Σαν σήμερα, στις 15 Ιουλίου 1606, γεννιέται στο Λέιντεν της Ολλανδίας, ο μεγαλύτερος ζωγράφος της χώρας, που σηματοδότησε την λεγόμενη «χρυσή εποχή» της ολλανδικής ζωγραφικής. Πρόκειται για τον Ρέμπραντ, Ρέμπραντ Χάρμενσοον φαν Ράιν, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για το όχι μόνο πλούσιο, αλλά και αντισυμβατικό ζωγραφικό και χαρακτικό του έργο.
Ο Στέφαν Τσβάιχ υπήρξε ένας από τους πιο παραγωγικούς και πιο γνωστούς, ακόμα και όσο ζούσε συγγραφέας του 20ου αιώνα. Ήταν γιος του Μόριτς Τσβάιχ, πλούσιου Εβραίου υφασματοβιομηχάνου και της Ίντα Μπρετάουερ , κόρης ιουδαϊκής οικογένειας τραπεζιτών. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου το 1904 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα με διατριβή στη φιλοσοφία του Ιππολύτου Ταΐν. Η εβραϊκή θρησκεία ελάχιστα επηρέασε την οικογενειακή ζωή και τη μόρφωσή του. «Η μητέρα και ο πατέρας μου ήταν εβραϊκής καταγωγής μόνο στα χαρτιά» δήλωσε αργότερα σε μια συνέντευξη. Ωστόσο, ο ίδιος δεν αποκήρυξε την εβραϊκή πίστη του και έγραψε επανειλημμένως άρθρα σχετικά με την εβραϊκή ζωή.
Το έργο «Όφις και Κρίνο» είναι το πρώτο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Φέρεται να γράφτηκε γύρω στο 1905, ενώ δημοσιεύτηκε την επόμενη χρονιά. Το γεγονός ότι ως έτος κυκλοφορίας αναγράφεται το 1907 οφείλεται σε μια παλιά συνήθεια, σύμφωνα με την οποία όσα βιβλία τυπώνονταν στο τέλος ενός έτους έφεραν την ημερομηνία του ερχόμενου. Εκείνη την περίοδο, ο Καζαντζάκης τελείωσε τις νομικές σπουδές του λαμβάνοντας και διδακτορικό τίτλο με άριστα. Δεν κυκλοφόρησε βέβαια με το όνομά του, αλλά με το ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε, δηλαδή Κάρμας Νιρβασάμης. Εκτός από αυτό υπέγραφε ως Ακρίτας ή ως Ν..
Το βιβλίο γραμμένο σαν ημερολόγιο αφηγείται έναν ολόκληρο σχεδόν χρόνο ενός ερωτευμένου καλλιτέχνη που πάλλεται ανάμεσα στην αγάπη και το σαρκικό πάθος. Τι δίπολο που ανάγεται στο κεντρικό θέμα του έργου αποτυπώνεται ήδη στον τίτλο του. Περιττό να αναφερθούν οι επιμέρους συμβολισμοί. Το πλατωνικό, παρθενικό συναίσθημα αντιπαραβάλλεται με την λαγνεία, τη ηδονολατρεία όπως και η ζωή με τον θάνατο. Κι όλα αυτά συμβαίνουν στα πλαίσια μιας προσωπικής εξομολόγησης που θα έμοιαζε και με ερωτική επιστολή, με προσευχή ή με ιεροτελεστία. Ο λόγος γλαφυρός, άλλοτε στάζει μέλι άλλοτε φαρμάκι με ελάχιστο κρητικό ιδίωμα. Οι λεκτικοί συνδυασμοί που αξιοποιεί ο συγγραφέας είναι μοναδικοί, αξεπέραστοι και από την αρχή κατακτούν τον αναγνώστη, πετυχαίνοντας να τον μεταφέρουν στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχισμού. Σ’ όλο το ανάγνωσμα είναι εμφανέστατη η ευρυμάθεια του Καζαντζάκη που απλώνεται από την ελληνική μυθολογία εώς την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, την ελληνική παράδοση αλλά και μυθολογίες άλλων χωρών (χαρακτηριστική η αναφορά της Λορελάης, πλάσματος της γερμανικής μυθολογικής παράδοσης που ο Χάινριχ Χάινε σε ένα ποίημα του μεταφέρει στον λογοτεχνικό κόσμο).
Οι περιγραφές είναι συγκλονιστικές και από την αρχή κιόλας ο αναγνώστης παρασύρεται από τον ερωτικό χείμαρρο και μαγεύεται από την διάχυτα παθιασμένη ατμόσφαιρα. Άλλωστε, το βιβλίο προσφέρεται για αυτούς τους λόγους και δεν προσιδιάζει το μεταγενέστερο συγγραφικό έργο του Καζαντζάκη. Ήδη κανείς , βέβαια, σε κάποια σημεία διακρίνει πρώιμα στίγματα της φιλοσοφίας του, αλλά όχι ιδιαίτερα ευαγή. Αν και ο ίδιος είχε κάψει όσα αντίτυπα διατηρούσε από το βιβλίο αυτό, ζητώντας προηγουμένως την μεταφορά τους από την Αίγινα στην Νότια Γαλλία, όπου ζούσε, το συμπεριέλαβε στην λίστα που υπέβαλε στα βραβεία Νόμπελ όσο και στην Ακαδημία Αθηνών. Μάλιστα, το βιβλίο αυτό είχε δωρίσει τόσο στον Παλαμά όσο και στον Ψυχάρη, ο οποίος το είχε μελετήσει σε βάθος, όπως διακρίνει κανείς από τις σημειώσεις του.
