Η Γερμανική ποίηση, αν και ιδιαίτερα παρεξηγημένη, είναι πάντα μια πηγή έμπνευσης, συγκίνησης, μαγείας για όλους εμάς που έχουμε την τύχη να την διαβάζουμε είτε από το πρωτότυπο είτε από αξιόλογες μεταφράσεις που έχουν επιχειρήσει Έλληνες ομότεχνοι. Ένα τέτοιο παράδειγμα που δεν εξαντλείται σε μια απόδοση, αλλά συμπληρώνεται από ανθολόγηση και σχολιασμό αποτελεί το έργο “Ποιήματα Φρήντριχ Χαίλντερλιν” σε μετάφραση και σχόλια του Θανάση Λάμπρου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός. Μια αποκαλυπτική διείσδυση σε ένα ποιητικό σύμπαν με τοπογραφία, ιδεαλισμό, έρωτα, με στοιχεία μυθικά και υπερβατικά. Μια συνάντηση με τον Χριστό, τη Διοτίμα, τον Ηρακλή, αλλά και τους ποιητικούς απογόνους του Hölderlin. Μια επιβεβαίωση της διαπίστωσης του Οδυσσέα Ελύτη στην ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας: «Πως να μην αναφερθώ εδώ πέρα στον Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, τον μεγάλο ποιητή που με το ίδιο πνεύμα εστράφηκε προς τους Θεούς του Ολύμπου και προς τον Ιησού; Η σταθερότητα που έδωσε σ’ ένα είδος οράματος είναι ανεκτίμητη. Και η έκταση που μας αποκάλυψε μεγάλη. Θα έλεγα τρομακτική. Αυτή άλλωστε είναι που τον έκανε, όταν μόλις ακόμη άρχιζε το κακό που σήμερα μας πλήττει, ν’ ανακράξει: Wozu Dichter in durftiger Zeit! Οι καιροί φευ εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο durftiger. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε». Πάμε να γνωρίσουμε μια ποίηση που λειτουργεί, λοιπόν!
Σαν σήμερα, στις 21 Οκτωβρίου του 1907, έρχεται στην ζωή ο Έλληνας ποιητής-ζωγράφος, αυτός που ξεκινά με τη φράση «είμαι ζωγράφος το επάγγελμα» τις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών του, το 1966. Ο λόγος φυσικά για το Νίκο Εγγονόπουλο. Αναγνώστες, θεατές και μελετητές των δύο κλάδων της ποίησης και της ζωγραφικής, με θαυμασμό ή κριτική διάθεση, ακόμα και με πάθος, διατυπώνουν εδώ και χρόνια τις απόψεις τους για τον ποιητή και ζωγράφο. Ωστόσο, όλοι όσοι ασχολήθηκαν μαζί του, έχουν συνείδηση αυτού του κερματισμού, νιώθουν το ατελές της κάθε επιμέρους προσέγγισης. Το πρόβλημα, εξάλλου, δεν ήταν ποτέ η διπλή ιδιότητα του Εγγονόπουλου, αλλά η ενιαία πρόσληψη των δύο τρόπων έκφρασης από τον αναγνώστη ή και θεατή.
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1907 στην Αθήνα και πραγματοποίησε τις βασικές του σπουδές εσωτερικός σε Λύκειο του Παρισιού. Εργάστηκε ως μεταφραστής σε τράπεζα και γραφέας στο Πανεπιστήμιο, ενώ το 1930 διορίστηκε στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων.
