Αγάπες πρώιμες, όψιμες, αλαργινοί καιροί, τώρα και χτες, πληγές χαρές, ω ριζικά του κόσμου, κ’ εσείς που κάπου ζήσατε, και λιώνετε νεκροί, κ’ εσείς με μάτια ολάνοιχτα που ζείτε ακόμα εμπρός μου,
πατρίδα μου, πατρίδες μου, θύμησες, τόποι, νιάτα, κ’ εσείς ονείρατα άστρεχτα, κ’ η ελπίδα εσύ, και ο τρόμος κ’ η ορμή, κ’ εσείς που απάντησα και σύντυχα στη στράτα, ή καβαλάρης στης ζωής το διάβα ή πεζοδρόμος,
καρποί που μαραγκιάσατε κ’ εσείς βλαστοί δροσάτοι, φαντάσματα και πλάσματα, χαρίστρα μου η ψυχή. Της ρήγισσας Πρωτοχρονιάς μεστό είναι το παλάτι, διάπλατα σας ανοίγεται, και πλούσιοι και φτωχοί.
Ρήγας κ’ εγώ, στο ερημικό νησί μου πάντα, ορίζω το θησαυρό που δίνεται, και δε θε να στερέψει. -Ξένοι, δικοί μου, φίλοι μου και οχτροί μου, σας χαρίζω τη λυρική μου σκέψη!
Ακόμη ένας χρόνος… είπε· Ένας χρόνος περισσότερο στο χρόνο του Ένας χρόνος λιγότερο απ’ το χρόνο του. Απ’ το παράθυρο είδαμε Βαρέθηκε τα ποιήματα, Βαρέθηκε τη μουσική. Τ’ αγάλματα κωφάλαλα. Να πιω τον καφέ μου – είπε. Να καπνίσω το τσιγάρο μου. Να είμαι, να μην είμαι Διπλά Μέσα σ’ αυτή την ησυχία, Μέσα σ’ αυτό το θαύμα-τίποτα.
Ο μελαγχολικός εξομολογητικός τόνος ενός ηλικιωμένου Ρίτσου, πλησιάζοντας τον θάνατο, μετατρέπεται στη δεύτερη, διορθωμένη, καθαρή γραφή σε ποίημα δραματοποιημένης αποστασιοποίησης από την αρχική συγκίνηση:
Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε. Κι ούτε που ξέραμε καθόλου Τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν. Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν. Απ’ το παράθυρο είδαμε τους μουσικούς· Πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο Εχοντας στους ώμους τους Τεράστια χάλκινα όργανα. Μείνε, λοιπόν, εδώ, Κάπνισε το τσιγάρο σου Μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη ησυχία Μέσα σ’ αυτό το θαύμα-τίποτα. Κωφάλαλα τ’ αγάλματα. Κωφάλαλα και τα ποιήματα. Νύχτωσε
Στους δρόμους κόλαση σε χρυσή κορνίζα. Αν δεν ήταν η γιορτινή έκφραση στα πρόσωπα των οδοκαθαριστών και των πολιτσμάνων, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι στην πρωτεύουσα μπαίνουν οι εχθροί. Πηγαινοέρχονται τρίζοντας και θορυβώντας τα γιορτινά έλκηθρα και οι άμαξες… Στα πεζοδρόμια τρέχουν οι επισκέπτες με τη γλώσσα έξω και τρίβοντας τα μάτια τους… Τρέχουν με τόση ορμή, που, έτσι και άρπαζε η γυναίκα του Πεντεφρία κανένα βιαστικό κρατικό υπάλληλο από την ουρά του φράκου, θα της έμενε στο χέρι όχι μόνο το φράκο, αλλά και όλη η πλευρά με τα συκώτια του και τη σπλήνα μαζί… Ξάφνου ακούγεται η διαπεραστική σφυρίχτρα του αστυνομικού. Τι έγινε; Οι οδοκαθαριστές παρατούν τα πόστα τους και τρέχουν προς τα εκεί που ακούστηκε το σφύριγμα… «Διαλυθείτε! Κάντε πιο πέρα! Δεν υπάρχει λόγος να στέκεστε εδώ! Δεν είδατε ποτέ σας νεκρό; Τι κόσμος κι αυτός…» Μπροστά σε μια πόρτα, πάνω στο πεζοδρόμιο, κείτεται ένας άνθρωπος, καλοντυμένος, με μια γούνα κάστορα και καινούργιες λαστιχένιες γαλότσες… Δίπλα στο φρεσκοξυρισμένο πρόσωπό του, κάτασπρο σαν νεκρού, είναι τα σπασμένα του γυαλιά. Η γούνα είναι ανοιχτή στο στήθος και το πλήθος διακρίνει ένα μέρος του φράκου και το παράσημο τρίτου βαθμού, το «Στανισλάφ». Το στήθος ανασαίνει αργά και βαριά, τα μάτια είναι κλειστά…
«Κύριε!» σκουντάει ο πολιτσμάνος τον κρατικό υπάλληλο. «Κύριε, δεν επιτρέπεται να ξαπλώνετε εδώ! Αξιότιμε κύριε!»
Αλλά ο κύριος ούτε μιλάει ούτε κουνιέται… Αφού ασχολήθηκαν μαζί του πέντε λεπτά, χωρίς να τον συνεφέρουν, τα όργανα της τάξης τον βάζουν σε μια άμαξα και τον μεταφέρουν στις Πρώτες Βοήθειες της αστυνομίας.
«Ωραία παντελόνια!» λέει ο πολιτσμάνος, βοηθώντας το νοσοκόμο να ξεντύσει τον ασθενή. «Πρέπει να κάνουν κάνα εξάρι ρούβλια! Και το γιλέκο δεν είναι άσχημο… Αν κρίνουμε από τα παντελόνια, πρέπει να είναι από τους ευκατάστατους…»
Στο Πρώτων Βοηθειών, ξαπλωμένος μιάμιση ώρα, κι έχοντας πιει ολόκληρο φιαλίδιο βαλεριάνας, ο κρατικός υπάλληλος ανακτά τις αισθήσεις του… Θα μάθουν ότι είναι ο τιτλούχος σύμβουλος Γκεράσιμ Κουζμίτς Σινκλετέγεφ.
«Πού πονάτε;» τον ρωτάει ο αστυνομικός γιατρός.
«Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος…» μουρμουρίζει εκείνος, κοιτάζοντας ηλίθια το ταβάνι και βαριανασαίνοντας.
«Επίσης… Όμως… πού πονάτε; Γιατί πέσατε; Για θυμηθείτε! Ήπιατε κάτι;» «Ό… όχι…» «Τότε γιατί αδιαθετήσατε;» «Παλάβωσα… Έκανα… έκανα επισκέψεις…» «Θα πρέπει να κάνατε πολλές επισκέψεις!» «Όχι… όχι, όχι πολλές… Μετά τη λειτουργία… ήπια το τσάι μου και πήγα στον Νικολάι Μιχαήλιτς… Εκεί, βεβαίως, υπέγραψα… Μετά από κει πήγα στην Οφιτσέρκαγια… στον Κατσάλκιν… Επίσης υπέγραψα… Θυμάμαι ακόμη ότι στο χολ με φύσηξε ένα ρεύμα… Από τον Κατσάλκιν πήγα στη Βίμπορσκαγια, στον Ιβάν Ιβάνιτς… Υπέγραψα…» «Φέρανε κι άλλον υπάλληλο!» ανέφερε ο πολιτσμάνος. «Από τον Ιβάν Ιβάνιτς», συνεχίζει ο Σινκλετέγεφ, «πετάχτηκα μέχρι τον έμπορο Χριμόβ, να τον χαιρετήσω… Μπήκα… καθόταν όλη η οικογένεια… μου προσέφεραν να πιω για τη γιορτή… Πώς να μην πιεις; Θα τους προσβάλεις αν δεν πιεις… Ε, ήπια τρία ποτηράκια… τσίμπησα και λίγο σαλάμι… Από εκεί έφυγα για την άλλη άκρη της Πετρούπολης, για τον Λιχοντέγεφ… Καλός άνθρωπος…» «Όλα αυτά με τα πόδια;» «Με τα πόδια… Υπέγραψα στον Λιχοντέγεφ… Έπειτα, έφυγα για την Πελαγία Εμιλιάνοβνα… Εκεί, με κράτησαν για πρωινό και με φίλεψαν καφέ. Ο καφές με ζάλισε, πρέπει να με χτύπησε κατευθείαν στο κεφάλι… Από την Πελαγία Εμιλιάνοβνα πήγα στον Ομπλεούχοφ… Τον Ομπλεούχοφ τον λένε Βασίλη, έχει τη γιορτή του, λοιπόν. Να μη φας γλυκά σε κάποιον που γιορτάζει, είναι προσβολή…» «Έφεραν ένα στρατιωτικό εν αποστρατεία και δυο υπαλλήλους!» αναφέρει ο πολιτσμάνος…
«Έφαγα ένα κομμάτι γλυκό, ήπια βότκα και πήγα στη Σαντοβάγια, στον Ιζιούμοφ… Στον Ιζιούμοφ ήπια κρύα μπίρα… και με πείραξε ο λαιμός μου… Από τον Ιζιούμοφ στον Κόσκιν, μετά στον Καρλ Κάρλιτς… κι από κει στο θείο μου τον Πιοτρ Σεμιόνιτς… Η ανιψιά μου η Νάστια με κέρασε καυτή σοκολάτα… κατόπιν πέρασα από τον Λιάπκιν… όχι, λάθος, όχι στον Λιάπκιν, αλλά στην Ντάρια Νικοντόμοβνα. Από αυτήν πια, στον Λιάπκιν… Και παντού ένιωθα μια χαρά… Μετά πήγα στον Ιβάνοφ, τον Κουρντιουκόφ και τον Σίλερ, πήγα στο συνταγματάρχη Ποροσκόφ, κι εκεί επίσης ένιωθα καλά… Και από τον έμπορο Ντιούτκιν πέρασα… Επέμενε να πιω κονιάκ και να φάω λουκάνικο με λάχανο… Ήπια τρία ποτηράκια… έφαγα δυο λουκάνικα, και πάλι εντάξει… Μόνο που να, όταν βγήκα από τον Ριζόφ, ένιωσα στο κεφάλι… λάμψη… αδυναμία… Δεν ξέρω γιατί…»
«Εξαντληθήκατε… Ξεκουραστείτε λίγο, και θα σας στείλουμε ύστερα στο σπίτι σας…» «Δεν μπορώ να πάω σπίτι…» βογκάει ο Σινκλετέγεφ. «Πρέπει ακόμη να περάσω από το γαμπρό μου, τον Κουζμά Βασίλιτς… από τον εκτελεστικό σύμβουλο… από τη Ναταλία Εγκόροβνα… Υπάρχουν ακόμα πολλοί που δεν πήγα…» «Και δεν πρέπει να πάτε». «Δεν μπορώ… Πώς γίνεται να μην τους ευχηθώ για την καινούργια χρονιά; Πρέπει… Αν δεν περάσω από τη Ναταλία Εγκόροβνα είναι σαν να μη θέλω τη ζωή μου… Αφήστε με τώρα να φύγω, κύριε γιατρέ, μη με κρατάτε…» Ο Σινκλετέγεφ σηκώνεται και πάει να πάρει τα ρούχα του. «Στο σπίτι να πάτε», λέει ο γιατρός, «αλλά για επισκέψεις ούτε να το σκέφτεστε…» «Δεν πειράζει, ο Θεός θα με βοηθήσει…» αναστενάζει ο Σινκλετέγεφ. «Θα τα καταφέρω σιγά σιγά…» Ο υπάλληλος ντύνεται αργά, τυλίγεται στη γούνα και παραπατώντας βγαίνει στο δρόμο. «Έφεραν πέντε ακόμη υπαλλήλους!» αναφέρει ο πολιτσμάνος. «Πού να τους ακουμπήσω;»
Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:
Δάκρυα εμποδίστε μου το βλέμμα. Δάκρυα κλείστε μου τα μάτια. Δάκρυα σκοτίστε μου το κοίταγμα.
Ψυχή χτυπημένη, νικημένη απ’ τον ίδιον εαυτό μου, ψυχή μου αφανισμένη απ’ το βάρος, του ανθρώπινου σώματος δύσκολο βάρος, δεν έχεις φωνή, ψυχή μου, ν’ ακουστεί, για ν’ ακούσεις στης νύχτας το φέγγος υπερούσια λόγια, ψυχή μου, δεν τοίμασες συνοδεία αγγέλων στη νύχτα του σκότους δεν τοίμασες, συνοδεία μέσ’ τη νύχτα για σένα δεν τοίμασες. Σωπαίνεις και δεν ακούς τη φωνή της έναστρης νύχτας ακόμα, κινούνται τάστρα, το φέγγος κινείται ιώδες και μαύρο, γαλάζιο, κινούνται τακίνητα πάντα ακόμα, ψυχή μονάχη, δίχως φωνή παραμένεις, δίχως ακοή περιμένεις ακόμα δεν έχεις φωνή να φωνάξεις τον εαυτό σου στους άλλους ανάμεσα να χαθείς, να βρεθείς να μην είσαι μονάχη, ψυχή μοναχή.
Ζωή Καρέλλη, Παραμονή της Γέννησης, «Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη – Τόμος πρώτος», Οι εκδόσεις των Φίλων, 1973
Ακούστε το εδώ:
Αυτά τα δύσκολα Χριστούγεννα ευχόμαστε σε όλους σας, σε κάθε «ψυχή μοναχή», δύναμη, αγάπη και ελπίδα από όλους εμάς, «Στο δρόμο της ποίησης».
Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει; Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα. Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο. (Τάσος Λειβαδίτης, «Ιανουάριος»)
Το 2020 μόλις έφτασε και, εμείς, σας ευχόμαστε μια ευτυχισμένη χρονιά με υγεία, τύχη, δημιουργία και χαμόγελα! Ο ερχομός του νέου έτους δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει από την θεματική σπουδαίων ζωγράφων και έργων τέχνης! Ας απολαύσουμε, λοιπόν, τα παρακάτω γιορτινά αριστουργήματα!
Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, χωμένο στη γωνία μιας εξώπορτας, κάθουνταν ένα αγοράκι και κοίταζε το αντικρινό φωτισμένο παράθυρο. Είχε νυχτώσει νωρίς, και το χιόνι σκέπαζε τις πλάκες του δρόμου, τα φανάρια, τα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών, πράμα σπάνιο στην Αθήνα.
Το κρύο ήταν δυνατό, και τυλιγμένος στο παλιωμένο και σκισμένο ρουχάκι του, όλο και περισσότερο χώνουνταν ο Βασίλης στη γωνιά της εξώπορτας, για να ξεφύγει από το βοριά που τον πάγωνε ως τα κόκαλα. Μα τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στο φωτισμένο παράθυρο του αρχοντόσπιτου, αντίκρυ του.
«Πρωτοχρονιά αύριο», μουρμούρισε, «διασκεδάζουν εκεί μέσα».
Εκεί μέσα κείτουνταν ένα παιδί, με λιωμένο αχνό πρόσωπο.
Κουτιά γεμάτα μπογιές, μολυβένια στρατιωτάκια, ζώα ξύλινα, σιδηρόδρομοι και καραβάκια, που σκέπαζαν το κρεβάτι του, έστεκαν άγγιχτα. Τ’ αδύνατα χεράκια του έμεναν ακίνητα στο σεντόνι απάνω’ δεν κοίταζε καν τα πλούσια δώρα γύρω του. Το κουρασμένο βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο παράθυρο όπου, στα σκοτεινά, άσπριζαν τα χιόνια της αντικρινής στέγης.
-Τι συλλογίζεσαι, Βασιλάκη; ρώτησε η μητέρα του.
– Κοίταζα τα χιόνια, αποκρίθηκε ο μικρός, και συλλογίζουμουν τη χαρά να τρέχεις στους δρόμους, να βουτάς στα χιόνια, να τα μαζεύεις και να φτιάνεις μπάλες, και να τις τινάζεις στους περαστικούς, όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου μου, εκεί που είδα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα πολλά κεράκια… Αλήθεια, μητέρα, λες να βρήκε ο Νικόλας δέντρο τέτοιο εδώ;
-Ναι, παιδί μου, βρήκε, και θα σου το φέρει τώρα στολισμένο. Δεν είναι πολύ μεγάλο όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου σου, μα το στόλισε ο πατέρας σου… και είναι πολύ όμορφο… Είσαι ευχαριστημένος;
-Ναι, είπε ο Βασιλάκης χωρίς ενθουσιασμό.
Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα. Δυο υπηρέτες έφεραν μέσα ένα μικρό έλατο ολοφώτιστο, και το έστησαν απάνω στο τραπέζι. Τα κλαδιά ήταν φορτωμένα χρυσά και ασημένια στολίδια, φαναράκια και μπρίλες. Παντού στέκουνταν όρθια τ’ αναμμένα χρωματιστά κεράκια, και τα μεγαλύτερα κλαδιά λύγιζαν από το βάρος των παιχνιδιών που κρέμουνταν δεμένα με κορδέλες.
-Ε, Βασιλάκη, σ’ αρέσει το δέντρο σου; ρώτησε ζωηρά ο πατέρας του.
Ο μικρός το κοίταξε μια στιγμή με σβησμένα αγέλαστα μάτια.
– Το φαντάζουμουν ωραιότερο, είπε με τη βαρεμένη του φωνή.
Και το βλέμμα του γύρισε πάλι στο παράθυρο και στα χιόνια του αντικρινού σπιτιού.
– Πατέρα, λες του χρόνου την Πρωτοχρονιά να είμαι πια καλά και να βγω κι εγώ στα χιόνια;
– Ναι, παιδί μου, είπε ο πατέρας.
Και η μητέρα βγήκε από το δωμάτιο για να κρύψει τα κλάματα που την έπνιγαν.
-Τι όμορφα που θα είναι να τρέχεις στα χιόνια… είπε συλλογισμένα ο Βασιλάκης. Τι δε θα έδινα για να δω τι γίνεται έξω…
Έξω, ο Βασίλης είχε δει πίσω από το φωτισμένο παράθυρο το δέντρο του Βασιλάκη, με τα φώτα και τα χρυσά στολίδια και τα παιχνιδάκια που γέμιζαν τα κλαδιά από πάνω ως κάτω.
-Αχ, τι ωραίο! είπε το φτωχό· πρέπει να το έφερε ο Άη-Βασίλης.
Και τα μάτια του έτρωγαν το δέντρο και, τρέμοντας από το κρύο, ολοένα χώνουνταν βαθύτερα στη γωνιά του και γύρευε να τυλίξει στο κορμάκι του τα κουρέλια του, μήπως και τον ζεστάνουν λίγο.
