Σαν σήμερα βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του ο Νικόλας Άσιμος που έθεσε τέλοςστη ζωή του με απαγχονισμό το 1988. Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα…”- Ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμοφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το «Άσιμος» με γιώτα. Γιατί όταν λέμε «ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής. . .», η λέξη «άσημος» παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη «τραγουδιστής» και γράφεται με ήτα. Ενώ το «Άσιμος» είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί ο επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου». «Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα ‘μαι πια … Έτσι ξεκινάει την αυτοβιογραφία του ο Νικόλας Άσιμος και το τέλος το δίνουμε εμείς. Νικήθηκε από τον ίδιο του τον εαυτό καθώς βρέθηκε κρεμασμένος από σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας» όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια. Για να αφηγηθούμε όσο το δυνατόν πληρέστερα σε λίγες σειρές μια επεισοδιακή ζωή για έναν προκλητικό καλλιτέχνη.
Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1949 και τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Κοζάνη. Το κανονικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος και ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος γενικού εμπορίου, ενώ η μητέρα του είχε προσφυγική καταγωγή. Υπήρξε μέτριος μαθητής, ωστόσο στην εφηβεία του αγάπησε τα ποιήματα του Γιώργου Σουρή. Ακόμη διασκέδαζε τους συμμαθητές του σκαρώνοντας στιχάκια κατά κύριο λόγο πάνω σε ξένες επιτυχίες της εποχής. Ένα από τα τραγούδια που μετέτρεψε ήταν το γαλλικό τραγούδι Monsieur Cannibale του 1966 που τραγούδησε ο Sacha Distel. Μάλιστα έστειλε το συγκεκριμένο στιχούργημά του σε στήλη για τη νεολαία που διατηρούσε ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος. Τότε χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο «’Άσιμος». Το 1967 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς ωστόσο να αποφοιτήσει. Στη Θεσσαλονίκη αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και ξεκίνησε να παίζει ως αυτοδίδακτος και να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια.
Η πρώτη του εμφάνιση στο κοινό ως τραγουδοποιός και ως ηθοποιός έγινε τον Δεκέμβριο του 1972. Εκείνη την περίοδο ερμήνευε το μονόπρακτο «Το Πανηγύρι» του Ζαν Κοκτώ στο δώμα του Λευκού Πύργου, το οποίο είχε μετατραπεί σε μπουάτ. Εκεί προέκυψαν για πρώτη φορά διαφωνίες και ρήξεις με συνεργάτες του, ένα φαινόμενο που τον ακολούθησε σε όλη την καλλιτεχνική διαδρομή του. Τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα. Τότε ξεκίνησε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μουσική, περιλαμβάνοντας όμως πάντα θεατρικά στοιχεία στις εμφανίσεις του. Στις μπουάτ της Πλάκας συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με καλλιτέχνες όπως ο Πάνος Τζαβέλας, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Θάνος Αδριανός, ο Περικλής Χαρβάς, η Μαριάννα Τόλη και το ντουέτο Λήδα-Σπύρος. Το 1974 δε, σκηνοθέτησε μία βραχύβια μουσικοθεατρική παράσταση στη μπουάτ «Εντεκάτη Εντολή», χωρίς όμως την αναμενόμενη ανταπόκριση από το κοινό.
Το 1975 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία με ένα δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α’ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β’ πλευρά) σε ενορχήστρωση του Γιώργου Στεφανάκη. Ωστόσο έπεσε θύμα λογοκρισίας καθώς δεν μπορούσε να μεταδοθεί από την δημόσια ραδιοτηλεόραση. Ωστόσο μπορούσε κάποιος να τον αγοράσει από τα δισκοπωλεία. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στο πρόγραμμα του Μουσικού Καφενείου «Σούσουρο» (υπόγειο στην οδό Αδριανού 134 στην Πλάκα), ενός, κατά κάποιον τρόπο, πολιτικού καμπαρέ της Μεταπολίτευσης. Το 1976 απέκτησε μία κόρη από την εκτός γάμου σχέση του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη.
