, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, την αληθινή λειτουργία της σκέψης. Υπαγόρευση της σκέψης χωρίς κανένα λογικό έλεγχο, πέρα από κάθε αισθητική ή ηθική έννοια.”
(Ορισμός του υπερρεαλισμού από το Πρώτο Μανιφέστο του Breton σε μετάφραση Ανδρέα Εμπειρίκος)

Το Δεκέμβριο του 1924 ο Μπρετόν ιδρύει άλλο ένα λογοτεχνικό περιοδικό της υπερρεαλιστικής ομάδας, υπό τον τίτλο “La Revolution Surrealiste” (Η Υπερρεαλιστική Επανάσταση).

Μέλημα και αποστολή “η εδραίωση της αλήθειας στον κόσμο”.

“Η επανάσταση μόνη δημιουργός του φωτός”, θα γράψει στο συγκλονιστικό του κείμενο Αρκάνα 17. “Κι αυτό το φως μπορεί να αναγνωρίσει μόνο τρεις δρόμους: την ποίηση, την ελευθερία, και τον έρωτα, και πρέπει να εμπνέουν τον ίδιο ζήλο και να συγκλίνουν, ώστε να συγκροτήσουν το ίδιο περίγραμμα της αιώνιας νεότητος, στο πιο μυστικό κι αφώτιστο σημείο της καρδιάς του ανθρώπου. […] Ναι, αυτό είναι το εγχείρημά μας. Το Όνειρο και η Επανάσταση είναι φτιαγμένα για να συμμαχήσουν, όχι για να αποκλείσουν το ένα το άλλο. Να ονειρεύεσαι την Επανάσταση δεν σημαίνει ‘ότι την αποποιείσαι, αλλά ότι την κάνεις διπλά και δίχως νοητικές επιφυλάξεις”.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος για τον Αντρέ Μπρετόν:

Ο Ανδρέας Μπρετόν Ασύγκριτο πουλί της οικουμένηςστέκεις σαν κρύσταλλο στην κορυφή των υψηλών Ιμαλαΐων με στιλβηδόν και με σθένος και με πάθος καταμεσίς στον βράχο της σποριάς σου!

Ηρωικό πουλί της οικουμένης που μοιάζεις σαν αρχάγγελος και λέων δεν ταξινόμησες ποτέ καμμιά φενάκη, μα την φω­νή σου σήκωσες στην γαλανήν αιθρία!

Φανατικό πουλί της οικουμένης γερό στην πάλη και πολύκαρπο στην σημασία όρθιο μες στα φτερά σου ανοιγο­κλείνεις πάντα με βεβαιότητα το μάτι!

από την Ανθολογία της Νεοελληνικής Γραμματείας του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη εκδοτική επιμέλεια: Νέα Ελληνικά, 1970

Εψόφαγα να τον γνωρίσω. Πήγαμε την μεθεπομένην. Συναντήθηκα με ένθεον πλάσμα. Αισθανόμουνα όπως θα αισθάνετο ένας αρχαίος Ελλην, αν συναντούσε τον Απόλλωνα. Ηταν ένας άλλος κόσμος. Επικοινωνούσα πέραν του ορίζοντος, με την καθολικότητα του σύμπαντος.
Επραγματοποιείτο ανυπαρξία των οριζόντων σαν φράγμα, που δημιουργεί η κυκλικότητα της Γης και, σα να μετείχαμε όλων αυτών, εις βάθος, ύψος και πλάτος. Καθημερινώς εις την Πλας Μπλανς, ο Τανγκύ, ο Περέ, ο Ελυάρ. Προσωπικώς είχα ιδιαίτερην επικοινωνία και σύνδεσμον ειδικά με τον Μπρετόν. Στην Πλας Μπλανς συναντώμεθα και συζητούσαμε για την υπερρεαλιστική κίνηση, για τις απόψεις της ομάδας, για την εξάπλωσή τους, για τα μέσα απελευθέρωσης του καθενός από μας και του ανθρώπου γενικώς από την κοινωνική ψευτιά και την αδικία. Συζητούσαμε για τον Χαίγκελ, τον Μαρξ, τον Εγκελς, τον Φρόυντ”.

Λίγα δείγματα του έργου του:

Φασματικές στάσεις [Απόσπασμα]

Δεν δίνω καμιά σημασία στη ζωή.