-Ο Άη-Βασίλης… μουρμούρισε. Γιατί δεν έρχεται κάποτε και σε μας, ο Άη-Βασίλης;
Θυμήθηκε το φτωχικό σπιτάκι στο χωριό του, όπου τον είχε μεγαλώσει η μάνα του· όλα τα είχε στερηθεί αφότου γεννήθηκε, εκτός μόνο τα χάδια της μάνας του. Ξενοδούλευε η κακομοίρα για να κερδίσει το ψωμί τους, μα άλλο από ψωμί δεν πρόφθαινε να βγάλει, μόνο την αγάπη της μπορούσε χάρισμα να του δίνει, και αυτήν του την έδινε μπόλικη. Μα ήλθαν οι κακοί καιροί, η αρρώστια, η μαύρη φτώχεια, και πέθανε η μάνα του και την έβαλαν σε σανιδένια κάσα, και την πήγαν στο νεκροταφείο, και την είδε που τη σκέπασαν τα χώματα. Και τον έβγαλαν από το φτωχικό του καλυβάκι, κι έφυγε το έρημο ορφανό και ήλθε κι έπεσε στην Αθήνα, παραμονή του Άη-Βασίλη, πεινασμένο, παγωμένο, μακαρίζοντας τους ευτυχισμένους που διασκέδαζαν πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, αντίκρυ του.
Από νωρίς είχε δει κίνηση μεγάλη στους δρόμους, παιδιά μεγάλα και μικρά, που σταματούσαν στις πόρτες των αρχοντόσπιτων και έλεγαν τον Άγιο Βασίλη. Μα τ’ ορφανό δεν τόλμησε να χτυπήσει και αυτό σε καμιά πόρτα, ούτε ήταν μαθημένο στην ταραχή της μεγάλης πολιτείας. Και λίγο-λίγο, τράβηξε κατά τους ήσυχους μεγαλόπρεπους δρόμους, μακριά από το κέντρο, και ήλθε και ζάρωσε σε μιαν εξώπορτα, χωρίς ψωμί, χωρίς σκοπό, χωρίς καμιάν ελπίδα.
Πίσω από το φωτισμένο παράθυρο πήγαιναν κι έρχουνταν σκιές. Πέρασε κι ένας υπηρέτης με βελάδα, βαστώντας ένα πιάτο με μια μεγάλη πίτα!
Ο Βασίλης θυμήθηκε πως την τελευταία βούκα ψωμί την είχε φάγει το πρωί. Και μέσα κει θα έτρωγαν τώρα πίτα!
Αχ, και να είχε και αυτός μια βουκίτσα να γελάσει την πείνα του! Του φάνηκε τόσο ορεκτική η πίτα, τόσο αφράτη, καθώς την πέρασε ο υπηρέτης εμπρός στο παράθυρο. Άραγε, αν ζητούσε λίγη, θα του έδινε κανένα κομματάκι;
Και έξαφνα, χωρίς να ξέρει και αυτός πώς το έκανε, άρχισε να τραγουδά:
«Άγιος Βασίλης έρχεται α-α-από, από την Καισαρεία… βαστά καλάμι και χαρτί, χα-α-ρτί, χαρτί και καλαμάρι».
Πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, διάφορες σκιές πήγαν και ήλθαν κοιτάζοντας έξω. Σώπασε τρομαγμένος ο Βασιλάκης και ζάρωσε στη γωνίτσα του όσο μπορούσε περισσότερο.
– Παναγιά μου! ψιθύρισε, λένε πως οι πλούσιοι δεν έχουν καλή ψυχή και περιφρονούν τους φτωχούς…
Και με τρομαγμένα μάτια ακολουθούσε το πήγαινε κι έλα των ανθρώπων μες στην κάμαρα.
Μες στην καμάρα είχαν κόψει την πίτα. Ακουμπισμένος στα μαξιλάρια, ο Βασιλάκης βαστούσε το πιάτο του στα χέρια, κοιτάζοντας με αδιαφορία το κομμάτι του, χωρίς καν να το γευθεί.
– Δεν το κόβεις να δεις αν σου έπεσε το φλουρί, Βασιλάκη μου; ρώτησε τρυφερά η μητέρα του.
-Ναι, μητέρα, θα το γυρέψω, αποκρίθηκε, αλλά δεν κούνησε, ούτε άλλαξε η κουρασμένη όψη του.
Έξαφνα ανέβηκε ως το δωμάτιο του άρρωστου αγοριού μια φωνή παιδιάτικη, τρεμουλιαστή, σα φοβισμένη: «Άγιος Βασίλης έρχεται α-α-από, από την Καισαρεία… βαστά καλάμι και χαρτί, χα-α-ρτί, χαρτί και καλαμάρι».
Ο Βασιλάκης ξαφνίστηκε’ άναψαν μια στιγμή τα μάτια του, ζωήρεψε το μελαγχολικό του πρόσωπο.
-Πατέρα, πατέρα! φώναξε, τ’ ακούς; Τραγουδά απ’ έξω… Θα είναι κανένα αγοράκι… φώναξε το! Πολύ σε παρακαλώ!
Η μητέρα του είχε πάγει κιόλα στο παράθυρο, μα δεν είδε τίποτε.
– Δε βλέπω κανένα παιδί, είπε.
– Πατέρα, κοίταξε συ, άνοιξε το παράθυρο, φώναξε το παιδί να έλθει να πάρει από την πίτα, το κομμάτι του φτωχού… και να μας πει τι γίνεται έξω…
Πήγε ο πατέρας στο παράθυρο, το άνοιξε, έσκυψε έξω, κοίταξε δεξιά, αριστερά, μα δεν είδε τίποτε· έκλεισε το παράθυρο και γύρισε στο κρεβάτι του Βασιλάκη.
– Πέρασε το παιδί και πάει, είπε ζωηρά· μα δεν πειράζει, θα περάσει και άλλο και τότε το φωνάζομε· δοκίμασε την πίτα σου ωστόσο.
Μα ο Βασιλάκης δεν πεινούσε· έσπρωξε το πιάτο του, ακούμπησε στα μαξιλάρια και έκλεισε τα μάτια. Η ζωηράδα του προσώπου του είχε σβήσει· το φλουρί της πίτας δεν τον ενδιέφερε, ούτε το δέντρο όπου είχαν σβήσει πια τα κεράκια, ούτε τα δώρα του. Το δρόμο μόνο συλλογίζουνταν…
Και το παιδάκι, που μπορούσε να πει την ομορφιά της ελευθερίας, τη χαρά να τρέχεις και να βουτάς στα χιόνια, είχε περάσει και πάει!
– Θέλεις, παιδί μου, να φας την πίτα σου αύριο; ρώτησε η μητέρα χαϊδεύοντας γλυκά το μέτωπο του.
-Ναι, μητέρα, αύριο.
Η μητέρα έκανε νόημα σ’ όλους να βγουν από το δωμάτιο.
Ο Βασιλάκης ήταν κουρασμένος… Ο Βασιλάκης ήθελε να κοιμηθεί…
Πήρε το πιάτο με την πίτα και το ακούμπησε στο τραπέζι, κοντά στο κομμάτι του φτωχού· έσβησε τα φώτα, άναψε την καντήλα, φίλησε γλυκά το αγόρι της και βγήκε από το δωμάτιο.
Μα ο Βασιλάκης δε νύσταζε· ο νους του έμενε στο δρόμο και στη χαρά που θα είχε αν μπορούσε να τρέξει στα χιόνια…
Κοίταξε γύρω του, είδε πως ήταν μόνος’ με κόπο κατέβηκε από το κρεβάτι, και σιγά-σιγά σύρθηκε ως το παράθυρο.
Αχ! και να έβλεπε λιγάκι απ’ έξω το χιονισμένο δρόμο, τα φανάρια, τ’ άσπρα δέντρα…
Με δυσκολία γύρισε το πόμολο, άνοιξε το παράθυρο κι έσκυψε έξω. Το κρύο τον ξάφνισε, του έκοψε την αναπνοή, ζήτησε να στηριχθεί στο πεζούλι του παραθύρου μα όλα γύριζαν, του φάνηκε πως πέφτει…
Έξαφνα, από το παράθυρο πήδησε μέσα ένας άνθρωπος, και ο Βασιλάκης από το σάστισμά του ξέχασε τη ζάλη του. Ήταν γέρος, χιονοσκεπασμένος, με μακριά καλογερικά ρούχα και μεγάλα άσπρα γένια’ τον κοίταξε ο Βασιλάκης και τον ανεγνώρισε:
-Ο Αη-Βασίλης… ψιθύρισε.
– Ναι, εγώ είμαι, είπε ο Άη-Βασίλης με το ανοιχτόκαρδο χαμόγελο του. Ήλθα να σε ρωτήσω, τι θέλεις να σου δώσω για την εορτή μου, που ξημερώνει αύριο, και που είναι και δική σου εορτή;
-Αχ, Άη-Βασίλη μου, να μη μου δώσεις πια τίποτα! φώναξε ο Βασιλάκης σταυρώνοντας παρακλητικά τα χέρια του. Δες πόσα πράγματα μου έδωσαν, και τα έχω τόσο βαρεθεί! Μα πάρε με έξω μαζί σου! Πάρε με στα χιόνια! Θέλω τόσο να τρέξω ελεύθερα!
– Θέλεις; είπε ο Άη-Βασίλης. Μα έξω κάνει κρύο! Και συ έχεις όλα τα καλά του κόσμου! Τόσα παιχνίδια, τόσα χάδια, και ζεστασιά, και πίτα που ούτε τη δοκίμασες ακόμα… Και θέλεις να φύγεις;
-Ναι! Να βγω στα χιόνια, να τρέξω ελεύθερα, αχ, πάρε με, πάρε με, καλέ μου Άη-Βασίλη! παρακάλεσε ο Βασιλάκης. Πάρε με στα χιόνια!
Ο Άη-Βασίλης χαμογέλασε πάλι.
– Καλά, είπε. Εγώ σήμερα δε χαλώ χατήρι κανενός. Έλα μαζί μου αφού το θέλεις.
Και πήρε το Βασιλάκη στην αγκαλιά του, και πέταξε από το παράθυρο που έμεινε ανοιχτό…
Στα χιόνια κάθουνταν ο Βασίλης με τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρο. Με τρομάρα είχε δει έναν κύριο που άνοιξε τα γυαλιά και κοίταζε στο δρόμο· μα έτσι μικρός που ήταν και ζαρωμένος στη γωνίτσα του, δεν τον είδε ο κύριος. Και το παράθυρο έκλεισε πάλι.
Τα κεράκια του δέντρου είχαν σβήσει, οι σκιές πήγαιναν κι έρχονταν ακόμα· ύστερα έσβησαν και τα φώτα, και μόνο μια καντήλα τρεμόφεγγε, στημένη σε κανένα έπιπλο απάνω. Και ο Βασίλης ακόμα κοίταζε, σα μαγνητισμένος από τη θαμπερή λάμψη της.
Το κρύο όλο δυνάμωνε· τα βλέφαρα του Βασίλη βάραιναν. Θυμήθηκε τη μάνα του και τη ζεστή της αγκαλιά. Έριξε μια ματιά στο παράθυρο και συλλογίστηκε πως εκεί μέσα θα έκαμνε ζέστη… Αχ! λίγη ζέστη…
Λαφρύς κρότος τον ξάφνιασε. Σήκωσε τα μάτια του τρομαγμένος. Το παράθυρο είχε ανοίξει πάλι, μα δεν ήταν πια εκεί ο ίδιος κύριος· ένα παιδάκι, στα νυχτικά του, έσκυβε να δει το δρόμο.
Μια στιγμή το κοίταξε με απορία ο Βασίλης, μα τόσο βαριά ήταν τα βλέφαρα του, που δεν μπορούσε να τα βαστάξει ανοιχτά. Έκανε πάλι να δει το αντικρινό παιδί, και του φάνηκε πως σωριάζουνταν στο πάτωμα το άσπρο κορμάκι, μα δεν πρόφθασε να βεβαιωθεί.
Ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο και τα μάτια του έκλεισαν μονάχα τους. Έξαφνα, μια λάμψη τον ξύπνησε· εμπρός του στέκουνταν ένας γέρος ντυμένος στα κόκκινα και στα χρυσά. Τα γένια του ήταν μακριά και κάτασπρα, και γύρω του χύνουνταν τόση ζέστη, που ο Βασίλης ξέχασε τα χιόνια και το βοριά. Κοίταξε το γέρο και τον ανεγνώρισε.
-Ο Άη Βασίλης! έκανε μαγεμένος.
-Ναι, ο Άη-Βασίλης, είπε ο γέρος. Σ’ άκουσα που έλεγες πως δεν έρχομαι ποτέ σε σας και, βλέπεις, τώρα ήλθα.
Τ’ ορφανό τον κοίταξε μ’ έκσταση. Ο Άη-Βασίλης γέλασε.
-Λοιπόν πες μου, του είπε· αύριο ξημερώνει Πρωτοχρονιά, που είναι εορτή μου και δική σου εορτή. Τι θέλεις να σου χαρίσω;
Ο Βασίλης έριξε μια ματιά στο αντικρινό παράθυρο. Η καντήλα είχε σβήσει και αυτή· τόσο κρύο θα ήταν τώρα κι εκεί μέσα…
– Θέλω, παρακαλώ, λίγη πίτα, είπε δειλά, και θέλω πάλι τη μάνα μου… Μα ίσως αυτό να είναι αδύνατο; ρώτησε φοβισμένος λίγο για τη μεγάλη του απαίτηση.
-Τίποτα δεν είναι αδύνατο σήμερα, είπε ο Άη-Βασίλης, και ό,τι ζητήσεις θα σου το κάνω. Πίτες όσες θέλεις θα σου δώσω, και τη μάνα σου θα την ξαναδείς οπόταν θέλεις. Μα σκέψου, είναι και μερικά παιδιά που λαχταρούν την ελευθερία σου. Εσύ μπορείς τον κόσμον όλο να τον γυρίσεις, να ζήσεις όπως θέλεις. Είσαι ακόμα μικρός και ο κόσμος όλος είναι ανοιχτός μπροστά σου…
-Αχ όχι, καλέ μου Άη-Βασίλη! παρεκάλεσε ο μικρός. Μόνο πάρε με στη μάνα μου! Και δωσ’ μου λίγη πίτα και για κείνην, που δεν έχει φάγει τώρα τόσα χρόνια!
-Καλά, είπε ο Άη-Βασίλης με το καλό του χαμόγελο, σήμερα δε χαλώ κανενός χατήρι. Έλα να σε πάγω στη μάνα σου.
Και τον πήρε ο Άη-Βασίλης στην αγκαλιά του, και πέταξε ψηλά, ψηλά, τόσο που περνούσε πάνω από τα ψηλότερα σπίτια, κι έφυγαν.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, την ώρα που χαρούμενες χτυπούσαν οι καμπάνες σ’ όλες τις εκκλησιές της χώρας, βγήκε ο Νικόλας ο υπηρέτης, με μάτια κοκκινισμένα από τα κλάματα, στο χιονισμένο δρόμο.
Χωμένο σε μια γωνιά της εξώπορτας του αντικρινού σπιτιού, είδε ένα παιδάκι που φαίνονταν να κοιμάται. Το σίμωσε, το άγγιξε, το βρήκε παγωμένο.
Το πήρε στην αγκαλιά του και το ανέβασε στο αρχοντόσπιτο, όπου μητέρα και πατέρας, πλάγι στο κρεβάτι του Βασιλάκη, έκλαιγαν το πεθαμένο τους αγόρι.
Μαζί τα ξάπλωσαν πλάγι-πλάγι, το χαδεμένο μονοπαίδι και το έρημο ορφανό.
Πάνω στο τραπέζι, δυο κομμάτια πίτας ξηραίνονταν άγγιχτα, το κομμάτι του Βασιλάκη και το κομμάτι του Βασίλη.
Πλάγι-πλάγι έθαψαν τα δυο παιδιά. Στον ένα τάφο είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα τ’ όνομα του Βασιλάκη· ο άλλος τάφος δεν έχει όνομα.
Κανένας δε γνώριζε το έρημο ορφανό.
Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:
Τρεις χαραίς είχε την ημέραν εκείνην η κυρά-Γαλάτσαινα του Κασσανδριανού, χήρα του μακαρίτου ομωνύμου πλοιάρχου, αποθανόντος προ τινων ετών πτωχού μετά πολλάς επιχειρήσεις. Η πρώτη ήτο ότι είχε αρραβωνίσει προ ολίγων ημερών την κόρην της, την Μυρσούδα, με καλόν γαμβρόν, τον Βασίλην τον Μπόνον. Η δευτέρα ήτο ότι σήμερον πρωτοχρονιάν εώρταζε την εορτήν του ονόματός του ο ίδιος ο γαμβρός της. Η τρίτη ήτο ότι έμελλον να τελεσθώσι την εσπέραν της αυτής ημέρας τα «μβατίκια» του γαμβρού εις την οικίαν της.
Η ιδέα της κυρά-Γαλάτσαινας ήτο να είχον τελεσθή τα μβατίκια αφ’ εσπέρας, την νύκτα του παλαιού χρόνου προς την ανατολήν του νέου, όπως θα ήτο πρέπον. Αλλά τα συμπεθερικά επέμειναν ν’ αναβληθώσι τα μβατίκια διά την νύκτα της εορτής προς την 2 Ιανουαρίου. Οι λογαριασμοί, βλέπετε, των συγγενών του γαμβρού δεν συμφωνούν καθ’ όλα τα μέρη πάντοτε με τους λογαριασμούς της μητρός της νύμφης. Ο λογαριασμός της κυρά-Γαλάτσαινας έλεγεν ότι, αν ετελούντο τα μβατίκια αφ’ εσπέρας της παραμονής, μεθ’ ό ο γαμβρός θα ήτο, κατά το έθος, ελεύθερος να επισκέπτηται δις και τρις της ημέρας την αρραβωνιαστικήν του εις την οικίαν της (ειμπορούσε, μάλιστα, αν ήτο αδιάκριτος, και να το στρώση «κόττα πήττα» εις το σπίτι της νύμφης), η μήτηρ της νύμφης θα εγλύτωνεν από κάμποσα γλυκύσματα και δώρα, τα οποία ήτον υπόχρεως να κουβαλήση εις τας οικίας των συμπεθερικών. Εν πρώτοις, αυτή η εορτή του ονόματος του γαμβρού θα ήγετο εις την οικίαν της νύμφης. Δεν θα ήτο τότε η κυρά-Γαλάτσαινα υποχρεωμένη να κουβαλήση ολόκληρον μέγα σινίον μπακλαβά εις την οικίαν της συμπεθέρας της, αλλά μεγάλα ταψία από ζαχαροχαμαλιά και άλλα τραγήματα εις τας οικίας των αδελφών και των θείων του γαμβρού, και συγχρόνως να κερνά αυτή όλην την ημέραν εις την οικίαν της, διά την εορτήν του ονόματος, και πάλιν την εσπέραν να έχη άλλα μεγάλα βάσανα, δοκιμαστήρια και ακροσφαλή, εις την οικίαν της, όπου θα ετελούντο τα μβατίκια.