Μυστήριο μένει η γυναίκα στην οποία είναι αφιερωμένο το έργο, διότι η αφιέρωση «Στη Τοτώ μου» δεν αρκούσε για να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Πολλοί, επηρεασμένοι από την αναφορά στην θεά Γαλάτεια, πίστεψαν πως αφορούσε την πρώτη σύζυγό του. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, αφού κατά τη συγγραφή του δεν είχαν ακόμα γνωριστεί και ακόμα και να είχαν, δεν είχαν συνάψει ερωτικές σχέσεις, αφού η Γαλάτεια ήταν σε αρκετά νεαρή ηλικία. Επικρατέστερη είναι η εικασία που κάνει λόγο για μια Ιρλανδή ονόματι Kathleen Fordbild, δασκάλα Αγγλικών στο Ηράκλειο και κόρη πάστορα, με την οποία ο συγγραφέας είχε σχέσεις από το καλοκαίρι προτού ξεκινήσει τις σπουδές του εώς ένα καλοκαίρι πριν αποφοιτήσει, ήτοι για τέσσερα περίπου έτη. Οι υποθέσεις αυτές βασίζονται και σε όσα ο ίδιος εκμυστηρεύεται στην «Αναφορά στον Γκρέκο». Το τέλος της σχέσης του μένει άγνωστο. Κατά μια άποψη, εκείνη φαίνεται να εξαφανίστηκε. Κατά άλλη, αυτός τερμάτισε την επαφή τους. Σε κάθε περίπτωση, ένας έρωτας τέτοιος μας χάρισε αυτό το μικρό αριστούργημα που αν και δεν ανήκει στα κορυφαία έργα του Κρητικού, έχει σίγουρα την δική του λογοτεχνική αξία.
Διαβάζεται εύκολα, γρήγορα και σε οδηγεί να ερωτευτείς την ιδέα του έρωτα είτε αυτή συνεπάγεται την δημιουργία είτε την αυτοκαταστροφή. Αν δεν το έχετε στα αναγνωριστικά πλάνα σας, είναι καιρός να το εντάξετε!
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε το 1888 στην Αθήνα. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια: ήταν γιος αντιστράτηγου κυπριακής καταγωγής που διατέλεσε υπουργός στρατιωτικών, ενώ η μητέρα του ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη. Το 1898 ο Λαπαθιώτης εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο. Πήρε καλή μόρφωση και φοίτησε στη Νομική Αθηνών, ποτέ όμως δεν αξιοποίησε το πτυχίο του επαγγελματικά. Μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά και Ιταλικά, ήξερε πιάνο και είχε παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής. Στα 17 του χρόνια δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα στο περιοδικό Νουμάς. Έζησε μια ζωή γεμάτη πάθη και καταχρήσεις και, όταν έχασε και τους δύο γονείς, καθώς και την πατρική περιουσία, εξανεμίζοντας παράλληλα μια από τις πιο πλούσιες βιβλιοθήκες, αυτοκτόνησε μέσα στο σπίτι του το 1944.
Ένας αριστοκράτης όμως που έκανε πολλές ζωές. Και με τους «καθωσπρέπει» αλλά και με τους περιθωριακούς. Την οικειότητά του με τους ήρωες του κοινωνικού περιθωρίου την αναγνωρίζουμε και στις δυο νουβέλες του. Τελικά, οι προτιμήσεις του γείρανε προς τον λαό, προς τους ανθρώπους της δουλειάς. Η κλίση αυτή προς το φτωχό κόσμο του μεροκάματου αργότερα ταυτίστηκε με την κοινωνικοπολιτική του ιδεολογία. Μάλιστα, η προσχώρηση του Λαπαθιώτη στο σοσιαλιστικό κίνημα έκανε αίσθηση.
Ο Βάσος Βαρίκας σ’ ένα βιβλιοκριτικό σημείωμα του στο «Βήμα» του 1964 έγραφε: «σημειώνω ενδεικτικά τη συμπάθεια, που από τα πρώτα χρόνια του Μεσοπόλεμου, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες, έδειχνεν ο Λαπαθιώτης προς το σοσιαλιστικό κίνημα, φτάνοντας ως το σημείο να παρακολουθεί ακόμα και δημόσιες συγκεντρώσεις, και που συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του, αφού και στην πλήρη κατάρρευση του, κατά την κατοχή, δεν αρνιόταν να φιλοξενήσει στο σπίτι του «παράνομους». Οι νύξεις στο έργο του είναι ελάχιστες. Και αναρωτιέμαι αν η προσφορά και άλλων άγνωστων στοιχείων δε θα τροποποιούσε, λίγο ή πολύ, την εικόνα του ανθρώπου, έστω και στις λεπτομέρειες…» Ο Τ. Βουρνάς («Αυγή», 18.2.1965) δίνει την πληροφορία πως «πριν αυτοκτονήσει φρόντισε ν’ αποκτήσει σύνδεση με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής Εξαρχείων όπου κατοικούσε, και μια μέρα έμπασε μυστικά στο σπίτι του μια ομάδα Ελασιτών και τους πρόσφερε για τον αγώνα τα όπλα του πατέρα του».
Ο Λαπαθιώτης ποτέ δεν έφυγε από το σπίτι του στις παρυφές του Λόφου Στρέφη. Στο διώροφο νεοκλασικό αρχοντικό, που σήμερα ερημώνει, έζησε πάνω από 40 χρόνια και εκεί έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του, αλλά και εκεί αυτοκτόνησε. Ο Λαπαθιώτης δεν αγωνιούσε για τον βιοπορισμό του, τον οποίο δεν έλυσε ποτέ, η μέριμνα της καθημερινότητας δεν τον απασχόλησε. Αγαπούσε το σκοτάδι και κυκλοφορούσε μόνο τη νύχτα, «παραδιδόμενος» στην ηδονή. Διέθετε, όπως λένε, μια από τις πλουσιότερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες.
Ο Λαπαθιώτης διάβαζε Ουώλτερ Χορέισο Πέιτερ, από τους βασικότερους θεωρητικούς εκφραστές του δόγματος «Η Τέχνη για την Τέχνη», το οποίο αποτέλεσε θεμέλιο του κινήματος του Αισθητισμού και Όσκαρ Ουάιλντ. Πίστευε και αυτός ότι η τέχνη δεν έχει ηθικούς ή ωφελιμιστικούς λόγους ύπαρξης, σε αντίθεση με τις επικρατούσες απόψεις της εποχής του, οι οποίες ερμήνευαν το έργο τέχνης βάσει ηθικών και παιδευτικών αξιών. Τη βιβλιοθήκη του την ξεπούλησε για να εξασφαλίζει ηρωίνη. Παράλληλα, δε φοβόταν να μιμείται τον Ουάιλντ, στο ντύσιμο, στο χτένισμα, στην κίνηση και στην προκλητικότητα.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν γνωστός δανδής της αθηναϊκής κοινωνίας στα νιάτα του, με εκκεντρικές εμφανίσεις και με δεδηλωμένη την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο εθισμός του στις ναρκωτικές ουσίες τού προκάλεσε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα, μέχρι του σημείου να αναγκαστεί να πουλήσει το πιάνο και τη σπάνια βιβλιοθήκη του. Έχοντας εξανεμίσει την οικογενειακή περιουσία και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτόνησε στις 7 Ιανουαρίου του 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια (στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, κάτω από το λόφο του Στρέφη). Η κηδεία του έγινε τέσσερις ημέρες αργότερα με έρανο των φίλων του.
