Είμαι μυθιστοριογράφος, και μου φαίνεται ότι μια «ιστορία» από αυτές την επινόησα μόνος μου. Αλλά γιατί γράφω «μου φαίνεται», αφού ξέρω ότι την επινόησα. Γιατί έχω την εντύπωση ότι κάπου, κάποτε, ακριβώς παραμονές Χριστουγέννων, συνέβη σε μια τεράστια πόλη και μετρομερή παγωνιά.
Έχω την εντύπωση, λοιπόν, ότι υπήρχε στο υπόγειο ένα αγόρι, όμως πολύ μικρό ακόμα, έξι χρονών ή μπορεί και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε το πρωί μέσα σε ένα υγρό, κρύο υπόγειο. Φορούσε κάτι σαν ρομπάκι και τουρτούριζε. Η ανάσα του έβγαινε από το στόμα του σαν άσπρος αχνός, κι εκείνο, καθισμένο πάνω σε ένα σεντούκι στη γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας τη να πετάει και να χάνεται. Όμως, ήθελε τόσο πολύ να φάει κάτι. Είχε πλησιάσει κάμποσες φορές από το πρωί το σανιδένιο κρεβάτι, όπου πάνω σε ένα λεπτό σαν φύλλο στρώμα και με έναν μπόγο για μαξιλάρι κειτόταν η άρρωστη μητέρα του. Πώς βρέθηκε άραγε εδώ; Θα πρέπει να ήρθε με το αγοράκι της από κάποια άλλη πόλη και αρρώστησε ξαφνικά. Την ιδιοκτήτρια των κρεβατιών την είχαν συλλάβει δυο μέρες πριν. Οι ένοικοι σκόρπισαν στα πόστα τους, λόγω γιορτών, κι ένας ακαμάτης που έμεινε κειτόταν ήδη μεθυσμένος του θανατά ολόκληρα εικοσιτετράωρα, χωρίς να περιμένει καν τη γιορτή. Στην άλλη άκρη του δωματίου βογκούσε μια ογδοντάχρονη γριούλα, που έζησε κάποτε, κάπου, σαν γκουβερνάντα, και τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας στο αγόρι, που άρχισε να φοβάται πια να πλησιάσει προς τη γωνιά της. Κάπου σε μια πεζούλα ανακάλυψε κάτι για να πιει, αλλά δε βρήκε ούτε μια κόρα ψωμί για να φάει, και πήγαινε τώρα για δέκατη φορά να ξυπνήσει τη μητέρα του. Τελικά, μέσα στο σκοτάδι ένιωσε να φοβάται: είχε βραδιάσει εδώ και ώρα, αλλά κανείς δεν άναψε φως. Ψηλαφώντας το πρόσωπο της μαμάς του, παραξενεύτηκε που εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου και ήταν τόσο παγωμένη όσο κι ο τοίχος. «Πολύ κρύο κάνει εδώ μέσα», σκέφτηκε, στάθηκε λίγο ακόμα, ξεχνώντας ασυναίσθητα το χέρι του στον ώμο της μακαρίτισσας, μετά χουχούλιασε τα δαχτυλάκια του, για να τα ζεστάνει, και ξαφνικά, ξετρυπώνοντας από το κρεβάτι το κασκετάκι του, σιγά σιγά, ψηλαφητά, βγήκε από το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν εκεί πάνω στη σκάλα το μεγάλο σκυλί που στεκόταν ολημερίς έξω από την πόρτα των γειτόνων. Όμως, τώρα πια το σκυλί δεν ήταν εκεί, κι αυτός βγήκε γρήγορα στο δρόμο.
Θεέ μου, τι πόλη ήταν αυτή! Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Εκεί απ’ όπου ερχόταν, τις νύχτες πέφτει μαύρο σκοτάδι, ένας φανοστάτης φωτίζει όλο το δρόμο. Τα ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται με παντζούρια. Έξω, με το που θα πάρει να σουρουπώνει, δε θα δεις κανέναν — κλείνονται όλοι στα σπίτια τους, και το μόνο που ακούς είναι το ουρλιαχτό από ολόκληρα κοπάδια σκυλιών, εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτά αλυκτούν και γαβγίζουν όλη τη νύχτα. Ωστόσο, εκεί κάτω ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν να φάει, ενώ εδώ, ω Θεέ μου, ας έτρωγε μια στάλα! Και τι θόρυβος και φασαρία είναι αυτή, πόσο φως και πόσοι άνθρωποι, άλογα και άμαξες, και παγωνιά, παγωνιά! Παγωμένος αχνός βγαίνει από τα καταπονημένα άλογα, από τις καυτές ανάσες τους. Κάτω από το λιωμένο χιόνι βροντοκοπούν πάνω στην πέτρα τα πέταλά τους, κι όλοι σπρώχνονται τόσο και, ω Θεέ μου, πόσο θέλει να φάει, ένα κομματάκι οτιδήποτε έστω, και τα δάχτυλα άρχισαν ξαφνικά να πονάνε τόσο. Δίπλα του πέρασε το όργανο της τάξης που έστρεψε αλλού το πρόσωπό του, για να μη δει το μικρό.
Να κι άλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Εδώ σίγουρα μπορούν να σε ποδοπατήσουν. Πώς φωνάζουν όλοι, πώς τρέχουν και τι φώτα, τι φώτα! Ω, αυτό τι είναι; Α, ένα μεγάλο τζάμι, και πίσω από το τζάμι ένα δωμάτιο, και στο δωμάτιο ένα δέντρο ίσαμε το ταβάνι. Είναι ένα έλατο, και πάνω στο έλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια και μήλα και κουκλάκια και μικρά αλογάκια. Πέρα δώθε στο δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα και καθαρά, γελούν και παίζουν και κάτι τρώνε και πίνουν. Να, το κοριτσάκι εκείνο άρχισε να χορεύει με το αγοράκι, τι όμορφη κοπελίτσα! Ορίστε κι η μουσική που ακούγεται πίσω από το τζάμι. Κοιτάζει ο μικρός και θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα του πονάνε ήδη και τα δαχτυλάκια των ποδιών, ενώ των χεριών έγιναν πια κατακόκκινα, δεν κλείνουν και πονάνε όταν τα κουνάει. Ξάφνου το αγόρι θυμήθηκε ότι του πονάνε τόσο πολύ τα δάχτυλα, έβαλε τα κλάματα και συνέχισε το δρόμο του, αλλά να που πάλι βλέπει, μέσα από ένα άλλο τζάμι, ένα άλλο δωμάτιο κι ένα δέντρο, και στα τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε είδους — αμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, και κάθονται εκεί τέσσερις πλούσιες κυρίες, που δίνουν σε όσους μπαίνουν γλυκά, κι ανοίγει για μια στιγμή η πόρτα και μπαίνουν απ’ έξω κάμποσοι κύριοι. Πλησίασε στα κλεφτά ο μικρός, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Οχ, τι φωνές ήταν αυτές και τι χειρονομίες! Μια κυρία έτρεξε γρήγορα, του έβαλε στο χέρι ένα καπίκι και του άνοιξε την πόρτα για να βγει. Πόσο φοβήθηκε ο μικρός! Το καπίκι τού έπεσε την ίδια στιγμή και κύλησε πάνω στα σκαλοπάτια, γιατί δεν μπορούσε, βλέπετε, να κλείσει τα κόκκινα δάχτυλά του και να το σφίξει. Το έβαλε στα πόδια ο μικρός κι έτρεξε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να ξέρει προς τα πού. Πάλι θέλει να κλάψει, αλλά φοβάται, και τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τα χεράκια του. Τότε τον πιάνει μια θλίψη, γιατί ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνος και τόσο απαίσια. Όμως, ξάφνου, Θεέ και κύριε! Τι είναι αυτό πάλι; Ένα πλήθος ανθρώπων στέκεται και κάτι κοιτάζει: σε ένα παράθυρο, πίσω από το τζάμι, τρεις κούκλες, μικρές, με κόκκινα και πράσινα ρουχαλάκια, και εντελώς σαν ζωντανές! Ένα γεροντάκι κάθεται και σαν να παίζει ένα μεγάλο βιολί, δυο άλλοι στέκονται όρθιοι και παίζουν μικρότερα βιολιά, και κουνάνε τα κεφάλια τους με ρυθμό, κι έπειτα κοιτάνε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιούνται, μιλάνε, πραγματικά μιλάνε, μόνο που λόγω του τζαμιού δεν ακούγονται. Στην αρχή ο μικρός σκέφτηκε ότι είναι ζωντανοί, αλλά, μόλις κατάλαβε ότι είναι κούκλες, έβαλε τα γέλια. Δεν είχε δει ποτέ τέτοιες κούκλες και δεν ήξερε καν ότι υπάρχουν τέτοιες! Του έρχεται να κλάψει, αλλά είναι τόσο αστείες αυτές οι κούκλες. Ξάφνου του φάνηκε ότι κάποιος πίσω του τον άρπαξε από το ρομπάκι του: ένα ψηλό κακιωμένο αγόρι στάθηκε δίπλα του, του έδωσε μια καρπαζιά, του πέταξε το κασκέτο και του έχωσε μια κλοτσιά. Κυλίστηκε ο μικρός στο έδαφος, κάποιοι έβαλαν τις φωνές, τα έχασε τότε, πετάχτηκε πάνω και όπου φύγει φύγει, μέχρι που έφτασε κάπου, άγνωστο πού, σε μια αυλή, μια άγνωστη αυλή. Στάθηκε να πάρει ανάσα πίσω από ένα σωρό ξύλων. «Εδώ δε θα με βρουν, είναι κατασκότεινα».
Κάθισε μαζεμένος, χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το φόβο, και τότε απρόσμενα, εντελώς απρόσμενα, ένιωσε τόσο ευχάριστα: τα χεράκια και τα ποδαράκια του σταμάτησαν να πονάνε κι αισθάνθηκε μια τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σαν να βρισκόταν δίπλα στη σόμπα. Να τος, τρεμουλιάζει ολόκληρος, αχ, μα ναι, μοιάζει να αποκοιμιέται! Τι ωραία να κοιμόταν εδώ: «Θα κάτσω λίγο και θα πάω να δω πάλι τις κούκλες», σκέφτηκε ο μικρός και χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στο μυαλό του, εντελώς σαν αληθινές!… Αλλά τότε άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει ένα νανούρισμα. «Μαμάκα, κοιμάμαι, αχ, τι ωραία κοιμάμαι εδώ πέρα!»
«Πάμε σπίτι μου, στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, αγοράκι», ψιθύρισε από πάνω του μια σιγανή φωνή.
Σκέφτηκε ότι θα ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν. Ποιος είναι αυτός που τον καλεί, δεν τον βλέπει, όμως ναι, κάποιος έσκυψε πάνω του και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι, και ο μικρός του έτεινε το χέρι και… και τότε, ω, τι φως! Ω, τι έλατο είναι αυτό! Μα δεν είναι καν έλατο, τέτοια δέντρα δεν είχε ξαναδεί ποτέ! Πού βρίσκεται τώρα; Όλα λάμπουν, όλα ακτινοβολούν και γύρω τόσες κούκλες, αγοράκια και κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, όλο στριφογυρνάνε γύρω του, πετάνε, τον φιλάνε, τον πιάνουν από το χέρι, τον παίρνουν μαζί τους, ναι, τώρα πετάει κι ο ίδιος, και βλέπει τη μητέρα του να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει τόσο χαρούμενη.
«Μαμά! Μαμά! Αχ, τι ωραία που είναι εδώ, μαμά!» της φωνάζει ο μικρός και ξαναφιλιέται με τα παιδάκια και θέλει να τους μιλήσει αμέσως για τις κούκλες εκείνες πίσω από το τζάμι. «Ποια είστε εσείς, αγοράκια; Ποιες είστε εσείς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας και αγκαλιάζοντάς τα.
«Αυτό είναι το Δέντρο του Χριστού», του απαντάνε. «Στο σπίτι του Χριστού πάντα τη μέρα αυτή υπάρχει ένα δέντρο για τα μικρά παιδάκια που δεν έχουν δικά τους δέντρα…»
Έμαθε τότε ότι τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδάκια σαν κι αυτόν, που κάποια ξεπάγιασαν μέσα στα καλαθάκια τους, όταν τα εγκατέλειψαν στα σκαλιά των σπιτιών των αξιωματούχων της Πετρούπολης, άλλα πέθαναν στο βρεφοκομείο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στο στεγνό στήθος της μητέρας τους (την εποχή του λοιμού της Σαμάρας), και κάποια άλλα έσκασαν στα βαγόνια της τρίτης θέσης από τις αναθυμιάσεις, κι όλα είναι τώρα εδώ, όλα είναι τώρα άγγελοι, κοντά στον Χριστό, κι Εκείνος, ανάμεσά τους, τους απλώνει το χέρι και τα ευλογεί, όπως και τις αμαρτωλές μητέρες τους… Ναι, οι μητέρες των παιδιών στέκονται εδώ δίπλα στην ακρούλα και κλαίνε. Όλες αναγνωρίζουν το αγοράκι τους ή το κοριτσάκι τους, το πλησιάζουν και το φιλάνε, του σκουπίζουν τα δάκρυα με τα χέρια τους και του ζητάνε να μην κλαίει, γιατί εδώ είναι καλά τώρα…
Κάτω, το πρωί, οι οδοκαθαριστές βρήκαν το μικρό πτωματάκι του ξεπαγιασμένου αγοριού πίσω από τα ξύλα. Αναζήτησαν και τη μητέρα του… Εκείνη είχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στο Κύριο και Θεό, στους ουρανούς.