Αλλ’ ο λογαριασμός των συμπεθερικών έλεγεν ότι δεν ήτο πρέπον να φύγη από την μητέρα του ο γαμβρός, να εορτάση την ημέραν της εορτής του, πριν στεφανωθή ακόμη, εις την οικίαν της νύμφης. Του χρόνου, ότε θα εστεφανώνετο, ας εορτάση εις την οικίαν της νύμφης, την οποίαν θα έπαιρνεν αύτη προίκα, με γεια της και με χαρά της. Αλλ’ εφέτος διά τελευταίαν φοράν, ας μείνη ακόμη πλησίον της μητρός του. Θα ήτο σκάνδαλον να έφευγε. Τα χαμαλιά «τα κρυφά> τα είχαν φάγει ήδη οι συμπέθεροι όλοι — όσον τους επέτρεψε να φάγουν ο ίδιος ο γαμβρός. Διότι αυτός ο γαμβρός, ο Βασίλης ο Μπόνος, άμα είδε το ωραίον γανωμένον και στίλβον σινίον γεμάτον από ευώδη και προκλητικά, λευκά και ροδοκοκκινισμένα χαμαλιά, έβγαλεν από την ζώνην τον λάζον του, μικράν μάχαιραν την οποίαν έφερε πάντοτε εις την μέσην, και καρφώσας διά μιας τέσσαρα ή πέντε χαμαλιά, ήρχισε να τα καταβροχθίζη, κόπτων αυτά με τους προσθίους οδόντας, αλωνίζων με την γλώσσαν, και παραπέμπων αμέσως εις τον ουρανίσκον, χωρίς να τα μασσά με τους τραπεζίτας του. Αι αδελφαί του και οι γαμβροί του τον επέπληξαν δι’ αυτό, αλλ’ αυτός δεν ενόει τας παρατηρήσεις των. Αυτός δεν ήτο ο γαμβρός; Δική του δεν ήτο η νύμφη; Δικά του και τα προικιά. Δικά του και τα χαμαλιά, και όλοι οι μπακλαβάδες και όλα. Τα χαμαλιά μάλιστα τοιαύτην είχον συμβολικήν έννοιαν. Διατί τα έλεγαν χαμαλιά; Εσήμαιναν τα άλλα χαϊμαλιά, τα περίαπτα. Ήσαν φυλαχτικά, τα οποία του έστελνεν η πενθερά του, διά να μην τον ιδή κακό μάτι, μην τύχη και τον αβασκάνη κανείς. Αλλά τα κρυφά χαμαλιά δεν θα ήρκουν, και αν επέτρεπεν ο γαμβρός, να τα φάγουν όλα οι συγγενείς. Τώρα, με τα μβατίκια, ήτο καιρός διά τα άλλα δώρα τα επίσημα. Και τα συμπεθερικά δεν θα εταιριάζοντο ποτέ εάν η συμπεθέρα ήθελε να τους το «πάη καπότο», οικονομούσα με τρόπον να εγίνοντο τα μβατίκια αφ’ εσπέρας διά να δικαιολογηθή ότι δεν θα εκουβαλούσε νέα πράγματα εις τας πέντε ή έξ οικίας των στενωτέρων συγενών του γαμβρού της, του Βασίλη. Άλλως, τα φανερά, τα επίσημα, επήγαιναν μαζί με τα μβατίκια, τα οποία ήσαν, αυτό τούτο, φανέρωσις και επισημοποίησις του αρραβώνος, και τα κρυφά ουδέν άλλο ήσαν, ειμή αναγκαίον εφόδιον και συμπλήρωμα της τελετής του αρραβώνος, της νυκτός εκείνης, καθ’ ήν είχε κατορθωθή τέλος, μετά πολλά βάσανα, «να δέσουν πανδρειαίς».
Ω! αυταίς η πανδρειαίς! Πόσα φαρμάκια την είχαν ποτίσει την κυρά- Γαλάτσαινα, και πώς της είχαν «ψήσει το ψάρι στα χείλη». Κατόπιν από την πρώτην προξενειάν, μετά πολλά λόγια και «μαναφούκια» και σκάνδαλα, ύστερον από πολλά ψι-ψι και πολλαίς αβανιαίς και κατηγορίαις, αφού ραδιούργα γύναια έβαζαν στα λόγια τον γαμβρόν και της συμπεθέραις και έψαλλαν πολλά ανάποδα εγκώμια εναντίον της πενθεράς και της νύμφης, κατωρθώθη τέλος να ορισθή η εσπέρα του Σαββάτου, της δευτέρας ημέρας των Χριστουγέννων, διά να «δέσουν πανδρειαίς». Η κυρά-Γαλάτσαινα εφύλαττεν άκραν μυστικότητα, αλλ’ όλα η γειτονιά τα είξευρε, σχεδόν σίγουρα. Εις τους μαχαλάδες, καταλάβατε, εις τους μικρούς τόπους, η μία γειτόνισσα είνε κατάσκοπος της άλλης γειτόνισσας. Οι τοίχοι ακροώνται, τα παράθυρα βλέπουν, αι θύραι μυρίζονται, οι «πετεινοί» των καπνοδόχων σείουν τας λοφιάς με τοιούτον τρόπον ως να κατανεύουν τάχα ότι ενόησαν.
Την εσπέραν του Σαββάτου, άναψεν η κυρά-Γαλάτσαινα το μεγάλον οκτάγωνον φανάρι, φανάρι καραβίσιο, το οποίον ευρίσκετο από τον καιρόν που είχε καράβι ο μακαρίτης ο άνδρας της. Είχον συνέλθει εις την οικίαν της ο αδελφός της ο γέρο- Λάζος, και η κυρά Λάζαινα η νύμφη της, και η Μπόζαινα η αδελφή της, και ο Μπόζας ο γαμβρός της. Οι τέσσαρες, και αυτή, όλοι πέντε έκαμαν τρεις σταυρούς, κ’ εξεκίνησαν εις το σκότος της νυκτός.
Εάν δεν ήσαν πέντε θα ήσαν τρεις ή επτά ή εννέα. Μονός αριθμός πρέπει να είνε οι συγγενείς της νύμφης, οίοι θα υπάγουν ν’ ανταλλάξουν αρραβώνα εις την οικίαν του γαμβρού, όχι ποτέ ζυγός αριθμός. Αγνοώ τον λόγον, και πολλοί τον αγνοούσι, κατά τον στίχον του αειμνήστου Παπαρρηγοπούλου.
Έκαμνε ψύχος και ήτο ελαφρά χιονιά. Επροπορεύετο ο Μπόζας κρατών το φανάρι, δευτέρα ήρχετο η κυρά-Γαλάτσαινα φέρουσα τον δίσκον με τα γλυκά, πέντε κούπαις το όλον, από κυδώνιον και μύγδαλα και μαστίχαν. Τρίτος ήρχετο ο γέρο-Λάζος, κατόπιν η Λαζίτσα η σύζυγος του, και τελευταία η Μπόζαινα.
Ήτο δεκάτη ώρα, και ήτο ελπίς ότι είχον αποκοιμηθή όλοι οι γείτονες. Αλλά μόλις κατέβησαν εις το σοκάκι, και πάραυτα ηκούσθη ελαφρός τριγμός παραθύρου υπανοιγομένου. Η γειτόνισσα η Μαριώ η Μπαλωματού υπώπτευε δι’ όλης της ημέρας ότι έμελλε την εσπέραν εκείνην να γείνη ο αρραβών της Μυρσούδας της κυρά- Γαλάτσαινας. Αι υποψίαι της εκρατύνθησαν πολύ όταν, αφού ενύκτωσεν, ήκουσε και ησθάνθη τον γέρο-Λάζον με την συμβίαν του, και τον Μπόζαν με την φαμελιάν του, ανερχομένους εις την οικίαν της χήρας του Κασσανδριανού. Επιθυμούσα να βεβαιωθή, δεν επλάγιασε, μόνον έμεινεν έως τας δέκα παραμονεύουσα, εωσού είδε τα πέντε άτομα με το φανάρι εξερχόμενα εις νυκτερινήν εκδρομήν. Τότε δεν της έμεινε πλέον αμφιβολία, και την επιούσαν, ενώ ο γαμβρός θα ετρακάβνιζε, καρφώνων με την μακράν μάχαιράν του, τα κρυφά τα χαμαλιά, αυτή θα διηγείτο το πράγμα εις όλην την γειτονιάν.
Το σπίτι της Μπόναινας ήτο αρκετά μακράν κατά τας διαστάσεις του χωρίου και κατά το μέτρον με το οποίον εμετρούσαν τας αποστάσεις οι νησιώται, απείχε δηλαδή περί τα διακόσια βήματα. Αφού παρήλθον πολλάς οικίας σκοτεινάς και ησύχους, κατά το φαινόμενον, αλλά των οποίων τα παράθυρα έτριζαν άμα τη προσεγγίσει των, καθώς είχε τρίξει και το παράθυρον της Μαριώς της Μπαλωματούς, οι πέντε αντιπρόσωποι της μνηστής έφθασαν εις έν στενόν και δυσώδες σοκάκι, και άμα εισήλθον εκεί, είδαν μέγαν λύχνον να φέγγη από μέσα, από το γυαλί ενός παραθύρου έχοντος ανοικτά τα παραθυρόφυλλα.
Ανέβησαν εις την οικίαν της Μπόναινας, όπου ευθύς ήνοιξεν η θύρα, και εισήλθον, πρώτος ο Μπόζας, κρατών το φανάριον, διά να είνε καλορρίζικον το ανδρόγυνον, να κάμνη όλο γυιούς, δευτέρα η Λαζίτσα, η νύμφη της Γαλάτσαινας, ήτις είχε λάβει τα γλυκά εις τας χείρας της τώρα, διά να έχη όλο γλύκαις και χαραίς το ανδρόγυνον. Αύτη, η Λαζίτσα, πολύ νεωτέρα του ανδρός της, συνέβαινε να έχη αμφοτέρους τους γονείς της ζώντας, και δι’ αυτό επροτιμήθη να κρατήση τα γλυκά, διά να έχη πολύν ζωήν το ανδρόγυνον. Τρίτος εισήλθεν ο γέρο-Λάζος, διά να γηράση το ανδρόγυνον. Τετάρτη εισήλθε η Μπόζαινα «ανδρογυνάρικα», διά να δείξη την αρμονίαν των δύο φύλων. Πέμπτη και τελευταία εισήλθεν η πενθερά, διά να δείξη την υπακοήν και την υποταγήν της νύμφης εις τον γαμβρόν. Η κυρά Μπόναινα δεν είχε παραλείψει να βάλη «ένα τσεκούρι ανάποδα», αλλ’ εις μέρος κρυφόν, όπου να μη φαίνεται, υποκάτω εις τον καναπέν. Τούτο εσήμαινεν ότι, αν υπήρχε και καμμία βασκανία, δεν έπρεπε να τολμήση να βγη εις το φανερόν και να ενεργήση. Μετά το «καλώς ήρθατε» και το «καλώς σας ηύραμε», η κυρά Λάζαινα απέθεσε τον δίσκον με τα γλυκά επί της ετοίμης τραπέζης, και όλοι εκάθησαν με το «καλώς ανταμωθήκαμε». Μετ’ ολίγα λεπτά της ώρας όλοι εσηκώθησαν όρθιοι, και ο γαμβρός, υψηλός ξανθός νέος, φορών τα κυριακάτικα, αφού έκαμε τρεις σταυρούς ενώπιον του εικονοστασίου της οικίας, προσελθών εις την Γαλάτσαιναν, έβαλε μετάνοιαν και της ησπάσθη την χείρα, εγχειρίζων άμα αυτή μέγα μεταξωτόν μανδήλιον χρωματιστόν, εις μίαν γωνίαν του οποίου ήσαν κομποδεμένα γυναικείον δακτυλίδιον και ένδεκα χρυσά φλωρία. Συγχρόνως η Γαλάτσαινα τον ησπάσθη εις την παρειάν, και του εφόρεσεν εις τον δάκτυλον της αριστεράς δακτυλίδιον, το οποίον είχε φέρει μαζί της. Ακολούθως, ο Βασίλης ο Μπόνος επλησίασεν ένα έκαστον των άλλων τεσσάρων συγγενών της μνηστής, και ασπαζόμενος την δεξιάν των, τους εφίλευσεν ανά έν φλωρίον τρύπιον, με κόκκινην ταινίαν δεμένον, ή ανά μίαν λίραν γαλλικήν ή τουρκικήν. Τον καιρόν εκείνον υπήρχον ακόμη εις χείρας του πτωχού λαού φλωρία και λίραι·
Έλαβον όλοι γλυκόν και έπιον μαστίχαν ή ροσόλιον, ευχηθέντες τα «καλορρίζικα» και τα «τίμια στέφανα». Είτα εστρώθησαν εις το δείπνον, και οι άνδρες έφαγαν καλά, αι δε γυναίκες εγεύθησαν με άκρα χείλη. Και είτα ετέθησαν εις ενέργειαν δύο μεγάλαι φιάλαι οίνου. Και ο μπάρμπα-Λάζος και ο Μπόζας έπιναν γερά, κ’ επλήθυναν τας ευχάς και τα συγχαρητήρια, κ’ ετραγουδούσαν:
$Σαυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραΐση. $κι’ ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήση.
Εις τούτο εκ μέρους του γαμβρού απήντησαν διά του άλλου:
$Χίλια καλώς-ωρίσατε, φίλοι μ’ αγαπημένοι, $κι’ από καιρού χαιρούμενοι και καλοκαρδισμένοι.
Ακμαία ήτον η ευθυμία, και υπήρχεν εκατέρωθεν καλή διάθεσις· μόνον έν κακόν σημείον εφάνη, το οποίον έκαμεν όλους να μελαγχολήσουν. Ο γέρο-Λάζος, όταν έπινε, συνήθιζε να ομιλή με πολλάς χειρονομίας. Ένεκα του ελαττώματος τούτου ανέτρεψεν απροσέκτως τον μέγαν λύχνον, επί της τραπέζης του δείπνου. Ο λύχνος έσβεσεν, η δε συντροφιά θα έμενεν εις τα σκοτεινά, αν δεν υπήρχε το κανδήλιον το καίον ενώπιον των αγίων εικόνων, ως και δύο κηρία αναμμένα επί της εστίας.
Διά να μετριάση την κακήν εντύπωσιν, ο γέρο-Λάζος υπεσχέθη να βαπτίση αυτός το πρώτον παιδίον, το οποίον θα εγεννάτο εκ του συνοικεσίου, και αν είνε και γυιος. Αφού είχε χύσει το λάδι, είπεν αυτός το έβλεπε καλόν σημείον, διότι λάδι θα έχυνε και εις την βάπτισιν του παιδίου.
Την ιδίαν στιγμήν εκρούσθη η θύρα της οικίας. Ο μικρός υιός της Γαλάτσαινας, παιδίον εννέα ετών, ο Χρήστος, είχε γελασθή με χίλια ψέμματα την εσπέραν υπό της μητρός του, ότι ο αρραβών θ’ ανεβάλλετο διά το άλλο Σάββατον. Είχεν αποκοιμηθή, αφού έφαγε πολλά γλυκά και έλαβεν υπόσχεσιν ότι θα φάγη περισσότερα την επαύριον. Είχε την απαίτησιν· να ήτο και αυτός είς εκ των ανδρών, όσοι θα επήγαιναν να «δέσουν της πανδριαίς» εις του γαμβρού το σπίτι. Η μήτηρ του, του το υπεσχέθη κατ’ αρχάς, ελπίζουσα ότι θα ήταν επτά τουλάχιστον οι συγγενείς, όσοι θα πήγαιναν διά την υπόθεσιν. Αλλ’ αφού οι συγγενείς του γαμβρού, οίτινες εκανόνιζον τα τοιαύτα, παρήγγειλαν ότι ο αριθμός ωρίσθη εις πέντε, η Γαλάτσαινα, μη δυναμένη ν’ αφήση απ’ έξω άλλους ηλικιωμένους συγγενείς, ευρέθη εις την ανάγκην ν’ αποκλείση τον ανήλικον υιόν της.