Όπως λέει ο Άρης Δικταίος, «…αυτό που κυρίως στάθηκε σαν ο μέγιστος συντελεστής της καταστροφής του ήταν τ΄ ότι δεν τον απασχολούσαν οι βιοτικές μέριμνες. Ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε, άρχισε να κυκλοφορεί μόνο τη νύχτα, εγκαταλειπόμενος με ηδονή στις οποιεσδήποτε, φανερές ή μύχιες τάσεις του, χωρίς την παραμικρή αυτοπειθαρχία».
Αν και έφυγε τόσο νωρίς άφησε πίσω του ένα σημαντικό έργο, στο οποίο προσφεύγουμε και σήμερα με ευαισθησία και αγάπη και πίσω από κάθε στίχο ανακαλύπτουμε μια τρυφερή και πληγωμένη ψυχή που έζησε σε μια εποχή μη αντάξιά της.
Το έργο
Το 1901 σε ηλικία δεκατριών είχε γράψει το έμμετρο δράμα «Νέρων ο Τύραννος». Το 1907 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ», στα δέκα συνολικά τεύχη του οποίου δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα ως το 1908, οπότε το περιοδικό έκλεισε και ο Λαπαθιώτης άρχισε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική συνεργασία του με την εφημερίδα «Εσπερινή» και το περιοδικό «Ελλάς» του Σ. Ποταμιάνου. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και τον Άγγελο Σικελιανό.
Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά «Δάφνη» και «Ανεμώνη» (1909-1910), την εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (από το 1924), το περιοδικό «Η Διάπλασις των παίδων» (1925), το περιοδικό «Μπουκέττο» (1931), με τη «Νέα Εστία», όπου δημοσίευσε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του έργου, την «Πνευματική Ζωή» (1938) και τα «Νεοελληνικά γράμματα» (1940). Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε εν ζωή ήταν «Τα πρώτα ποιήματα» (1939).
Ο Λαπαθιώτης ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, το λογοτεχνικό δοκίμιο και τη μουσική σύνθεση, ενώ έγραψε και θεατρικά έργα («Νέρων ο τύραννος», «Η τιμή της συζύγου», «Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα»).
Ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη έχουν μελοποιήσει συνθέτες, όπως οι Γιώργος Ζαμπέτας, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιάννης Σπανός, Νίκος Ζιώγαλας, Νίκος Ξυδάκης, Νότης Μαυρουδής, Κώστας Λειβαδάς, Τάκης Μπίνης, Ζακ Ιακωβίδης και Μανώλης Πάππος.
Η ποιητική του
Αν και ήταν πολυγραφότατος, λόγω του πάθους του για την τελειότητα, ο Λαπαθιώτης τύπωσε όσο ζούσε μόνο μία ποιητική συλλογή με τίτλο Τα ποιήματα. Πρώτη επιλογή (1939). Αργότερα, το 1964, ο Άρης Δικταίος συγκέντρωσε σε έναν τόμο το σύνολο των ποιημάτων του, που βρέθηκαν διασκορπισμένα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται ως νεορρομαντική και νεοσυμβολιστική με αισθητιστικές τάσεις (ποιητής «εστέτ»). Είναι ένας ποιητής χαμηλόφωνος και τρυφερός, με φανερή τάση προς τη συγκίνηση και την αναπόληση. Έφερε στην ποίηση μια νέα ευαισθησία, καθαρίζοντάς την από τον στόμφο των Αθηναίων ρομαντικών. Κυριαρχούν σ’ αυτήν οι αβροί τόνοι κι αφήνει την αίσθηση του ονείρου, του αφηρημένου και του φευγαλέου.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, στη δεύτερη, προπάντων, δεκαετία του αιώνα μας, υπήρξε ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της τότε πρωτοπορίας που με την τόλμη των στίχων του, την απλότητα και την τελειότητα της σύνθεσής τους, είχε ενθουσιάσει τους νέους και επιβληθεί στους παλαιότερούς του. Τοποθετώντας, λοιπόν, το έργο του στα πλαίσια της εποχής του, μπορούμε δίκαια να τον χαρακτηρίσουμε σαν έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους του Αισθητισμού —ενός Αισθητισμού χωρίς ακρότητες κούφιας ωραιολογίας— και του γαλλικού Συμβολισμού στον τόπο μας, μετουσιωμένων σωστά στο ελληνικό κλίμα, με την επιδέξια χρησιμοποίηση ρυθμών και μελωδιών από τη λαϊκή μας παράδοση. Στην ποίησή του, κυριαρχεί ένας τρυφερός συναισθηματισμός, είτε ο άκρατος αισθησιασμός τον φέρνει στην πεζολογία —πρώτη περίοδος— είτε χρησιμοποιεί συμβολική γραφή —δεύτερη περίοδος— είτε μ’ εγκαρτέρηση μας εξομολογείται την τελική του συμφιλίωση με το θάνατο— τρίτη περίοδος. Με απαλά χρώματα υδατογραφίας και με τη μελωδική χρήση ενός περιορισμένου αριθμού λέξεων —ή, συνήθως, των υποκοριστικών τους— και με πάντα κατάλληλους προσωπικούς ρυθμούς, μάς αφηγείται, ηχητικά και πλαστικά, με τις εικόνες που χρησιμοποιεί, κάθε τι που βαραίνει τη δική του ζωή, αλλά και τη ζωή των άλλων, ακόμα και των αψύχων. Κι αυτή η απλή, προσωπική του ομιλία, που —παρά τις πολλαπλές επεμβάσεις του— βγαίνει θαρρείς από το ένστικτο μιας βαθιά πληγωμένης ύπαρξης που δεν μπορεί ν’ αντιδράσει, είναι εκείνο που συγκινεί και τους λίγους και τους πολλούς.
