Το μαύρο τετράγωνο, ο πολυσυζητημένος πίνακας του Μάλεβιτς

Ο Καζιμίρ Μαλέβιτς (1879-1935) ήταν Ρώσος ζωγράφος. Θεωρείται πρωτοπόρος της γεωμετρικής αφηρημένης τέχνης και ο δημιουργός των Avant-garde κινημάτων του Σουπρεματισμού και του Κονστρουκτιβισμού.

Ο Καζιμίρ Μαλέβιτς είναι ένας από τους πλέον πολυδιάστατους και ριζοσπαστικούς καλλιτέχνες της πρωτοπορίας που στη δημιουργική του πορεία πέρασε από τον ιμπρεσιονισμό και τον συμβολισμό των αρχών του 20ου αιώνα για να συνδεθεί στη συνέχεια με τον κυβοφουτουρισμό και να επηρεαστεί από την «υπέρλογη γλώσσα» των Ρώσων φουτουριστών, την γλώσσα που έχει αποκτήσει δικό της πρωτογενές νόημα με βάση όχι τη γνώση αλλά την αίσθηση και την εμπειρία, για να αναπτύξει τη δική του θεωρία περί μη-αντικειμενικής ζωγραφικής που της έδωσε το όνομα «σουπρεματισμός». Ο «σουπρεματισμός» πρωτοπαρουσιάστηκε στην έκθεση «Τελευταία φουτουριστική έκθεση 0,10» στην Πετρούπολη το 1915. Τα σουπρεματιστικά έργα του Μαλέβιτς ήταν απαλλαγμένα από κάθε είδους αντικείμενο και παρουσίαζαν συνθέσεις γεωμετρικών σχημάτων και χρωμάτων που στόχο είχαν να δηλώσουν τον πρωτεύοντα ρόλο της φόρμας έναντι του περιεχομένου και να δηλώσουν ότι η φόρμα είναι αυτή που προσδίδει το περιεχόμενο και όχι το αντίθετο, όπως συνέβαινε έως τότε. Η λέξη «σουπρεματισμός» προέρχεται από τη λατινική ρίζα «suprem» (υπεροχή, κυριαρχία) και δηλώνει, σύμφωνα με τον Μαλέβιτς, την υπεροχή του χρώματος πάνω σε όλα τα άλλα τεχνικά μέρη του πίνακα. Ο Μαλέβιτς θεωρούσε τον εαυτό του ιδιότυπο ρεαλιστή, μόνο που έβλεπε τον ρεαλισμό σε μια φανταστική πραγματικότητα «στην οποία για να φτάσεις πρέπει να απομακρυνθείς από την ορατή πλευρά της ζωής». Ο Μαλέβιτς ίδρυσε την ομάδα «Supremus» στην οποία προσχώρησαν πολλοί καλλιτέχνες του κυβοφουτουρισμού όπως ο Ιβάν Κλιούν, η Λιουμπόβ Ποπόβα, η Ναντιέζντα Ουνταλτσόβα, η Όλγα Ρόζανοβα κ.α. ενώ στην πόλη Βιτέμπσκ διηύθυνε την σχολή καλών τεχνών «Ούνοβις» (Επιβεβαιωτές της Νέας Τέχνης) που στόχο είχε να αλλάξει μέσα από την τέχνη την αισθητική αντίληψη των ανθρώπων. Έμβλημα του σουπρεματισμού έγινε το «Μαύρο Τετράγωνο» (1915) το οποίο εξέφραζε το τέλος της παλιάς τέχνης και ταυτόχρονα την αρχή της καινούργιας

Το Έργο του «το μαύρο τετράγωνο» δέχτηκε τις περισσότερες επιθέσεις και κριτικές αλλά και τις περισσότερες ερμηνείες. Σήμερα πολλά χρόνια μετά την έκθεση του, θεωρείται ως το πιο αναγνωρίσιμο σύμβολο της ρωσικής πρωτοπορίας.