Το 1932 γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κ. Παρθένη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής τέχνης στο εργαστήριο των Φ. Κόντογλου και Α. Ξυγγόπουλου, μαζί με το φίλο του Γ. Τσαρούχη. Η Σχολή Καλών Τεχνών υπαγόταν την περίοδο εκείνη στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ο Δ. Πικιώνης ανέθεσε στον ίδιο και σε άλλους απόφοιτους του τμήματος αυτού την αποτύπωση σπιτιών στην Ελλάδα, με στόχο τη διάσωση της “Λαϊκής αρχιτεκτονικής”. Για το σκοπό αυτό ταξίδεψε στην Δυτική Μακεδονία και στην Ύδρα και στις Σπέτσες και ζωγράφισε θέματα διακοσμητικά και αναπαραστάσεις προσόψεων σπιτιών. Αργότερα, φιλοτέχνησε και τα “αθηναϊκά σπίτια”. Έκανε ελεύθερες σπουδές σε Παρίσι, Βιέννη, Μόναχο και Ιταλία. Δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. , ζωγραφική, ιστορία της τέχνης και σκηνογραφία από το 1938, διαδοχικά ως επιμελητής, έκτακτος, μόνιμος και τακτικός καθηγητής. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Α. Εμπειρίκος, ο Γ. Μόραλης και ο Ντε Κίρικο.
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ – Ο ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ & ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο Ν. Εγγονόπουλος υπήρξε ο κύριος εκφραστής του Σουρεαλισμού/ Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Ο ίδιος είχε δηλώσει για τον υπερρεαλισμό τα εξής: “Στον υπερρεαλισμό δεν προσεχώρησα ποτέ. Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου, όπως είχα μέσα μου το πάθος της ζωγραφικής, από την εποχή που γεννήθηκα. Αλλά για να βρω τον δρόμο μου τον αληθινό, τον υπερρεαλιστικό, για να μπορέσω να εκδηλωθώ ελεύθερα και απερίσπαστα, αυτό το χρωστώ σε δύο κορυφαίους, στις δύο μεγαλύτερες μορφές που παρουσίασε ποτέ, ίσαμε τώρα, εξ όσων γνωρίζω, το παγκόσμιο υπερρεαλιστικό κίνημα. Ευτύχησα (το λέω για τρίτη φορά), ευτύχησα να γνωρίσω τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο και τον μεγάλο ζωγράφο, τον μεγάλο Βολιώτη Γεώργιο ντε Κήρυκο.” (Διάλεξη στο Α.Τ.Ι. στις 6-2-1963. Επιθεώρηση Τέχνης 99, 1963).
Τα κύρια στοιχεία της ζωγραφικής του ήταν μεταξύ άλλων: η ελληνική μυθολογία, η Βυζαντινή παράδοση, ο ξεσηκωμός, οι νησιώτες καπεταναίοι, οι φουστανελοφόροι, οι αρματολοί, στοιχεία δηλαδή της γενικότερης ελληνικής παράδοσης και ιστορίας. Στα έργα του η ελληνική ιστορία περιπλέκεται με το φανταστικό και οι διαφορετικές χρονικές περίοδοι γίνονται ένα. Κοντά στον Παρθένη μελετά τη φύση, νιώθει τη σημασία του χρώματος και της γραμμής. Μυήθηκε στην έννοια των αναζητήσεων του Μανέ, στα επιτεύγματα του Σερά, στις κατακτήσεις του Σεζάν, στον Θεοτοκόπουλο. Επηρεάζεται έντονα από τον Φ. Κόντογλου, που ήταν κι αυτός που του έμαθε τη βυζαντινή τεχνοτροπία. Παρακολουθώντας την πορεία του υπερρεαλισμού στην Ευρώπη, πηγαίνοντας σε εκθέσεις υπερρεαλιστών όντας στο Παρίσι γοητεύεται από τον Ντε Κίρικο, μαθαίνει για τον Κλεέ, εκτιμά τον Νταλί. Η άγνοια του Δυτικού κόσμου για την νεοελληνική πραγματικότητα συμβάλλει στη βαθιά ελληνικότητα των έργων του. Γυρνά όλη την Ελλάδα και Βυζαντινά κατάλοιπα κι έτσι δημιουργεί πίνακες με αρχοντικά και απλά σπίτια της Ελλάδας. Εκτός από τα “Βυζαντινής” τεχνοτροπίας έργα του και τις αγιογραφίες του, σε όλο το έργο του βλέπουμε στοιχεία της Βυζαντινής παράδοσης, ακόμα και στους πιο σουρεαλιστικούς του πίνακες.