Λίγο πριν τις εκλογές του 1977 προσήχθη και προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας μαζί με πέντε εκδότες πολιτικών εντύπων (τέσσερις αναρχικούς και έναν αριστεριστή), γιατί παρουσιάστηκαν από την Αστυνομία σαν «ηθικοί αυτουργοί» ταραχών που ξέσπασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αντιγερμανικών διαδηλώσεων, με αφορμή τους θανάτους μελών της ένοπλης οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός» («RAF») στα «λευκά κελιά» των φυλακών Σταμχάιμ στη Δυτική Γερμανία. Ωστόσο μετά από λίγες εβδομάδες αφέθηκε ελεύθερος. Το 1978 ξεκινά η περιπέτειά του για να αποφύγει την στράτευση. Πήρε απαλλαγή καθώς προσποιήθηκε ότι ήταν ψυχοπαθής και κατάφερε να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από σχιζοειδή ψύχωση. Όπως περιγράφει στο βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους», ιδιωτική έκδοση με πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων, την οποία τύπωσε το 1980 και διακινούσε ο ίδιος, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση.
Από τον Σεπτέμβριο του 1978 μέχρι και το 1987 κυκλοφόρησε οκτώ παράνομες κασέτες με, λιγότερο ή περισσότερο, πρόχειρες ηχογραφήσεις τραγουδιών του. Τις διακινούσε κυρίως ο ίδιος, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων, τριγυρνώντας σε μαγαζιά, νυχτερινά κέντρα και μπαρ, ή στα «μαγαζόσπιτα» όπου ζούσε κατά καιρούς, με πιο χαρακτηριστικό το ημιυπόγειο επί της οδού Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια. (Ήταν η περίφημη «υπόγα» του ‘Ασιμου, εκεί όπου διέμεινε από το φθινόπωρο του 1978 έως την άνοιξη του 1983).
Ο Νικόλας Άσιμος, ο μεγάλος Κροκάνθρωπος, που έγινε χαμογελαστός Ονειροβάτης, στην σκάλα της Ουτοπίας. Είναι Νοέμβρης του 1981, έξω από την κατάληψη της Βαλτετσίου (Εξάρχεια). Με την ακροβατική αυτή περφόρμανς, ο Άσιμος έδειχνε με σημειολογικό τρόπο, τις διαθέσεις του:
Εμπρός να ανεβούμε εδώ και τώρα, έστω και αν αυτό το ανέβασμα δεν οδηγεί πουθενά. Είκοσι μέρες μετά την νίκη του ΠΑΣΟΚ (18 Οκτ 1981) και την άνοδό του στην εξουσία, έγινε η κατάληψη σε διώροφο κτίριο της οδού Βαλτετσίου 42, στα Εξάρχεια. Άτομα του ελευθεριακού χώρου πήγαν εκεί, με σκοπό να δημιουργήσουν το δικό τους σπίτι – κοινόβιο, έξω από τα κοινωνικά πρότυπα που ένιωθαν να τους πνίγουν. Πρώτος και καλύτερος ο Νικόλας Άσιμος.
Νεαροί καλλιτέχνες γέμισαν τους τοίχους με ζωγραφιές και συνθήματα. Ζητούσαν «να ξεφύγουμε από την μιζέρια του περιθώριου», «Φαντασία στη ζωή», «Λίγο γέλιο – αξίζει όσο χίλιες λέξεις». Ζητούσαν ακόμη στέγη για άστεγους, απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, ανθρώπινες σχέσεις και εργασία που δεν θα έμοιαζε με καταναγκαστικά έργα.
Η Κατάληψη προκάλεσε ηθικό πανικό. Οι εφημερίδες τους παρουσίαζαν περιθωριακούς, αργόσχολους και αλήτες. Οι περίοικοι ξεσηκώθηκαν και ζήτησαν την κρατική προστασία. Ακολούθησε πόλεμος ανακοινώση και τελικά, στις 11 Ιανουαρίου 1982, δυνάμεις των ΜΕΑ και ΜΑΤ έκαναν έφοδο και έσπασαν την κατάληψη. Το όνειρο τελείωσε.Ήταν αναμενόμενο, η ελληνική κοινωνία μπορούσε να ανεχτεί μπορδέλα και χαρτοπαικτικές λέσχες, όμως της ήταν αδύνατον να δεχθεί να υπάρχει εστία νεανικής Ουτοπίας.