Στην πρώτη έκθεση το μαύρο τετράγωνο τοποθετήθηκε, με επέμβαση του ίδιου του καλλιτέχνη, στην ένωση δύο τοίχων, ψηλά σε μια γωνία της αίθουσας, από όπου δέσποζε με την σκληρή και απέριττη μορφή του δίνοντας την αίσθηση της ύπαρξης μιας Βυζαντινής Παναγίας, όχι μόνο επειδή μια τέτοια θέση υποδηλώνει την θέση του εικονοστασίου.

Γιατί βυζαντινή και γιατί Παναγία, ερμηνεύεται με εκπληκτική εφευρετικότητα και με εξαιρετική ανάλυση της Βυζαντινής Τέχνης από τον Γιάννη Ζιώγα στο βιβλίο του «Ο Βυζαντινός Μάλεβιτς».

Το Βυζάντιο είναι η πιο παρεξηγημένη περίοδος της ιστορίας μας, όπου οι τύψεις των Φράγκων εμπόδισαν ακόμα και τον Μπρωντέλ να της προσδώσει την λάμψη που της αναλογεί.

Είναι τόσο χαλασμένη η σκέψη αυτής της σχολής, που προτιμούν να δώσουν υπερβολική αξία στον Αραβικό πολιτισμό και παράλληλα να μηδενίσουν και αμαυρώσουν την πιο λαμπρή περίοδο όχι μόνο του Ελληνικού, αλλά ολάκερου του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Ευτυχώς που δεν έχει λείψει και η άλλη σχολή, η οποία αποδίδει δίκαια στο Βυζάντιο την αίγλη που του ανήκει, ξαφνιάζοντας μας μάλιστα με την απολυτότητα της, περί του αντιθέτου.

Έτσι ο Ράνσιμαν, θεωρεί ότι η Βυζαντινή Τέχνη ήταν από τις μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως, ενώ ο Κλάιβ Μπελ δηλώνει ότι «η εποχή από τον Τζιότο (1267 – 1337) μέχρι τον Σαιζάν((1839 – 1906) δεν είναι παρά μια παρατεταμένη παρακμή της τέχνης».

Σύμφωνα με τον Μπέλ, η Τέχνη του Τζιότο είναι κατώτερη της Βυζαντινής του ενδέκατου και δωδέκατου αιώνα και καταλήγει ότι «ήδη το 1913 φαίνεται ότι κατάφεραν να φτιάξουν φόρμες που εξέφραζαν τις ευαισθησίες της νεότερης γενιάς, αν και τα έργα τους δεν αποδεικνύουν ότι βρισκόμαστε εκεί που βρισκόταν η πρώιμη βυζαντινή τέχνη».

Ο Γιάννης Ζιώγας, προκειμένου να ερμηνεύσει την Βυζαντινή Παναγία που συμβολίζει το μαύρο τετράγωνο, προσφεύγει στην ανάλυση ενός βυζαντινού έργου.

Η βυζαντινή εικόνα μέχρι να φτάσει στην τελική της μορφή διατρέχει διακριτά επίπεδα ζωγραφικής, τα οποία ο ίδιος τα παρουσιάζει ως πέπλα που πέφτουν το ένα μετά το άλλο μέχρι την τελική διαμόρφωση της εικόνας. Το πρώτο στάδιο είναι η επιλογή και διαμόρφωση του ξύλου. Ακολουθεί η επικόλληση του καμβά, λέξη που προέρχεται από τον κάμπο, αφού η επίστρωση του ξύλου στην δεύτερη φάση λέγεται κάμπος και συνεχίζεται από επίπεδο σε επίπεδο μέχρι την τελική μορφή της εικόνας που όπως αντιλαμβάνεστε είναι το πλαίσιο.

Πώς λοιπόν ένα μαύρο τετράγωνο σε άσπρο πλαίσιο, με την μέθοδο της αναίρεσης των βυζαντινών επιπέδων μιας εικόνας καταλήγει να παριστά το απόλυτο μιας θείας ουσίας, είναι ένα ζήτημα που ο Ζιώγας εξηγεί αρκούντως στην μελέτη του και που εγώ δυσκολεύομαι να επαναλάβω με δικά μου λόγια.