Ο Λαπαθιώτης είναι ο κατ’ εξοχήν νεορρομαντικός ανάμεσα στους ομότεχνους της τελευταίας τούτης αθηναϊκής σχολής, αυτός που συνεχίζει τη ρομαντική παράδοση ύστερα απ’ τον Πολέμη και τον Μαλακάση, με τα παραμύθια για τα βασιλόπουλα, τα φεγγάρια τα “μακρινά και καθαρά”, τα λάιτμοτίβ και τις ρομαντικές “κορώνες”. Η διάθεση προς την απελπισμένη αναπόληση, ο αποκλειστικά συγκινημένος τόνος αποτελούν κοινά γνωρίσματα. Ο ίδιος έζησε κι ανατράφηκε στο ρομαντικό κλίμα, τόσο το αθηναϊκό όσο και το φιλολογικό της Ευρώπης, και δέχτηκε ανάλογη επίδραση κι απ’ τις δυο μεριές, μια απ’ τη ζωή και μια απ’ τα βιβλία και την τέχνη. Έτσι, επηρεασμένος παράλληλα απ’ τους Άγγλους και τον αισθητισμό του Wilde, απ’ τον Poe, τους “poetes maudits” του γαλλικού Συμβολισμού και τον Maeterlinck, καθάρισε το λόγο των πρώτων Αθηναίων ρομαντικών από το στόμφο και τη μεγαληγορία, από την πατριδολατρία και τον ψευδοαττικισμό κι ανανέωσε τον Ρομαντισμό των δεύτερων, κρατώντας τη διάθεση του ρομαντικού και του “ρομαντικώς ζην” και μπολιάζοντας τα βασιλόπουλα του Πολέμη και το τραγούδι του Μαλακάση με τα στοιχεία του εκλεκτικισμού και της λεπταισθησίας. Πραγματικά, μαζί με τον Νεορρομαντισμό, ο Λαπαθιώτης έφερνε και τους πρώτους “ευπαθείς” και αβρούς τόνους, ό,τι ονομάστηκε τότε “νέα ευαισθησία”. Από την άποψη αυτή, υπήρξε ένας γνήσιος εστέτ, ερασιτέχνης ακόμα και σ’ ό,τι στάθηκε ο μοναδικός προορισμός του. Η ποίησή του είναι η βιωμένη έκφραση ενός ανθρώπου, που έκανε πρώτα τη ζωή του τέχνη και τον εαυτό του “έργον τέχνης”, σύμφωνα βέβαια με τη δική του αντίληψη, ή μάλλον σύμφωνα με την αντίληψη την ουαϊλδική, κι από κει αντανακλαστικά επήγασε και η τέχνη του. Μια τέχνη κάπως μετέωρη, απαλλαγμένη από κάθε στοιχείο ικανό να ταράξει την ενότητα του κόσμου της, ποίηση του ονείρου πιο πολύ παρά της πραγματικότητας, προορισμένη ν’ αντλεί το φως της όχι από την ακτινοβολία του ήλιου, αλλά από τη φευγαλέα λάμψη του φεγγαριού. Γι’ αυτό κι από το έργο του απουσιάζουν οι υλικές αντιστάσεις και κυριαρχούν τα αφηρημένα: τα συναισθήματα, οι διαθέσεις, οι καταστάσεις και οι φευγαλέες εντυπώσεις, ενώ τα συγκεκριμένα εξατμίζονται και συμβολοποιούνται. Οι ποιητικές του εικόνες εμφανίζονται συνήθως σκόρπιες, χωρίς συνοχή μεταξύ τους. Η συνοχή του ποιήματος και η βαθύτερη σύσταση του λόγου του βγαίνουν από τη μουσική του διάθεση, θαρρείς κι οι εικόνες υπάρχουν, για να επιτείνουν όχι τις οπτικές, μα τις ακουστικές εντυπώσεις.
Στον Λαπαθιώτη τα πράγματα ελάχιστα κάνουν την εμφάνισή τους. Ενώ οι περισσότεροι της σχολής του, λίγο ως πολύ, εισάγουν στην ποίησή τους και πεζολογικά στοιχεία, στρέφοντάς την προς τα συγκεκριμένα και τα αισθητά, απ’ την ποίηση τη δική του τέτοια στοιχεία λείπουν, κι όπου υπάρχουν, υπάρχουν μόνο σαν αποτυχημένη ποίηση. Γιατί, μ’ όλη την καλλιτεχνική φροντίδα που τον χαρακτηρίζει, μ’ όλη την επίμονη επεξεργασία, επεξεργασία σπρωγμένη ως την εκζήτηση, δεν κατάφερε ν’ αποφύγει και μερικά επικίνδυνα γλιστρήματα προς την πεζολογία. Αλλά κι αρκετά απ’ τα καλά του ποιήματα, με το να τα δουλεύει και να τα ξαναδουλεύει κάθε τόσο, και μάλιστα σε απομακρυσμένα από το πρώτο γράψιμο χρονικά διαστήματα, προσπαθώντας να τα κάνει τελειότερα ή και να τα προσαρμόσει στη νέα του ψυχολογική κατάσταση, τα χάλασε στο τέλος, με αποτέλεσμα η τελική τους μορφή να είναι κατώτερη. Η έλλειψη, εξάλλου, βαθύτερης ποιητικής ουσίας, η αποκαμωμένη του διάθεση, μ’ εκείνα τα πολλά “λιγώματα”, όπως τα ονόμασε ο Μήτσος Παπανικολάου, η θεματογραφία κι η μονότονη επανάληψη των ίδιων μοτίβων μας τον δείχνουν αρκετά παλιωμένο. Ο Λαπαθιώτης κινήθηκε, κατά βάση, γύρω από δυο κύριους άξονες: την έκσταση που αγγίζει τη μέθη (όχι τη χαρά) και τον πόνο, με κοινό συνδετικό μοτίβο τη νοσταλγική αναπόληση. Έτσι, απόμεινε ως το τέλος σε μια συναισθηματική θεώρηση του κόσμου. Μα όσο πιο πολύ δοκιμαζόταν, τόσο γινότανε πιο τρυφερός και πιο υποβλητικός. Καθώς το παρατήρησε κι ο Τ.Κ. Παπατσώνης στη μελέτη του “Ο Λαπαθιώτης μετέωρο και σκιά”, όλα τα ποιήματά του “από τα χρόνια της αίγλης, ιδωμένα σήμερα, φαίνονται της ίδιας διάθεσης”. Κι η αισθητή διαφορά που παρουσιάζουν είναι διαφορά ποιότητας και ειλικρίνειας. Ρομαντικότερος στην αρχή, τραγούδησε την έκσταση. Ύστερα, τραγούδησε τη διάψευση και την πτώση. Από την άποψη τούτη, υπάρχει αρκετή απόσταση ανάμεσα στον “Λαπαθιώτη μετέωρο” και στον “Λαπαθιώτη σκιά”, ώστε η δεύτερη φάση του να βαραίνει σημαντικά σε σύγκριση με την πρώτη. Γιατί, αν στην αρχή η ποίηση ήταν γι’ αυτόν μια καλλιτεχνική πόζα, όταν ήρθε ο θρήνος για τη χαμένη ζωή, τότε κατάντησε η μόνη υπόθεση· τότε κι ο θάνατος γίνηκε αληθινά λυτρωτικό όνειρο, μοναδική διέξοδος ζωής και τέχνης. Γι’ αυτό κι ανάμεσα στους τρεις-τέσσερις καλύτερους της “σχολής” εμφανίζεται τελικά πιο “συντετριμμένος” και πιο ανθρώπινος. Κι αν εκείνοι διαθέτουν σκληρότερο πυρήνα κι ανοίγονται σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος, αυτός ξέρει να κλαίει. Κάτι τέτοιες στιγμές, μαζί με μερικά λαμπρά και σπάνιας ευαισθησίας ποιήματα, διασώζουν ακόμα ποιητικά τη φυσιογνωμία του.