Ο Νικόλας Άσιμος σαν ένας προφήτης, το ήξερε αυτό και το είχε πει, συμβολικά, ανεβασμένος στην σκάλα. Ήταν ωραίο αυτό το ανέβασμα, αλλά δεν οδηγούσε πουθενά. Ο κόσμος δεν ήταν ακόμα έτοιμος για να αλλάξει. Αλλά ούτε και να δεχτεί τον ίδιο και αυτό που αντιπροσώπευε.
Η δεκαετία του 1980, όμως, ήταν πολύ δύσκολη για τον Νικόλα. Η εμμονή του στο έργο του Αμερικανού ανθρωπολόγου Κάρολος Καστανιέδα τον έκανε να πιστεύει ότι διέθετε ικανότητες σαμάνου και πειραματίζοντας την αθανασία σκότωνε άτυχα ζώα και προσπαθούσε να τα αναστήσει. Προφανώς χωρίς επιτυχία. Έπαθε νευρική κρίση και χρειαζόταν νοσηλεία. Οι φίλοι του κινητοποιήθηκαν προκειμένου να μην εγκλειστεί σε ίδρυμα, ωστόσο ο ψυχικός τραυματισμός τουυπήρξε ανεπανόρθωτος. Όλο αυτό ήρθε να επιδεινώσει η κατηγορία από μια φοιτήτρια για βιασμό που συγκλόνησε τόσο τον καλλιτεχνικό κόσμο, όσο και την κοινή γνώμη. Η νεαρή κοπέλα που τον κατηγόρησε ήταν επίσης ασταθούς πνευματικής κατάστασης. Τον είχε ακολουθήσει στο διαμέρισμά του, διότι της είχε υποσχεθεί να την μυήσει σε μια θρησκεία πο ο ίδιος είχε επινοήσει. Κατάφερε να αποφυλακιστεί με εγγύηση, ωστόσο η δίκη δεν ολοκληρωθηκε ποτέ. Ο στιγματισμός και η βαριά κατηγοιρία επιβάρυναν τον ευαίσθητο ψυχισμό του και απετέλεσαν την αρχή του τέλους του. Μόνος του, δίχως φίλους ή συνεργάτες στο πλευρό του, έμεινε να παλεύει με τους δαίμονές του, ώσπου παραδόθηκε σε αυτούς. Τηλεφώνησε σε έναν από τους λιγοστούς που του είχαν απομείνει, τον Νίκο Ζέρβα για να τον πληροφορήσει για τις προθέσεις του, αλλά εκείνος δεν τον πίστεψε μέχρι την επομένη, όταν έφτασε στα αυτιά του η δυσάρεστη είδηση.
Στο σπίτι του, η αστυνομία θα βρει 6 χειρόγραφα σημειώματα του Νικόλα, στα οποία εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Στα γράμματα αυτά έδινε οδηγίες και για διάφορες άλλες εκκρεμότητες που άφηνε πίσω του καθώς και κάποια μηνύματα όπως: «Θάψτε με κάπου αν γίνεται ήσυχα ή καλύτερα κάψτε με και σκορπίστε με». Η αστυνομία βρήκε οκτώ χειρόγραφα αλλά μόνο έξι από αυτά φαίνεται να έγραψε ο Νικόλας. Όσον αφορά τα επιπρόσθετα δύο χειρόγραφα το ένα είναι γραμμένο από την Λίτσα Περράκη και το άλλο είναι αμφιβόλου πατρότητας καθότι ο γραφικός χαρακτήρας διαφέρει από αυτόν του Άσιμου.
Παρακάτω παραθέτουμε το τελευταίο γράμμα που ο ίδιος απέστειλε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, λίγο καιρό πριν την αυτοκτονία του. Το γράμμα αυτό κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι στη Θεσσαλονίκη:
Μήνυμα προς όλους, για όλα.
Μία είναι η βόλτα, μόνο μία, αυτή θα μας λευτερώσει.
Δε σταματάει αυτή η βόλτα, ούτε ποτέ της έχει αρχίσει.
Magic Theater fur fur.
Το μεγαλύτερο θέατρο στην ιστορία που καταργεί την ιστορία.
Εγώ που το έχω ξεκινήσει, έχω αναλάβει την ευθύνη.