Γιατί έγραψα μια τέτοια ιστορία, που δεν ταιριάζει καθόλου σε ένα συνηθισμένο ημερολόγιο, και μάλιστα ημερολόγιο συγγραφέα; Είχα υποσχεθεί στους εκδότες μερικά διηγήματα, για αληθινά γεγονότα κατά προτίμηση! Όμως, ακριβώς αυτό είναι το ζήτημα: μου φαίνεται πως όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια — δηλαδή αυτό που έγινε στο υπόγειο και πίσω από τα ξύλα και εκεί, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν ξέρω πια πώς να το πω, μπορεί να έχουν συμβεί μπορεί και όχι… Αλλά γι’ αυτό είμαι μυθιστοριογράφος: για να επινοώ πράγματα.
Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:
Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε το «Υπόγειο» ή αλλιώς «Αναμνήσεις από το υπόγειο» το 1864, όταν επέστρεψε στη Ρωσία από το Παρίσι, χρεοκοπημένος από τη χαρτοπαιξία και βρήκε τη σύζυγό του Μαρία Ντιμιτρίεβνα ετοιμοθάνατη. Στο χρονικό διάστημα που της παραστάθηκε στο κρεβάτι του πόνου έγραψε αυτό το σπουδαίο έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το οποίο ο ίδιος χαρακτήρισε «τραχύ» και «παράδοξο».Εκεί, έθεσε για πρώτη φορά το πρόβλημα της σύγκρουσης μεταξύ συναισθήματος και λογικής, το οποίο αποκορυφώθηκε στα κατοπινά του έργα. Μέσα σε λίγες σελίδες, ο συγγραφέας, μ’ έναν βαθιά φιλοσοφικό τρόπο, ξεγυμνώνει την ανθρώπινη σκέψη και ψυχή, την κομματιάζει αναλύοντάς την και τη ξανασυνθέτει εμβαθύνοντας στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, ο ήρωας βρίσκεται μέσα στο υπόγειο και τον γνωρίζουμε από τον μονόλογό του, ενώ στο δεύτερο μέρος βγαίνει από το υπόγειο και αφηγείται τρεις ιστορίες από την καθημερινότητά του. Ίσως αυτή η δομή του βιβλίου να μοιάζει ασύνδετη, ωστόσο τα δύο μέρη είναι απολύτως συνδεδεμένα και αναγκαία για να προσεγγίσει ο αναγνώστης την ψυχοσύνθεση του ήρωα και την υπαρξιακή του σύγκρουση. Η γλώσσα και το ύφος του συγγραφέα δημιουργούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης μια πνευματική και ψυχική υπερδιέγερση, αλλά και μια εκ βαθέων λογοτεχνική απόλαυση.
Ο συγγραφέας μας συστήνεται ως ένας συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος σαράντα χρόνων που αυτοπροσδιορίζεται ως άνθρωπος του Υπογείου, ως διανοούμενος, ως ένας «ποντικός» με υπερτροφική συνείδηση. Απέναντι στον άνθρωπο του Υπογείου, ο ήρωας μας αντιδιαστέλλει τον πρακτικό άνθρωπο της δράσης, αυτόν με την ελάχιστη συνείδηση που σταματά χωρίς βαθιά περίσκεψη μπροστά στο τοίχο που ορθώνεται μπρος του και υποτάσσεται με ανακουφιστική προθυμία σε όλα τα αξιώματα της επιστήμης και της κοινωνίας. Αυτοί που ανήκουν στη κατηγορία των πρακτικών ανθρώπων δύνανται να δρουν, καθώς όντας μετριότητες, παίρνουν τις πλησιέστερες αιτίες σαν αιτίες πρωτογενείς, και πείθονται ευκολότερα και γρηγορότερα βρίσκοντας κάποια βάση ακλόνητη για τη δράση τους. Ο άνθρωπος του υπογείου πάλι, σύνθετος και πολυεπίπεδος, μοιάζει αιώνια καταδικασμένος στην τύχη όλων των έξυπνων ανθρώπων, τη φλυαρία. Ο ήρωας μας απορρίπτει τις ρασιοναλιστικές θεωρίες της εποχής, κόντρα στον ακραιφνή ορθολογισμό που θα οδηγούσε σε μια ολότελα λογικά δομημένη, μα και ολότελα πληκτική κοινωνία, και προτάσσει την ανάγκη διαμόρφωσης της ελεύθερης βούλησης.
Ο ανώνυμος άνθρωπος του υπογείου προσπαθεί με την πρώτη πρόταση να αυτοπροσδιοριστεί. «Είμαι άρρωστος…. Είμαι κακός. Δεν είμαι καθόλου ευχάριστος». Για να μας πει παρακάτω: «Όχι μόνο δεν μπόρεσα να γίνω κακός, μα δεν μπόρεσα να γίνω τίποτε. Ούτε κακός, ούτε τιποτένιος, ούτε τίμιος, ούτε ήρωας ή ένα τόσο δα ζωύφιο. Τώρα περνώ τα τελευταία χρόνια της ζωής μου εξοργισμένος απ’ τη σαρκαστική και τιποτένια αυτή παρηγοριά, πως ένας έξυπνος άνθρωπος δεν κατορθώνει ποτέ να πετύχει στον προορισμό του, μόνο ένας ηλίθιος το καταφέρνει.» Από το πρώτο κεφάλαιο, λοιπόν, καταλαβαίνουμε την εσωτερική σύγκρουση του ήρωα και την ανάγκη του να μιλήσει για τον εαυτό του. «Θα μιλήσω λοιπόν για μένα.» Είναι σαράντα χρονών, πρώην δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος μετά από μια κληρονομιά παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στο υπόγειό του, ζώντας είκοσι χρόνια απομονωμένος με τον υπηρέτη του, τον μοναδικό άνθρωπο που δέχεται δίπλα του παρ’ όλο που τον μισεί. Ξεκινά λοιπόν ένας μονόλογος-εξομολόγηση ή ένας διάλογος με τον αναγνώστη, ο οποίος προφανώς δίνει τροφή για πολλή σκέψη και γεννά πολλά φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα. Ο λόγος του είναι μια κραυγή απόγνωσης και πολύχρονης μοναξιάς. Επιτίθεται με δριμύτητα σε όλα τα πνευματικά ρεύματα και τις κοινωνικές θεωρίες της εποχής του, της Ρωσίας και της Ευρώπης. Η σκέψη του βροντάει σαν την ανυπόφορη σπάθα του αξιωματικού, ασυγκράτητη, αληθινή. Αμφισβητεί, μετανιώνει, αυτοτιμωρείται. Διαχωρίζει τον πρακτικό άνθρωπο από τον σκεπτόμενο άνθρωπο. Τους θέτει απέναντι στην προσβολή, στον εξευτελισμό, στην εκδίκηση. Ο πρακτικός άνθρωπος σταματά μπροστά στον τοίχο που θέτουν οι φυσικοί νόμοι, οι επιστήμες και τα μαθηματικά. Δέχεται απόλυτα το αξίωμα του «δύο και δύο κάνουν τέσσερα». Ο διανοούμενος, όμως, με την υπερτροφική του συνείδηση βλέπει τον τοίχο σαν πρόκληση, σαν πρόφαση ν’ αλλάξει δρόμο, αμφιβάλλει και βυθίζεται σαν τον ποντικό σε μία λάσπη από άλυτα ερωτήματα. Θέτει ξεκάθαρα λοιπόν τον εαυτό του απέναντι στην ορθολογική σκέψη. «Θεέ μου τι μ’ ενδιαφέρουν εμένα οι νόμοι της φύσης και της αριθμητικής όταν οι νόμοι αυτοί μπορεί να μην μου αρέσουν. Δεν θα σπάσω φυσικά τον τοίχο με το κεφάλι μου αν δεν έχω τη δύναμη που χρειάζεται, μα δε θα υποκύψω μόνο και μόνο επειδή έχω μπροστά μου ένα πέτρινο τοίχο και δεν έχω τη δύναμη που χρειάζεται για να τον σπάσω.» Στη συνέχεια κατηγορεί τον μορφωμένο άνθρωπο της εποχής του για υποκρισία και θέτει το θέμα της αυτογνωσίας και του αυτοσεβασμού. «Μπορεί ένας άνθρωπος να σέβεται τον εαυτό του έχοντας συνείδηση του ξεπεσμού του;»
Τολμά να μιλήσει για τις ανθρώπινες αδυναμίες, τα πάθη, τα λάθη, την μετάνοια, την πλήξη για να καταλήξει στο αιώνιο ερώτημα. Τι είναι καλό και ωφέλιμο για τον άνθρωπο; Είναι ο κατάλογος που έχουν καταρτίσει όλοι οι στατιστικολόγοι, οι σοφοί και οι φιλάνθρωποι δηλαδή η ευμάρεια, ο πλούτος, η ελευθερία, η ανάπαυση; Εξημερώνει ο πολιτισμός τον άνθρωπο ή τον κάνει περισσότερο αιμοχαρή, αφού οι περισσότεροι αιμοχαρείς άνθρωποι ήταν πολύ πολιτισμένοι; Μπορεί ο ορθολογισμός και η επιστήμη να λύσουν όλα τα ζητήματα ώστε ο κόσμος να γίνει παράδεισος; Χαρακτηρίζει τον άνθρωπο σαν ον δίποδο, αχάριστο, ανήθικο και παράλογο, παραθέτοντας μεταξύ άλλων παραδειγμάτων από την ιστορία και την Κλεοπάτρα, η οποία αισθανόταν ευχαρίστηση να μπήγει χρυσές βελόνες στα στήθη των σκλάβων της γυναικών. Καταλήγει λοιπόν ότι: «Ο άνθρωπος μόνο ένα πράγμα έχει ανάγκη. Να είναι η θέλησή του εντελώς ανεξάρτητη, όσο κι αν του στοιχίζει αυτή του η ανεξαρτησία, όσες κι αν είναι οι κακές συνέπειες που συνεπάγονται.» Συνεχίζει τονίζοντας τη σπουδαιότητα της βούλησης στον άνθρωπο σε σχέση με τη λογική, υποστηρίζοντας ότι η θέληση είναι όλη η εκδήλωση της ζωής, δρα συνολικά με όσες δυνάμεις έχει μέσα της και συνειδητά ή ασυνείδητα ζει ακόμη κι όταν ξεγελιέται. «Συμφωνώ, δύο και δύο κάνουν τέσσερα, είναι θαυμάσιο πράγμα, ε λοιπόν και τα δύο και δύο κάνουν πέντε, είναι καμιά φορά πιο χαριτωμένο.» Αναφέρεται, επίσης, στη χρησιμότητα του πόνου στον άνθρωπο σαν αιτία συνείδησης. Δεν παραλείπει ωστόσο να επιτεθεί στο πολιτικό καθεστώς της Ρωσίας, το οποίο παρομοιάζει με κρυστάλλινο παλάτι και αναρωτιέται με καυστική ειρωνεία αν ο άνθρωπος που ζει σ’ αυτό θα ήταν προτιμότερο να ξαναγυρίσει στις βελόνες. «Προσέξτε τώρα: στη θέση του παλατιού, ας υποθέσουμε πως βρίσκεται ένα κοτέτσι, και αρχίζει να βρέχει είναι πολύ πιθανό να μπω μέσα στο κοτέτσι για να μη βραχώ μα δε θα πάρω ποτέ το κοτέτσι για παλάτι από ευγνωμοσύνη, επειδή με προστάτεψε από τη βροχή. Γελάτε. Λέτε μάλιστα πως σε μια τέτοια περίσταση, κοτέτσι και παλάτι είναι το ίδιο. Ναι, θα απαντήσω, αν ζει κανείς μόνο για να μη βρέχεται…. Έπειτα, ξέρετε, είμαι βέβαιος ότι εμείς που κατοικούμε στα υπόγεια, είναι ανάγκη να μας κρατούν σαν μαντρόσκυλα, καλά δεμένους. Γιατί μολονότι είμαστε ικανοί να μείνουμε σαράντα χρόνια στην τρύπα μας χωρίς να πούμε λέξη, ωστόσο όταν βγαίνουμε στο φως της μέρας, μιλάμε ακατάπαυστα.»