«Η μεγάλη μου αγάπη στη ζωή ήτανε μόνο η ζωγραφική. Κάθε ώρα, που δεν την αφιερώνω στη ζωγραφική, τη θεωρώ ώρα χαμένη». Είχε πει ο ίδιος για τη ζωγραφική και μάλιστα αφιέρωνε κάθε μέρα τρεις ώρες το πρωί και τρεις ώρες το απόγευμα στη μεγάλη του αγάπη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Εγγονόπουλος θα γνωρίσει και νέες τιμές ως ζωγράφος, με αναδρομικές εκθέσεις των έργων του, ενώ θα δει και το ποιητικό του έργο μεταφρασμένο και μελοποιημένο. Το 1985 η κηδεία του θα γίνει δημοσία δαπάνη, σε αναγνώριση της θέσης του στο χώρο των γραμμάτων και των τεχνών.
Παρακάτω ακολουθεί ένα βίντεο το οποίο περιλαμβάνει έργα του σπουδαίου αυτού ανθρώπου, ο οποίος θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του ’30. Παρακολουθήστε το εδώ:
Ο πίνακας “Εμφύλιος Πόλεμος”, που φιλοτεχνήθηκε το 1949 από τον Νίκο Εγγονόπουλο, αποτελεί ένα πικρό σχόλιο για το νεοελληνικό εμφύλιο πόλεμο.
Στο έργο απεικονίζεται κάτω αριστερά παρατημένο ένα κράνος με τη σβάστικα (αγκυλωτό σταυρό), σύμβολο του ναζισμού, από τον οποίο δεινοπάθησε η Ελλάδα. Άλλα δεινά πρόκυψαν όμως, ενώ βρισκόταν η χώρα υπό ναζιστική κατοχή: ο αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος. Δύο γυναικείες φιγούρες σε ένα σύνολο συνδέονται μεταξύ τους με ένα ακόντιο, με το οποίο η μία, η οποία φορά πτηνόμορφο προσωπείο με ράμφος, έχει διαπεράσει το σώμα της άλλης. Πληγώνει θανάσιμα την αδερφή της και φεύγει τρέχοντας χωρίς να τη νοιάζεται.
Τα στοιχεία που δείχνουν πως είναι αδερφές είναι οι αντιθέσεις που δημιουργούνται με τα παραπληρωματικά στοιχεία και χρώματα: η μία έχει μαλλιά πράσινα και η άλλη κόκκινα, η μία είναι ντυμένη μόνο από τη μέση και κάτω με ανοιχτό φόρεμα, ενώ τα χρώματα στο ντύσιμο είναι αντιστρόφως ανάλογα.
Στον ουρανό τα σκούρα χρώματα δείχνουν μια δραματική ένταση, για να απεικονίσει ακριβώς το σκοτάδι, τον ανθρώπινο πόνο και διχασμό που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα, όταν ο ένας αδελφός πολεμούσε τον άλλο…
Ο Νίκος Εγγονόπουλος όντας εκτός από εξαιρετικός ζωγράφος και σπουδαίος ποιητής, αποτύπωσε τον εμφύλιο και με την πένα του….
Η Οικία Κόντογλου, όπου έζησε ο ζωγράφος, αγιογράφος και συγγραφέας από το Αϊβαλί της Μ. Ασίας Φώτης Κόντογλου, βρίσκεται στον παλαιό αθηναϊκό οικισμό του Κυπριάδου, επί της οδού Βιζυηνού αριθ. 16. Το σπίτι του Κόντογλου κτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη στα 1931 – 1932. Το ιδιαίτερο με την οικία αυτή είναι πως ο ίδιος ο ζωγράφος φιλοτέχνησε με έργα τέχνης το καθιστικό.