Πολυγραφότατος, αλλά και ακούραστος διορθωτής των στίχων του, βασάνιζε τα κείμενά του έως να τους δώσει την οριστική τους μορφή. Ποιήματα γραμμένα στο δρόμο ή σε νυκτερινά κέντρα και δουλεμένα στο σπίτι, λησμονημένα σε περιοδικά και ξαναδημοσιευμένα αργότερα. Ακόμα και στους στοχασμούς του —αυτές τις εκλάμψεις της ευαισθησίας του— υπάρχουν διαγραφές και προσθήκες.
Από άποψη σχολής βρίσκεται κοντά στο Συμβολισμό, χωρίς να μένει απόλυτα πιστός στις αρχές του. Η θεματική π.χ. και περιγραφική ανάπτυξη ποιημάτων είναι συχνή. Κοντά στο Συμβολισμό βρίσκεται κυρίως από τη μεριά της μουσικής άρθρωσης του λόγου. Ο ποιητής άλλωστε είχε ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική: είχε μουσική παιδεία, σύχναζε σε συναυλίες, άκουγε δίσκους, έπαιζε πιάνο, καταγινόταν με συνθέσεις. Σε μεγαλύτερη απόσταση, από άποψη σχολής, βρίσκεται από το Ρομαντισμό. Είναι βέβαια φεγγαρόπληκτος, άνθρωπος της νυχτερινής περιπλάνησης, των λουλουδιών και της αντισυμβατικής συμπεριφοράς, αλλά κατά τα άλλα μένει έξω από τα πλαίσια του Ρομαντισμού: αστικό περιβάλλον, εσωτερικός χώρος, εσωστρέφεια, μαλθακότητα, αισθητισμός, έντονο δούλεμα του στίχου, συμμετρία, σαφήνεια, λιτότητα, πεζή καθημερινότητα… Από την άποψη αυτή, τα ρομαντικά στοιχεία που απαντούν στο έργο του Λαπαθιώτη είναι αμφίβολο αν επαρκούν για να θεωρηθεί ο ποιητής ρομαντικός ή νεορρομαντικός.
Μια κάποια δόση ρομαντικής ροπής υπάρχει σ’ όλη την ποίηση, τόσο στην πριν από το κίνημα του ρομαντισμού, όσο και στη μετά. Ο Λαπαθιώτης είναι ρομαντικός όσο είναι και ο Άγρας, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Παπαδίτσας, ο Αναγνωστάκης, ο Καρούζος, ο Μέσκος, η Αγγελάκη-Ρουκ, ο Πορφύρης, ο Γκανάς κ.ά. Πάντως πολύ λιγότερο από τον Παλαμά, το Δροσίνη, τον Πολέμη και τους άλλους ποιητές της γενιάς του 1880. Θέλω να πω ότι, πέρα από ένα σημείο, πέρα από το σημείο που ένα ποιητικό έργο ανταποκρίνεται στις καταστατικές αρχές μιας σχολής, υπάρχει ευρύ περιθώριο να προκύπτουν επιμέρους ελεύθερες συμπτώσεις άλλων έργων με συνιστώσες της σχολής αυτής. Συμπτώσεις με την έννοια ότι τα έργα αυτά δεν ανταποκρίνονται στις αρχές της σχολής, αλλά σε εκδοχές του γενετικού πυρήνα από τον οποίο πήγασε η σχολή. […] Από πολύ νωρίς, από την αρχή σχεδόν της σταδιοδρομίας του, ο ποιητής φάνηκε να έχει τάση προς την εσωστρέφεια. Έγραφε σε πρώτο πρόσωπο και αναφερόταν στα συναισθήματα και στις σκέψεις ενός εγώ. Ένα εγώ συναισθηματικό, συμπονετικό, λεπταίσθητο, ηδονιστικό, κάπως μελαγχολικό, ανήσυχο και ανικανοποίητο. Τέτοιο ωστόσο που, αν προσέξει κανείς το ποιόν του, μοιάζει περισσότερο εικονικό παρά πραγματικό. Μια οντότητα μάλλον βιβλιακής προέλευσης, που τα λόγια της δεν πονούν, μένουν λόγια χωρίς να παράγουν δραστικό αποτέλεσμα. Ένα εγώ δηλαδή σαφώς ιδεατό, προϊόν σκηνοθεσίας μάλλον. Ο ποιητής απέχει πολύ από του να διακυβεύει οτιδήποτε ζωτικής σημασίας για τον ίδιο. Αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με κείμενα τεχνητά, κείμενα συνεπώς μαθητείας ή, αλλιώς, ποιητικιστικά. […] Πράγματι ο Λαπαθιώτης πορεύτηκε αρκετό διάστημα μέσα σ’ ένα κλίμα αισθητίστικου θερμοκηπίου. Η έξοδος από αυτό και η επαφή με τα πράγματα έγινε με τον καιρό μέσα από τρεις διαφορετικούς δρόμους. Πρώτα, μέσα από τα διάφορα περιστατικά της τρέχουσας ζωής. Έπειτα, μέσα από την οδυνηρή προσγείωση στο σκληρό έδαφος της μετά τα τριάντα πέντε χρόνια ηλικίας του, μιας ηλικίας χωρίς την αλκή της σπαταλημένης νιότης. Και στερνά, μέσα από το θάνατο της μάνας του. Να τα δούμε από πιο κοντά. α) Περιστατικά της τρέχουσας ζωής. Από νωρίς άρχισε ό ποιητής να περνάει στα γραφτά του διάφορα μικροσυμβάντα της τρέχουσας ζωής. […] Δεν είναι ο Λαπαθιώτης ο πρώτος εισηγητής του συγκεκριμένου περιστατικού στην ποίηση. Και άλλοι πριν από αυτόν χρησιμοποίησαν τέτοιο υλικό. Ο Λαπαθιώτης όμως είναι αυτός που έκανε ευρεία χρήση του περιστατικού στο έργο του και ανάλογα το επισημοποίησε. Μάλιστα, όσο κυλάει ο καιρός τόσο συχνότερα αναφέρονται τα γραφτά του σε περιστατικά. […]. Έτσι, μέσα από συγκεκριμένα περιστατικά, ο ποιητής έρχεται σε επαφή με την καθημερινή