Η νεανική του εκδοχή , στο δεύτερο μέρος, αποτελεί μια παρωδία του κλασσικού μοτίβου του ρομαντικού ήρωα που απαντάται στα ρώσικα μυθιστορήματα, είναι εύθικτος, μορφωμένος, δειλός, εμπνεόμενος από υψηλές ιδέες και ιδανικά, οι δε χαρακτήρες με τους οποίους αλληλεπιδρά απεικονίζουν τη παθογένεια και την υποκρισία της σύγχρονής του Ρώσικης κοινωνίας. Ο συγγραφέας κοιτά βαθιά μέσα στον ήρωα του, μια γκροτέσκα εκδοχή του εαυτού του και των λογοτεχνικών ηρώων του, τον αποδομεί και καρατομεί με τον πιο λεπτό τρόπο την πνευματική και ηθική του ακεραιότητα, τη μισάνθρωπη στάση του απέναντι στην κοινωνία. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του ήρωά του, μέσα από την απολύτως ειλικρινή εξιστόρηση κάποιων γεγονότων της ζωής του και χωρίς να φοβάται την αλήθεια, ψυχογραφεί σε βάθος την ανθρώπινη φύση. «Στις αναμνήσεις κάθε ανθρώπου υπάρχουν πράγματα που δεν τα εμπιστεύεται σ’ όλο τον κόσμο, αλλά μόνο στους φίλους του. Υπάρχουν άλλα που δεν τα εμπιστεύεται στους φίλους του, τα λέει μοναχά στον εαυτό του, κι αυτό στα κρυφά. Και τέλος, υπάρχουν κι εκείνα που ο άνθρωπος φοβάται να τα ομολογήσει και στον ίδιο του τον εαυτό.» Στις ιστορίες που μας εμπιστεύεται ο ήρωας μας είναι νέος 24 ετών, υπάλληλος στο υπουργείο, αλλά η ζωή του είναι θλιβερή, μοναχική σαν του άγριου ζώου. Οι χαρακτήρες που αλληλεπιδρά καθρεπτίζουν την Ρώσικη κοινωνία με όλη της την υποκρισία και την παθογένεια. Είναι έξυπνος, μορφωμένος με υψηλές αξίες και ιδανικά, αλλά δειλός, εσωστρεφής και χαμηλώνει πάντα τα μάτια μπροστά σε κάθε άνθρωπο που γνωρίζει. Έχει έναν υπέρμετρο εγωισμό που τον κάνει να νοιώθει ότι δεν μοιάζει με κανέναν. «Εγώ είμαι ο ένας, κι αυτοί είναι η ολότητα.» Ωστόσο υποτιμά τον εαυτό του, επειδή η συμπεριφορά του δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του, με αποτέλεσμα να βιώνει μια συνεχή εσωτερική σύγκρουση. Σιχαίνεται λοιπόν και περιφρονεί όλους τους συναδέλφους του και τους ανθρώπους της εποχής του, θεωρώντας τους σαχλούς, επιδειξιομανείς, ανόητους, αρνιά από το ίδιο κοπάδι. Μοναδικό του καταφύγιο το διάβασμα. Πνίγει με ξένες εντυπώσεις ό,τι βράζει μέσα του. Η πλήξη όμως και τα δυνατά του πάθη τον οδηγούν στην κραιπάλη. Μια νύχτα, περνώντας έξω από μία ταβέρνα, είδε έναν καυγά και έναν άντρα να τον πετούν απ’ το παράθυρο. Ζήλεψε και μπήκε μέσα για να ζήσει το ίδιο. Δεν τόλμησε όμως να προκαλέσει κανέναν και το χειρότερο ήταν πως ένας αξιωματικός, ο οποίος προφανώς συμβολίζει τη Ρώσικη αριστοκρατία, τον περιφρόνησε σαν να ήταν κουνούπι. Ο εξευτελισμός που ένοιωσε γέμισε την ψυχή του μίσος και θυμό. Έμαθε τα πάντα γι’ αυτόν και προσπάθησε να βρει το ηθικό θάρρος που του έλειπε, για να τον αντιμετωπίσει. Για χρόνια έβλεπε τον αξιωματικό στο δρόμο. «Έκανε τόπο να περάσουν οι στρατηγοί και οι επίσημοι, και γλιστρούσε κι αυτός σαν χέλι ανάμεσά τους μα όταν επρόκειτο γι’ ανθρώπους σαν κι εμένα ή κατά τι καλύτερους, κυριολεκτικά μας κουρέλιαζε: ερχόταν γραμμή καταπάνω μας, σαν να’ χε το κενό μπροστά του, και για κανένα λόγο δεν υποχωρούσε ούτε μία σπιθαμή. Μεθούσα απ’ την κακία μου κοιτάζοντάς τον, και… λυσσώντας, παραμέριζα μπροστά του.»
Υπέφερε και έβαλε σκοπό να εξισωθεί μαζί του, να μην ξαναϋποχωρίσει πρώτος. Δανείστηκε χρήματα για να βελτιώσει την εμφάνισή του, και αποφασισμένος βγήκε στο δρόμο. Το μόνο που κατάφερε ωστόσο ήταν να βρεθεί κάτω από τα πόδια του αξιωματικού, εξευτελισμένος όσο ποτέ. Ως εκ θαύματος, την επομένη νύχτα, που είχε αποφασίσει να παραιτηθεί από τον σκοπό του, σκόνταψε πάνω του ώμο με ώμο και δεν υποχώρησε ούτε σπιθαμή. Έσωσε την αξιοπρέπειά του δείχνοντας μπροστά σ’ όλο τον κόσμο την κοινωνική του ισότητα. Μετά την κραιπάλη βρισκόταν ολότελα στον πάτο. Ένοιωθε αηδία, μεταμέλεια και ξεκινούσε μια οδυνηρή εσωτερική ανάλυση. Έπειτα κατέφευγε στα όνειρα. Ονειρευόταν το «ωραίο και υψηλό», τον κόσμο όπως ήθελε να είναι, γινόταν ήρωας, βρισκόταν πιο ψηλά απ’ όλους. «Όλοι είναι σκουπίδια μπροστά μου και είναι υποχρεωμένοι να αναγνωρίζουν, θέλοντας και μη, την τελειότητά μου και τότε συγχωρώ όλο τον κόσμο.» Μέσα σ’ αυτήν την απόλυτη ευτυχία, γέμιζε πίστη και ελπίδα. Η ψυχή του πλημμύριζε από αγάπη και ένοιωθε την ανάγκη να σφίξει στην αγκαλιά του ολόκληρη την ανθρωπότητα. Του αρκούσε μόνο εκείνη τη στιγμή, να είχε δίπλα του έστω και έναν άνθρωπο. Έτσι αποφάσιζε να επισκεφτεί τους μοναδικούς δύο γνωστούς του. Τον προϊστάμενό του και έναν παλιό συμμαθητή του, τον Σιμόνοφ, γεγονός ωστόσο που τον προσγείωνε δυσάρεστα στην πραγματικότητα, με τις ανόητες και πληκτικές συζητήσεις τους. Σε μία επίσκεψη στον Σιμόνοφ, όπου περισσότερο τον έσπρωξε η μοναξιά, συνάντησε άλλους δύο παλιούς συμμαθητές του, οι οποίοι τον υποτιμούσαν για την κοινωνική του ασημαντότητα. Συζητούσαν για ένα αποχαιρετιστήριο γεύμα που ήθελαν να προσφέρουν την επομένη, προς τιμήν του Ζβερκόφ, ενός αξιωματικού παλιού συμμαθητή τους. Χωρίς να το πολυσκεφτεί ο ήρωάς μας, αυτοπροσκλήθηκε για να τους εκμηδενίσει, αφού εκτός από την αντιπάθεια που έτρεφε για τους παρόντες, τον συνέδεε με τον Ζβερκόφ μια παλιά διαμάχη και τον θεωρούσε υποκριτή και αχρείο. Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας, μέσα από μια εφιαλτική νύχτα του ήρωά του, μας γνωστοποιεί την παιδική και εφηβική του ηλικία, αποδομώντας συγχρόνως το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής του και αγγίζοντας τα μύχια της πληγωμένης ψυχής του. «Όλη τη νύχτα οι αναμνήσεις της ζωής της φυλακής που έκανα στο σχολείο, μου βάραιναν το μυαλό και δεν μπορούσα να τις διώξω. Μακρινοί συγγενείς από τους οποίους εξαρτιόμουν και δεν ήξερα τι απόγιναν από τότε, με είχαν χώσει σ’ αυτό το σχολείο – ορφανό, αποβλακωμένο από τα μαλώματά τους, σκεφτικό, σ’ αυτήν την ηλικία, σιωπηλό με άγριο βλέμμα. Οι συμμαθητές μου με υποδέχθηκαν με σαρκασμούς μοχθηρούς και ανελέητους, γιατί δεν έμοιαζα με κανέναν τους. Μα δεν μπορούσα να υποφέρω τις κοροϊδίες. Τους σιχάθηκα αμέσως και κλείστηκα στον εαυτό μου, μέσα στη σκοτεινή μου περηφάνια, πονεμένος και φοβισμένος. Η προστυχιά τους με αναστάτωνε. Κορόιδευαν αναιδέστατα το πρόσωπό μου, την αδέξια στάση μου. Και όμως, πόσο βλακώδη ήταν τα δικά τους μούτρα! Στο σχολείο η έκφραση των προσώπων μας γινόταν ολότελα κουτή, άλλαζε. Πόσο ωραία παιδιά μπαίνανε σ’ αυτό! Και μέσα σε λίγα χρόνια λυπόσουν να τα βλέπεις… Ήταν διεφθαρμένα ως το κόκκαλο. Και χωρίς άλλο, η διαφθορά τους προερχόταν από την αδιαντροπιά των μεγάλων… Για να αποφύγω τις κοροϊδίες τους, άρχιζα να εργάζομαι όσο μπορούσα περισσότερο, διάβαζα βιβλία που εκείνοι δεν μπορούσαν να διαβάσουν… Με τα χρόνια ένοιωσα μέσα μου την ανάγκη ενός φίλου, μα η ψυχή μου ήταν πια δεσποτική… Η πρώτη μου δουλειά όταν τελείωσα το σχολείο, ήταν να εγκαταλείψω την ειδική αυτή τέχνη για την οποία προετοιμαζόμουν, να σπάσω όλους τους δεσμούς, να καταραστώ το παρελθόν και να ρίξω στάχτη πάνω τους… Να πάρει ο διάβολος! Ύστερα απ’ όλα αυτά, πως μου κάπνισε να πάω να βρω τον Σιμόνοφ!» Παρ’ όλα αυτά πήγε στο γεύμα, το οποίο αποδείχθηκε ανυπόφορο και εξευτελιστικό. Εκτός του ότι περίμενε μία ώρα, αφού είχαν αλλάξει το ραντεβού και δεν τον ειδοποίησαν, κατά τη διάρκεια της βραδιάς, τον περιφρονούσαν για την κοινωνική και οικονομική του θέση και αγνοούσαν την παρουσία του παρ’ όλες τις προσπάθειες που έκανε για να τον προσέξουν. Μέθυσε, ταπεινώθηκε και γεμάτος θυμό, μετά από μια εσωτερική πάλη της λογικής με το συναίσθημα, αποφάσισε να πάει να τους βρει στον οίκο ανοχής που συνέχισαν τη βραδιά τους. Καμία ανθρώπινη δύναμη δεν μπορούσε να τον εμποδίσει. Δυστυχώς όμως η παρέα του είχε φύγει. Η αγωνία και ο θυμός που έβραζε μέσα του γύρευαν διέξοδο. Την βρήκε στο πρόσωπο της Λίζας, μιας νεαρής πόρνης που γνώρισε εκεί. Ξέσπασε πάνω της όλη τη συναισθηματική του ένταση, παρουσιάζοντας με τον πιο ωμό και σκληρό τρόπο την κατάστασή της. Τη φθορά και την σαπίλα που την περιέβαλαν, ακόμα και τον μελλοντικό εξευτελιστικό θάνατο της. Στην πορεία της συζήτησης ωστόσο, και μέσα απ’ τα λόγια του, έβλεπε να έρχεται ένας σκοπός. Να παροτρύνει αυτή τη γυναίκα ν’ αλλάξει ζωή, να τη σώσει απ’ την σκλαβιά της. Της μίλησε με τρυφερότητα για την αληθινή αγάπη, για τον ευτυχισμένο γάμο, την ομορφιά της ζωής, που εκείνη δεν θα ζήσει ποτέ αν παραμείνει πόρνη. Η δύναμη των λόγων του λύγισε τη Λίζα. Της έδωσε τη διεύθυνσή του και την άφησε βυθισμένη στη ντροπή και την απελπισία. Την επόμενη μέρα, μετάνιωσε για την συμπεριφορά του και τον κυρίεψε ο φόβος της επίσκεψης της Λίζας στο σπίτι του. Της παρουσιάστηκε σαν ήρωας και τον αναστάτωνε η σκέψη ότι θα έβλεπε τη φτώχεια του, την πραγματική κατάστασή του και το ζώο τον υπηρέτη του. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε την ιδιόρρυθμη και εξαρτημένη σχέση που έχει με τον υπηρέτη του, έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, τον οποίο μισεί και σιχαίνεται, αλλά η ύπαρξή του είναι χημικά ενωμένη με τη δική του. Ο φόβος του έγινε πραγματικότητα, αφού η Λίζα τον επισκέφτηκε ξαφνικά, σε μια δύσκολη στιγμή που καυγάδιζε μαζί του. Με την κουρελιασμένη του ρόμπα, ρεζιλεμένος και εκμηδενισμένος μπροστά της, σε μια νευρική κρίση αλήθειας, της εξομολογήθηκε τα γεγονότα όπως συνέβησαν. Της έδειξε τον πραγματικό του εαυτό, κι εκείνη αντί να φύγει, ένοιωσε τη δυστυχία του και τον παρηγόρησε. Οι ρόλοι ξαφνικά άλλαξαν, εκείνη ήταν η ηρωίδα και αυτός ο ταπεινωμένος. Το αίσθημα της κυριαρχίας και της εκδίκησης, τον έσπρωξαν να την κάνει δική του και να της βάλει μετά στη χούφτα το χαρτονόμισμα. «Για μένα αγάπη θα πει να τυραννάς και να κυριαρχείς στην ψυχή του άλλου… Γιατί η προσβολή είναι ένας εξαγνισμός, είναι ο πιο οδυνηρός και ο πιο καυτερός πόνος για να γνωρίσει κανείς την πραγματικότητα.» Όταν ωστόσο αργότερα είδε το χαρτονόμισμα στο τραπέζι, έτρεξε να την προλάβει αλλά μάταια. Σεβόταν τόσο λίγο τους ανθρώπους, που δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα φερόταν έτσι. Γύρισε στο δωμάτιό του μισοπεθαμένος από τον ηθικό πόνο. «Γιατί όλοι έχουμε ξεσυνηθίσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή, που σε μερικές στιγμές αισθανόμαστε κάποια αηδία για την πραγματική ζωή και για τούτο την αποστρεφόμαστε όταν μας την θυμίζουν. Καταντήσαμε να θεωρούμε «την πραγματική ζωή» σαν αγγαρεία, σχεδόν σαν επάγγελμα, και όλοι μέσα μας είμαστε της γνώμης ότι είναι προτιμότερο να ζει κανείς τη ζωή των βιβλίων… Βαριόμαστε ακόμη και που είμαστε άνθρωποι, άνθρωποι με σάρκα και οστά αληθινά, ντρεπόμαστε γι αυτό και το θεωρούμε ατιμία μας. Γυρεύουμε να γίνουμε ένας τύπος γενικού ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ. Είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε και χρόνια μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί, μια κατάσταση που μας ευχαριστεί όλο και πιο πολύ. Σε λίγο, θα επινοήσουμε κάποιο τρόπο να γεννιόμαστε από μια ιδέα. Μα δε θέλω πια να γράψω μέσα στο «υπόγειο»…»
Πρόσφατα είχα την τύχη να παρακολουθήσω στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης δύο εξαιρετικές παραστάσεις, μεταφορές επί σκηνής των έργων του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι “Οι Δαιμονισμένοι” και “Ο Μέγας Ιεροεξεταστής” σε επιμέλεια, διασκευή και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Χατζή. Σε συνδυασμό με τη γέννηση σαν σήμερα του συγγραφέα, που χάρισε απλόχερα την αφορμή, η θεατρική μας στήλη θα κάνει λόγο για δυο αριστουργήματα της λογοτεχνίας που έχουν πολλές φορές μετατραπεί σε αριστουργήματα του θεατρικού θεάματος. Ας δούμε λίγο ξεχωριστά τα δύο αυτά έργα, όσο γίνεται από θεατρική πάρα από λογοτεχνική σκοπιά, τους χαρακτήρες που διαγράφονται και τα μηνύματα που περνούν στον εκαστασιασμένο θεατή ή αναγνώστη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι άλλα έργα του Ντοστογιέφσκι βλέπουμε πιο συχνά να μεταπηδούν από τις σελίδες των βιβλίων στην αυλαία του θεάτρου. Τέτοια είναι ο Παίκτης, το Όνειρο ενός γελοίου, Έγκλημα και Τιμωρία, ακόμα και το Υπόγειο. Ίσως αυτό που καθιστά δυσχερή και έτσι όχι τόσο συχνή την απόδοση του έργου του Ντοστογιέφσκι στο θέατρο να μην είναι μόνο ο πυκνός του λόγος, αλλά το έντονο συναισθηματικό υπόβαθρο, η εσωτερική ταραχή που βασανίζει τους ήρωες, η υπαρξιακή αγωνία, τα φιλοσοφικά ερωτήματα που παραπέμπουν σε μια αρχαία τραγωδία, χωρίς να διαθέτουν όμως την αμεσότητα της που βοηθά τον θεατή να πλησιάσει την κάθαρση. τα μηνύματα του Ρώσου συγγραφέα, λόγω της θεολογικής, της στοχαστικής τους διάθεσης, καταλήγουν δυσνόητα και απαιτούν μια αντίληψη διαφορετική και μια οπτική ανοικτή.
Τα δύο αυτά συνιστούν έργα της τελευταίας περιόδου και της απόλυτης ωριμότητας του συγγραφέα. Στο μύθο του μεγάλου Ιεροεξεταστή (απόσπασμα που ο συγγραφέας ενέταξε αργότερα στο πιο ολοκληρωμένο του έργο: τους Αδελφούς Καραμαζώφ), ο Ντοστογιέφσκι εκφράζει τα αγωνιώδη ερωτήματα που τον τυραννούν: Τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας, της βούλησης, της πίστης, της ύπαρξης του θείου, της ομορφιάς, της αγάπης. Της ανθρώπινης διαφθοράς. Της πραγματικής δύναμης του ανθρώπου. Θεός-άνθρωπος ή άνθρωπος-θεός; Μεγάλα, καίρια ερωτήματα με τα οποία η σύγχρονη ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη. Ο άνθρωπος ως θύμα και ως θύτης. Σε αυτές τις ιδέες εμπεριέχεται η φιλοσοφία του συγγραφέα, σε αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί απεγνωσμένα να δώσει μια απάντηση. Το καταφέρνει; Αυτό θα κληθεί να το κρίνει μόνο ο θεατής.
Οι ιστορίες
Οι δαιμονισμένοι
Το έργο αυτό ξεκίνησε να γράφεται το 1869 απ ‘τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι και ολοκληρώθηκε το 1872. Θεωρείται μέχρι σήμερα ένα απ΄τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και όχι άδικα, όπως άλλωστε και ο δημιουργός του. Ο Ντοστογιέφσκι είναι αντιπροσωπευτική προσωπικότητα της εξαιρετικής περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μιας περιόδου κατά την οποία η κίνηση των ιδεών, η ανάπτυξη μιας κοινωνικής συνείδησης ευαίσθητης στις εξελίξεις, η αναζήτηση της αλήθειας και της ομορφιάς, όλα καθρεπτίζονται σε μια λογοτεχνία εξαιρετικά προβληματισμένη και πλούσια σε ανθρωπιά. Οι διάλογοι περί αυτοκτονίας, περί θρησκείας, περί έρωτα, περί Καλού και Κακού αποτελούν συζήματα, τα οποία διαβάζονται άνετα και από τον πλέον απαίδευτο αναγνώστη. Αξίζει, λοιπόν, ν’ αφιερωθούν λίγες ώρες για την ανάγνωση των εξαιρετικών δημιουργημάτων αυτού του σπουδαίου καλλιτέχνη. Έτσι, σύμφωνα με τις πηγές της βιογραφίας του, το έργο γράφτηκε υπό συνθήκες εξαθλίωσης και ενώ ο συγγραφέας βρισκόταν στο εξωτερικό. Κάποια στιγμή, ενώ βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ο Ντοστογιέφσκι αρνήθηκε να τελειώσει το έργο αν δεν επέστρεφε στην πατρίδα του. Έτσι, ο εκδότης του φρόντισε για την επιστροφή του και για την προώθηση του βιβλίου, οργανώνοντας δημόσιες αναγνώσεις αποσπασμάτων παλαιότερων έργων του. Εν συνεχεία, και ενώ ο Ντοστογιέφσκι είχε συλλάβει τον επόμενο ήρωα του μυθιστορήματος εν ονόματι Η ζωή ενός μεγάλου αμαρτωλού, κάποιο εντυπωσιακό δημοσίευμα στις εφημερίδες άλλαξε άρδην την σκέψη του. Τη βασική πλοκή για τους Δαιμονισμένους την εμπνεύστηκε απ’τη δολοφονία ενός φοιτητή στη Μόσχα. Αιτία για τη δολοφονία στάθηκε η υποψία κάποιων συμφοιτητών του πως θα τους πρόδιδε. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στις 700 περίπου σελίδες του μυθιστορήματος στηρίζονται σε αληθινά περιστατικά της εποχής που συντάραξαν τον συγγραφέα.
Να σημειωθεί ότι, τη δεκαετία 1860-1870 ακμάζει το κίνημα του Μηδενισμού, γεγονός καταλυτικής σημασίας, όπως αποδείχτηκε, για τον Ντοστογιέφσκι. Η δολοφονία του φοιτητή Ιβανόφ διαπράχθηκε από την οργάνωση «Λαϊκή Εκδίκηση» που καθοδηγείτο από τον Νιετσάγεφ, πνευματικό τέκνο του πατριάρχη του αναρχισμού Μπακούνιν, και συγγραφέα της «Κατήχησης ενός Επαναστάτη», ενός βιβλίου που επηρέασε τις «τρομοκρατικές οργανώσεις» του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα (Ερυθρές Ταξιαρχίες,Μπάαντερ-Μάϊνχοφ κλπ).
Στους δαιμονισμένους δε συναντά κανείς μόνο έναν συγγραφέα ικανό να πλάσει αληθινούς ήρωες αλλά και έναν διανοητή που στέκει πιο πάνω από την εποχή του και με προφητική οξυδέρκεια προβλέπει όχι μόνο όσα ακολούθησαν στη δική του Ρωσία, αλλά και όσα ζούμε στη σημερινή Ελλάδα και στο σημερινό κόσμο.
Πρόκειται για ένα έργο που ανατέμνει την ανθρώπινη ψυχή φτάνοντας σε βάθη δυσθεώρητα και συγχρόνως κατέχει μια σημαντική πολιτική διάσταση.
Ο συγγραφέας παρουσιάζει τους χαρακτήρες με τόση λεπτομέρεια και ρεαλισμό, που νομίζεις ότι είναι πραγματικά πρόσωπα και εκείνος μπόρεσε με μια υπερφυσική δύναμη να δει και να καταγράψει κάθε κίνηση του σώματος και της ψυχής τους. Έπειτα, η ασυνήθιστη, δαιδαλώδης πλοκή του απεικονίζει μια ολόκληρη κοινωνία στην επαρχία της τσαρικής Ρωσίας το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, περιλαμβάνοντας και συνδέοντας μεταξύ τους από τον ευσεβή εργάτη και τη φτωχή κοπέλα με τα διανοητικά προβλήματα μέχρι την αριστοκράτισσα που βαριέται και τον άβουλο νομάρχη. Το μυθιστόρημα δεν έχει θετικό ήρωα, εκτός αν δώσουμε αυτό το ρόλο στον καλοσυνάτο Σάτοβ. Οι δύο κύριοι χαρακτήρες του είναι αρνητικοί και ο τίτλος «Δαιμονισμένοι» τους ταιριάζει παρόλο που δεν έχουν κοινούς στόχους.
Η προφητική, διαχρονική δύναμη του έργου έγκειται στο ότι προειδοποιεί για τις καταστροφικές συνέπειες του μηδενισμού. Ο Ντοστογιέβσκι προέβλεψε τι θα έκαναν μετά από δεκαετίες οι ριζοσπάστες μηδενιστές της εποχής του όταν έπαιρναν την εξουσία και δοκίμαζαν να αναδιοργανώσουν την κοινωνία με βάση τα πιστεύω τους. Κατάλαβε ότι άνθρωποι που μισούσαν το χριστιανισμό αναπόφευκτα θα στρέφονταν ενάντια σε εκείνο που έχει μεγαλύτερη αξία στο χριστιανισμό, το Πρόσωπο. Όσο προχωράει η αφήγηση η ένταση ανεβαίνει καθώς η ηθική σαπίλα επεκτείνεται παίρνοντας διάφορες μορφές, όπως ο ηδονισμός και η επιθετικότητα του αριστοκράτη Σταυρόγκιν, η φονική μανία του Στεπάνοβιτς και ο παρασιτισμός του «διανοούμενου» Καρμάζινοβ.