Ο μικρός απεκοιμήθη αναμασσών τα τόσα γλυκά και τας υποσχέσεις, ενωρίς, πριν έλθωσιν ακόμη εις την οικίαν τα δύο συγγενικά ανδρόγυνα. Αλλά περί το μεσονύκτιον, αφού εχόρτασε τον ύπνον, εξύπνησε και βλέπει την αδελφήν του, ημιπλαγιασμένην παρά την εστίαν, βλέπουσαν ρεμβωδώς το φθίνον πυρ και μελετώσαν την ιδέαν του γάμου. Η Μυρσούδα δεν είχεν ύπνον, και οι λογισμοί της και τα ξυπνητά όνειρά της, τα οποία επλησίαζαν να γείνουν πράγματα, επετούσαν προς την οικίαν εκείνην του αρραβωνιαστικού της, όπου ευρίσκοντο τώρα η μήτηρ της και οι θείοι και αι θείαι της. Διότι είνε κάτι τι παράξενον, βλέπεις, να πανδρευθή άνθρωπος. Πρέπει να καμαρώνης και να δαγκώνης τα χείλη σου, να μη γελάς. Από το σπίτι έξω δεν βγαίνεις, αλλά μόλις θα προβάλης εις το παράθυρον διά να ποτίσης την γάστραν με τα λελούδια, μόλις θα φανής εις τον εξώστην διά να γεμίσης το κανάτι νερόν από την στάμναν, ευθύς ο κόσμος, δηλαδή η γειτόνισσαις, σου φωνάζουν: «Με τς’ γειαις, Μυρσούδα!» Τότε τι να πης; Να κάμης τον κωφόν; Θα σου το φωνάξουν δυνατώτερα. Να πης «φχαριστώ;» θ’ ανοίξης το στόμα σου, και σαν το ανοίξης θα γελάσης χωρίς να θέλης. Όσο και να καμαρώνης, θα χαμογελάσης, δεν μπορείς. Είνε κάτι τι παράξενον, βλέπεις, να πανδρευθή άνθρωπος. Είδε λοιπόν ο μικρός την Μυρσούδαν να ρεμβάζη, και την θέσιν την μητρός του την βλέπει κενήν. Τινάζει τότε το πάπλωμα, πετιέται απάνω, και βάζει της φωναίς. Πού είνε η μάννα; επήγαν να δέσουν της πανδρειαίς, κι’ αυτόν τον εγέλασαν μες τα μάτια; Η αδελφή του δεν ειξεύρει πώς να ειπή ψεύματα με πιθανότητα. «Γουρούνα, βρωμούσα!» Την πιάνει από τα μαλλιά. Της τα τραβά δυνατά. Την θανατώνει από τον πόνον. Κλαίει εκείνη και δοκιμάζει να κρατήση τα χέρια του. Επί τέλους επικαλείπαι έν ψεύμα εις βοήθειάν της. — Η μητέρα επήγε στην εκκλησία. Θα γείνη πάλιν σήμερα, την Κυριακή, νύκτα βαθειά η λειτουργία, καθώς προχθές τα Χριστούγεννα. Είνε τώρα τρεις απ’ τα μεσάνυκτα. Δεν τον εξύπνησε διά να μη τον κρυώση. Αλλά τώρα-τώρα θα φέξη, και θα πάγη κι’ αυτός στην εκκλησία. Ο μικρός εκόντευσε να πιστεύση. Αλλά, κατά συγκυρίαν, βλέπει εκεί, υποκάτω απ’ τα εικονίσματα επί μικρού τραπεζίου, την προσφοράν, που είχεν η μητέρα του από προχθές φυλαγμένην, διά να την προσφέρη σήμερον εις την εκκλησίαν. Η προσφορά ήτο εκεί τυλιγμένη εις λευκόν προσόψιον. Αν η μητέρα επήγαινε στην εκκλησίαν, θα έπαιρνε την προσφοράν μαζί της. — Την εξέχασ’ η μητέρα την προσφορά, εδοκίμασε να ισχυρισθή η Μυρσούδα.
— Ψέμματα λες. Γουρούνα, γουρούνα!
Κ’ έκαμε πάλιν να την αρπάξη από τα μαλλιά.
Η Μυρσούδα έδεσε σφιγκτά το λευκόν τουλουπάνι της, και το κατεβίβασεν έως τα οφρύδια, διά να προφυλάξη τα ωραία καστανά μαλλιά της. — Η προσφορά, επανέλαβεν η Μυρσούδα, συγκεντρούσα όλην την γυναικείαν λογικήν εις τον νουν της, η προσφορά έγεινε διά την ημέραν που θα δέσουν της πανδρειαίς. Αφού απομείναμε αυτό το Σάββατο, τώρα την προσφορά θα την φάμε μεις, κ’ η μητέρα θα ζυμώση άλλη το άλλο Σάββατο, για την πάη στην εκκλησία, για την ημέραν που θα δέσουν της πανδρειαίς.
— Ψέμματα, δε με γελάς! γουρούνα!
Είχεν εξασθενήσει η γνώμη του πολύ και ίσως θα επείθετο. Αλλά τότε ενθυμήθη ότι αφ’ εσπέρας υπήρχεν επάνω εις το ίδιον τραπέζι μέγας δίσκος, και ο δίσκος αυτός έλειπε τώρα απ’ εκεί. Εκ τούτου οδηγούμενος, εκύτταξεν επάνω εις το ράφι, και είδεν ότι έλειπαν απ’ εκεί αι πέντε ή εξ κούπαις του γλυκού, όπου υπήρχαν το βράδυ. Τότε ο μικρός έβαλεν αγρίαν κραυγήν, και ήρπασε τα δύο κλώνια ή τα άκρα του κεφαλοδέσμου της αδελφής του, προσπαθών να την ξεμανδηλώση. — Ψεύτρα! γουρούνα! πήγαν να δέσουν της πανδρειαίς.
Ο μικρός εφόρεσε το ένδυμά του, κ’ εζήτησε να φύγη. Ήθελε να υπάγη και αυτός εις την οικίαν του γαμβρού. Εν τη παραφορά του δεν εφοβείτο πλέον ούτε τους καλικαντζάρους, ούτε τα φαντάσματα. Η αδελφή του κλαίει, φοβείται να μείνη μοναχή της. Ο μικρός δεν την ακούει, ανοίγει την θύραν, εξέρχεται. Εκείνη τρέχει κατόπιν του. Εκείνος γυρίζει.
— Άναψέ μου το φανάρι, τώρα ευθύς, γιατί. . .
Και την εφοβέριζε με τον γρόνθον.
— Το φανάρι το επήρε η μητέρα. Κάτσε, παιδάκι μ’, πού θα πας; Τώρα, όπου είνε θαρθούνε πίσω. Του έλεγε πολλά, αλλ’ εκείνος επέμενεν. Ίσως επί τέλους ο φόβος των καλικαντζάρων, θα τον έκαμνε να γυρίση πίσω, αφού έκαμνε ολίγα βήματα εις τον δρόμον, αλλά την στιγμήν εκείνην ηκούσθη φωνή, κάτω από τον εξώστην.
— Τι έχετε, θα πω; έλεγεν η φωνή.
— Θεια-Χρυσή, δεν ακούς; είπεν η Μυρσούδα. Θέλει να πάη στης πανδρειαίς.
Η θεια Χρυσή ήτο πτωχή και έρημη χήρα, κατοικούσα εις μικρόν θάλαμον, εις το εισόγειον της οικίας. Είξευρε τα περί του αρραβώνος, και ηγάπα την κόρην και την μητέρα της. Ήτο δε μακρυνή συγγενής του γαμβρού.
— Για να σου πω, παιδί μου Μυρσούδα, είπεν ήρθε κανένας απ’ το σπίτι του γαμβρού να σου πάρη να σ’ χαρήκια;
— Όχι.
— Πώς ξέχασαν οι μουρλοί! Για να σου πω, έχω εγώ ένα μικρό φαναράκι, τώρα το ανάφτω, και να πάμε μαζί με το Χρήστο, και να ‘ρθώ πίσω να σ’ πάρω τα σ’ χαρήκια. Κλειδώσου μες το σπίτι και μη φοβάσαι.
Έκρουσαν την θύραν της οικίας της Μπόναινας. Ο Χρήστος έγεινε δεκτός, διότι αφού εδόθησαν πλέον οι αρραβώνες, ήτο πλέον αδιάφορον αν ήρχοντο και άλλοι περιττοί ή άρτιοι.
Εφίλησαν την θεια-Χρυσή, ήτις τους συνεχάρη πρώτη, και επανελθούσα μόλις μετ’ ολίγα λεπτά, επήρε τα συχαρήκια της Μυρσούδας, ήτις την «ασήμωσεν», ήτοι της έδωκεν αργυρούν νόμισμα.
Η ημέρα του Αγίου Βασιλείου εορτάσθη καλώς εις τας οικίας της μιας και της άλλης συμπεθέρας. Η Μυρσούδα δεν επρόφθανε να φτιάνη φουσκάκια (ή λοκμάδες) από πρωίας μέχρι μεσημβρίας. Η κυρά-Γαλάτσαινα δεν επρόφθανε να φιλεύη όλον τον κόσμον φουσκάκια, χαμαλιά, στραγάλια, γλυκό και μεγάλαις σταφίδες από ραζακί σταφύλι. Μερικοί από τους επισκέπτας ήρχοντο δις και τρις, λέγοντες ότι η πρώτη φορά ήτο διά τον αρραβώνα, η δευτέρα διά την εορτήν του γαμβρού και η τρίτη διά τα «μβατίκια».
Τα «μβατίκια» διεξήχθησαν λαμπρώς. Έρρανον τον γαμβρόν με κοφέτα και με ορύζιον, μέγα συμπόσιον παρετέθη, και ο γέρο- Λάζος, όστις επρόσεχε πλέον εις τας χειρονομίας του, έκαμε τόσον κέφι, ώστε μεταξύ δύο τραγουδιών εκάστοτε δεν έπαυε να φωνάζη·
— Ας φέξη!
Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:
Επάνω στον βράχο της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους ευρίσκετο κτισμένον το εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας. Όλον τον χειμώνα παππάς δεν ήρχετο να λειτουργήση. Ο βορρηάς μαίνεται και βρυχάται ανά το πέλαγος το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι’ ο βράχος υψώνει την πλάτην του γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένον βαθειά στην γην, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού, στεφανώνει την κορυφήν του. Όλον τον χρόνον παππάς δεν εφαίνετο και καλόγηρος δεν ήρχετο να δοξολογήση. Μόνον την ημέραν των Φώτων κατέβαινεν από το ύψος του βραχώδους βουνού, από το λευκόν μοναστηράκι του Αγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, με φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιά και κυματίζοντα βαθειά γένεια, ένας γέρων ιερεύς, «ως νεοττός της άνω καλιάς των Αγγέλων», διά να λειτουργήση το παλαιόν λησμονημένον ερημοκκλήσι. Εκεί ήρχοντο τρεις-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, αλειτούργητοι, ήρχοντο με της φαμίλιες των της ανέβγαλτες και άπραχτες, με τα βοσκόπουλά των τ’ αχτένιστα και άνιφτα, που δεν είξευραν να κάνουν το σταυρό τους, διά ν’ αγιασθούν και να λειτουργηθούν εκεί· και εις την απόλυσιν της λειτουργίας ο γηραιός παππάς με τους πτερυγίζοντας βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά, και την βαθείαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εις τον μέγαν απλωτόν αιγιαλόν ανάμεσα εις αγρίους θαλασσοπλήκτονς βράχους, διά να φωτίση κι’ αγιάση τ’ αφώτιστα κύματα. Τον άλλον καιρόν ήρχοντο, συνήθως την άνοιξιν, γυναίκες ναυτικών και θυγατέρες, κάτω από την χώραν, με σκοπόν ν’ ανάψουν τα κανδήλια, και παρακαλέσουν την Παναγίαν την Κατευοδώτραν να οδηγήση και κατευοδώση τους θαλασσοδαρμένους συζύγους και τους πατέρας των. Ωραίες κοπέλλες με υποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, με τραχηλιαίς ψηλοκεντημέναις, με τους χυτούς βραχίονας και τα στήθη τα γλαφυρά, ήρχοντο να ικετεύσουν διά τα αδελφάκια των που εθαλασσοπνίγοντο δι’ αυτάς, διά να της φέρουν προικιά από την Πόλιν, στολίδια από την Βενετιάν, κειμήλια από την Αλεξάνδρειαν. «Πάντα νάρχωνται, πάντα να φέρνουν». Βοϊδάκια λογικά που ώργωναν αντί της ξηράς την θάλασσαν, φρόνιμα όπως τα δύο εκείνα τέκνα της ιερείας της Δήμητρος, τα μακαρισθέντα. Νεαραί γυναίκες ρεμβάζουσαι και μητέρες συλλογισμέναι ήρχοντο διά να καθήσουν και αγναντέψουν.
Άμα είχαν φωτισθή τα νερά, η οψιμώτερα, αφού είχαν περάσει κ’ αι Απόκρεω, συνήθως περί την δευτέραν εβδομάδα των Νηστειών, αφού είχαν γευθή πλέον αχινούς και στρείδια αρκετά, οι ναυτικοί μας επέβαιναν εις τα βρίκια, εις της σκούναις των, και εμίσευαν· επήγαιναν να ταξειδέψουν. Τον καιρόν εκείνον καράβια και γολέτταις «έδεναν» μεσούντος του φθινοπώρου. Οι θαλασσινοί μας αγαπούσαν πολύ της εστίας την θαλπωρήν, τον καπνόν του μελάθρου και το θάλπος της αγκάλης. Και όταν επανήρχετο η άνοιξις εις την γην, τότε αυτοί επέστρεφαν εις την θάλασσαν. Εσηκώνοντο στα πανιά τα αιμωδιασμένα και ναρκωμένα από την μακράν ραστώνην σκάφη ανά δύο ή τρία την αυτήν ημέραν, και η σκούνα έφερνε βόλταις εις τον λιμένα εάν ήτο ενάντιος, ή και ούριος, αν ήτο ο άνεμος. Η βάρκα επερίμενε διπλαρωμένη έξω εις την προκυμαίαν. Ο καπετάνιος δεν ετελείωνε τους αποχαιρετισμούς εις την οικίαν και ο λοστρόμος εμάκρυνε της πανετάδες εις τα καπηλειά. Κ’ η βάρκα επερίμενε. Και ο μούτσος έχασκεν επάνω εις το κεφαλόσκαλον. Και ο νεαρός ναύτης, όστις είχεν έλθει με τον μούτσον τώρα από την σκούναν, που ήταν στα πανιά, εγίνετο άφαντος. Δύο άλλοι σύντροφοι, περασμένοι στα χαρτιά, ναυτολογημένοι, έλειπαν. Κανείς δεν είξευρε πού ήσαν. Και μέσα εις το πλοίον όπου έφερνε βόλταις-βόλταις, κ’ εστρέφετο ως δεμένον περί κέντρον αόρατον — το κέντρον ήτο μέσα εις τας καρδίας και εις τας εστίας των ναυτικών — άλλος δεν ήτο ειμή ο πηδαλιούχος, ο μάγειρος, κ’ ένας επιβάτης, ξένος κ’ έρημος, εις τον οποίον είχαν ειπεί «τώρα, στη στιγμή, να, τώρα-τώρα θα φύγωμε» κ’ είχε μπαρκάρει, ο άνθρωπος, από δώδεκα ώρας πριν.
Ο πλοίαρχος έπρεπε να βάλη εμπρός την καπετάνισσαν· αυτή ώφειλε να προπορευθή, επειδή ήτον τυχερή, βέβαια· κ’ έτσι απεφάσιζε να μπαρκάρη. Τέλος εσυμμαζεύετο ο λοστρόμος, ανεκαλύπτοντο οι δύο απόντες σύντροφοι, εξεκολλούσεν ο πλοίαρχος, έπεφταν τρομπώνια αρκετά, τρομπώνια από το πλοίον, τρομπώνια έξω από την πόλιν έκοφταν, εψαλλίδιζαν της βόλταις ταχύτερα, συντομώτερα ως να εσφίγγοντο διά να κόψουν την αόρατον εκείνην κλωστήν, το λεπτόν ισχυρόν νήμα, ως μίαν τρίχα ξανθήν μακράς κυματιζούσης κόμης, και το σκάφος έβαλλε πλώρην προς βορράν.
Την ημέραν εκείνην και τας άλλας ημέρας της αρχής του έαρος, καραβάνια γυναικών, ασκέρια, φουσάτα γυναικών, ανείρπον, ανέβαιναν, ανήρχοντο, επάνω στην ρεμματιάν, το ρέμμα-ρέμμα, τον ελικοειδή δρομίσκον, όστις διαχαράσσεται ανά τους λόφους τους τερπνούς με τας χιλιάδας των ελαιοδένδρων, τον αειθαλή πρασινόφαιον στολισμόν της μεγάλης κοιλάδος με τας ράχεις, με τας κορυφάς, με τας εσοχάς και εξοχάς, ανετώτερον από την κυματίζουσαν ποδιάν της βοσκοπούλας του βουνού, πολυπτυχώτερον από την χρυσοκέντητον εσθήτα της νύμφης. Επάνω εις τον βράχον της ερήμου βορεινής ακτής, πλησίον εις το λησμονημένον παρεκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας, εκεί εγίνετο το μαζεμμα των γυναικών, η σύναξις η μεγάλη.
Τότε έλαμπον με μεγάλαις φωτιαίς τα κανδήλια της Παναγίας της Κατευοδώτρας. Η γραία Μαλαμίτσα, η κλησάρισσα του αγίου Νικολάου, έβαλλε της φωναίς· έκανε το κακό. . . εμάλλωνε με όλαις της γυναίκες. Αυτή επήρε το καλαθάκι της, την ρόκαν της, τ’ αδράχτι της, και ήλθεν από τον Άγιον Νικόλαον επίτηδες, κατά παραγγελίαν του κυρ-Αγγελή του επιτρόπου. . . διά να μαλλώση της ευλαβητικαίς (αλλοίμονον! η ευλάβειά μας είνε για το συμφέρον, έλεγε σείουσα την κεφαλήν), να μην το παρακάνουν και χύνουν λάδια πολλά και λαδώνουν το έδαφος του ναού, και τα στασίδια και το αναλόγι, και τα δύο-τρία παμπάλαια βιβλία που ήσαν εκεί, και τα μανάλια και τον τοίχον, και τα τέμπλον, και της ποδιαίς και αυτάς τας αγίας εικόνας. Αλλ’ η γυναίκες δεν την άκουαν. Τι χρειάζουνται τόσαις φωτιαίς, σαν πυροφάνια, εφώναζεν η γρηά Μαλαμίτσα. Αυτή είχε μάθει από τον γέροντά της τον παππα-Γεράσιμον, ότι η φωτιαίς των κανδηλιών πρέπει να είνε μικραίς, τόσαις δα, σαν λαμπυρίδες. Του κάκου. Κανείς δεν την ήκουεν.
Οι ορμαθοί των γυναικών, ομάδες-ομάδες, συγγενολόγι. . . . διεσπείροντο εις μικρούς όχθους, εις πτυχάς του βράχου, ανάμεσα εις θάμνους και χαμόκλαδα, εις μέρη υψηλά και εις μέρη υπήνεμα, ήρχοντο με τα καλαθάκια τους, με τα μαχαιρίδιά τους. . . διότι πολλαί εξ αυτών ησχολούντο να βγάλουν αγριολάχανα. . . με τα προγεύματά τους, τα σαρακοστιανά, και αφού είχαν ανάψει τα κανδήλια της Παναγίας, αφού είχαν κάνει μετάνοιες πολλαίς στρωταίς, κ’ είχαν κολλήσει αφιερώματα εις την εικόνα, κ’ είχαν χορτάσει τ’ αυτιά τους από τας νουθεσίας της γρηά-Μαλαμίτσας, εστρώνοντο εκεί εις την δροσεράν χλόην κι’ αγνάντευαν κατά τα πέλαγος. Τα βοσκόπουλα εκείνα τ’ άγρια κι’ αχτένιστα κι’ απλοϊκά, που της έβλεπαν από μακράν σαν σκιασμένα, απορούσαν κ’ έλεγαν:
— Κύττα της! στα μάτια έκαμαν.
Ως τόσον αι γυναίκες των θαλασσινών αγνάντευαν.