πραγματικότητα. Γεγονός που φανερώνει πως οι ανιχνευτικές κεραίες του υπέδειχναν την έξοδο από το κλίμα του συμβατικού αισθητισμού. β) Η οδυνηρή προσγείωση στα χρόνια της αλήθειας. Από την ηλικία των 35-40 χρόνων, γύρω στο 1923-1928 και εξής, οι σκέψεις και τα συναισθήματα που εκφράζουν τα γραφτά του ποιητή, παρουσιάζουν αισθητή διαφορά από τα προηγούμενα. […] Τώρα ο λόγος του δεν έχει τον αέρα της ανέμελης νιότης. Μιας νιότης που, στηριγμένη στην αλκή και στις βεβαιότητές της (παιδεία, τάλαντο, οικονομική ανεξαρτησία, κοινωνικό κύρος), μπορούσε να διαλογίζεται αμέριμνα πάνω στο θέμα της ηδονής και της ομορφιάς, να θλίβεται για ό,τι έμενε ανικανοποίητο, να ξεχειλάει από τρυφερότητα για τα λουλούδια ή να μιλάει για το θάνατο ναρκισσευόμενη […]. Στο λόγο εισβάλλει τώρα η κατήφεια, η απογοήτεψη και ο φόβος του χειρότερου. Το πνεύμα της αμεριμνησίας το διαδέχεται το πνεύμα της περισυλλογής και της ανησυχίας για την προσωπική μοίρα. Αντίστοιχα, γεγονός που δείχνει τη διαφοροποίηση του λόγου, έχουμε την τάση να λέγονται τα πράγματα με τ’ όνομά τους. […] Βρισκόμαστε ήδη μακριά από την πόζα του Αισθητισμού. Τώρα έρχονται στιγμές που η αναφορά στα πεπραγμένα παίρνει τη μορφή της ζοφερής περίσκεψης. Κι ο λόγος πια είναι λόγος εις εαυτόν, ενδόμυχος και απροσχημάτιστος. […] γ) Ο θάνατος της μάνας του (1937). Με το θάνατο της μάνας του έλειψε ο φύλακας άγγελος του ποιητή, η προστασία, η κατανόηση κι η στοργή. Ο Λαπαθιώτης δεν είχε βγει ποτέ στη βιοπάλη, γι’ αυτό δεν είχε ανεξαρτητοποιηθεί από τους γονείς του και ιδιαίτερα από τη μάνα του, που ήταν το στήριγμά του από κάθε άποψη. Χάνοντάς την αισθάνθηκε να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. […]
Ο θάνατος στην ποίηση του Λαπαθιώτη παρουσιάζεται με τρεις διαφορετικές μορφές. Πρώτα, στα χρόνια της νιότης, ως τα 35 χρόνια του ποιητή περίπου, αποτελεί περισσότερο ένα στοιχείο πόζας. Ένα σύνθετο της νεανικής μελαγχολίας που πηγάζει κυρίως από την έμφυτη αίσθηση του ανικανοποίητου. Αυτός ο θάνατος δεν αγγίζει ζωτικές πτυχές του εγώ· είναι ανώδυνος. Αργότερα, μετά τα 35 χρόνια του ποιητή, τα πράγματα αλλάζουν. Ο θάνατος δεν είναι πια μια γενική έννοια, αλλά μια οντότητα που συνδέεται με την εμφάνιση της σωματικής και της ψυχικής κάμψης. Είναι ο ύπουλος θάνατος στο επίπεδο της καθημερινότητας. Η κούραση, η φθορά, τα ψαλιδισμένα όνειρα, τα άτεγκτα όρια του πραγματικού. Αυτή η μορφή του θανάτου δεν είναι βέβαια καθόλου ανώδυνη. Τέλος, με το θάνατο της μάνας του ο ποιητής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με το βιολογικό θάνατο και την ερημιά που αφήνει πίσω του. Ένα θάνατο που είναι ταυτόχρονα και μια σαφής υπόμνηση για τον επερχόμενο προσωπικό του. Για την τρίτη εκδοχή του θανάτου ο ποιητής έγραψε σπαρακτικά κείμενα.
Τάσος Κόρφης, 1984, «Δώδεκα στιγμές από τη ζωή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη», Η λέξη, τχ. 33, Αφιέρωμα
Κ. Στεργιόπουλος, 1980, Η Ελληνική Ποίηση. Η Ανανεωμένη Παράδοση. ΑνθολογίαΓραμματολογία, Αθήνα: Σοκόλης
Γ. Αράγης, 2006, Η μεταβατική περίοδος της Ελλαδικής ποίησης. Η σταδιακή της εξέλιξη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1930, Αθήνα: Σοκόλης
Μικρά Αγγλία έλεγαν κάποτε την Άνδρο, χάρη στη ναυτιλία της που τολμούσε να υψώσει το ανάστημά της και να κοιτάξει στα μάτια την θαλασσοκράτειρα Μεγάλη Βρετανία. Μικρά Αγγλία λέγεται και το πλοίο πάνω στο οποίο θα μπαρκάρει κάποτε ο Σπύρος, ο άντρας που θα μπει ανάμεσα στις δύο κόρες ενός ανδριώτη πλοίαρχου. Η εσωστρεφής Όρσα, η μεγάλη κόρη, τρέφει για αυτόν έναν θηριώδη έρωτα που θα μείνει ανεκπλήρωτος, καθώς η μητέρα της θα την υποχρεώσει να παντρευτεί έναν πλούσιο καραβοκύρη. Αργότερα, πλοιοκτήτης και αυτός πια -συνεπώς άξιος για να μπει στην οικογένεια- ο Σπύρος θα παντρευτεί τη μικρή και επαναστάτρια κόρη, τη Μόσχα. Τα δύο ζευγάρια θα κατοικήσουν στο ίδιο σπίτι με ένα λεπτό ξύλινο ταβάνι ανάμεσά τους. Η Όρσα θα αφουγκράζεται τα βήματα, τα τριξίματα και τα φιλιά και το μαχαίρι θα μπαίνει όλο και πιο βαθιά μέσα της. Αυτό βέβαια όσο οι άντρες βρίσκονται στο νησί και δεν είναι φευγάτοι στα καράβια.