Εμπνεόμενος από τη λαϊκή ορθόδοξη παράδοση, ο συγγραφέας διατηρεί μια αισιοδοξία και προτείνει διέξοδο σωτηρίας από την απουσία νοήματος και τον υλισμό που διάβρωνε τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της χώρας του. Ο καθένας πρέπει να κάνει τη δική του επανάσταση ενάντια στα πάθη του για να γλιτώσει την άβυσσο. Από αυτή την άποψη, ο διάλογος του Σταυρόγκιν με το μοναχό Τύχωνα είναι μνημειώδης.
Ο Μέγας Ιεροεξεταστής
Η διφορούμενη στάση του συγγραφέα απέναντι στη θρησκεία αναβλύζει έντονα από το τέταρτο κεφάλαιο των «Αδερφών Καραμαζόφ» το οποίο έχει ανεβεί σαν χωριστό θεατρικό έργο άπειρες φορές σε όλο τον κόσμο: ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής, ένας λίβελος εναντίον του Χριστού, στο οποίο τίθεται και το ζήτημα της ανάγκης της θρησκείας. Σε κάποιες σημειώσεις του, ο Ντοστογιέφσκι είχε γράψει: «Η Δύση έχασε το Χριστό από λάθος του καθολικισμού, γι’ αυτό και μόνο το λόγο η Δύση σιγοπεθαίνει» (στο Μάρκου Αυγέρη, «Ξένοι Λογοτέχνες», σελ. 67/68). Με τον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή» ο αναγνώστης μεταφέρεται στο Μεσαίωνα και η Ιερά Εξέταση είναι στις δόξες της. Ο Χριστός κατεβαίνει ξανά στη γη για να κάνει θαύματα. Όμως, ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής έχει πια την εξουσία στα χέρια του και καθορίζει την πολιτική, κοινωνική και ηθική τάξη. Διατάζει λοιπόν, το Χριστό, να φύγει κατηγορώντας τον ότι δεν έκρινε σωστά τους ανθρώπους δίνοντάς τους την ελευθερία να επιλέξουν ανάμεσα στο κακό και το καλό. Του υπενθυμίζει επίσης ότι πλέον οι ιερείς έχουν αναλάβει το έργο του. Εκτυλίσσεται ένας έντονος διάλογος ανάμεσα στο Χριστό και τον Ιεροεξεταστή, στον οποίο κατηγορείται ο Χριστός ότι χάλασε την οργανωμένη πνευματική και ηθική τάξη πραγμάτων δημιουργημένη από την Καθολική Εκκλησία για τη σωτηρία των ανθρώπων. Συμπεραίνει λοιπόν ότι ο Χριστός πρέπει να σταυρωθεί ξανά. Σύμφωνα με τον Μάρκο Αυγέρη, ο Ντοστογιέφσκι δεν μπορούσε ποτέ να απαλλαχτεί από την ιδεολογία της απολυταρχικής Ρωσίας και βλέπει τη ζωή σαν θρησκευτική τραγωδία, σαν μια θεοδικία τελικά, στην οποία δοκιμάζεται ο άνθρωπος. Ο χριστιανισμός του Ντοστογιέφσκι χαρακτηρίστηκε από τον θαυμαστή του, το φιλόσοφο Νικολάι Μπερντιάεφ, ως «αναρχικός».
Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι είναι μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση, που ωστόσο επιτηρεί ολόκληρη την αφήγηση των Αδελφών Καραμάζωφ, όχι μόνο επειδή είναι μια σπάνια αφηγηματική κορύφωση, αλλά κυρίως επειδή συγκροτεί τον πυρήνα της αφήγησης, ο οποίος ως κεντρική θεματική ερμηνεύει τα επιμέρους αφηγηματικά στοιχεία των Αδελφών Καραμάζωφ, και μέσω της ερμηνείας τα παρασύρει προς τον δικό του δρόμο, προς το δικό του ύφος και ήθος. Αυτό το ύφος και αυτό το ήθος εντυλίσσονται γύρω από το κομβικό, αγωνιακό πρόβλημα της ελευθερίας, το οποίο τυραννά τον Ντοστογιέφσκι σε όλο το έργο του. Μιας ελευθερίας που είναι φάντασμα ελευθερίας μέσα στην ανθρώπινη ανελευθερία ή καλύτερα μια προσομοίωση ελευθερίας, όταν το ανθρώπινο δράμα παίζεται κατακόρυφα, ανάμεσα στο βασίλειο του Θεού και στο βασίλειο του Διαβόλου. Πρόκειται μήπως για την ελευθερία του Θεού ή για την ελευθερία του ανθρώπου; Ποιος εντέλει ηγείται του δράματος της ελευθερίας και ποιος ακολουθεί;
Ο Νικόλας Μπερντιάγιεφ έχει ήδη θέσει τις βασικές προκείμενες για την εναγώνια προσπάθεια του Ντοστογιέφσκι να βιώσει το ερώτημα και να το αποδώσει βιωματικά, φανερώνοντας και συγχρόνως αποκρύπτοντας τη βαθύτατη ουσία του, ακροβατώντας πάνω στην κατακόρυφο μεταξύ ελευθερίας και ανελευθερίας, μεταξύ Θεού και ανθρώπου. “Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής”, γράφει ο Μπερντιάγιεφ, “δεν πιστεύει στον Θεό ούτε και στον άνθρωπο. Είναι δυο πλευρές μιας και της αυτής πίστης. Όποιος έχει χάσει την πίστη του στον Θεό δεν μπορεί να πιστεύει ούτε και στον άνθρωπο […].
Ο άνθρωπος, κατ’ αυτόν, δεν είναι ικανός να υποστεί τη μεγάλη δοκιμασία των πνευματικών δυνάμεων, της πνευματικής του ελευθερίας και της κλίσης του να ακολουθήσει μια ανώτερη και υψηλότερη ζωή […]. Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής αντιτίθεται, εναντίον του Θεού εν ονόματι του ανθρώπου, ενός οποιουδήποτε ελαχίστου ανθρώπου, στον οποίο τόσο λίγο πιστεύει όσο και στον Θεό. Εν προκειμένω η τραγωδία είναι βαθιά”.
Η θέση του Μπερντιάγιεφ ενισχύεται ασφαλώς από όσα ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής αποκαλύπτει στον λόγο του. Από την άκαμπτη λογική αλήθεια, την οποία ο Ντοστογιέφσκι βάζει στο στόμα του, ότι «δεν υπάρχει πιο ακατάπαυστη και πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο, όταν μένει ελεύθερος, παρά πώς να βρει όσο γίνεται γρηγορότερα κάποιον να προσκυνάει. Μα ο άνθρωπος θέλει να προσκυνήσει κάτι που είναι αναμφισβήτητο, τόσο αναμφισβήτητο που όλοι οι άνθρωποι να συμφωνήσουν μονομιάς πως πρέπει να το προσκυνήσουν». Αυτή η άκαμπτη λογική είναι βέβαια εναντίον του Θεού∙ είναι όμως εξίσου και εναντίον του ανθρώπου. Ωστόσο, το βάρος πέφτει στον Θεό και όχι στον άνθρωπο. Ο Θεός είναι που απαιτεί από τον άνθρωπο την ανέφικτη γι’ αυτόν ελευθερία, και ο άνθρωπος ανταποκρίνεται αρνητικά, αφού γι’ αυτόν η ελευθερία είναι αδύνατη, μιας και η φύση του τον οδηγεί στην καθυπόταξή του σε κάτι αναμφισβήτητο, στην καθυπόταξή του, δηλαδή, σε μια υποτέλεια προς το αδιαμφισβήτητο, προς το χειροπιαστό και το βέβαιο. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξει την ελευθερία∙ γι’ αυτόν η ελευθερία είναι ένα φάντασμα που επικρέμαται απειλητικά πάνω στο πεπρωμένο του, που τον καταβάλει. Έτσι η ανθρώπινη τραγωδία είναι βαθύτατη.
Και ο Θεός; Είναι ελεύθερος; Για τον Ντοστογιέφσκι, η απόλυτη ελευθερία είναι η αγάπη και η ομορφιά της αγάπης. Όμως ο Θεός δεν είναι ελεύθερος, αφού δεν αγαπά τον άνθρωπο. Δεν εκδηλώνεται, δηλαδή, στον άνθρωπο με την αγάπη εκείνη που θα ήταν η ελευθερία του ανθρώπου και όχι η καθυπόταξή του στο φάντασμα της ελευθερίας, το οποίο ο Θεός φορτώνει στους ώμους του ανθρώπου. Για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση του Μπερντιάγιεφ, “ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής απαγγέλλει την κατηγορία κατά του Χριστού: πιστεύει ότι ο Χριστός δεν αγαπά τους ανθρώπους, αφού τους φορτώνει με αυτό το βάρος της ελευθερίας που ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνάμεις”. Εδώ, το αδιέξοδο Θεού και ανθρώπου φανερώνεται δραματικά, αφού δεν φαίνεται να υπάρχει οδός που να οδηγεί, μέσω της ελευθερίας, από τον Θεό στον άνθρωπο και από τον άνθρωπο στον Θεό. Θεός και άνθρωπος εμπλέκονται στην ίδια τραγωδία του πνεύματος, στην ίδια αντίφαση, στην ίδια απροκάλυπτη ανελευθερία. Ο Θεός δεν μπορεί να λυτρώσει τον άνθρωπο και ο άνθρωπος δεν μπορεί να σηκώσει το βλέμμα του και να προσδοκά τη λύτρωση από τον Θεό. Άρα, πρέπει να εξευρεθεί μια δίοδος που να υπερβαίνει το δίλημμα: Θεός-άνθρωπος ή άνθρωπος-Θεός;
Το δίλημμα αποκαλύπτεται από την άκαμπτη λογική αλήθεια του Μεγάλου Ιεροεξεταστή. Τι αποκρύπτει όμως ο Ντοστογιέφσκι σε αυτόν τον εσωτερικό μονόλογο, ο οποίος μετατρέπεται σε διάλογο; Ο Μιχαήλ Μπαχτίν μας έχει προειδοποιήσει ότι στον ιδεολογικό λόγο του Ιβάν Καραμάζωφ «δεν πρόκειται για μια κρίση περί του κόσμου, αλλά για την προσωπική απόρριψη του κόσμου και για την παραίτηση από ό,τι έπλασε ο δημιουργός της Κτίσης. Ο ιδεολογικός λόγος του Ιβάν παίρνει τη μορφή διπλού διαλόγου: στον διάλογο του Ιβάν με τον Αλιόσα εντάσσεται ο διάλογος (ή μάλλον ο μεταμορφωμένος σε διάλογο μονόλογος) του Μεγάλου Ιεροεξεταστή με τον Χριστό, τον οποίο έχει συντάξει ο Ιβάν». Η προσωπική απόρριψη του κόσμου αντανακλά στην απόρριψη του Θεού. Διότι μόνο η πλήρης κατάφαση στον κόσμο και η άνευ όρων αποδοχή της Κτίσης είναι δυνατόν να οδηγήσει στον Θεό, αφού Θεός και άνθρωπος είναι παγιδευμένοι εξαιτίας του εξορθολογισμένου ανθρώπου, στη διπλή παγίδα Θεός-άνθρωπος και άνθρωπος-Θεός. Σε οποιαδήποτε απόπειρα διαλεκτικής της σχέσης θεού και ανθρώπου το αδιέξοδο της ελευθερίας είναι προφανές. Αντίθετα, μέσα στην κατάφαση της κτίσης ένα ξέφωτο φανερώνεται∙ ένα ξέφωτο ζωτικό τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τον Θεό.
Για τον Ντοστογιέφσκι, η άκαμπτη λογική αλήθεια του Μεγάλου Ιεροεξεταστή είναι η αλήθεια του Διαβόλου. Κατά συνέπεια, στην απόπειρα διαλεκτικής σχέσης μεταξύ Θεού και ανθρώπου αντιστοιχεί η διαλεκτική σχέση Θεού και Διαβόλου, μια σχέση αμφίσημη, σχέση που τελικά εξισώνει τον Θεό με τον Διάβολο, ή καλύτερα μεταμορφώνει τον Θεό σε Διάβολο και τον Διάβολο σε Θεό.