Ιδού το βρίκι του καπετάν-Λιμπέριου του Λιμνηού· είχε σηκωθή στα πανιά αργά την νύκτα· με το απόγειο της νυκτός ηύρε το ρέμμα και απεμακρύνθη κ’ εχώνεψε. Κατευόδιο καλό! Η προσευχή των μικρών παιδίων του ας είνε ως πνοή στα πανιά, στα ξάρτια του καραβιού σας. . . στο καλό, στο καλό!
Ιδού το καράβι του καπετάν-Σταμάτη του Σύρραχου. Υπερήφανα, καμαρωμένα, αδελφωμένα τα δυο, αυτό κι’ ο πλοίαρχός του, πάνε να μας φέρουν καλά, να μας φέρουν στολίδια. Στο καλό πουλί μου, στο καλό!
Ιδού και η γολέττα του καπετάν-Μανώλη του Χατζηχάνου. . . Η ψυχή μου, η πνοή μου να είνε πάντα στα πανιά σου, ωσάν λαμπάδα του Επιταφίου, να διώχνη τα μαύρα, τα κατακόκκινα τελώνια, πριν προφτάσουν να κατακαθίσουν στα πανιά σου. Σύρε, πουλί μου, στο καλό και στην καλή την ώρα! Στο καλό!
Νά κ’ η σκούνα του καπετάν-Αποστόλη του Βιδελνή, καινούργιο σκαρί, η τετάρτη ή πέμπτη, την οποίαν κατορθώνει εντός δεκαετίας να σκαρώση, μ’ όλην της τύχης την καταδρομήν. Έπεσε πολύ γιαλό, δεν την ηύρε καλά το απόγειο, κι’ άργησε. Διακρίνεται το πλήρωμα, οι άνθρωποι σαν ψύλλοι, που πηδούν εμπρός κι’ οπίσω στην κουβέρτα. Δούλευέ τα, καπετάνιο μου! Παναγιά, μπροστά σας! Στο καλό, στο καλό!
— Παιδιά μου, κορίτσια μου, αρχίζει να ομιλή η γριά-Συρραχίνα, παλαιά καπετάνισσα με το ραβδάκι της και με το καλαθάκι της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, που μπόρεσε κι’ ανέβη τον ανήφορον διά να καμαρώση, ίσως διά τελευταίαν φοράν, το καράβι του γυιου της που έφευγε. Ξέρετε τι μεγάλη χάρι έχει, και πόσο καλό έκαμε στους θαλασσινούς αυτό το εκκλησιδάκι της Μεγαλόχαρης.
— Πώς δεν το ξέρουμε, είπαν αι άλλαι· ας έχη δόξα το όνομά της.
— Το εξωκκλήσι αυτό άγιασε και μέρωσε όλο το άγριο κύμα· πρωτήτερα είχε κατάρα όλος αυτός ο γιαλός.
— Γιατί;
— Βλέπετε κείνον τον βράχο, κάτω στο κύμα που ξεχωρίζει απ’ το γιαλό;. . . που φαίνεται σαν άνθρωπος με κεφάλι και με στήθια . . . που μοιάζει σαν γυναίκα; Εκείνη είνε το Φλανδρώ.
— Ναι, το Φλανδρώ, είπεν η υπερεξηκοντούτις Χατζηχάναινα. Κάτι έχω ακουστά μου. Εσύ θα το ξέρης καλλίτερα, θεια-Φλωρού.
— Το βλέπετε κ’ είνε ξέρα, είπεν η Φλωρού η Συρραχίνα· μια φορά κ’ έναν καιρό ήτον άνθρωπος.
— Άνθρωπος;
— Άνθρωπος καθώς εμείς. Γυναίκα. Αι άλλαι ήκουον με απορίαν. Η γρηά-Συρραχίνα ήρχισε να διηγήται.
— Στον καιρό των παλαιών Ελλήνων, ήτον μία κόρη αρχοντοπούλα, που την έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ. Η Φλανδρώ είχε νοματιστή έτσι — καθώς μούπε ο πνεμματικός απάνω στον Άι-Χαράλαμπον όσον τον θυμούμαι, μακαρία η ψυχή του. Ήμουν μικρό κορίτσι, δώδεκα χρονών, και μ’ επήγε η μάννα μου να ξαγορευτώ τη Μεγάλη Τετράδη. . . τι να ξαγορευτώ, εγώ τίποτα δεν είξερα, τα ξεράματά μου. . . το τι μώλεε ο πνεμματικός δεν αγροικούσα, φωτιά που μ’ έ!. . . Το νόημά του δεν το καταλάβαινα, τα λόγια τα θυμούμουν, κ’ ύστερ’ από χρόνια. . . το κορίτσι πρέπει νάνε φρόνιμο και ντροπαλό, νάνε υπάκοο, να μην κυττάζη τους νειους, ν’ αγαπά τον κύρη του και την μανούλα του· και σαν μεγαλώση, και δώση ο Θεός και παντρευτή με την ευχή των γονιών της, άλλον να μην αγαπά από τον άνδρα της.
Μώφερε το παράδειγμα των παλαιών Ελλήνων. . . Οι παληοί Έλληνες, που προσκυνούσαν τα είδωλα. . . Κείνον τον καιρό ήτον μια που την έλεγαν Φλάνδρα, ή Φλανδρώ. Φλανδρώ θα πη Φιλανδρώ. Φιλανδρώ θα πη μια που αγαπά τον άνδρα της. Φλανδρώ την είπαν, Φλανδρώ βγήκε. Αγάπησε ολόψυχα τον άνδρα της, όσο που έχασε τ’ αγαθά του κόσμου, και έγεινε πέτρα γι’ αυτό. Τον καιρόν εκείνον ήτον ένας καραβοκύρης, ώμορφο παλληκάρι, κι’ αγάπησε το Φλανδρώ και την εγύρεψε, και της έδωσε αρραβώνα. Σαν της έδωσε αρραβώνα, εσκάρωσε καινούργιο καράβι, και σαν εσκάρωσε το καράβι, έγεινε κι’ ο γάμος· και σαν έγεινε ο γάμος, έρριξε το καράβι στο γιαλό, κ’ εμπαρκάρησε και πήγε να ταξειδεύη.
Τότε το Φλανδρώ ήλθε ν’ αγναντέψη, σαν καλή ώρα, ‘ς αυτόν τον έρμο το γιαλό. Ξεκολλούσεν η ψυχή της, που έφευγεν ο άνδρας της· δεν μπορούσε να το βαστάξη, να στηλώση την καρδιά της. Αγνάντεψε το καράβι που έφευγε, κ’ έκλαψε πικρά κ’ εφαρμακώθηκαν, και θύμωσαν, κι’ αγρίεψαν κ’ εθέριεψαν. . . και στο δρόμο τους που ηύραν το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της Φλανδρώς, κ’ έγεινε αγυρισιά του. . . Και το Φλανδρώ ήρθε και ξαναήρθε σ’ αυτόν τον έρμο γιαλό κ’ εκύτταζε κι’ αγνάντευε. . . κ’ επερίμενε, κ’ εκαρτερούσε κι’ απάντεχε. . . Πέρασαν μήνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δύο χρόνια, πέρασαν τρία. . . και το καράβι πουθενά δεν εφάνηκε. . . και το Φλανδρώ έκλαψε, και καταράστηκε την θάλασσα, και τα μάτια της εστέγνωσαν, και δεν είχε πλεια δάκρυ να χύση. . . και παρακάλεσε τους θεούς της που ήταν είδωλα, πέτραις, να της κάμουν τη χάρι να γείνη κι’ αυτή είδωλο, βράχος, πέτρα. . . και το ζήτημά της έγεινε και την έκαμαν βράχο, ξέρα. . . με το σκήμα τ’ ανθρωπινό, που τρίβηκε κ’ εφθάρηκε απ’ τα κύματα ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια· και το ανθρωπινό σκήμα φαίνεται ακόμα, και νά ο βράχος εκεί, η πέτρα που θαλασσοδέρνεται και χτυπά και βογγά απάνω της το κύμα. . . κ’ η φωνή της, το βογγητό της, γίνεται ένα με το βογγητό της θάλασσας . . . Νά η ξέρα εκεί. Αυτή ‘νε η Φλανδρώ. Ύστερα με χρόνια πολλά, σαν ήρθε ο Χριστός ν’ αγιάση τα νερά, για να βαπτιστή η πλάσι, μια χριστιανή αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δύο καράβια, έταξε στην Παναγία, κ’ έχτισε αυτό το παρακκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδίων της. . . Ας δώσ’ η Παναγία και σήμερα νάνε καλό κατευόδιο στους άνδρες σας, στ’ αδέρφια σας, και στους γονιούς σας. — Φχαριστούμε· ομοίως και στα παιδάκια σου, θεια-Φλωρού!
Ο ήλιος εχαμήλωσε κατά το βουνόν, τα πρώτα πλοία είχαν γείνει άφαντα προ ώρας· και η τελευταία γολέττα μικρόν κατά μικρόν εχώνευεν εις το μέγα πέλαγος. Τα συγγενολόγια και τα φουσάτα των γυναικών, με τα καλαθάκια και τα μαχαιράκια τους, διεσπάρησαν ανά τους λόφους, κ’ έβγαζαν καυκαλήθραις και μυρόνια, κ’ έκοφταν φτέραις κ’ αγριομάραθα. Σιγά-σιγά κατέβη ο ήλιος εις το βουνόν και αυταί κατήλθον εις την πολίχνην. Η νυκτερινή αύρα εσύριζεν εις τα δένδρα, και οι λογισμοί των γυναικών επετούσαν μαζί της, κ’ έστελλαν πολλάς ευχάς εις τα κατάρτια, εις τα πανιά και εις τα εξάρτια των καραβιών. Και βαθειά, εις την σιωπήν της νυκτός, τίποτε άλλο δεν ηκούσθη ειμή το λάλημα του νυκτερινού πουλιού, και το άσμα μιας τελευταίας συντροφιάς ναυτικών, μελλόντων ν’ αναχωρήσωσιν αύριον : «Σύρε, πουλί μου στο καλό και στην καλή την ώραν!»
Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:
Ως προς την δευτέραν Στέργαιναν δυστυχώς δεν αλήθευσε το ρητόν: «η πρώτη δούλα, η δεύτερη κυρά». Η Θοδωριά, η πτωχή, υπέφερεν όλας τας αγγαρείας, όσας της επέβαλεν ο σύζυγός της. Ασβεστάς εκείνος, φουρνάρισσα αυτή. Το πτωχόν νήπιον, ο Ελευθέρης, δεν είχε χορτάσει το γάλα της μητρός του. Εφαίνετο γηράσασα ήδη, αν και μόλις είχεν υπερβή το τριακοστόν πέμπτον έτος. Ο μπάρμπα- Στέργιος, δέκα πέντε έτη μεγαλείτερός της, την είχε πάρει εις δεύτερον γάμον, και μάλιστα με το σπαθί του· την έκλεψεν. Ο μικρός Ελευθέρης, τετραετής ήδη, ζαρωμένος, χλωμός, ζουριασμένος, και η μήτηρ του ούτε να τον θρέψη ήτον ικανή, ούτε να τον «αποκόψη» ηδύνατο. Οι μαστοί της ως να είχαν παραψηθή από την αντιλαμπήν του φούρνου, εκρέμαντο μαραμμένοι υπό την τραχηλιάν, και ο μικρός δυσκόλως εύρισκεν εκεί σταγόνα γάλακτος.
Της είχαν πεθάνει τα δύο πρώτα παιδιά της, το έν θήλυ, το άλλο μικρόν αγόρι, και τώρα όλαι αι ελπίδες της εκρέμαντο εις τον μικρόν Ελευθέρην. Αλλά μέγας φόβος την είχε κυριεύσει, διότι και αυτό της το παιδί ήτον άρρωστον. Α! η καρδούλα της ήτον καμμένη! Καλλίτερα να μη ‘μβαίνη στον κόσμον άνθρωπος. Ενθυμείτο μετά σπαραγμού την στιγμήν, όταν «αγγελιάστηκε» το μικρόν κοράσιόν της. Πηγαίνει και το βρίσκει στην κούνια του, ξερό, μελανό, μισοπεθαμμένο. Βάζει μια φωνή. Τρέχουν δυο γειτόνισσες. «Τι έχεις; τι είνε;». «Το παιδί μου!»
Φωνάζουν το γιατρό. Όσο ν’ αρθή ο γιατρός, το κορίτσι «έσωσε». Σε μια ώρα, μιαν ωρίτσα! Ήρθεν η γειτόνισσα η Κατερίνα η Μπροστινή, το σαβάνωσε· η Θοδωριά έψαξε και ηύρε τα ρουχάκια του· έσκυφτε μες την κασσέλα να τα εύρη, κ’ εμοιρολογούσε! Η Κατερίνα την εμάλλωνε, λέγουσα ότι δεν μοιρολογούν τον νεκρόν, πριν τον ενδύσουν. Το στόλισαν ώμορφα-ώμορφα, το ξάπλωσαν στο κυλίμι, και το σκέπασαν να μη το βλέπη ο μικρός και κλαίη. Ο Χαραλαμπάκης ήτον δυο χρόνια μεγαλείτερος, κ’ ένοιωθε· τον επήραν η γειτόνισσες και τον απεμάκρυναν, έως να γείνη η εκφορά. Ύστερα το βράδυ, όταν ο Χαραλαμπάκης ερωτούσε: «Πούνε το Χρυσώ, μάννα, πού πάει το Χρυσώ;» του απήντησαν ότι επήγε να κοιμηθή «στα λουλούδια». Κ’ η Κατερίνα η Μπροστινή του είπεν ότι πάει «Στου παππά τ’ αλώνι κη στο περιβόλι». Και ο μικρός εξηκολούθει να ερωτά: «Πότε θαρθή, μάννα, πίσω το Χρυσώ μας;» έως ότου επέρασαν τρεις ημέραι και το εξέχασεν.
Α! Ποιο το είξευρε ότι τόσον γρήγορα έμελλε να υπάγη να την ανταμώση. Στο χρόνο απάνω, ο Χαραλαμπάκης πέφτει άρρωστος. Το γιατρό, ευθύς το γιατρό, να μη ξαναπάθουν τα ίδια. Έρχεται ο γιατρός, το βλέπει, «δεν έχει τίποτε», τους στέλνει ένα γιατρικό, άλλο γιατρικό. Όσο έπαιρνε τα γιατρικά, τόσο άναβεν η ζέστη κ’ η φλόγα πού είχεν. Έρχεται, το ξαναβλέπει, «μετά τρεις ημέρας θα είνε καλά». Μετά τρεις ημέρας ήτον αποθαμμένο. Αχ! με τι καρδιά να ψάξη να βρη τα ρουχάκια του, και με τι χέρια να το στολίση; Ευτυχώς ήτον εκεί η Κατερίνα η Μπροστινή, με την ακούραστον προθυμίαν της, με το λευκόν τλουπάνι υπό την πολίτικην μανδήλαν, με τους ελαφρώς διαγραφομένους μύστακάς της, και την απήλλαξε του κόπου. Με τι στόμα να το μοιρολογήση; Τι τραγούδια να του πη; Ήλθαν η παππάδες και το επήραν και αυτό, και το ετραγούδησαν και το επήγαν «στα λουλούδια», εκεί πού είχαν υπάγει και την μικράν Χρυσώ προ ενός έτους. Τώρα, αυτό το παιδάκι, ο Ελευθέρης, της έμεινεν. Ήτον εξαπλωμένη πλησίον του, ανέχουσα την κεφαλήν διά του βραχίονος υπέρ το προσκέφαλον του παιδίου, έχουσα την κεφαλήν του παιδίου υπό την αριστεράν μασχάλην της. Τα ενθυμείτο όλα όσα υπέφερε, και δεν είχεν ύπνον. Εις την εστίαν οι ολίγοι άνθρακες, χωμένοι εις την στάκτην, ετυφλόκαιαν ακόμη. Υπεράνω της κεφαλής της έκαιε το κανδήλι εμπρός εις τα εικονίσματα, σημειούν με φωτεινήν γραμμήν τας μελαγχολικάς μορφάς των αγίων. Ο σύζυγός της εξηπλωμένος εκ δεξιών της, έρρεγχε προ πολλού, από της ενάτης ώρας. Είχε γυρίσει δις ήδη και από τα δύο πλευρά και ανέπνεε δυνατά, και κάτι εμορμύριζε, και ενίοτε εμυκάτο εις τον ύπνον του. Ο καϋμένος ο μπάρμπα-Στέργιος δεν ήτο και πολύ κακός, αν και ηγάπα να τρώγη το ψωμί του από τα «φουρνιάτικα». Έλεγεν ότι, με το να κολλά τον φούρνον εις την γειτονιάν, η γυναίκα του, έβγαινεν από έναν κόπον να ζυμώνη. Κλαδιά της εκουβαλούσεν άφθονα, με το ονάριόν του, όσα επερίσσευαν από το καμίνι. Ήτον εν τούτοις εργατικός, και δεν την εβασάνιζε πολύ, την γυναίκα του. Μόνον όταν ετύχαινε να πωλήση μαζωμένον ασβέστην, κ’ έπαιρνε τίποτε λεπτά, ποτέ δεν εγύριζε στο σπίτι με τα θυλάκια πλήρη ή με τον στόμαχον κενόν. Συνήθως «τα άναβε τα καντήλια». Και αν μάλιστα ήτο Σάββατον βράδυ «εβαστούσε τρίμερο», καθώς έλεγε η Θοδωριά, και ήτον «εν τη δόξη του» έως το πρωί της δευτέρας. Αλλ’ αυτή το είξευρε το σύστημά του, και όταν τον έβλεπε να είνε στα «πράμματα», δεν του ωμιλούσε, διότι τότε ήτον φόβος μην «της φάη». Μόνον την Δευτέραν, πρωί, πριν αναχωρήση διά να υπάγη στο καμίνι, του εζήτει να της αφήση τίποτε λεπτά, αν του είχαν περισσεύσει, κ’ εκείνος τότε ήρχετο κάπως εις αίσθησιν. Τας προλαβούσας ημέρας των Χριστουγέννων, το είχεν «αλαλάξ τω Κυρίω», διότι είχε πωλήσει πολλά καντάρια ασβέστην, κ’ επήρεν ολίγα τάλληρα. Τώρα, τα Χριστούγεννα πέρασαν, ήρχετο Άις- Βασίλης, κ’ επειδή εν τω μεταξύ ήτο και Κυριακή, δεν είχε μαζεχθή ακόμη. Την εσπέραν ταύτην πάλιν ήτον ολίγον «στο φίλο, στο χορό», αλλ’ ευτυχώς είχεν έλθει ενωρίς απόψε, κ’ εντεύθεν η Θοδωριά εσυμπέρανεν ότι τα τάλληρα θα εσώθηκαν, από την τελευταίαν πώλησιν. Ό,τι όμως ηγνόει είνε ότι, εντός της ημέρας, ο μπάρμπα-Στέργιος επώλησε και άλλον ασβέστην. Και ο λόγος δι’ όν είχεν έλθει ενωρίς ήτο ότι είχε βαρυνθή κάπως την κραιπάλην, και ησθάνετο σφοδρόν πονοκέφαλον. Εν τούτοις η Θοδωριά ηυχαριστήθη, διότι, αφού έβλεπε το παιδί της άρρωστον, έστω και κοιμώμενον, και ο ρογχαλισμός του ανδρός της ήτο ως παρηγοριά της διά την ανησυχίαν της. Εν τούτοις το παιδίον εχειροτέρευεν. Η Θοδωριά, ήτις δεν ηδύνατο να κλείση όμμα επιβλέπουσα αγρύπνως το άρρωστον, είδεν αίφνης ότι το τεκνίον ηγωνία και επνευστία, βήχον ξηρώς. Ωχρόν ήτο το μέτωπόν του, απεξηραμμένα τα χείλη του, τα όμματά του θολά, και ελαφρά ερυθρότης ανέβαινεν από τας παρειάς του εις τους κροτάφους. Η γυνή ενθυμείτο τα συμπτώματα από τα δύο άλλα παιδιά της και ήτο έντρομος και περιδεής.