Η ιστορία διαδραματίζεται στην εικοσαετία από το 1930 μέχρι το 1950. Πίσω από το ασίγαστο πάθος της Όρσας που αποτελεί την κινητήρια δύναμη του δράματος, αναδύεται ο ασφυκτικός μικρόκοσμος του νησιού εκείνης της εποχής και τα αποπνικτικά ήθη του: οι κοινωνικές συμβάσεις, η ιδιότυπη μητριαρχία που έχει επιβληθεί από την απουσία των αρσενικών, το πάθος για κοινωνική άνοδο και εξουσία… Και βέβαια, η πορεία των χαρακτήρων διασταυρώνεται με τα μεγάλα γεγονότα που άλλαξαν τη μοίρα του νησιού και της Ελλάδας. Με τον πόλεμο, με τους τορπιλισμούς των εμπορικών πλοίων, με την Κατοχή και τον εμφύλιο.
Το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, κυκλοφόρησε το 1997 κερδίζοντας το κρατικό βραβείο και συγκινώντας μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού.
Ενώ η ιδέα για το βιβλίο προέκυψε τυχαία. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, Ιωάννα Καρυστιάνη: «Ένας παλιός συμφοιτητής με φώναξε για έναν καφέ στο σπίτι του και είδα τις φωτογραφίες πέντε πνιγμένων ναυτικών σε κάδρα. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα άλλαξαν όλα μέσα μου. Ένιωσα ένα τεράστιο σοκ και αναρωτήθηκα πώς ένα σπίτι μπορεί να αντέξει τέτοιο πένθος. Στην Άνδρο σχεδόν όλα τα σπίτια είναι λαβωμένα από ναυάγια. Αυτό με έκανε να αγαπήσω παράφορα το νησί και τη ναυτική ζωή και αποφάσισα ότι ήθελα να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτό το θέμα».
Δεκαέξι χρόνια μετά, η ιστορία των δύο αδελφών που μοιράζονται τον ίδιο –απόντα- άντρα, μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη σε σενάριο της Καρυστιάνη και σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη. Ο τελευταίος έμεινε πιστός στο πνεύμα του βιβλίου, ενσωματώνοντας στο δράμα τόσο την κοινωνική διάρθρωση του νησιού όσο και το ιστορικό πλαίσιο, ενώ παράλληλα, έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο στο φυσικό σκηνικό της Άνδρου. Με τον τρόπο αυτό, η ταινία ξεφεύγει από τα στενά όρια της ηθογραφίας και αποκτά περισσότερα επίπεδα ανάγνωσης. Γίνεται ένα ανθρωποκεντρικό δράμα που αποπνέει γνήσια συγκίνηση και αγγίζει θέματα που μόνο η καλή τέχνη μπορεί να πλησιάσει.
Πιθανόν κάποιοι να βρουν αργό τον ρυθμό με τον οποίο κουμπώνουν μεταξύ τους τα επιμέρους κομμάτια και στήνεται το σύμπαν της ταινίας. Όμως οι αρετές της κινηματογραφικής γραφής του Βούλγαρη (η εξαιρετική καθοδήγηση των ηθοποιών, η συνετή κλιμάκωση της ιστορίας, η «έντιμη» και χωρίς εκζήτηση κινηματογράφηση, η εμμονή στην λεπτομέρεια…) είναι παρούσες και ικανές να αποζημιώσουν τον υπομονετικό θεατή.
Η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας, τα ήθη, οι νοοτροπίες και οι παγιωμένες αντιλήψεις της μικροαστικής κοινωνίας ενός λαού που παραπαίει μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αποτελούν στοιχεία που πάντα έθελγαν την προσοχή του Παντελή Βούλγαρη. Βασικός εκπρόσωπος του ρεύματος «Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος» (1970-1980), ο σκηνοθέτης με όργανο την κάμερα καταγράφει κάθε φορά διάφορες όψεις της ελληνικής κοινωνίας ανοίγοντας μια προβληματική πάνω στις κοινωνικές δομές και τους θεσμούς.
Ο Παντελής Βούλγαρης αρέσκεται στην ωμή και ρεαλιστική περιγραφή των ανθρώπινων σχέσεων, οι οποίες συχνά εκτίθενται μέσα από το πρίσμα μιας αλληλεπίδρασης μεταξύ καταπιεζόμενου και καταπιεστή, εξουσιαζόμενου και εξουσιαστή με προκανονισμένα και αυθαίρετα σύμφωνα («Το Προξενιό της Άννας», «Οι Νύφες») που καθορίζουν το μέλλον και τη μοίρα των νεαρών θυμάτων.
Το φυσικό ντεκόρ της Άνδρου μάς παραδίδεται με εικόνες καρτποσταλικής ομορφιάς και συνάδει με τον εσωτερικό διάκοσμο των σπιτιών, παραδοσιακό και προσεγμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Οι εξωτερικοί και εσωτερικοί χώροι εικονοποιούν το αλλοτινό και τωρινό «πρόσωπο» της Άνδρου φέρνοντας στην επιφάνεια μια «ελληνικότητα» που διατρέχει το χρόνο.
Πίσω από τα αυστηρά συντεταγμένα κοφτά, τα κεντήματα, τα πολύτιμα φλιτζάνια και τους κουραμπιέδες αναδύεται ένα άρωμα συντηρητισμού, απομόνωσης και στέρησης. Οι χαρακτήρες βυθίζονται σε αυτήν την ατμόσφαιρα και περιπλανώνται ως έρμαια μιας δράσης που τους ξεπερνά, ανήμποροι να ελέγξουν το πεπρωμένο τους, όπως στην αρχαία τραγωδία.