Με ξέρουν όλοι οι σοφοί του κόσμου, κι όλοι οι καλλιτέχνες του πλανήτη. Στην αρχή υπήρξα μονάχος μου, τώρα υπάρχουν κι άλλοι πολλοί που μπήκανε στο θέατρό μας.
Ανθρώπους ψάχνουμε, όχι ιδεολογίες.
Ανθρώπους να χουν θάρρος, αγάπη, καλοσύνη.
Ανθρώπους που δεν είναι ψεύτες, ρηχοί και βολεμένοι, και ξέρουν να δίνουνε, όχι να ρουφάν και να εκμεταλλεύονται τους γύρω.
Ανθρώπους έστω με καρδιά.
Ας είναι δικηγόροι, παπάδες κι αστυνόμοι.
Ας είναι και χαφιέδες, κομμουνιστές, αναρχικοί, αρκεί να έχουν τόλμη να κρατήσουν ένα λόγο και να πούνε την αλήθεια.
Αν δε καταλαβαίνετε το θέατρό μας και μας κοροϊδεύετε ακόμα, δε φταίμε εμείς. Εμείς έχουμε τη γνώση. Αυτή που δεν έχουν όλοι μαζί οι κυβερνήτες, οι δικαστές και οι γιατροί.
Σας κολλάμε στον τοίχο μ’ ένα σελοτέιπ.
Είμαστε καθαροί γι’ αυτό ζούμε μέσα στις υπόγες και χαρίζουμε. Δίνουμε παραστάσεις στην πλατεία και χαίρονται τα παιδάκια και δεν έχουμε λεφτά. Είμαστε αυτόδουλοι της καλοσύνης, ξέρουμε να δημιουργούμε και όχι να καταστρέφουμε. Ξενυχτάμε μέρα νύχτα και φτιάχνουμε μονάχοι τα όργανά μας. Οι άλλοι σπάνε λάμπες και μπουκάλια, εμείς τα καθαρίζουμε με σκούπες.
Οι σκουπιδιάρηδες είναι μαζί μας και όλοι άνθρωποι του πλανήτη.
Ρωτήστε στην περιοχή των Εξαρχείων που μας ξέρει. Μας αγαπάνε όλοι. Ρωτήστε αν χρωστάμε τίποτα και σε κανέναν. Σε άλλους έχουμε δώσει παραπάνω.
Μπακάληδες, ψιλικατζήδες, περιπτεράδες, ταβερνιάρηδες μας εκτιμάνε.
Χαρίζουμε το γέλιο, αγάπη και ευτυχία.
Κάναμε τους γέρους να αισθάνονται παιδιά. Τα πρεζόνια να κόψουνε την άσπρη και να γελάνε.
Εγώ που το ‘χω ξεκινήσει δεν έδειρα ποτέ και πουθενά κανέναν. Με έχουν περάσει απ όλα τα μπουντρούμια και το κορμί μου είναι γεμάτο πληγές. Τα όπλα μου είναι πιστολάκια και νταούλια απ’ αυτά που παίζουν τα παιδάκια, παίζει κι η μικρή μου κόρη.
Όταν όλοι εσείς κολλάτε αφίσες και γεμίζετε σκουπίδια την Αθήνα, εγώ σας πολεμάω με μια ζωγραφιά στο τοίχο του σπιτιού μου.
Εκεί που ήταν βόθρος και μπάζα και ουρλιάζανε τα κομπρεσέρ.
Εκεί μένω τώρα, τρία χρόνια μαζί με τη μικρή μου κόρη, φιλοξενώντας κι άλλους που δεν είχανε να φάνε ή που να κοιμηθούνε.
Και δε φοβάμαι να δώσω τη διεύθυνσή μου, την ξέρουν όλοι: ΑΡΑΧΩΒΗΣ 41, ΕΞΑΡΧΕΙΑ.
Τώρα είμαι υποχρεωμένος να έχω παράπονα, να καταγγείλω κάτι προς όλους και για όλα. Έμαθα πως συνεχίζονται οι διώξεις εναντίον μου. Πως βάλανε εισαγγελέα για να με βάλουνε ξανά στο ψυχιατρείο και να μου κάνουν ίσως και λοβοτομή. Είμαι υποχρεωμένος να με σώσω, καταγγέλω λοιπόν δημόσια.