Τότε έσπευσε να εξυπνήση αποτόμως τον σύζυγόν της.
— Σήκω, Στέργιο!. . . κοιμάσαι, άνδρα μου;
Ο μπάρμπα-Στέργιος, μισοκοιμισμένος, εξηροτανύσθη κ’ εχασμήθη.
Κ’ εγύρισεν από το άλλο πλευρόν. Η γυνή τον έσεισε σφοδρώς. — Δεν ακούς, άνδρα; Ξανακοιμήθηκες; Σε καλό σου!
— Τι λες, μωρή γυναίκα;
— Σήκω, δεν μπορεί το παιδί μας.
— Και τι να σ’ κάμω εγώ;. . . Σα δεν μπορεί ας γιάννη. . .
Και ήδη επέπλεεν ως υπεράνω αβύσσου χασκούσης να τον καταπίη κάτωθεν, οίαν εφαντάζετο το στόμα της συζύγου του, και προσεκολλάτο εις το προσκεφάλαιον, ως εις χείλος μαλακής, ηδυπαθούς αιώρας, οποία του εφαίνετο ο ύπνος και ως ο κολυμβητής ο ετοιμαζόμενος εις κατάδυσιν, ητοιμάζετο να βυθισθή εκ νέου εις τον ύπνον. — Θα σηκωθής, πατέρα;
Το «πατέρα» τούτο το είπε με τρόπον η Θοδωριά, ως εκ μέρους δήθεν του νοσούντος τέκνου. Είτα μη δυνηθείσα να κρατήση τα δάκρυα επανέλαβε·
— Θα σηκωθής, πατέρα, ή θα μ’ αφήσης να πεθάνω κ’ εγώ, καθώς πέθανε το Χρυσώ μας κι’ ο Χαραλαμπάκης μας; Εκείνα τα δυο, πατέρα, είνε «στα λουλούδια», στον άλλον κόσμο, στην αληθινή ζωή, εκεί όπου όλα τα μικρά έχουν έναν πατέρα . . . . Σ’ αυτόν τον κόσμο, εδώ, εγώ άλλον πατέρα από σένα δεν έχω, και συ άλλο παιδί από μένα δεν έχεις. . . .
Ο μπάρμπα-Στέργιος ακούσας το παράπονον τούτο, συνεκινήθη, και απωθήσας το εφάπλωμα, ανεκάθησεν επί της στρωμνής του, κ’ έστρεψε λημώντας τους οφθαλμούς προς την κοιτίδα του παιδίου. Η γυνή του έφερεν αγγείον πλήρες ύδατος, κ’ έβρεξε τους οφθαλμούς του. — Δεν πας να φωνάξης το γιατρό, Στέργιο μου;
— Τι, γιατρό και γιατρό; έχουν τώρα αυτοί πίστι και σπλάχνα; . . . θαρρείς πως λυπούνται, μωρή γυναίκα; θα πάω, θα τον φωνάξω, θα ρίξω πέτρες στο παραθύρι, και θα κάμη τον κουφό, ή θα σηκωθή να με βρίση και να με διώξη. «Δεν ειξέρατε από πιο νωρίς ναρθήτε; τώρα μεσάνυχτα, ήρθες να ξυπνήσης το γιατρό; Αχ! να είξερες τι σκληροί είνε, γυναίκα!
— Δεν πειράζει, σύρε συ, και ρίξε τ’ άδικα σ’ εμένα. Πες, η γυναίκα σου δεν σούπε αποβραδής πώς ήτον το παιδί άρρωστο.
Ο μπάρμπα-Στέργιος ηγέρθη, εφόρεσε την βράκαν του, την τσάκαν του, εζώσθη το κίτρινον, πλατύ και φουντωτόν ζωνάρι του, υπέδησε τα πέδιλα εις τους πόδας, έλαβε το φέσι του το ξασπρισμένον με την κοντήν μαδημένην φούνταν, εφορτώθη την κάπαν του, επήρε το φανάρι, όπου του ήναψεν η γυναίκα του, κ’ εξήλθεν. Έξω ήτο σκότος βαθύ, ολίγα άστρα έλαμπαν τήδε κακείσε, και ο ουρανός εφαίνετο ωμιχλιασμένος. Είχε κοπάσει προ μιας ώρας ο μαινόμενος από τριών ημερών χιονιστής βορράς, κ’ έκαμνεν παράξενην γλύκαν, την οποίαν ο μπάρμπα-Στέργιο αμέσως ενόησεν, ούσαν προάγγελον χιόνος στρωτής, ής αι πρώται αραιαί νιφάδες είχαν αρχίσει ήδη να πίπτωσιν. «Α! κ’ η Θοδωριά γυρεύει να φέρω το γιατρό, εψιθύρισε χασμώμενος ο ασβεστιάς· θα θελήση ο γιατρός ναρθή μεσάνυχτα με το χιόνι!»
Εν τοσούτω εστράφη δεξιά, εβάδισεν έως διακόσια βήματα από συνοικίας εις συνοικίαν, και τέλος φθάσας υπό την οικίαν του ιατρού, έκαμεν ως είπε, κατά γράμμα. Έκρουσε μάτην την θύραν. Είτα έρριψε χαλίκια εις έν παράθυρον, όπου είξευρεν ότι ήτο ο κοιτών του ιατρού. Ούδεμίαν απάντησιν έλαβε. Τέλος ηνήχθη κατά το ήμισυ έν παραθυρόφυλλον κάτω του ισογείου, και η υπηρέτρια, με ένα βόστρυχον από τα ξέπλεκα μαλλιά της προβάλλοντα και κρεμάμενον έξω του παραθύρου, είπε·
— Δεν είνε εδώ ο γιατρός.
— Πού είνε; ηρώτησεν ο μπάρμπα-Στέργιος.
— Είνε όξου.
— Πού όξου;
— Δεν ήρθε ακόμα. Θα πήγε σε κανέναν άρρωστο.
— Τέτοια ώρα;
— Όπως τον γυρεύεις και του λόγου σου τέτοια ώρα, έτσι μπορεί να τον εγύρεψαν κι’ άλλοι.
Ο μπάρμπα-Στέργιος ίστατο αναποφάσιστος. Αίφνης η θεραπαινίς, ως να ήθελε να δείξη πλείονα του συνήθους εμπιστοσύνην, προσέθηκε·
— Κύτταξε μην είνε κανένα μαγαζί ανοικτό στην πιάτσα, μην παίζουνε πουθενά τα χαρτάκια. Μην ‘πης πως ‘ς το είπα εγώ.
Και αμέσως έκλεισε το παραθυρόφυλλον κ’ έγεινεν άφαντος.
Ο μπάρμπα-Στέργιος υπώπτευσεν ότι η πονηρά υπηρέτρια θα τον «γέλασε μες τα μάτια».
— Βέβαια, βέβαια, έλεγεν, έτσι μας γελούν τώρα εμάς τους γέρους, αυταίς η δούλαις, πού μας βλέπουν και δεν αξίζουμε τίποτα. Ως τόσο, εγώ δεν είμαι και πολύ γέρος, και δεν υπανδρεύτηκα παραπάν’ από δυο φοραίς, κι’ αν τυχόν μου πέθαινε η Θοδωριά. . .
Δεν ετελείωσε τον στοχασμόν του, όστις ήτο οιονεί τελευταία τις υποτροπή της από ημερών κραιπάλης του, και η εικών του χλωμού παιδίου με την ασθενή αναπνοήν και της μητρός με τα δάκρυα ήλθε και επάγωσε την αιφνιδίαν νεανικήν θέρμην του. Επανήλθε τότε εις την μνήμην του η φράσις της υπηρετρίας: «μη παίζουνε πουθενά τα χαρτάκια». Και επειδή είχε ξενυστάξει κ’ εντρέπετο να γυρίση άπρακτος εις την οικίαν, απεφάσισε να επιστρέψη διά της αγοράς, όπως ίδη μη τυχόν συναντήση που τον ιατρόν.
Κοντά εις όλα τα άλλα δεινά, είχε κολλήσει και η ψώρα αυτή εις το παραθαλάσσιον χωρίον, να μάθουν οι νέοι να παίζουν χαρτιά. Από όλους τους υπαλλήλους, μόνον ο υποτελώνης, όστις είχεν εγγύησιν δοσμένην, και ο ειρηνοδίκης, όστις εφρόντιζε διά την υπόληψίν του, καθώς και ο Ελληνοδιδάσκαλος, δεν ελάμβανον μέρος εις τας εσπερινάς συναναστροφάς, αίτινες εγίνοντο τακτικά εις την οικίαν του ενός και του άλλου των υπαλλήλων. Όλοι οι άλλοι, ο υπολιμενάρχης, ο υγειονόμος, οι δύο βοηθοί ή υπολογισταί του υπολιμεναρχείου, ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου, ο τηλεγραφητής, και όλοι, εκαίοντο κάθε βράδυ εις τα χαρτιά. Αλλά δεν ήτο και εντελώς φερτόν το νόσημα, και απόδειξις ότι, τας ημέρας αυτάς ιδίως, ότε αι εσπερίδες εγίνοντο εις το κομψόν και καλώς ευπρεπισμένον καπηλείον του Θανάση του Μπρεγυιού, ελάμβανον μέρος και πολλοί εντόπιοι, ο γραμματεύς της δημαρχίας, δύο νέοι χασάπηδες, οίτινες είχον υπηρετήσει εις τον στρατόν, ο φραγκορράπτης, όστις τον περισσότερον καιρόν έκαμνε τον δικολάβον, είς κουρεύς και δύο ναυτικοί. Ο δημοδιδάσκαλος ήρχετο τακτικά καθ’ εσπέραν κ’ εποντάριζεν μίαν ή δύο δεκάραις εις το έξ, και αν τας έχανεν, έφευγε σιωπηλώς χωρίς να πίη ούτε ένα ρούμι· αλλ’ εάν τας εκέρδιζεν, εκάθητο με το έν σκέλος εξηπλωμένον επί της μπαγκέττας, με το άλλο κάτω εις το δάπεδον, με το κοντόν τσιμπούκι του ακοίμητον πάντοτε, έπινε δύο τρία ρούμια, ίσα-ίσα το κέρδος και άμα το ωρολόγιον εσήμαινε την δωδεκάτην, έφευγε και επήγαινε να κοιμηθή. Οι άλλοι εξενυκτούσαν συνήθως, πότε εις τας τρεις, πότε εις τας τέσσαρες. Ο κάπηλος, ο Θανάσης ο Μπρεγυιός, ηυχαριστείτο τα μέγιστα εκ του είδους τούτου του εμπορίου, διότι εκτός του «νομίμου βιδανίου» είχε και το εμπόριον του μοσχάτου οίνου και των άλλων ποτών. Η συντροφιά έπαιζε κ’ έπινεν. Όποιος εκέρδιζεν, ευχαρίστως εκέρνα τους άλλους· μόνον ότι σπανίως ευρίσκετό τις να ομολογήση ότι εκέρδισε. Και ίσως να ήσαν και ειλικρινείς, διότι, κατά το αξίωμα των χαρτοπαικτών, δύο άνθρωποι κερδίζουν· όστις δεν παίζει ποτέ και όστις εισπράττει το βιδάνιον. Είς εκ της πρώτης κατηγορίας ήρχετο κατά πάσαν εσπέραν, ο καπετάν- Γιωργός ο Ασπρουδάκης, όστις ποτέ δεν έπαιζεν, αλλά και ποτέ δεν έλειπεν από τας εσπερίδας.
Δύο-τρεις άλλοι, όρθιοι όπισθεν των νώτων των παικτών, έμενον ως απολιθωμένα φαντάσματα, ως η ζώσα προσωποποίησις της καλής και της κακής τύχης. Επίσης ήρχετο κι’ ο μπάρμπ’-Αντώνης ο Πρίφτης, γηραιός βαρκάρης, όστις έμενε μέχρις ότου αποφασίση τις να κεράση «στα όλα», και τότε, αφού έπινε το ρούμι του, έφευγε, συναπάγων και τους άλλους, τους ορθούς ισταμένους, ως να ήσαν κολλημένοι εις την πλάτην των παικτών. Εάν όμως έβλεπεν ότι αργούσαν να κεράσουν, έφευγε κρυφά ή επήγαινεν εις την βάρκαν του διά να πλαγιάση.
Ενίοτε όμως ο μπάρμπ’-Αντώνης ο Πρίφτης με τον καπετάν Γιωργό τον Ασπρουδάκη και με δύο άλλους έπαιζαν απλώς σκαμπίλι με τα συνήθη κεράσματα, χωρίς λεπτά, παρά τινα γωνίαν αποσυρόμενοι, σύντροφοι πάντοτε οι δύο. Ο καπετάν-Γιωργός έκαμε πάντοτε τον μάστορα, και αν συνέβαινε να χάσουν, έμεναν οι δύο, παίζοντες «τον κακόν σύντροφο» ως τας δύο μετά τα μεσάνυκτα. Τελευταίος δ’ έχανε συνήθως ο μπάρμπ’-Αντώνης διαμαρτυρόμενος πάντοτε ότι ο καπετάν-Γιωργός τον έκλεπτε. Την εσπέραν εκείνην, ενώ η συντροφιά ευρίσκετο εις το κομψόν καπηλείον, έξαφνα χιών ήρχισε να πίπτη, αλλά τόσον ήσυχα και τόσον μαλακά, ως να έστρωνεν ο θεός λευκά σινδόνια διά τους πτωχούς και δια τους αστέγους, εις την οδόν. Ο άνεμος είχε κοπάσει αίφνης, δεν υπήρχε ψύχος επαισθητόν. Τόσον γλυκά και τόσον σιγανά, ευρέθησαν έξαφνα πλατείαι λευκαί λωρίδες καλύπτουσαι την γην. Είς των χαρτοπαικτών, σηκωθείς διά να ξεμουμουδιάση από την τράπεζαν (ήτο ημίσεια μετά τα μεσάνυκτα) είχεν έλθει προς το παράθυρον, κ’ ηθέλησε να κυττάξη έξω διά της θολωμένης υέλου. Αλλά σχεδόν δεν έβλεπε τίποτε, ειμή έν αχανές υπόλευκον φαιόν. Την ιδίαν στιγμήν εκρούσθη η θύρα του καπηλείου, μανδαλωμένη έσωθεν. — Άνοιξε, κυρ-Θανάση!
— Ποιος είνε; εφώναξε με συναχωμένην φωνήν ο κάπηλος, καθήμενος παρά την τράπεζαν κ’ επιτηρών αγρύπνως τους παίζοντας.
— Άνοιξε γιατί ρίχνει χιόνι.
Όχι τόσον ένεκα των επικλήσεων του κρούοντος την θύραν, όσον κατά σύμπτωσιν μάλλον, διότι ο σηκωθείς να κυττάξη διά του παραθύρου παίκτης, αφού είδε συγκεχυμένως διά των υέλων, ησθάνθη την επιθυμίαν να ιδή καλλίτερα αν εχιόνισεν, ηνοίχθη η θύρα (ο ίδιος ο παίκτης την ήνοιξε) και εισήλθεν ο μπάρμπα- Στέργιος τινάζων την κάπαν του, ασπρισμένην την φοράν ταύτην από ασβέστην. Διότι έως να φθάση από την οικίαν του εις του ιατρού, κ’ εκείθεν εις την αγοράν, όπου είδε φως εις το μαγαζί του Θανάση του Μπρεγυιού, ο νιφετός έγεινε πολύ πυκνότερος κ’ εντός ολίγων λεπτών εστρώθη ως σπιθαμήν από του εδάφους. — Χιονίζει, χιονίζει! είπαν όλοι, ιδόντες ασπρισμένον τον μπάρμπα-Στέργιον, και όσοι ήσαν όρθιοι εχώρησαν προς την θύραν, ενώ οι καθήμενοι εις την πασέταν εφώναξαν·
— Κλείστε μας την πόρτα.
— Κι’ από πού μας έρχεσαι, μπάρμπα-Στέργιο;
— Μεσάνυκτα, μας ήρθες απ’ το καμίνι!
Ο μπάρμπα-Στέργιος δεν έδωσεν απάντησιν εις τας φωνάς ταύτας, αλλ’ ανακαλύψας με το πρώτον βλέμμα τον ιατρόν, όστις εκάθητο μεταξύ του υπολιμενάρχου και του γραμματέως του Ειρηνοδικείου, επλησίασε και κύψας εις το ους αυτού, του ωμίλησε·
— Μου κάνεις τη χάρι, εξοχώτατε, να πάμε ως το σπίτι, έχω άρρωστο.
— Ποιος δεν μπορεί; η γυναίκα σου;
— Όχι το παιδί μου.
— Και τέτοια ώρα ήρθες;
— Δε μου είπε η βλοημένη η γυναίκα. Μα από νωρίς ήτον καλά το παιδί, και τώρα την νύκτα εβάρυνε.
— Δεν βλέπεις που χιονίζει; πού να πάμε!