Η Ντοστογιεφσκική λογοθετικότητα αναδεικνύει τους όρους της εξουσιαστικής πρόσληψης της θρησκευτικής πίστης ή της μετουσίωσης της σε κρατική-πολιτική εξουσία χάρη και σε αυτήν ακριβώς την πίστη, ανάγει την ίδια την πίστη σε ιδανικό ‘λάφυρο’ ανά τους αιώνες, απο-καλύπτει τα διάφορα, τα επάλληλα υποστρώματα που διαμεσολαβούν και αποκρύπτουν το καθάριο χριστιανικό νόημα, λειτουργεί όχι ως δύσκολος πολέμιος της προόδου της επιστήμης και του ορθολογισμού, αλλά ως προδρομικός δείκτης της ‘τεχνο-ηθικής’, εξεγειρόμενος συνάμα εναντίον των συμβάσεων: εντός της λέξης, η ίδια η καθαρότητα της.. ‘Διεισδυτικός’, ετερο-αναφορικός, επιχειρεί την άρθρωση του πολιτικού εντός ενός συγκεκριμένου αξιακού κώδικα, επιτελεί και επι-φέρει τις προβολές-αναπαραστάσεις του, συγκεκριμενοποιεί το πρόταγμα, την διχογνωμία, την εξέγερση: ποια δύνανται να είναι τα όρια μεταξύ ‘πνεύματος’ της Δικαιοσύνης και δίκαιης, ατομικής, ηθικής πράξης; ποιος συνιστά την ‘ενσάρκωση’ της; ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής ή ο γήινος Ιησούς; Που ενσκήπτει το πολιτικό εντός των συμβολισμών του προτεταμένου δάχτυλου; Καθίσταται η πολιτική εξουσία η νέα καθοδηγητική αρχή; Ο ‘Θεός’ πάνω στο θρόνο των νορμών; Αποτελεί η χριστιανική θρησκεία μία ‘μύηση’ στο όνομα και στη χάρη του; Πως λειτουργεί το ανθρώπινο υποκείμενο ενώπιον της επινόησης; Πως αρθρώνεται η ιδέα-ιδεολογία της υπεροχής; Ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς δεν ανακαλύπτει εκ νέου την χριστιανική θρησκεία αλλά ομνύει στο σάρκινο πνεύμα της, σε μία Ρωσικότητα, ή σε μία Ρώσικη (και ευρύτερα) λαϊκότητα του 19ου αιώνα η οποία δύναται να εκβάλλει στο μέσον: ποια είναι η ‘βασιλική οδός’ για την αμαρτία’; για την ίδια την δυνατότητα της ‘απολύτρωσης στο ‘τώρα’; Τι σημαίνει ένα πρόσωπο δίχως αίμα; Διαμέσου του επεισοδίου του ‘Μέγα Ιεροεξεταστή’, διαμέσου του ίδιου του Ιεροεξεταστή, αναπλαισιώνει: το ίδιο το πλήθος στο οποίο κηρύττεις την ‘αλήθεια’, μπορεί να τραφεί από την σάρκα σου’.. Πέρα από τις τυπολογίες και τις αναγωγές, ο συγγραφέας ‘καταβυθίζεται’, προσφέρει το σώμα, αναζητεί την δυνατότητα ‘απο-λύτρωσης’ στο ‘σπασμό, σημασιοδοτώντας μία δεύτερη συνάντηση, αυτήν την φορά την συνάντηση των δύο αδελφών Καραμάζοφ, του Ιβάν που έχει μόλις διηγηθεί την ιστορία και του Αλιόσα, εκεί όπου όλη η οικογενειακή γενεαλογία, όλη η ορμή μίας ιστορίας ουσιώδους μαρτυρίας & επίγνωσης, η τραγωδία δίχως νικητές και χαμένους, υποκρύπτεται και φανερώνεται σε μία φράση: «Υπάρχει μια δύναμη που όλα μπορεί να τ’ αντέξει! πρόφερε με μια ψυχρή ειρωνεία ο Ιβάν. Ποια δύναμη; Η δύναμη των Καραμάζοβ… η δύναμη της ποταπότητας των Καραμάζοβ».[2] Μαζί με τον Μέγα Ιεροεξεταστή και τον Ιησού, μέσα στο κελί της φυλακής, μέσα στα ανθρώπινα πάθη και δοκιμές, η μυστηριώδης δύναμη των Καραμάζοφ να ‘εγγίζουν’ το αυτεξούσιο & την αξιοπρέπεια.. Η Ντοστογιεφσκική γραφή προχωρεί προς την κατεύθυνση της ‘μάχης’, της δια-πάλης για το οικείο και το ανοίκειο, μετουσιώνοντας τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην αφήγηση, στο ‘παίγνιο’ του Μεγάλου Ιεροεξεταστή σε ιστορία & σε ιδιαίτερη ατομική ιστορία: διαμέσου αυτού του δικτυωτού πεδίου, ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς σπεύδει να αισθανθεί και να βιώσει, να φέρει το ίδιον βίωμα, την ‘αυτεπάγγελτη’ κατηγορία σε επίπεδο αναφοράς, εκτατικής αναφοράς.. Για τον συγγραφέα, Θεός καθίσταται η λέξη που προφέρεται δύσκολα, που δια-κρατείται εντόνως την στιγμή της συνάντησης του Μεγάλου Ιεροεξεταστή με τον Ιησού, στο κελί της φυλακής.. Εκεί, στο κελί της φυλακής, η λέξη Θεός, φέρει, από την μία πλευρά τις σημάνσεις της προσίδιας δυνατότητας, από την άλλη, της παράταιρης, με τον χώρο, σιωπής. Μίας σιωπής που ανα-καλεί την επιστροφή, την παρουσία μέσα στο πλήθος, την αναπαραγωγή του προτάγματος: ‘είμαι εδώ και για τον φόβο’. Στο επεισόδιο του ‘Μεγάλου Ιεροεξεταστή’, ο Ντοστογιέφσκι μετατοπίζει διαρκώς τα όρια της ευθύνης, επαναπροσδιορίζει τις εκφάνσεις της εξαγοράς και της χρηστικότητας, βιώνει τις ελλειπτικές όψεις της θρησκείας & της χριστιανικής θρησκείας, φέροντας την τσαρική Ρωσία που παλινδρομεί μεταξύ θρησκευτικής-χριστιανικής ‘αγιότητας-ιερότητας’ και Δυτικής ‘προόδου-εξιδανίκευσης’.. Η Ρωσία, από την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων και της Ναπολεόντειας-Γαλλικής εισβολής στη χώρα (που τόσο αδρά σκιαγραφεί ο Λέων Τολστόι στο ‘Πόλεμος και Ειρήνη’), έως την κατάργηση της δουλοπαροικίας, από την εποχή του επάλληλου Τσαρισμού έως την εποχή της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917, καθίσταται ‘πεδίο’, τόπος που συμπυκνώνει τις εγκάρσιες τομές και ρήξεις που προσδιόρισαν, συνέθεσαν και ανασυνέθεσαν την ίδια την έννοια-εννοιολόγηση της νεωτερικότητας.. Με έναν σχεδόν Ριτσικό τρόπο βιώματος, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι ‘προφέρει’ την ορμή και την ‘θύελλα’, συγκροτώντας τον ‘Μεγάλο Ιεροεξεταστή’, το υποκείμενο που, με συγκρουσιακή δυναμική, πρωτίστως, στοχεύει, ανακρίνει και επιρρίπτει ευθύνες στην κάθε είδους αφέλεια, στην οριακή ‘αδυναμία’ του ιερού.. Και στο μέσον του επεισοδίου, ενσκήπτει η λαϊκότητα στην οποία και απευθύνεται ο Ντοστογιέφσκι.. Μία λαϊκότητα που νοηματοδοτεί και νοηματοδοτείται διαμέσου του ‘επώδυνου’ δρόμου, της πρωταρχικής γραφής: ποιο είναι το δικό της κύρος;.. Τι δύναται να σημάνει, ποια είναι η αθεμιτουργία που αναφέρει ο Ντοστογιέφσκι; η ‘εδαφοποίηση’ και η οικειοποίηση των συμβολισμών για την δόμηση & την διάχυση ενός μιμητικού διδακτισμού’, που, ‘μυώντας’ στις παραδόσεις, τις καθιστά, συνηχήσεις του ‘τώρα’.. Εντός της δεύτερης παράστασης, ο Ντοστογιέφσκι εντυπώνει την φωνή του πλήθους, την υποστασιοποίηση της δεύτερης παρουσίας, της ταπεινής παρουσίας, της φοράς της δοκιμασίας, σε μία λέξη, σε ένα πρωτοφανέρωτο βλέμμα, σε μία πρακτική.. Στις αναπλαισιώσεις του χριστιανικού θαύματος, του χριστιανικού φανερωμένου μυστικισμού, η ‘μύηση’ στη δυνατότητα της επιστροφής, εκεί όπου ο σιωπηλός Ιησούς, την ώρα της κρίσης, λειτουργεί σαν να προφέρει τους στίχους από το ‘Ψαλτήριον’ του Βασιλιά Δαυίδ: «Τας οδούς σου, Κύριε, γνώρισον μοι, και τας τρίβους σου δίδαξον με». Ο Ντοστογιέφσκι προσδιορίζει το πεδίο της σύγκρουσης, συνδιαλέγεται με την ανθρώπινη ματαιοδοξία, δια-κρατεί τους πρωταρχικούς συμβολισμούς του ‘αίματος’, νοηματοδοτεί μία θρησκευτικότητα η οποία εκπίπτει στο τραγικά ανθρώπινο.. Και η στοχαστική-λογοτεχνική του ‘έγνοια’ δύναται να είναι και η απόδοση, οι αναπαραστάσεις στις οποίες προβαίνει η εκάστοτε εξουσία.. Που ενσκήπτει η δια-πάλη αν όχι στην απουσία της ‘προσαρμόσιμης’ λέξης; Ο Ρώσος συγγραφέας ανα-καλεί τους προσίδιους όρους της διαμόρφωσης μίας κουλτούρας που αποκτά έκκεντρη δυναμική: ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς, μη λαμβάνοντας προφυλάξεις, τίθεται ενώπιον του κόσμου, εκεί όπου με τον ‘Μέγα Ιεροεξεταστή’, διαπερνά τις απολήξεις του τυπολογικού δυϊσμού μεταξύ τελετουργίας του καλού και του περιώνυμου κακού, ζώντας, βιώνοντας τον ‘πειρασμό’ της διαρκούς μετωνυμίας, της προσβολής & της προβολής θέσεων, ριζοσπαστικοποιώντας την γραφή έως το πεδίο της κατάκτησης: διότι η δική του λογοτεχνικότητα, όπως εκφράζεται και σε αυτό το τμήμα των ‘Αδελφών Καραμάζοφ’, συνιστά μία ιδιαίτερη κατάκτηση.. Την κατάκτηση του δικαιώματος στο να ακουστεί, να περιβάλλει, να δια-ρρήξει τις εκφάνσεις της λαμπρότητας, μόνος, ενώπιον του πλήθους..
Οι ήρωες
Οι δαιμονισμένοι
Ο Νικολάι Σταβρόγκιν, κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένα πρόσωπο τραγικό , που βιώνει μέσα του το απόλυτο κενό της πλήξης και του συναισθηματικού μαρασμού. Ένας άνθρωπος ικανός για το απόλυτο καλό, αλλά και για το απόλυτο κακό, εμάς άνθρωπος μάλλον όπως όλοι μας. Ταυτόχρονα όμως κι ένας άνθρωπος διχασμένος. Η ψυχή του έχει ανάγκη να πιστέψει με όλη της τη δύναμη στο θεό, σ’ ένα καλύτερο μέλλον , στην αθωότητα του ανθρώπου. Το μυαλό του όμως δεν του επιτρέπει να ζει με αυταπάτες. Κι αυτή είναι η αιτία της δυστυχίας του. Μένει ανέστιος, δίχως ηθικά ερείσματα. Και πού να στηριχτεί, όταν δεν μπορεί να πιστέψει στον άνθρωπο;
Βρίσκει καταφύγιο σ’ έναν κυνισμό αυτοκαταστροφικό. Βυθίζεται ολοένα και πιο πολύ – με ηδονισμό όπως ο ίδιος παραδέχεται- σε μια ζωή εσκεμμένα ανήθικη, προκαλώντας τον εαυτό του σ’ έναν αγώνα ολέθρου, με τραγική κατάληξη την αυτοκτονία του. Μα μέσα του υπάρχει η φλόγα που τον καίει και τον σιγοτρώει, η φλόγα που εγώ τη λέω « ανθρώπινη ουσία» και άλλοι μπορεί να την πουν «συνείδηση».Κι εδώ κρύβεται όλη του η τραγικότητα.
Και κάπου ακόμη: στην αδήριτη ειλικρίνειά του. Μια ειλικρίνεια ανελέητη. Τον βλέπουμε να μαστιγώνει τον εαυτό του και τους γύρω του με το γυμνό του βλέμμα, με λόγια και πράξεις ολότελα απογυμνωμένες από προσποίηση. Δεν καταδέχεται να κρυφτεί πίσω από οποιοδήποτε ψέμα, με τίμημα την απόλυτη δυστυχία. Μοιάζει να είναι ο μόνος που κατάλαβε. Και στέκει πάνω απ’ όλους τους άλλους ήρωες του έργου, τη μητέρα του, το δάσκαλό του, τις τρεις γυναίκες που θανάσιμα τον ερωτεύτηκαν και τέλος τον αμοραλιστή Πιότρ Βερχοβένσκι. Τους κοιτά με υπεροψία και πόνο , ίσως και γνήσια λύπηση. Και είναι μόνος.
Στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα , ο ομώνυμος σοφιστής υποστηρίζει:
« Αν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι άδικος μπροστά σε άλλους ανθρώπους , τον θεωρούν τρελό και προσπαθούν να τον συνετίσουν.»
Και πιο κάτω:
« Το να πεις την αλήθεια για τον εαυτό σου όταν είσαι άδικος , θεωρείται ξεκάθαρη τρέλα.»
Σ’ αυτήν ακριβώς την τρέλα υποπίπτει ο Σταβρόγκιν. Αρνείται να μιλήσει οποιαδήποτε άλλη γλώσσα πέρα απ’ αυτήν της αλήθειας. Και ταυτόχρονα βγάζει τη γλώσσα στα κατά συνθήκην ψεύδη που επιβάλλει η κοινωνική συναναστροφή.
Τι κάνει εκεί ο Σταβρόγκιν; Μπροστά σε όλους τους παρισταμένους αγκαλιάζει και φιλάει παθιασμένα τη γυναίκα του οικοδεσπότη.
« Πείτε μου, τι είναι εκείνο που σας ωθεί σε τέτοιες ασύδοτες ενέργειες, έξω από κάθε αποδεκτό όριο; Τι μπορεί να υποδηλώνουν τόσο ανάρμοστες , παραληρηματικές θα έλεγα πράξεις;» Τον ικετεύει ν’ απαντήσει.
Εκείνο που κάνει εντύπωση στην περιγραφή του Ντοστογιέφσκι είναι ο παιγνιώδης και ανάλαφρος τόνος της αφήγησης. Σαν να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, αποστασιοποιημένος πλήρως απ’ το γεγονός που περιγράφει.
Μας παρουσιάζει έναν χαρακτήρα πλήρως απαθή μπροστά στη γνώμη των άλλων. Ο Σταβρόγκιν δεν παραβιάζει τους κοινωνικούς κανόνες για να προκαλέσει. Δεν τον ενδιαφέρει να διαμαρτυρηθεί για τίποτα ..Ή μήπως διαμαρτύρεται υποσυνείδητα ενάντια σ’ αυτήν ακριβώς την έλλειψη αντίδρασης; Και λέω υποσυνείδητα γιατί μοιάζει να αφήνει το ένστικτό του να τον κατευθύνει , καθώς δεν πιστεύει σε τίποτα άλλο. Και μένει μόνος.
Μόνο ένας άνθρωπος καταφέρνει να κοιτάξει μέσα στην ψυχή του, ο Τύχων ο μοναχός. Σ’ αυτόν εξομολογείται το φριχτό έγκλημα που τον βασανίζει, την αποπλάνηση ενός νεαρού κοριτσιού που το οδήγησε στην αυτοκτονία.
Και στην απορία του για την ψυχραιμία με την οποία ο μοναχός αντιμετωπίζει το έγκλημα , αυτός απαντά:
«Δεν σας κρύβω τίποτα. Με τρομοκράτησε η μεγάλη κούφια δύναμη που μεταβάλλεται εσκεμμένα σε προστυχιά. Όσον αφορά αυτό καθαυτό το έγκλημα ,ε, πολλοί υποπίπτουν στο ίδιο αμάρτημα , αλλά ζουν εν ειρήνη με τη συνείδησή τους και εν ηρεμία γενικώς , θεωρώντας τα μάλιστα όλα αυτά αναπόφευκτα παραπτώματα της νιότης. Υπάρχουν και γέροντες που αμαρτάνουν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και μάλιστα με ανακούφιση και ευθυμία. Ο κόσμος είναι γεμάτος από τέτοια φρικτά πράγματα. Εσείς απλώς νιώσατε όλο το βάθος, πράγμα που συμβαίνει πολύ σπάνια σε παρόμοιο βαθμό.»
«Εσείς απλώς νιώσατε όλο το βάθος»
Να πού έγκειται η τραγικότητα του Σταβρόγκιν: στην ατελέσφορη προσπάθειά του να αποτινάξει από πάνω του την « ανθρώπινη ουσία» του, στην «κατάρα» αυτήν που τον στοίχειωνε από μικρό παιδί και τον έκανε να νιώθει το βάθος των πραγμάτων , επομένως και τη ματαιότητα τους. Πολύ νωρίς κατάλαβε ότι όλα όσα τον πλήγωναν ήταν μάταια , όπως μάταιος ήταν και ο πόνος του γι’ αυτά.
Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι σημειώνει:
« Πρόκειται για έναν κοινωνικό τύπο, έναν δικό μας τύπο , ρώσικο, του αργόσχολου ανθρώπου , που είναι αργόσχολος, αν και δεν το θέλει , που έχει χάσει κάθε δεσμό με καθετί οικείο και προπάντων την πίστη του, που είναι ακόλαστος από πλήξη, αλλά που ενσυνείδητα καταβάλλει μαρτυρικές προσπάθειες να αναγεννηθεί και να ξαναπιστέψει…Ο άνθρωπος αυτός δεν πιστεύει στην πίστη των απλών πιστών και απαιτεί μια πίστη ολοκληρωτική, απόλυτη, διαφορετική..»
Ας ακούσουμε τον ίδιο τον ήρωα σε μια εξομολόγησή του λίγο πριν το τέλος:
«Δεν ελπίζω τίποτα στο Ούρι. Απλώς πηγαίνω. Δεν επέλεξα επίτηδες έναν σκυθρωπό τόπο. Με τη Ρωσία δε με δένει τίποτα, εδώ όλα μου είναι ξένα, όπως και παντού. Στ’ αλήθεια εδώ μου άρεσε να μένω λιγότερο από οπουδήποτε αλλού. Αλλά ακόμα κι εδώ, δεν μπόρεσα να μισήσω τίποτα..»
« Ξέρετε άραγε ότι ακόμα και τους δικούς μας μηδενιστές τους κοίταγα με κακία, από ζήλεια για τις ελπίδες τους; Όμως αδίκως φοβόσασταν :δεν μπορούσα να είμαι σύντροφός τους , διότι δε συμμεριζόμουνα τίποτα.»
« Ακόμη και η άρνηση δεν ξεχείλισε. Όλα πάντα ήταν ρηχά και νωθρά..»
« Ξέρω ότι πρέπει να σκοτώσω τον εαυτό μου, να με σβήσω από προσώπου γης σαν ενοχλητικό έντομο. Αλλά φοβάμαι την αυτοκτονία , γιατί φοβάμαι να επιδείξω γενναιοψυχία. Ξέρω ότι αυτό θα είναι μια ακόμα εξαπάτηση , η τελευταία εξαπάτηση σε μια ατέλειωτη σειρά από εξαπατήσεις. Ποιο το όφελος να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, μόνο και μόνο για να το παίξεις μεγαλόψυχος; Για μένα δεν μπορούν να υπάρξουν αγανάκτηση και καταισχύνη. Ως εκ τούτου και απόγνωση.»
Ο Σταβρόγκιν είναι ένας αλλοτριωμένος άνθρωπος και αυτή του η αλλοτρίωση τον συνθλίβει. Απ’ αυτήν την άποψη είναι ένας απόλυτα σημερινός άνθρωπος.
Ο Νιετσάγεφ που ανάφεραμε παραπάνω χρησίμευσε λοιπόν ως πρότυπο για έναν εκ των κεντρικών χαρακτήρων του μυθιστορήματος, του Πιότρ Στεπάνοβιτς, που γύρω από αυτόν και τον μυστηριώδη Νικολάϊ Σταυρόγκιν εξελίσσεται ουσιαστικά η πλοκή του βιβλίου. Οι δύο «δαιμονικές» αυτές προσωπικότητες νοηματοδοτούν την πλοκή της ιστορίας με διαφορετικό αλλά ταυτόχρονα σημαντικό τρόπο ο καθένας. Ο Πιότρ Στεπάνοβιτς είναι ένας αδίστακτος μηδενιστής που το μόνο που θέλει είναι η ανατροπή των πάντων και μετέρχεται κάθε μέσου (θεμιτού και αθέμιτου) για να το πετύχει. Δεν διστάζει να δολοφονήσει, να προδώσει, να κλέψει, δολοπλοκεί και συνωμοτεί εναντίον των πάντων. Στον μόνο που δείχνει να υποτάσσεται και να φοβάται είναι ο Σταυρόγκιν.
Γύρω από αυτούς τους δύο χαρακτήρες περιστρέφονται διάφορες φιγούρες με κυριότερους, τον πατέρα του Πιότρ Στεπάνοβιτς, τον Στέπαν Τροφίμοβιτς Βερκχοβένσκη, οι οποίοι με την στάση τους εξέθρεψαν το «τέρας» του μηδενισμού και της τρομοκρατίας στην χώρα. Επίσης, η ομάδα του Πιότρ Στεπάνοβιτς, οι Σιάτωφ, Λιπούτιν, Κυρίλωφ είναι εξαίρετοι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες (γνωστή ως «συμμορία των πέντε»). Οι γυναίκες είναι τραγικοί χαρακτήρες σε όλα τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι, στους Δαιμονισμέμους ακόμα και οι πλέον αχνές μορφές (αυτές που εμφανίζονται σε λίγες σελίδες μόνο, όπως η Ντάσια, η Λίζα και η Μαρία) διακατέχονται από τα πάθη και τς αδυναμίες τους. Ο έρωτας εκτοξεύει στα ύψη την έλξη και την επιθυμία μεταξύ προσώπων. Ένας έρωτας που τρέφει μια ιδιαίτερη αγάπη και αφοσίωση, όπως αυτού μεταξύ του Στεπάν Τροφίμοβιτς Βερκχοβένσκη και της κ.Σταυρόγκινα, της μητέρα του Σταυρόγκιν, η οποία τρέφει μια άνευ ορίου λατρεία για τον μοναχογιό της.
Ο Γέβνιν, αναλυτής του συγγραφέα, θεωρεί ότι ο Ντοστογιέφσκι είχε ανεβάσει σε επίπεδο γενικής κοσμοθεωρίας τη θρησκευτική κατανόηση της ζωής και ότι «δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η εξέλιξη έφτασε στην ολοκλήρωσή της (με το γράψιμο των «Δαιμονισμένων») την εποχή που ο Ντοστογιέφσκι έμεινε συνέχεια στο εξωτερικό, δηλαδή στα χρόνια 1867-1871. Τότε ήρθε σε στενότερη επαφή, και οξύτερη σύγκρουση, με τον δυτικό-ευρωπαϊκό πολιτισμό παρά στα προηγούμενα ταξίδια του. Τον καταδικάζει τελικά και αμετάκλητα αυτόν τον πολιτισμό, γιατί πιστεύει πως βασίζεται πάνω σε αρχές ποταπές και εγωιστικές, τον αποκαλεί «Κράτος του Αντίχριστου» και υψώνει με πίστη φανατικού το λάβαρο της «ρωσικής, ορθόδοξης ιδέας», που τη θεωρεί βαθύτατα ηθική και ολότελα λαϊκή στη βάση της. Έτσι, στις «διαλυτικές πνοές», όπως τις λέει, που έρχονται από τη Δύση – τον αθεϊσμό και τον σοσιαλισμό – αντιπαρατάσσει την «αστραφτερή μορφή του ορθόδοξου, του αληθινού Χριστού, που είναι γραφτό να σώσει όλο τον δυτικό-ευρωπαϊκό κόσμο». Ο Γέβνιν εξηγεί την οργή του Ντοστογιέφσκι από τον τρόπο με τον οποίο οι ξένες εφημερίδες, ιδιαίτερα οι γερμανικές, χειρίστηκαν την υπόθεση του φόνου του αθώου φοιτητή Ιβάνοφ από τον οπαδό του αναρχικού επαναστάτη Μπακούνιν, Νετσιάεφ, που αναφέραμε παραπάνω.
Ο Μέγας Ιεροεξεταστής
Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής είναι ο Διάβολος που, παρόλο ότι εναντιώνεται στον Θεό, καθίσταται ομοούσιος με τον Θεό, στο όνομα της ανελευθερίας ως κοινού πεπρωμένου Θεού και ανθρώπου. Αυτό αποκρύβεται, η μάλλον καραδοκεί πίσω από τον λόγο του Ιβάν Καραμάζωφ, και για τον λόγο αυτόν προβάλλεται η παραίτηση από την Κτίση και η απόρριψη του κόσμου.