Τελικώς, τελειώνοντας το βιβλίο κατάλαβα, ότι την επόμενη φορά που θα κοιτάξω ένα βυζαντινό έργο θα έχω ίσως την δυνατότητα να το διαβάσω έτσι όπως μου εξήγησε ο Γ. Ζιώγας.

«Η Βυζαντινή εικόνα προκύπτει από επικαλυπτόμενα επίπεδα που λειτουργούν σαν αραχνοΰφαντα πέπλα που είναι κρεμασμένα το ένα πίσω από το άλλο κι αν θέλω να κατανοήσω την παράσταση, πρέπει να προχωρήσω παραμερίζοντας το ένα μετά το άλλο, μέχρι να φτάσω σε μια χρυσή σφραγισμένη πόρτα: τον κάμπο»

Δεν είναι το μαύρο τετράγωνο που με συγκίνησε διαβάζοντας αυτό το ολιγοσέλιδο δοκίμιο περί της Βυζαντινής Τέχνης, αλλά η επίγνωση για άλλη μια φορά ότι η Ελλάδα μέχρι το 1453 που σταμάτησε να κτυπάει η καρδιά της για 400 χρόνια φώτισε ολόκληρο τον πλανήτη, με τα πιο υπέροχα φώτα που φώτισαν όχι μόνο λεωφόρους της ανθρώπινης σκέψης, αλλά και κάθε μικρό δρομάκι και σοκάκι, τόσο που δεν άφησε κανέναν άλλον λαό να σταθεί ισάξια στο πλάι της.

Είναι λοιπόν να μην αναφωνήσει όλο αγανάκτηση ο Γερμανός δομινικανός Γουλιέλμος Ανταμ το 1333:

«Εξαιρώντας το γεγονός ότι τα ελληνικά είναι μια από τις τρεις γλώσσες στις οποίες ανεγράφη πάνω στο σταυρό ο τίτλος του εσταυρωμένου μας Κυρίου, θα συμβούλευα κατά το δέον και κατά το σώφρον αυτή η γλώσσα να εξαλειφθεί τελείως”, σκεφτόμενος ότι έτσι θα εξαφάνιζε και τα ίχνη ενός πολιτισμού που έπεφτε πολλά βαρύς για την βάρβαρη Δύση!

Ωστόσο, δεν λείπουν και εκείνες οι φωνές όπως του Montague Rhodes James, που πριν τριάντα χρόνια αναφέρθηκε σε «εκείνο το ευρύτατο αντικείμενο, που έχει την ανάγκη ενός ικανού ιστορικού, ήτοι την ιστορία της ελληνικής παιδείας στην Δυτική Ευρώπη από το 500 έως το 1500».

Το «Μαύρο Τετράγωνο» ήταν και παραμένει το πλέον ρηξικέλευθο ζωγραφικό, φιλοσοφικό, πολιτικό ίχνος, το ανοίκειο ξερίζωμα όλων των παλαιών σημασιών.

Είναι «ο σπόρος όλων των δυνατοτήτων». Ο σπόρος ενός πολιτισμού σε μόνιμο μετασχηματισμό.

Η γλώσσα –λεκτική και ζωγραφική– που άρθρωσε ο Μαλέβιτς εστιάζει στο αρχικό που εμπεριέχει το πολλαπλό.

Αυτή η διαφορά συνείδησης διαμορφώνει τον Νέο Ανθρωπο, τη Νέα Θρησκεία-Εκκλησία, Νέα Κοινωνία, Νέα Πολιτική.

Η συνομιλία μου με το «Μαύρο Τετράγωνο», με τα δοκίμια, την επιστολογραφία και αλληλογραφία του καλλιτέχνη, καθώς και με το ιστορικό πλαίσιο της εποχής του, με οδήγησαν σε μερικές διαφοροποιήσεις από τις κυρίαρχες αναγνώσεις του έργου:

α) Το Λευκό (Τετράγωνο) γύρω από το Μαύρο (Τετράγωνο) είναι μια ισόποση, ισότιμη, ισοδύναμη επιφάνεια με ανάλογη πυκνή, νευρώδη υφή και όχι πλαίσιο. Η ενότητα των αντίθετων αυτών ενεργειακών πεδίων βασίζεται στην Αρχή της Οικονομίας, ενοποιό δύναμη όλων των διαχωρισμών.