— Έλα, έλα, κόπιασε από δω, μπάρμπα-Στέργιο, είπε μία άλλη φωνή. Φέρε, Θανάση, ένα μοσχάτο του μπάρμπα-Στέργιου. Πιε ένα μοσχάτο να ζεσταθής. Έλα στο πλάγι μου κάτσε.
Ήτο ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου, υψηλός νέος, ξανθός, με μεγάλους λινόχρους μύστακας, με τους οφθαλμούς προέχοντας εν χρω του προσώπου. Ούτος είχε την ώραν εκείνην τον μπάγκον, Και τα μουστάκια του, άμα είδε τον μπάρμπα- Στέργιον, ανέβαιναν και κατέβαιναν ως της γάττας της οσφρανθείσης ποντικόν.
Τον έδραξεν από του αγκώνος με την στιβαράν χείρα του, και τον έβαλε με το είδος εκείνο της φιλικής βίας, όπερ τινές άνθρωποι αγαπώσι να μετέρχωνται προς τους ασθενεστέρους τον χαρακτήρα, τον έβαλε να καθήση πλησίον του. Εκαλείτο Αριστείδης Μαγγανόπουλος και είχεν εκσφενδονισθή κατά την αλλαγήν του Υπουργείου (ήτο περί το 188. . . ) από το έν άκρον του Βασιλείου εις το άλλο. Ήτο φιλήδονος, φιλοπότης, καλόκαρδος· πώς να ζήση τις με εξήντα δραχμάς τον μήνα;
Ο μπάρμπα-Στέργιος έπιε το ποτήριον του μοσχάτου και πάλιν, κύψας όπισθεν του γραμματέως, εις το ους του ιατρού του είπε·
— Κάμε μου αυτήν την καλωσύνην, γιατρέ, κι’ ο Θεός να σου δώση ό,τι αγαπάς. Μ’ έστειλεν η γυναικά μου, και θα με περιμένη, το παιδί κινδυνεύει.
— Στάσου να περάση λίγο, να σταματήση το χιόνι, είπεν ο ιατρός.
Ο ιατρός ήτο καλός νέος, πλησιάζων εις το τεσσαρακοστόν, λιγνός, πρόθυμος, όχι πολύ σκληρός, ούτε πλεονέκτης. Ήτο απόφοιτος του εν Αθήναις Πανεπιστημίου, και δεν τον είχε κολλήσει μανία, αν και είχε τα μέσα να μεταβή εις την Εσπερίαν, όπως αγοράση σοφίαν. Εν τούτοις ενίοτε εβαρύνετο, και την εσπέραν ταύτην εμέμφετο τον εαυτόν του, ότι εδελεάσθη από την χαρτοπαικτικήν εσπερίδα. Του εφαίνετο ότι, αν ήτο από ενωρίς εις την κλίνην του, ούτε το παιδί του μπάρμπα- Στέργιου δεν ήθελεν αρρωστήσει, ούτε θα ήρχετο ούτος να του χαλάση την ησυχίαν.
— Πώς έμαθες πως είμ’ εδώ; του λέγει έξαφνα.
Ο μπάρμπα-Στέργιος την στιγμήν εκείνην ενθυμήθη την σύστασιν της υπηρετρίας και απήντησεν·
— Επήγα στο σπίτι σας, κ’ ήρθα απ’ το γιαλό, οπούνε πιο απάγγιο…. Σαν είδα φως στο μαγαζί, λέω, ας μβω μέσα, μήπως κ’ είν’ εδώ ο γιατρός.
— Και τι λόγους είχες να το υποθέσης;
— Δεν ξέρω πώς μου ήρθε. . . κάτι μου έλεγε πώς θα ήσαστ’ εδώ . . . ήθελα να πιω κ’ ένα ρουμάκι για να ζεσταθώ. . .
Ο Αριστείδης ο Μαγγανόπουλος δεν είχε λησμονήσει τον μπάρμπα- Στέργιον, αλλά τον εκράτει κάπως διά του γόνατος. Ακούσας όμως την φράσιν του ασβεστά, έσπευσε να λάβη μέρος εις την ομιλίαν.
— Ε! τώρα, δεν θα πουντάρης καμμιά δεκαρίτσα, μπάρμπα-Στέργιο, για να περάση η ώρα;
Ο μπάρμπα-Στέργιος δεν ήτο όλως άπειρος του χαρτοπαιγνίου. Εις την νεότητά του υπήρξε δεκανεύς εν τω στρατώ και είχε ζήσει επί τέσσαρα έτη εις διαφόρους πόλεις της Ελλάδος.
Διά να ευχαριστήση τον γραμματικόν, ήρχισεν από την δεκάραν και την έχασεν. Αλλ’ εντός ολίγων λεπτών της ώρας, έβγαλεν από την τσέπην όσα κέρματα είχεν, άνω της δραχμής, και τα έχασεν όλα.
Διά να τον παρηγορήση ο Αριστείδης ο Μαγγανόπουλος τον εκέρασεν ένα δεκάρικο μοσχάτο. Ο μπάρμπα-Στέργιος το ερρόφησε, και είτα κύψας εις το ους του ιατρού·
— Δεν πάμε τώρα, γιατρέ, είπε. . . θα σταμάτησε το χιόνι.
— Σταμάτησε, μα δεν έλυωσε, εψιθύρισε σιγά ο γραμματικός.
— Τώρα θα κυττάξουμε να ιδούμε αν θα μπορέσουμε μπάρμπα- Στέργιο, είπεν ο ιατρός· τι διάβολο, τώρα βρέθηκε ν’ αρρωστήση κι’ αυτό το παιδί σου;
— Να χαρής ό,τι αγαπάς, γιατρέ μου. . . .
Ο γραμματικός στραφείς προς τον μπάρμπα-Στέργιον·
— Έλα τώρα, μπάρμπα-Στέργιο, του λέγει, τι συλλογιέσαι; . . . . παίζε να περάσ’ η ώρα. . . . Να πάρης και τα λεπτά σου πίσω. . . .
— Δεν έχω άλλα λεπτά, κυρ-γραμματικέ.
— Μη μας πουλάς ψευτιαίς, μπάρμπα-Στέργιο. . . . θαρρείς δεν το ξέρω εγώ που πούλησες ασβέστη σήμερα;
Ο απλοϊκός άνθρωπος έκυψεν εις το ους του γραμματικού, και του είπε μυστηριωδώς·
— Πες και του λόγου σου του γιατρού, να τον καταφέρης να πάμε;. . .
— Να πάτε;. . . πού;
— Στο σπίτι. . . έχω το παιδί άρρωστο.
— Δεν έχει τίποτε, είπεν ο γραμματικός· μη σε μέλει. . . θα γένη καλά.
— Με καρτερεί η γυναίκα μοναχή της. . . για συλλογίσου, κυρ γραμματικέ.
— Μπα! όξου καρδιά, μπάρμπα-Στέργιο! . . . μη φοβάσαι. . . δεν παθαίνει τίποτε το παιδί.
Ο μπάρμπα-Στέργιος εταπείνωσε την κεφαλήν και την στιγμήν εκείνην του επεφάνη απαισία η εικών του αγωνιώντος παιδίου, βήχοντος, ασθματικού, με νεκρικήν ωχρότητα επί του μετώπου, και της βαρυαλγούς μητρός συναπτούσης τας χείρας κ’ επικαλουμένης έλεος.
— Φέρε μας δύο μοσχάτα με τον μπάρμπα-Στέργιο, Θανάση, διέταξεν ο γραμματικός.
Ο κάπηλος εκόμισε τα δύο μοσχάτα. Ο Μαγγανόπουλος έρριψε το περισσότερον του ιδικού του εις το ποτήριον του συμπότου.
— Δεν πίνω, είπεν ο γέρων ασβεστάς· θα μου πέση πολύ·. . . Είχα πιει κι’ από το βράδυ.
— Πιε, και μη σε μέλη . . . μη συλλογίζεσαι. . . Δεν έχει τίποτε το παιδί.
Ο μπάρμπα-Στέργιος έπιε το ευώδες ποτόν, και σιγά-σιγά οι ατμοί ανέβαιναν.
— Είσαι καλός φίλος, είπεν εις τον γραμματικόν. Μου έδωσες θάρρος . . . είχα πολύ φόβο για το παιδί μου.
— Βγάλε και μισό ταλλαράκι να σου χαλάσω, μπάρμπα-Στέργιο, είπεν ο γραμματικός, ανακινών της δεκάραις επί της τραπέζης· αυτά όλα που βλέπεις, τα είχα χαμένα όλα πρωτήτερα. . . ούτε τα λεπτά μου δεν πιάνω.
Ο μπάρμπα-Στέργιος εξήγαγε την πανίνην σακκούλαν του, την λιπώδη και αμαυράν, δεμένην με σπάγγον περί το στόμιον, την ήνοιξεν, έβγαλεν έν τάλληρον και ο γραμματικός του το ήλλαξεν.
Είς εκ της συντροφιάς είχεν εξέλθει, και την στιγμήν εκείνην επέστρεψε.
— Το χιόνι είνε παραπάν’ απ’ το γόνα . . . πώς θα πάμε στα σπίτια μας, βρε παιδιά;
— Έπαυσε τουλάχιστον να ρίχνη; ηρώτησεν ο ιατρός.
— Ρίχνει ακόμα. Ω! διάβολε!
— Τ’ ακούς; μπάρμπα-Στέργιο; είπεν ο γραμματικός. Ρίχνει ακόμα. . . Κάθισε ως πού να σταματήση, και τότε πάτε με το γιατρό.
— Τι να γείνη, κυρ γραμματικέ.
— Δεν παίζεις από καμμιά δεκαρούλα;
Ο μπάρμπα-Στέργιος ήρχισε να παίζη από μίαν δεκαρούλαν, από δυο, και δος του και πάει τέρτσο τίρο και πάει και απαγάι και παρόλι, και εις κάθε απαγάι ο γραμματικός τον εκέρνα από ένα μοσχάτο, και εις κάθε πάρολι τον εκέρνα από ένα δεκάρικο, Και εις μισήν ώραν έχασε το τάλληρον μέχρι λεπτού. Και έβγαλε τότε δεύτερον τάλληρο, και εις έν τέταρτον της ώρας το έχασεν· έβγαλε και το τρίτον τάλληρον, το τελευταίον που είχεν ακόμη· και εις δέκα λεπτά της ώρας ο γραμματικός με τον πάγκον του το εσφόγγισεν. Ήτο δε τότε τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα.
Αίφνης εκρούσθη η θύρα του καπηλειού.
— Ανοίξτε! ανοίξτε!
— Ποίος παλαβός είνε τέτοια ώρα, με τέτοιο χιόνι; είπεν ο υπάλληλος.
— Άνοιξε, παρακαλώ, κυρ-Θανάση!
— Ποιος είσαι;
— Είμ’ εγώ, ο Γιώργης ο Σεφερτζής.
— Και τι θέλεις;
— Είν’ εδώ ο μπάρμπα-Στέργιος ο ασβεστάς;
— Και τι τόνε θέλεις;
Όλοι εστράφησαν προς τον μπάρμπα-Στέργιον, όστις ζαλισμένος από το μοσχάτον προσεμειδία ηλιθίως εις τους μύστακας του γραμματικού κ’ έλεγε·
— Δεν με μέλει! πάρ’ τα όλα! Όξου φτώχεια . . . παράδες δεν προσκυνώ εγώ . . . Εγώ εχτιμώ φιλίαν!. . . Είσαι όμως καλός φίλος!
Ηνοίχθη η θύρα και εισήλθεν ο Γιώργης ο Σεφερτζής.
Ακουμβημένη η Θοδωριά εις το προσκεφάλαιον, αισθανομένη επί της παρειάς την θερμήν πνοήν του παιδίου, εμέτρα τας στιγμάς και την ώραν, όση είχε παρέλθει από την αναχώρησιν του συζύγου της, κ’ έλεγε·
— Τώρα θα έρθη, έρχεται. . . όπου είνε θα φτάση, θαρθή κι’ ο γιατρός μαζί, να μου κάμη καλά το παιδί μου. . . Τι φταίνε οι γιατροί; φταίνε οι γονιοί πού δεν αιστάνονται. . . αν τον επροσκαλούσα, το γιατρό, με την ώρα μου, δε θα μου πέθαινε ο Χαραλαμπάκης.
Έτεινε το ους ν’ ακούση κρότον τινά αναγγέλλοντα την έλευσιν του συζύγου και του ιατρού, αλλ’ ουδείς κρότος ηκούετο. Ο θεός εχιόνιζεν αθορύβως· έρριπτε νιφάδας να μεθύση την γην, διά να φάγωσιν οι ζώντες τους καρπούς αυτής, και λευκόν σάβανον διά τους νεκρούς, διά να είνε βαθύτερον υπό την γην τεθαμμένοι.
Εν τούτοις παρήρχετο η ώρα, και ο μπάρμπα-Στέργιος δεν έδιδε σημείον επιστροφής. Η Θοδωριά ηγέρθη, έρριψε ξυλάριά τινα εις την εστίαν, συνεδαύλισε το πυρ, κ’ επανελθούσα ανεκλίθη πάλιν παρά την κοιτίδα του μικρού Ελευθέρη. Το παιδίον εστέναζεν, εγόγγυζε θλιβερώς, είχε κοιμηθή εναγώνιον ύπνον, εξύπνησε, πάλιν, έκλαιε κ’ έβηχε μετά σπασμών.
— Σιώπα, καλέ μου, σιώπα μικρό μου, θα γείνης καλά αύριο. Πάει ο πατέρας να σ’ αγοράση καλούδια, να τάχης μεθαύριο τ’ Άι- Βασιλειού, να παίζης, να χαίρεσαι. Θα σ’ κάμω κ’ εγώ μια ώμορφη κοκκώνα, αλειμμένη με το αυγό, που να είνε πλασένια· θα σ’ σφέρη κ’ η νουνά σ’ άλλη μια μεγάλη κοκκώνα, λαμπένια και στραφτένια, με τα κεντίδια, με τα πουλάκια, με τ’ αηδονάκια, που να μην την έχη κανένα παιδί.
Το παιδίον δεν ησθάνετο ίσως, και αφ’ εσπέρας έπαυσε να ψελλίζη. Η Θοδωριά δεν έπαυσε να ερωτά : «Πού σε πονεί, Λευθεράκη μ’, πού σ’ πονεί;» αλλ’ ο μικρός εις απάντησιν εγόγγυζε μόνον και ήσθμαινεν.
Εις την εστίαν είς δαυλός ήρχισεν έξαφνα μετά ροίβδου να σπινθηρίζη και η Θοδωριά ενθυμηθείσα το δημώδες ήρχισε να επαναλαμβάνη :
$«Αν είνε φίλος, να χαρή, $αν είν’ εχτρός, να σκάση· $κι’ αν είν’ από το σπίτι μας, $ογλήγορα να φτάση . . . »
Αλλ’ ο σπινθηρισμός εξηκολούθησεν επί πολύ, και η επωδή δεν εφαίνετο έχουσα την δύναμιν να τον σταματήση· ίσως διότι την φοράν ταύτην ήτο και φίλος, ήτο κ’ εχθρός, ήτο από το σπίτι, και δεν ήτο από το σπίτι. . .
Τέλος ο σπινθηρισμός έπαυσεν, αλλ’ ο μπάρμα-Στέργιος δεν επανήλθεν. Η Θοδωριά δεν είχε κλείσει όμμα από της εσπέρας. Ω! πόσον μακραί ήσαν αι ώραι. Η πτωχή γυνή ακουσίως έκλεισε οφθαλμούς, και απενεκρώθη επί τινας στιγμάς, φθάσασα μέχρι της καταστάσεως εκείνης, καθ’ ήν η ψυχή εισέρχεται εις τα προπύλαια του φανταστικού παλατίου των ονείρων, χωρίς ο ύπνος να έχη καταλάβει εξολοκλήρου το σώμα. Αλλά μετά έν λεπτόν την εξύπνησε άλλος τις ροίβδος, ουχί ανόμοιος με τον αρτίως παύσαντα, ο κρότος της θρυαλλίδος του κανδηλίου αγωνιζομένης με την τελευταίαν ρανίδα τον ελαίου να σωθή από της επαφής του ύδατος, ως ο άνθρωπος ο πνιγόμενος και προσκολλώμενος εις σανίδα, ως η ψυχή η βασανιζομένη και εις μεγάλην αγωνίαν πλέουσα πριν χωρισθή από του σώματος. Πόσον μυστηριώδης, πόσον θλιβερός ο ροίβδος εκείνος! οποίαν φρικίασιν εξήγειρεν, οποίον φόβον προεκάλει! Εφαίνετο το κανδήλι εκείνο ως έμψυχον, ως μαντικόν, ως προφητικόν. Τι να ενθυμείτο άραγε, τι να έβλεπεν, τι να προέλεγεν; ως να εβαρύνθη να είνε συνάμα ιερόν και βέβηλον, να φωτίζη την απάθειαν και ηρεμίαν των Βυζαντινών αγίων, και τα πάθη και τας κινήσεις της ψυχής και τα αμαρτήματα των ανθρώπων, εφαίνετο ότι ήθελε να σβύση. . . Το κανδήλι ήθελε να σβύση, αλλ’ η θρυαλλίς ανθίστατο και ήσπαιρνε. . .
Η Θοδωριά ηγέρθη, ύψωσε την κεφαλήν, κ’ έμεινεν επί τινας στιγμάς ακούουσα τον ροίβδον της θρυαλλίδος. Το πρόσωπον, ο πώγων και ο λαιμός της έλαβον την εκφραστικήν εκείνην θέσιν, την οποίαν εις τας εικόνας των μεγάλων τεχνιτών της δύσεως θαυμάζομεν. Ήτο υψηλή, μελαγχροινή, συμπαθής, νόστιμη, σχεδόν ωραία. Πολλαί τρίχες της μαύρης κόμης της ήσαν ήδη περί τους κροτάφους, καίτοι τριακονταπεντούτις ήτο, λευκόφαιοι, ως να τας είχεν αποτεφρώσει ο φούρνος, ή να τας είχεν ασπρίσει ο ασβέστης. Πτωχή ασβέστου! Δυστυχής φουρνάρισσα!
Η Θοδωριά έλαβεν από τινος ερμαρίου το λαδικόν, κατεβίβασε το κανδήλιον, και ο κρότος της προστριβής του σχοινίου επί της μικράς τροχαλαίας την έκαμε ν’ ανατριχιάση. Έρριψεν έλαιον εις το κανδήλιον, το ανεβίβασε πάλιν, έκαμε τρεις σταυρούς εμπρός εις τα εικονίσματα των αγίων, και επεκαλέσθη την βοήθειαν της Παναγίας. — Ως τόσο ο άνδρας μου πολύ άργησε, είπεν είτα· τι να έγεινε, Θεέ μου!