Δεν καρφώνω την παραμικρή πεταλούδα ζωής στη σημασία.
Δεν σημαίνω για τη ζωή.
Μα τα κλαριά του αλατιού τα λευκά κλαριά
Όλες οι φυσαλίδες από σκιά
Και οι θαλάσσιες ανεμώνες
Κατεβαίνουν και αναπνέουν στο εσωτερικό της σκέψης μου
Έρχονται δάκρυα που δεν χύνω
Βήματα που δεν κάνω που είναι δύο φορές βήματα
Και που τα θυμάται ο άλλος στην ώρα της παλίρροιας
Τα σύρματα είναι στο μέρος του κλουβιού
Και τα πουλιά έρχονται από πολύ ψηλά να κελαϊδήσουν μπροστά σ’ αυτά τα σύρματα
Ένας υπόγειος διάδρομος σμίγει όλα τ΄αρώματα

Τα γραπτά φεύγουν

Το ατλάζι των φύλλων που γυρίζει κανείς στα βιβλία σχηματίζει

μια γυναίκα τόσο ωραία

που όταν δεν διαβάζει κανείς την ατενίζει με λύπη

χωρίς να τολμά να της μιλήσει χωρίς να τολμά να της πει πως

είναι τόσο ωραία

που αυτό που πρόκειται να μάθουμε δεν έχει τιμή

Αυτή η γυναίκα περνά ανεπαισθήτως μέσα σε θρόισμα λουλουδιών

καμιά φορά στρέφεται μέσα στις τυπωμένες εποχές

και ζητά την ώρα ή καμώνεται πως κοιτάζει τα κοσμήματα

κατάματα

όπως δεν κάνουν τ’ αληθινά πλάσματα

Και ο κόσμος πεθαίνει ένα ρήγμα δημιουργείται στα δακτυλίδια

του αέρος

ένα σχίσμα στην θέση της καρδιάς

Οι πρωινές εφημερίδες φέρνουν αοιδούς των οποίων η φωνή έχει

το χρώμα της άμμου πάνω σε ακτές απαλές και κινδυνώδεις

και καμιά φορά οι βραδινές αφήνουν να περάσουν κάτι πολύ νέα

κοριτσάκια που οδηγούν θηρία αλυσοδεμένα

Μα το πιο ωραίο είναι στα ενδιάμεσα διαστήματα ορισμένων

γραμμάτων

όπου χέρια πιο λευκά από το κέρας των αστεριών το μεσημέρι

αφανίζουν μια φωλιά λευκών χελιδονιών

για να βρέχει πάντοτε

Τόσο χαμηλά τόσο χαμηλά που τα φτερά δεν μπορούνε πια να

σμίξουν

Χέρια απ’ όπου ανεβαίνει κανείς σε μπράτσα τόσο ελαφρά που η άχνα

των λιβαδιών στα χαριτωμένα της κυματιστά περιπλέγματα πάνω

από τις λίμνες είναι ο ατελής τους καθρέφτης

μπράτσα που δεν εναρθρώνονται με τίποτε άλλο παρά με τον

εξαιρετικό κίνδυνο ενός σώματος καμωμένου νια τον έρωτα

του οποίου η κοιλιά καλεί τους στεναγμούς που ξέφυγαν από

θάμνους γιομάτους πέπλους

και που δεν έχει τίποτε το εγκόσμιο εκτός από την αχανή παγωμένη

αλήθεια των ελκήθρων των βλεμμάτων επί της κατάλευκης

εκτάσεως

αυτού που δεν θα ξαναδώ πια

εξαιτίας ενός θαυμαστού ματόδεσμου

που φορώ στο παιχνίδι της τυφλόμυγας των τραυμάτων


Εγώ είμαι ανοίξετε

Τα τετράγωνα του αέρος σπάζουν με τη σειρά τους
Από καιρό πια δεν υπάρχουν καθρέφτες
Και οι γυναίκες καμώνονται μέρα και νύχτα πως δεν είναι τόσο ωραίες
Όταν πλησιάζουν τα πουλιά που πρόκειται να καθίσουν στον ώμο τους
Γέρνουν πίσω το κεφάλι απαλά χωρίς να κλείσουν τα μάτια
Το παρκέτο και τα έπιπλα στάζουν αίμα
Μια αράχνη στέκει στο κυανό της δίχτυ επάνω σ’ ένα άδειο πτώμα
Παιδιά κρατώντας ένα φανάρι προχωρούν μέσα στα άλση
Ζητούν από τα φύλλα τον ίσκιο των λιμνών
Μα οι σιωπηλές λίμνες ασκούν μεγάλη έλξη
Τώρα πια δεν φαίνεται στην επιφάνεια παρά ένα μικρό φανάρι που χαμηλώνει
Στις τρεις πόρτες του σπιτιού είναι καρφωμένες τρεις άσπρες κουκουβάγιες
Την ανάμνησιν των ερώτων της ώρας
Η άκρη των φτερών τους είναι χρυσωμένη σαν τις χάρτινες κορόνες
που πέφτουν στροβιλιζόμενες από τα νεκρά δένδρα
Η φωνή αυτών των μελετών βάζει γαϊδουράγκαθα στα χείλη
Κάτω από το χιόνι το αλεξικέραυνο γοητεύει τα γεράκια.

Πηγές : Νόστιμον ήμαρ, Βικιπαίδεια