Στις 6 Οκτωβρίου με πιάσανε έξω απ’ τον δρόμο του σπιτιού μου να παίζω θέατρο του δρόμου. Με σύρανε με τη μία στο αστυνομικό τμήμα, με δέσανε με χειροπέδες, μου σπάσαν τα πλευρά μου, με πήγαν στο Αιγινίτειο ψυχιατρείο, με είχανε δεμένο.
Εγώ τους έλεγα αλήθειες που δεν τις λένε τα βιβλία κι αυτοί με βγάλανε τρελό.’Εκανα ακόμη κι αυτούς που με χτύπησαν να γελάνε.
Αντί να τηρήσουν ένα λόγο ότι πια δε θα μ’ αγγίξουν, με σύρανε δεμένο στο Δαφνί. Στο χειρότερο μπουντρούμι με ξάπλωσαν, με ξαναχτύπησαν και μου κάνανε ενέσεις απ’ αυτές που σκοτώνουνε βουβάλια, παρ’ όλο που πάλι μου δώσανε λόγο ότι δε θα μ’ αγγίξουν και με πάτησαν στο χαλάκι και με βάλανε με τις χειρότερες ρουφήχτρες.
Τους αρρώστους που προσπάθησαν να μου πάρουν το ρολόι και ότι άλλο είχα πάνω μου, ακόμη και το τελευταίο μου τσιγάρο.
Όλοι οι γιατροί του κόσμου δε τήρησαν ένα λόγο. Αλλά εγώ κατάφερα και βγήκα και είμαι ζωντανός.
Σε λιγότερο από δυο μέρες κι απ’ το χειρότερο μπουντρούμι.
Ας έρθουν οι ψυχίατροι μια βόλτα μαζί μου και θα τους δείξω. Γιατί εγώ δεν είμαι τρελός. Ξέρω να θεραπεύω τους πάντες και τα πάντα, μ’ ένα τραγούδι, με μια καραμούζα, με ένα κουτί σπίρτα και με αγάπη.
Ευχαριστώ την Κατερίνα Γώγου που παράτησε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ήρθε. Ιδίως τον Διονύση τον Σαββόπουλο καθώς και τον φίλο μου ψυχίατρο, τον Δημήτρη Μαντούβαλο. Πήγα χθες μονάχος στο αστυνομικό τμήμα, ρώτησα αν κατά λάθος άγγιξα κανέναν, μου είπαν όλο όχι. Τους ζήτησα να μου δώσουν πίσω ένα μενταγιόν και μια καρφίτσα ανεκτίμητης αξίας (μου είναι χαρισμένα). Κάνανε ότι δε ξέρουνε και ούτε το σπασμένο χέρι μου δε τόλμησαν να μου σφίξουν. Ας μου τα δώσουν όλα πίσω και τους συγχωρώ όλους. Αρκεί να σταματήσουν αμέσως τις ψεύτικες διώξεις. Αλλιώς θα εμφανιστώ μονάχος και θα σας προκαλέσω να με εκτελέσετε δημόσια σε μια πλατεία. Το προτιμάω, παρά το ψέμα, σταυρό ή κρεμάλα.
Τώρα εγώ βρίσκομαι αποσυρμένος στο προσωπικό μου νησάκι όπου κανείς δε μπορεί να πλησιάσει. Εδώ βλέπω και τη νύχτα και χρειάζεται να ξεκουραστώ και να θεραπεύσω και το πληγωμένο μου κορμί. Ταχυδρομώ αυτό το γράμμα στον πληρεξούσιό μου δικηγόρο, προς όλους και για όλα. Ακόμη και στους ψυχιάτρους και τον τυχόντα εισαγγελέα. Βοηθήστε με να επανέλθω στο κόσμο και να παίξω τη μουσική που δεν έπαιξα ακόμη. Κι ας μου σπάσανε τις κιθάρες και τα μηχανήματά μου. Δε ζητάω αποζημίωση, ένα μονάχα συγνώμη, εγώ ζήτησα χιλιάδες. Καλώ τους φίλους δημοσιογράφους που με ξέρουν όλοι. Τώρα που κινδυνεύω να δημοσιεύσουν το γράμμα, όλο, χωρίς περικοπές. Τόσες συναυλίες έχω δώσει και δε γράφτηκε γραμμή.