Ωστόσο, ο Ντοστογιέφσκι αντιτίθεται τόσο στην παραίτηση όσο και στην απόρριψη μέσω της οδύνης, η οποία υπερβαίνει το ηθικό αδιέξοδο της αγιοσύνης και της δαιμονικότητας: του Αλιόσα και του Ιβάν Καραμάζωφ. Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής είναι η απεύθυνση του δαιμονικού Ιβάν Καραμάζωφ προς την αγιοσύνη του Αλιόσα, και αντιστρόφως. Διότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται μέσα στην ηθικότητα, αλλά μέσα στη συμφωνία της αγιότητας με τη δαιμονικότητα, δηλαδή μέσα στην πλήρη κατάφαση της εσωτερικότητας του ανθρώπου.
Στο σημειωματάριό του, ο Ντοστογιέφσκι γράφει: “Ότι ο Χριστός έκανε λάθη, είναι αποδεδειγμένο! Ένα οδυνηρό αίσθημα, μου λέει: προτιμώ να κάνω λάθος με τον Χριστό παρά μαζί σας”. Αυτό το οδυνηρό συναίσθημα είναι ένα οδυνηρό θαύμα. Χωρίς αυτό το οδυνηρό θαύμα το μηδέν της μη-ύπαρξης θα ήταν το πεπρωμένο του ανθρώπου. Αντιθέτως μάλιστα, το οδυνηρό θαύμα είναι η μοναδική αποκάλυψη της ανθρώπινης ύπαρξης: είναι η δίψα για το ανέφικτο της ελευθερίας, η δίψα της υπέρβασης του λάθους μέσα από τη ζωή που προτιμά το λάθος του Θεού πάνω στον άνθρωπο για να εξορκίσει το ανθρώπινο λάθος, το οποίο δεν είναι άλλο παρά η εξουσία της ιστορικότητας του ανθρώπου πάνω στη λανθασμένη πρόθεση του Θεού να φορτώσει τον άνθρωπο με το φάντασμα της ελευθερίας. Από το σημείο αυτό και μετά, η αγιοσύνη του Αλιόσα θα γίνει ο δαίμονας του Καραμάζωφ σε ένα κοινό πεπρωμένο: θείο και ανθρώπινο – αντιστροφή της αγιοσύνης και αντιστροφή της δαιμονικότητας.
Με τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή, τον επιβλητικό, τον αυστηρό και αποφασιστικό παράλληλα, ενώπιον της πολιτικής ηθικής, της διαχείρισης και του προσδιορισμού του ρόλου του ατόμου/ατομικότητας, ενώπιον της δικαιολογητικής βίας & της πολιτικής εξουσίας.. Ο Ντοστογιέφσκι διερωτάται για το περιεχόμενο της αμαρτίας, για την ίδια παρουσία του θείου στην καθημερινότητα.
Αντί Επιλόγου
Αυτό που ίσως τελικά διατηρεί την αξία των μυθιστορημάτων του Ντοστογιέφσκι διαχρονική είναι επικαιρότητα των λόγων του, που αποδεικνύεται προάγγελος των χρόνων μας. Περιγράφει τόσο διεξοδικά την ηθική κατάπτωση του σύχγρονου ανθρώπου, που θα ‘λεγε κανείς πως εκπλήσσεται απ’τη διορατικότητά του. Η απομάκρυνση του ατόμου απ’το Θεό και την χριστιανική πίστη και η χαλεπή διασάφηση μεταξύ του Καλού και του Κακού φαίνεται πως ταλανίζουν ακόμη τους ανθρώπους τόσο του 19ου αιώνα, όσο και του 21ου.
Ο Ντοστογιέφσκι ασκεί με τον τρόπο αυτό την πιο βαθιά και πειστική κριτική στη δυτική παράδοση, που πίστεψε ότι με τον ορθό λόγο, την ορθή πράξη (ηθική) και την αποτελεσματική οργάνωση του κόσμου θα εξαλείψει το κακό. Ολόκληρος ο 20ος αιώνας με τους πολέμους και τη φρίκη της απανθρωπιάς του απέδειξε πόσο δίκαιο είχε ο Ντοστογιέφσκι στην κριτική αυτή.
Το μήνυμά του υπήρξε προφητικό και εξακολουθεί να είναι τέτοιο. Ο Ντοστογιέφσκι είναι, πάνω από όλα, θεολόγος. Αντλεί από τη μοναστική, κυρίως, παράδοση της Εκκλησίας μας αλλά και αποπνέει το άρωμα της ευχαριστιακής κοινωνίας. Αλλά, ας το ομολογήσουμε με λύπη, η σύγχρονη Ορθόδοξη Εκκλησία και η θεολογία της δείχνουν να προτιμούν συχνά τη λογική και ηθική του Μεγάλου Ιεροεξεταστή.
Οι Δαιμονισμένοι και ο Μέγας Ιεροεξεταστής παραμένουν δυο έργα επίκαιρα και το διάβασμά τους αποτελεί μια μοναδική αναγνωστική εμπειρία ανεκτίμητης αξίας όπως και η μεταφορά τους στο θέατρο.
Σαν σήμερα φεύγει από τη ζωή το 1881 ο Ρώσος συγγραφέας και φιλόσοφος, Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι .
Γεννήθηκε στη Μόσχα το 1821 κι από πολύ μικρή ηλικία ο Ντοστογιέφσκι γνώρισε την λογοτεχνία μέσα από παραμύθια και μύθους και από βιβλία Ρώσων και ξένων. Στα μέσα του 1840 έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Φτωχοί άνθρωποι» το οποίο του εξασφάλισε την είσοδο στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αγίας Πετρούπολης.
Τα λογοτεχνικά του έργα εξερευνούν την ανθρώπινη ψυχολογία στην προβληματική κοινωνική, πολιτική και πνευματική ατμόσφαιρα της Ρωσίας του 19ου αιώνα. Πολλά από τα έργα του περιέχουν δυνατή έμφαση στον Χριστιανισμό και στο μήνυμα του για την απόλυτη αγάπη, συγχώρεση και φιλανθρωπία και διερευνούνται μέσα στο χώρο του ατόμου που αντιμετωπίζει όλες τις δυσκολίες και την ομορφιά της ζωής.
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε παραπάνω από 170 γλώσσες. Ο Ντοστογιέφσκι επηρέασε πλήθος συγγραφέων και φιλοσόφων, από τον Άντον Τσέχωφ και τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ μέχρι τον Φρίντριχ Νίτσε και τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ.
1. «Καλύτερα να πηγαίνεις λάθος στον δρόμο σου παρά σωστά στον δρόμο κάποιου άλλου» (Έγκλημα και Τιμωρία).
2. «Όσο πιο σκοτεινή η νύχτα, τόσο πιο φωτεινά τα αστέρια. Όσο πιο βαθιά η θλίψη, τόσο πιο κοντά είναι ο Θεός!» (Έγκλημα και Τιμωρία)
3. «Ένα καινούργιο βήμα, μια καινούργια λέξη είναι ότι οι άνθρωποι φοβούνται » (Έγκλημα και Τιμωρία).
4. «Η αγάπη είναι μια πράξη σκληρή και τρομακτική σε σύγκριση με την αγάπη των ονείρων» (Αδελφοί Καραμάζοφ)
5. «Πάνω από όλα, μην λες ψέματα στον εαυτό σου. Ο άνθρωπος που λέει ψέματα στον εαυτό του και ακούει το ίδιο του το ψέμα, φτάνει σε ένα σημείο όπου δεν μπορεί να διακρίνει την αλήθεια μέσα του, ή γύρω του και έτσι χάνει όλο τον σεβασμό για τον εαυτό του και για τους γύρω του. Και χωρίς σεβασμό, σταματά να αγαπά» (Αδελφοί Καραμάζοφ).
6. «Τι είναι η κόλαση; Υποστηρίζω ότι είναι ο πόνος του να μην μπορείς να αγαπάς» (Αδελφοί Καραμάζοφ).
7. «Το απαίσιο είναι πως η ομορφιά είναι μυστηριώδης όσο και τρομερή. Ο Θεός και ο διάβολος μάχονται εκεί και το πεδίο μάχης είναι η καρδιά του ανθρώπου» (Αδελφοί Καραμάζοφ).
8. «Μπορώ να δω τον ήλιο, αλλά ακόμα και αν δεν μπορώ να τον δω ξέρω ότι υπάρχει. Και ξέρω ότι είναι εκεί, ότι ζει» (Αδελφοί Καραμάζοφ).
9. «Ένας ανόητος με καρδιά και κανένα νόημα είναι εξίσου δυσαρεστημένος με έναν ανόητο με νόημα και χωρίς καρδιά» (Ο Ηλίθιος).
10. «Σας ορκίζομαι κύριοι, ότι το να σκέφτεσαι υπερβολικά είναι μια αρρώστια, μια πραγματική ασθένεια» (Το υπόγειο).
11. «Να αγαπάς σημαίνει να υποφέρεις και δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη αλλιώς» (Το υπόγειο).
12. «Θεέ μου, μια στιγμή ευτυχίας. Γιατί δεν είναι αρκετή για μια ολόκληρη ζωή;» (Λευκές Νύχτες).
13. «Μα πως θα μπορούσες να ζήσεις και να μην έχεις μια ιστορία να πεις;» (Λευκές Νύχτες).
14.«Τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι δυσκολότερο από το να λες την αλήθεια, τίποτα δεν είναι ευκολότερο από να κολακεύεις» (Λευκές Νύχτες).
15. «Πολλή δυστυχία έχει έρθει στον κόσμο λόγω της αμηχανίας και των πραγμάτων που μένουν ανείπωτα».
16. «Η ψυχή γιατρεύεται όταν είσαι κοντά σε παιδιά».
17. «Δεν είναι το μυαλό που έχει την περισσότερη σημασία, αλλά αυτό που το καθοδηγεί- ο χαρακτήρας, η καρδιά, οι γενναιόδωρες ιδιότητες, οι προοδευτικές ιδέες».
18. «Μπορείς να είσαι ειλικρινής και ταυτόχρονα χαζός».
19. «Ο άνθρωπος είναι μερικές φορές ασυνήθιστος, με πάθος, ερωτευμένος, με βάσανα…»
20. «Στους ανθρώπους πραγματικά αρέσει να βλέπουν τους καλύτερους τους φίλους να ταπεινώνονται. Ένα μεγάλο μέρος της φιλίας βασίζεται στην ταπείνωση. Και αυτή είναι μια παλιά αλήθεια, γνωστή στους έξυπνους ανθρώπους». (Ο παίκτης).
21. «Είναι περίεργο και γελοίο το πόσα μπορεί να εκφράσει μερικές φορές το βλέμμα ενός σεμνού και οδυνηρά ενάρετου ανθρώπου που τον άγγιξε η αγάπη. Και αυτή ακριβώς τη στιγμή φυσικά θα χαρεί να εξαφανιστεί από την γη παρά να εκφράσει το οτιδήποτε με μια λέξη ή με ένα βλέμμα» (Ο παίκτης).
22. «Ήθελα να καταλάβω τα μυστικά της. Ήθελα να έρθει και να μου πει: “Σε αγαπώ,” και αν όχι αυτό, αν αυτό ήταν παράλογη παραφροσύνη, τότε… λοιπόν, τι υπήρχε για να με νοιάξει; Ήξερα τι ήθελα; Ήμουν σαν τρελός: Το μόνο που ήθελα ήταν εκείνη να βρίσκεται κοντά, στο φως της δόξας της, στη λάμψη της, πάντα, για πάντα, για όλη μου τη ζωή. Δεν ήξερα τίποτα παραπάνω!» (Ο παίκτης).
23. «Ο άνθρωπος που συνειδητά υποφέρει αναγνωρίζοντας την αμαρτία του. Αυτή είναι η τιμωρία του» (Έγκλημα και Τιμωρία).
24. «Το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης δεν βρίσκεται στο να μένουμε απλώς ζωντανοί, αλλά στο να βρούμε κάτι για να ζούμε» (Αδελφοί Καραμάζοφ).
25. «Το ανθρώπινο γένος δε δέχεται τους προφήτες και τους θανατώνει, όμως οι άνθρωποι αγαπούν τους μάρτυρες και τιμούν εκείνους που οι ίδιοι θα βασάνιζαν» (Αδελφοί Καραμάζοφ).
26. «Είναι καλύτερο να είσαι δυστυχισμένος και να γνωρίζεις το χειρότερο παρά να είσαι ευτυχισμένος στον παράδεισο των ηλιθίων» (Ο Ηλίθιος).
27. «Δεν θα φτάσεις ποτέ στον προορισμό σου αν σταματάς και ρίχνεις πέτρες σε κάθε σκυλί που γαβγίζει».
28. «Όταν σταματάς να διαβάζεις βιβλία, παύεις να σκέφτεσαι».
29. «Σε μια καρδιά που αγαπά πραγματικά ή η ζήλια θα σκοτώσει την αγάπη ή η αγάπη θα σκοτώσει την ζήλια».
30. «Να είσαι ο ήλιος και όλοι θα σε βλέπουν».
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!