Συγκεκριμένα, ο Κόντογλου, προσηλωμένος στα ιδεώδη της βυζαντινολαϊκής τέχνης, στολίζει, με την τεχνική της νωπογραφίας (fresco) και μεταβυζαντινή διάταξη, το μπροστινό δωμάτιο του σπιτιού του με τοιχογραφίες, καμωμένες με το χέρι του και με τη βοήθεια του Γιάννη Τσαρούχη και του Νίκου Εγγονόπουλου, που ήταν μαθητές του εκείνο τον καιρό. Σήμερα, το έργο αυτό έχει αποτοιχιστεί και βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Σ’ ένα άλλο τοίχο του σπιτιού ξεχωρίζει η μεγάλη σύνθεση με τους πρόσφυγες, ένα είδος σαράντα μαρτύρων που περιμένουν τον κατακλυσμό, έργο που συμβολίζει τα πάθη των Ελλήνων.
Το 1940 ωστόσο, χρόνια της Κατοχής, ο Κόντογλου αναγκάζεται να πουλήσει το σπίτι του για λίγο λάδι κι ένα σακί αλεύρι. Ο νέος ιδιοκτήτης κάλυψε τις νωπογραφίες με ασβέστη. Τα επόμενα χρόνια, ο Κόντογλου μετακομίζει διαρκώς.
Το σεμνό και ασκητικό κτίριο, εργαστήριο και συνάμα κατοικία, σώζεται μέχρι σήμερα. Στην περιοχή του Κυπριάδου, όπου ζούσε ο Κόντογλου, είχαν εγκαταστήσει τα εργαστήριά τους κι άλλοι ζωγράφοι της προοδευτικής Γενιάς του ’30. Ανάμεσά τους ο Σπύρος Παπαλουκάς (με τον οποίο ο Κόντογλου είχε συγκατοικήσει στην Κολοκυνθού), ο Ουμβέρτος Αργυρός, ο Γιάννης Σπυρόπουλος, ο Γιώργος Βακαλό κ. ά. Εκεί έζησε και ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης, με τον οποίο ο Κόντογλου είχε αναπτύξει μεγάλη φιλία.
Ως αγιογράφος ο Κόντογλου, “φανατικός κήρυκας στην επιστροφή στη βυζαντινή παράδοση”, εικονογράφησε κατά τη βυζαντινή τεχνοτροπία γειτονικές με το σπίτι του εκκλησίες, όπως την Εκκλησία του Αγίου Λουκά στην οδό Πατησίων και τη βυζαντινή Ομορφοκκλησιά στο Γαλάτσι, κοντά στα προσφυγικά σπίτια του Περισσού.
Σήμερα, το σπίτι που έζησε ο Κόντογλου, με επιμέλεια της κόρης του Δέσπως Κόντογλου – Μαρτίνου, έχει μετατραπεί σε επισκέψιμο μουσείο. Στην είσοδό του υπάρχει εντοιχισμένη φαγεντιανή πλάκα με την επιγραφή: “Εδώ έζησε και εργάσθηκε ο Φώτης Κόντογλου από Αϊβαλί της Μ. Ασίας”.
Στο προαύλιο της γειτονικής Εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Κυπριάδου, έχει τοποθετηθεί μια μπρούτζινη προτομή του Φώτη Κόντογλου, φιλοτεχνημένη από το γλύπτη Μιχάλη Ζερβό.
“Καλὸ εἶναι νὰ ὑπάρχεις, ἀλλὰ νὰ ζεῖς εἶναι ἄλλο πρᾶγμα” “Τι μας λείπει και πάμε στα Παρίσια και στ’ άλλα μέρη της Ευρώπης για να μάθουμε τέχνη, χωρίς να μαθαίνουμε τίποτα; Να δούμε πότε θ’ ανακαλύψουμε εμείς οι Έλληνες την Ελλάδα, όπως ανακάλυψε την Αμερική ο Κολόμβος!” Απο το “Η πονεμένη Ρωμιοσύνη”, 1965, Εκδοτικός Οίκος “Αστήρ”
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!