Κάντε το τώρα και σας συγχωράω. Πολεμήστε την αλήθεια, είναι αυτό που έχετε ξεχάσει.
Το μήνυμα της βόλτας είναι για όλους και για όλα.
Για όσους δε καταλαβαίνουν και με θεώρησαν τρελό, ας κάνουν το κόπο να μελετήσουν βιβλία. Όπως το “1984” του Όργουελ, “τον λύκο της στέπας” του Έρμαν Έσσε, τις “ιστορίες δύναμης” του Δόν Χουάν, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Αριστοφάνη, την Αρχαία Ελληνική Μυθολογία για τον Διόνυσο, τον Πάνα, τον Ιάσονα και άλλους. Τη “δολοφονία του Χριστού” του Βιλχεμ Ράιχ, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, τον Διγενή με το φανάρι, τη κατσαρίδα που έμαθε να πετάει.
Ή ας διαβάσουν το βιβλίο μου “Αναζητώντας Κροκάνθρωπους” και πολλά άλλα, Ζεν και Γιόγκα, ακόμη και τον Αϊνστάην.
Εγώ τα κάνω πράξη κάθε μέρα και στον δρόμο .Ενεργοποιηθείτε και θα σας αθωώσω. Αλλιώς ο άγγελος του κόσμου το είπε και θα το κάνει. Θα φύγει και θα σας αφήσει να περπατάτε μπουσουλώντας ή θα σας κολλήσω τη χειρότερη βρισιά που λέω: ΕΙΣΤΕ ΜΠΟΥΜΠΟΥΝΕΣ.
Καλώ και τον Μίνω Βολανάκη να έρθει και να μας σφίξει το χέρι. Εμείς κάνουμε συμβάντα και χάπενινγκ και όχι αυτός στα Βραχιά.
Ευχαριστώ μετά τιμής
Και όλο το magic theater fur fur
Υ.Γ. Ξεκουνηθείτε όμως αμέσως ή αλλιώς πάτε μια βόλτα μέχρι το Πολυτεχνείο που εκεί είναι εκείνο το κεφάλι που προσκυνάτε όλοι.
Κάντε τον κόπο και σκύψτε να διαβάσετε:
“Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία”
Κάτω δεξιά είναι γραμμένο. Του Ανδρέα Κάλβου είναι.
Ή πάτε μια βόλτα μέχρι τον τάφο του Νίκου Καντζατζάκη, κάτι γράφει:
”Δεν έχω τίποτα να χάσω. Είμαι ελεύθερος”
Ναι αυτός είμαι. Είμαι τα πάντα και τίποτα δεν είμαι.
ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ
Ένα αστέρι, διαφορετικό από τα άλλα έσβησε στο ουράνιο στερέωμα της μουσικής, αλλά το έργο του συνεχίζει να υπάρχει, να ακούγεται, να εμπνέει. Ο Άσιμος δεν υπήρξε αναρχικός με την έννοια που χρησιμοποιείται η λέξη σήμερα, αλλά ήταν ένας καλλιτέχνης αντισυμβατικός που δεν προσάρμοσε στις ανθρώπινες απαιτήσεις τα όνειρα του και αφέθηκε στην τρέλα του και μιαν ονειροπόληση δίχως τέλος. Και όμως αυτή η άρνηση του στην κενή και ρηχή πραγματικότητα που βαφτίστηκε αντιεξουσιασμός και παράνοια ήταν η πιο υγιής στάση ενός ανθρώπου που δεν εγκαταλείπει τις ιδέες του και τις επιθυμίες του, ούτε τις θυσιάζει. Αυτή είναι η αληθινή αναρχική φύση ενός μη αναρχικού που έφυγε άδικα, ξεχασμένος και παραγκωνισμένος, θύμα της εκμετάλλευσης της βιομηχανίας και ενός κόσμου που δεν μπορεί να αποδεχθεί το αποκλίνον και το διαφορετικό και άφησε πίσω του γενεές να καπηλεύονται με τρόπο που σίγουρα δε θα ενέκρινε το έργο και τη στάση ζωής του…