β) Το «εξ αποκαλύψεως» που ψιθύρισε ο Μαλέβιτς με τη φανέρωση του πίνακα (απορημένος, έως το τραγικό τέλος της ζωής του, από το αίνιγμά του) και το οποίο εμμόνως προσπερνάται ως «μύθευμα», το αφουγκράζομαι, αναστοχάζομαι και το συσχετίζω με το «εξαίφνης» του Πλατωνικού «Παρμενίδη». Το «Μαύρο Τετράγωνο» είναι η ξαφνική και εξ αυτού αιφνιδιαστική φανέρωση δύο αντίθετων καταστάσεων-μεταβολών. Διότι δεν είναι η απουσία αντικειμένου που ενδιαφέρει τον Μαλέβιτς, αλλά το συνεχές γίγνεσθαι, ο μετασχηματισμός. Η ιερότητα του μετασχηματισμού είναι «το γυμνό εικόνισμα του καιρού» του, χωρίς εικόνα.

γ) Σε αυτόν τον μετασχηματισμό υποβάλλει και τη Θρησκεία-Εκκλησία που, από κοινού με την Πολιτική και τη Φάμπρικα, σκλαβώνουν ως εξουσίες τον άνθρωπο με ακατάλυτα δεσμά. Με οφειλές στη θεολογία της εποχής του, αλλά και με αποδεσμεύσεις, ο Μαλέβιτς αναδεικνύει το νέο περιεχόμενο Θρησκείας-Εκκλησίας που, όπως και το «Μαύρο Τετράγωνο», είναι «καταστάσεις ενεργειακές», εσωτερική δράση, αέναη μεταβολή. Αυτό το νέο περιεχόμενό τους ανατρέπει τους όποιους συσχετισμούς του «Μαύρου Τετραγώνου» με τα βυζαντινά εικονίσματα ή με το κτίσμα του ιουδαϊσμού.

δ) Το ίδιο έργο-στοχασμός φωτίζει, τέλος, την πολυεπίπεδη σχέση του Μαλέβιτς με την Αναρχία και τον μπολσεβικισμό και φανερώνει ότι δεν θα μπορούσε να είναι το πρόσημό τους. Ο Μαλέβιτς ανήκει στην εποχή του, όχι στον χρόνο της.

Με το «Μαύρο Τετράγωνο» φανό, διασχίζει κανείς τον λαβύρινθο της σκέψης Μαλέβιτς και αυτόν μιας εποχής που δεν πρόλαβε να τάξει ελπίδες και τις απέσυρε όλες, αφήνοντάς μας σε έλλειψη και, άρα, σε συνεχή αναζήτηση μιας αξιοπρεπούς και ευγενούς δημιουργικής ζωής. Ο Μαλέβιτς καταχωρίστηκε στους ουτοπιστές.

Κάθε καταχώριση στην ουτοπία είναι το άλλοθι της ανθρώπινης αδράνειας και αδυναμίας. Αλλά οι ουτοπίες φωτίζουν το εφικτό.

Σε έναν ορφανεμένο από πνευματικότητα κόσμο, δέσμιο των κολάσεών του, η σκέψη Μαλέβιτς είναι καθαρμός και το «Μαύρο Τετράγωνο» πύλη εισόδου.

Ενας πίνακας. Ενας ζωγράφος-στοχαστής. Η εποχή του. Η δική μας μπορεί να νιφτεί σε ένα ποτάμι;

Το Μαύρο Τετράγωνο «αντιστοιχεί σ’ ένα ταοϊστικό μηδέν», είναι «η ενοποιός αρχή της διέγερσης που μπορεί και να προκαλέσει και να εναρμονίσει τα αντίθετα». Ωστόσο είναι μία υπέρβαση του μηδενός και επιπλέον ότι αποτελεί μία δημιουργική αρχή που «αποκαλύπτει την κρυμμένη ουσία της φύσεως»…

πηγή : Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ρήξη, τεύχος 101

Ελένη Μαχαίρα, «Το μαύρο τετράγωνο του Καζιμίρ Μάλεβιτς