Της εφάνη ότι, αν ήνοιγε το παράθυρον ν’ αγναντέψη, θα τον έβλεπεν ερχόμενον και τον ιατρόν ομού. Ήλθεν εις το παράθυρον, το ήνοιξε, κ’ εξαφνίσθη ιδούσα όλην την οδόν λευκάζουσαν εις το σκότος, και τας στέγας όλας λευκάς. — Χιόνισε! Χριστέ μου! πότε χιόνισε;
Συνήψε τότε τας χείρας, και ησθάνθη διπλασιαζόμενον το βάρος της δυστυχίας της. Έως τώρα είχε τον φόβον διά το δυστυχές παιδίον, τώρα ήρχισε ν’ ανησυχή και διά τον άνδρα της. Τι να έγεινε; Μην τον επλάκωσε το χιόνι; Μην κάρδιασε; Θεέ μου! Κ’ εμέμφετο εαυτήν διά τι να τον στείλη τοιαύτην ώραν να καλέση τον ιατρόν. Καλλίτερα ν’ άφηνεν εις το έλεος του θεού το παιδί της. Χριστέ και Παναγία! τι έγεινεν ο μπάρμπα-Στέργιος; Δεν θα είνε καλά. Και αν της τον φέρουν το πρωί ξεπαγιασμένον, καρδιασμένον, αποθαμμένον! ω!
Έκλεισε το παράθυρον, εσκέφθη προς στιγμήν τι να κάμη.
Της ήρχετο να κινήση η ιδία, όπως ευρίσκετο, να υπάγη να ιδή τι έγεινεν ο άνδρας της. Αλλά το παιδί, πού ν’ αφήση το παιδί; Κ’ έπειτα ειμπορούσε αυτή, γυναίκα, να υπάγη να τρέξη νύκτα μες τα χιόνια; Επατείτο τάχα ο τόπος; Ανεζήτει εις τον λογισμόν της εικασίας προς καθησύχασιν. Ίσως ο μπάρμπα-Στέργιος δεν έπεισε τον ιατρόν, ίσως ο ιατρός εφάνη σκληρός και ο μπάρμπα-Στέργιος θα εντρέπετο να γυρίση άπρακτος, και στον θυμόν του επάνω. . . . να ηύρε τάχα κανένα μαγαζί ανοικτό τέτοια ώρα, να αντάμωσε τίποτα φίλους του και ήρχισαν να πίνουν;. . . Αλλά τι ώρα να είνε;. . . Θα είνε πολύ ώρα πού λείπει. Τέτοια ώρα μαγαζί ανοικτό; Δεν είνε καλή δουλειά αυτή. Εδίστασεν ακόμη ολίγον, και είτα, ελθούσα προς την άλλην πλευράν της οικίας, ήνοιξε το άλλο παράθυρον, προς δυσμάς. Εκεί κολλητά σχεδόν ήτο η οικία του Γιώργη του Σεφερτζή, γείτονος με τον οποίον προ πολλού δεν έτυχε να μαλλώσουν.
Παρήλθον ολίγα δευτερόλεπτα ακόμη, και είτα γυναικεία φωνή είπε·
— Τι φωνάζεις, Στέργαινα;
— Κοιμάται ο Γιώργης; είπεν η Θοδωριά αναγνωρίσασα την φωνήν της γειτονίσσης.
— Κοιμάται.
— Δε μου κάνεις τη χάρι να τόνε ξυπνήσης;
— Τι τρέχει;
Η Γιώργαινα είχεν ανοίξει το παράθυρον. Η Στέργαιννα διηγήθη εν συντόμω τι της συνέβαινε.
— Και τι τόνε θέλεις;
— Ας κάμη ένα έλεος να πάη να ιδή τι έγεινεν ο άνδρας μου.
— Και πώς να πάη, που είνε το χιόνι ένα μπόι;
— Ένα μπόι!. . . Ω! καϋμένη, τι να γείνω;
Εν τω μεταξύ είχεν εξυπνήσει και ο Γιώργης, όστις μετά τινας αντιρρήσεις καμφθείς εις τας παρακλήσεις της δυστυχούς γυναικός απεφάσισε να εξέλθη προς αναζήτησιν του συζύγου της. Η χιών ήτο πράγματι είς τινα μέρη υπέρ το γόνυ, αλλαχού, εις επιπλέον υπήνεμα, έως δύο σπιθαμάς. Ευτυχώς ο Γεώργιος Σεφερτζής, πρώην ναυτικός και ήδη γεωργοκτηματίας, είχε ζεύγος παλαιών υποδημάτων υψηλών άνω του γόνατος.
Εις το άκρον της παραθαλασσίας ανωφερούς οδού, παρά το λιθόστρωτον, δι’ ού ανήρχετο τις εις την άνω ενορίαν, εκεί όπου δεν ήτο πλέον αγορά, αλλά και όχι έξω της αγοράς εξ ολοκλήρου, ήτο το μαγαζί του κυρ-Αργυρού του Συρματένιου. Εάν τυχόν ο έφορος και ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, και δεν ειξεύρω άλλος ακόμη, ήθελον να κατανείμωσι δικαίως τους φόρους του επιτηδεύματος, πολύ θα εδίσταζον, εις ποίαν τάξιν εμπορευμάτων να τον κατατάξωσι, διότι κατά το φαινόμενον, δεν επώλει τίποτε. Εντός του μαγαζείου, ανοικτού πάντοτε όντος από πρωίας μέχρι της ογδόης της εσπέρας, δεν έβλεπε τις τίποτε άλλο, ειμή να «σκελετά», μόστρας κενάς, με δύο ή τρία βαρέλια πάντοτε άδεια, με μίαν ζυγαριάν, ήτις άδηλον εις τι εχρησίμευε, και με έν πιθαράκι δίπλα εις την ζυγαριάν, του οποίου το επί του στομίου πινάκιον πολλοί πολλάκις ανεσήκωσαν υποθέσαντες ότι περιείχε ταμβάκον, αλλ’ εψεύσθησαν της ελπίδος, ευρόντες το πιθαράκι αδειανόν. Είνε αληθές, ότι τότε, πρόθυμος προσεφέρθη αυτοίς η ταμβακέρα του κυρ-Αργυρού του Συρματένιου, όστις εκάθητο όλην την ημέραν επί του σκίμποδός του ροφών ταμβάκον και συνομιλών με φίλους τινας περί των πολιτικών της ημέρας ή περί των τοπικών πραγμάτων. Ο κυρ-Αργυρός, υψηλός, λευκός, ευτραφής, εξηκοντούτης, ξανθόφαιος, λεπτότατος τους χαρακτήρας, με μικρά όμματα αόρατα όπισθεν των ομματογυαλίων, οψέ αποφασίσας να φραγκοφορέση, υπείκων εις τας απαιτήσεις της εποχής, φορών ουχ ήττον επί των φραγκικών ενδυμάτων την γούναν του μακράν ως τους αστραγάλους και σκούφον κεντητόν επί της κεφαλής, είχε πάντοτε τον αντίχειρα και τον δείκτην της αριστεράς ηνωμένους, σχεδόν κολλημένους, κρατών αιωνίως την πρέζαν του. Ερρόφα ταμβάκον, καθώς όλοι οι γέροντες φιλάργυροι, οι αισθανόμενοι την ανάγκην ν’ αντικαταστήσωσιν όλα τα πάθη — τον καπνόν, τον οίνον, τα χαρτιά, το σφαιριστήριον, τας εκδρομάς, τα συμπόσια και αυτόν τον έρωτα, δι’ ενός μόνου, του ευθηνοτέρου. Και μ’ όλον ότι το πιθαράκι ήτο κενόν, ο κυρ-Αργυρός προθύμως προσέφερε πρέζαν εκ της ταμβακέρας του, σκεπτόμενος ίσως ότι με δέκα πέντε ή είκοσι πεντάραις τον μήνα υπεχρέωνε τόσους και τόσους και τους έκαμνε φίλους. Κ’ ενώ κάτω εις το μαγαζείον ούτω μονοτόνως διήγε τας ημέρας του ο φιλήσυχος κυρ-Αργυρός απιδαψιλεύων πολλάκις και συμβουλάς εις πάντας, άνω εις την οικίαν η γυνή του, γραία ομήλιξ με αυτόν, εξήσκει το κυρίως εμπόριον, το οποίον συνίστατο εις την πώλησιν μεταξωτών υφασμάτων και χρυσού νήματος διαφόρων ποιοτήτων εις τας γυναίκας όλου του χωρίου, τας εχούσας κοράσια προς υπανδρείαν και υποχρεωμένας να κεντήσωσι τα «προικιά». Εκ του εμπορίου τούτου ο κυρ-Αργυρός, ευσυνειδήτως λίαν, θα ωφελείτο έως 75 %.
Ελέγετο εν τούτοις ότι ενίοτε εδάνειζεν, εις στενούς φίλους, και χρήματα επί ενεχύρω πάντοτε τριπλασίας αξίας της του δανειζομένου ποσού, και με τόκον όχι ανώτερον των 80 τοις εκατόν κατ’ έτος. — Οι καιροί είνε δύσκολοι, να σας χαρώ. Και ο παράς, το σήμερο, εύκολα δεν βγαίνει. Κι’ όταν, εσύ, κατάλαβες, σου φταίει άλλος, ορίστε; Τι σου χρωστάει άλλος, ας πούμε, να σου δώση λεπτά; Εσύ φταις που είσαι τεμπέλης, έτσι να έχουμε καλά στερνά, και δεν είσαι ικανός να ζήσης. Περισσεύουν λεπτά, νάχουμε καλή ψυχή, για να βοηθήση κανείς κ’ ένα άλλονε; Εγώ δεν μπορώ να δώσω, έτσι να ιδούμε Θεού πρόσωπο, δεν μπορώ να δώσω παράδες στα χαμένα. . . Την πρωίαν της ημέρας εκείνης, ότε, παύσαντος του νιφετού και των νεφών διαλυθέντων, ο ήλιος είχεν ανατείλει πράως φωτίζων την γην, διαλύων που και που τα ελαφρότερα στρώματα της χιόνος, πολλαχού δε της κώμης, κατά γειτονίαν, άνθρωποι με υψηλά υποδήματα και με πτυάρια εκοπίαζον να ξεχιονίσουν και ν’ ανοίξουν δρόμον διά μέσου της χιόνος, ο μπάρμπα-Στέριος με την κάπαν του, στυγνός, κατηφής, επαρουσιάσθη περί την ενάτην εις το μαγαζείον του κυρ-Αργυρού.
— Τι έχουμε, Στέργιο! του είπεν ούτος. Σαν συλλογισμένο σε βλέπω.
— Τι νάχουμε, κυρ-Αργυρέ, απήντησε στενάξας ο μπάρμπα- Στέργιος, μην τα ρωτάς. Δεν είμαι καλά.
— Τι τρέχει;
— Το παιδί μου πέθανε σήμερα το πρωί, ένα που τούχα. . . Και λέγων εδάκρυε.
— Πώς; είχε καιρό άρρωστο;
— Λίγαις μέραις είχε, μα. . . ψες το βράδυ εβάρυνε. . . πήγα μεσάνυκτα να φωνάξω το γιατρό, κ’ έξαφνα άρχισε να χιονίζη. Δεν μπόρεσα να ξυπνήσω το γιατρό, εγύρισα πίσω, τα μάτια κλαμμένα . . . κι’ ως το πρωί το παιδί τελείωσε.
— Και γιατί δεν ξυπνούσες το γιατρό, αφού ήτον ανάγκη;
— Δεν ήτον σπίτι.
— Πώς γίνεται; τέτοια ώρα;
— Ή δεν ήτον, ή δεν μου τον μαρτύρησαν, είπεν ο μπάρμπα- Στέργιος, αποφεύγων να είπη ακεραίαν την αλήθειαν.
Μετά στιγμιαίαν σιωπήν, ο μπάρμπα-Στέργιος εξηκολούθησεν·
— Ήρθα, κυρ-Αργυρέ, να βάλω τα μούτρα μου . . . επειδή είμαι σε μεγάλη απελπισία. . . σου έφερα κ’ αυτά τα ειδιώματα. . . αν θέλης να με δανείσης καμμιά εικοσαριά δραχμαίς, να κάμω τα έξοδα της θανής του παιδιού . . . επειδή δεν έχω λεπτά σε χέρι . . .
Και του έδειξε δύο σκουλαρίκια αργυρά της γυναικός του και έν δακτυλίδι.
— Πώς δεν έχεις λεπτά; είπε με στρυφνόν ύφος ο κυρ-Αργυρός· εσύ φέτος έκαμες, καθώς έμαθα, τόσα καμίνια . . .
— Κ’ εψές ακόμα επήρα λεπτά, είπεν ο μπάρμπα-Στέργιος, χρωστούσα και τάδωσα . . . πού να είξερα;
— Και δεν πας ‘ς εκείνους που χρωστούσες κ’ επλήρωσες να σε ξαναδανείσουν; παρετήρησεν ο κυρ-Αργυρός, χωρίς να εγγίση με τας χείρας τα αργυρά κοσμήματα.
Ο μπάρμπα-Στέργιος ήτο και εις τας δεινάς περιστάσεις ετοιμόλογος.
— Κείνοι πού τους χρωστούσα είνε μπακάληδες και δε δανείζουν απήντησε. Το χρέος μου ήτον από βερεσέδια.
— Κ’ εμένα με ξέρεις να δανείζω; είπεν ο κυρ-Αργυρός. Ο μπάρμπα- Στέργιος είπε μετά θλίψεως·
— Αν θέλης, κυρ-Αργυρέ. . . ύστερα-ύστερα ειμπορώ να το θάψω και βερεσέ το παιδί μου . . .
Ο κυρ-Αργυρός έλαβεν εις χείρας τα τρία αργυρά τεμάχια και εξήτασεν επί μακρόν.
— Ποιός ξέρει αν είνε κι’ ασήμι; είπε· χρειάζεται να είνε κανείς κουιουμζτής για να ξέρη. . . Μα ως τόσο, δεν τα πιστεύω όλα όσα είπες, Στέργιο. . . χρωστούσες κ’ επλήρωσες. . . μπορεί. Σ’ αυτή την εποχή που βρεθήκαμε, να σε χαρώ. . . Μεγάλο κεσσάτι, μεγάλη δυστυχία στον κόσμο! . . Ο παράς δεν ξέρω πού πάει και χώνεται, και δε βγαίνει στο μεϊντάνι. . . Κι’ αν πας εσύ και πίνης και μεθάς, νάχουμε καλή ψυχή. . . Όταν τα έχης τα λεπτά, δεν τα στιμάρεις. . . Δεν μου βρίσκονται παράδες, έτσι νάχω καλά υστερνά. . . Να ιδώ, αν έχω είκοσι δραχμαίς να σου δώσω, έτσι να ιδούμε Θεού πρόσωπο. . .
Εκύτταξεν ακόμη τα τρία κοσμήματα, τα εζύγισε με την χείρα, και είτα είπεν·
— Αυτά δεν αξίζουν ούτε δέκα δραχμαίς. . . σύρε να μου φέρης και τίποτε άλλο καν.
— Δεν έχω άλλο ασημικό στο σπίτι.
— Δεν είχε τσαπράκια η γυναίκα σου;
— Δεν είχε.
— Κανένα φερμεσάτο φουστάνι δεν της βρίσκεται; κανένα λαχουρί; κανένα μπαμπουλλί ατλαζένιο, καμμιά καζάκα τλαζένια;
— Να πάω να ιδώ.
Ο μπάρμπα-Στέργιος απήλθεν οίκαδε, έλαβεν ό,τι μεταξωτόν ένδυμα είχεν η Θοδωριά κ’ επέστρεψε πλησίον του κυρ-Αργυρού·
Ο γέρων τοκογλύφος του εμέτρησε τότε είκοσι δραχμάς.
Είχεν επανέλθει εις την οικίαν περί το λυκαυγές, πειθαναγκασθείς υπό του Γιώργη του Σεφερτζή, όστις είχεν έλθει εις το καπηλείον. Ο ιατρός επείσθη και αυτός, αφού άπαξ θ’ απήρχετο οίκαδε να κοιμηθή την πρωίαν, να περάση από την οικίαν του γέροντος ασβεστά. Έφθασεν εις την οικίαν, προπορευόμενου του Γιώργη του Σεφερτζή πατούντος επί των ιδίων ιχνών, τα οποία είχεν αφήσει επί της χιόνος κατά την εις την αγοράν κάθοδόν του, και κρατούντος φανάριον. Ο Ιατρός ήρχετο δεύτερος, και τελευταίος ο Μπάρμπα-Στέργιος, παραπατών και γλιστρών εις την χιόνα πίπτων και ανορθούμενος. Έφθασαν, ενώ το παιδίον έπνεε τα λοίσθια. Παρέστησαν εις τας τελευταίας στιγμάς του. Ο Ιατρός είχεν επάνω του μολυβδοκόνδυλον και χάρτην έγραψε το «ενταφιαστήριον» ή την έκθεσιν της νεκροσκοπίας, την ενεχείρισεν εις τον μπάρμπα- Στέργιον κ’ επήγε να κοιμηθή. Η Θοδωριά έκλαιε και εδέρνετο . . .
Περί το δειλινόν, εξήρχετο η μικρά πομπή από την εκκλησίαν, Έν μικρόν φέρετρον, όμοιον με λίκνον κρατούμενον υπό δύο ανθρώπων, οι δύο ιερείς της ενορίας, ο μπάρμπα-Στέργιος, η Θοδωριά, και τέσσαρες πέντε άλλαι γυναίκες, συγγενείς ή γειτόνισσαι.
Αντικρύ της εκκλησίας, παρά την θύραν παντοπωλείου, ίστατο ομάς τις ανθρώπων, οίτινες, ιδόντες την πομπήν, έβγαλαν τα καπέλλα των. Ήσαν ο υπολιμενάρχης, ο τηλεγραφητής και ο γραμματεύς του Ειρηνοδικείου και δυο άλλοι. Ο Αριστείδης ο Μαγγανόπουλος αναγνωρίσας τον γέροντα ασβεστάν ηρώτησε·
— Μπα! ο μπάρμπα-Στέργιος, τι θέλει εκεί;
— Είνε το παιδί του που απέθανε, απήντησεν είς εντόπιος.
— Αλήθεια; Κι’ απόψε τα μεσάνυκτα περάσαμε τόσο καλά μαζί. . . Ηύρε τον καιρό ν’ αποθάνη με τέτοιο χιόνι
Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!