Το ντεκόρ συμβάλλει αποφασιστικά στην αναπαράσταση των διαδραματιζόμενων. Έτσι, η Όρσα μέσα σε ένα όμορφο κτήμα με λεμονιές θα αντιδράσει στην απόφαση της μάνας της λέγοντας της ότι «δεν είναι χωράφι για να την ξεπουλήσει». Από την άλλη, η θάλασσα με τα κύματά της εκφράζει εύγλωττα τη φυγή του Σπύρου από τη ζωή της Όρσας ή και τη συνεχή φυγή πολλών ανδρών των οικογενειών του νησιού, καθότι αυτοί ήταν ναυτικοί. Μια συνεχή ροή, μια ρευστότητα και αστάθεια διατρέχει τη διήγηση και το δράμα των ηρώων παραπέμποντας στην αντίστοιχη ρευστότητα και αστάθεια που χαρακτηρίζει την ελληνική πραγματικότητα (και ταυτότητα;) από αρχαιοτάτων χρόνων.
Το μοντάζ της ταινίας είναι αυτό που καθορίζει τη δραματοποίηση των καταστάσεων εκφράζοντας εύγλωττα τις συγκινήσεις. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή της σύγκρουσης μεταξύ των δύο αδελφών: τα ηχητικά ρακόρ φουρτουνιασμένης θάλασσας σε συνδυασμό με τη χρήση έντονα κινούμενης κάμερας που μιμείται το ρυθμό της κίνησης κυμάτων που ξεσπούν δίνουν ένα εξαίσιο οπτικό σύνολο, με τις εικόνες να μπαίνουν στη θέση των λέξεων, (κατά)δηλώνοντας την οργή των ηρώων. Η χρήση της voice over και του hors-champ, επίσης, λειτουργεί ως καθοριστικός παράγοντας αύξησης της τραγικότητας. Επιπλέον, η αντίθεση αποτελεί μια ακόμη άσκηση ύφους, καθώς η στατικότητα, η αναμονή και η ήρεμη ζωή του σπιτιού αντι-παρατάσσεται δίπλα στην άστατη και φουρτουνιασμένη ζωή των ναυτικών.
Σε οπτικοακουστικό επίπεδο η Μικρά Αγγλία διαθέτει αναμφίβολα την ποιότητα που απαιτεί το είδος της ταινίας εποχής. Καταρχάς πρόκειται για την πρώτη ταινία του Βούλγαρη που δεν γυρίστηκε σε φιλμ. Ο διευθυντής φωτογραφίας Σίμος Σαρκετζής χρησιμοποίησε ψηφιακό μέσο, κάτι που έκανε και πιο ευέλικτο το γύρισμα και πιο εύκολη την επεξεργασία των τόνων και των χρωμάτων στη συνέχεια. Τα κοστούμια της Γιούλας Ζωιοπούλου και τα ντεκόρ του Αντώνη Δαγκλίδη είναι πρώτης γραμμής, ενώ πολύ θετική εντύπωση κάνει η μουσική της εικοσιπεντάχρονης Κατερίνας Πολέμη. Το μοντάζ έφερε σε πέρας ο πολύπειρος Τάκης Γιαννόπουλος.
Ο Βούλγαρης ήταν πάντα ένας «σκηνοθέτης ηθοποιών». Εδώ, η συνεργασία του με τις νεαρές Πηνελόπη Τσιλίκα και Σοφία Κόκκαλη που επωμίστηκαν τους ρόλους της Όρσας και της Μόσχας αντίστοιχα, απέφερε πολύ δυνατές και «φρέσκες» ερμηνείες. Ιδιαίτερη αίσθηση κάνει και η παρουσία της Αννέζας Παπαδοπούλου. Η έμπειρη ηθοποιός, σε μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα κινηματογραφικές εμφανίσεις της, κατάφερε να δώσει σπάνιο βάθος στο ρόλο της μητέρας –του θεματοφύλακα των ηθών και των συμφερόντων της οικογένειας- χαρίζοντάς μας μια πραγματικά μεγάλη ερμηνεία.
Η Ανδρος του 1930 είναι ένα νησί ναυτικό: οι άντρες περιπλανώνται στις θάλασσες του κόσμου προσπαθώντας να γίνουν καπετάνιοι και να κάνουν ένα κομπόδεμα, αλλά συχνά χάνονται στα κύματα. Οι γυναίκες μένουν πίσω στο νησί και παλεύουν να φτιάξουν μια τύχη για κείνες και για τις οικογένειές τους. Μια τέτοια γυναίκα, η Μίνα, με στρατηγικό πολυμήχανο μυαλό, κανονίζει τα προξενιά των κοριτσιών της, της Ορσας και της Μόσχας, εξασφαλίζοντάς τους καλή ζωή, χωρίς να νοιάζεται για «αισθήματα» και ρομάντζα. Μόνο που οι δυο κόρες αγαπούν τον ίδιο άντρα και οι μηχανορραφίες της μάνας τους θα φέρουν μοιραίες συγκρούσεις στην οικογένειά τους.
Ο Παντελής Βούλγαρης μεταφέρει στο σινεμά το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, σε σενάριο δικό της, κρατώντας ατόφια την καρδιά της ιστορίας και φτιάχνοντας μια ειλικρινή και συγκινητική ταινία εποχής. Η αίσθηση του παρελθόντος έχει ρεαλισμό και ακρίβεια, αλλά την ιστορία κουβαλούν ήρωες και ανθρώπινες ισορροπίες σύγχρονες ή, καλύτερα, διαχρονικές.
Η Ανδρος μεταμορφώνεται σ’ ένα κλειστό σύμπαν αυτόνομο, ολοζώντανο, μια μικρογραφία της παλιάς Ελλάδας που, ξανά, αγωνιζόταν να επιβιώσει. Η φωτογραφία του Σίμου Σακερτζή, τα σκηνικά του Αντώνη Δαγκλίδη, τα ρούχα της Γιούλας Ζωιοπούλου, συνθέτουν μια πιστή απεικόνιση του «τότε», που ταυτόχρονα έχει ανάσα μοντέρνα, ελκυστική. Η δουλειά στον ήχο της ταινίας μάς αφήνει ν’ ακούμε, στα κλεφτά, ατάκες περαστικών, ή επίκαιρα, που με δυο λόγια αποδίδουν το κλίμα των καιρών. Η υπέροχη μουσική (και, στους τίτλους αρχής, η φωνή) της Κατερίνας Πολέμη συνοδεύει τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα των ηρώων με ταιριαστή μελαγχολία. Αλλά ενώ η ιστορική αναπόληση έχει σημασία, η ιστορία η ίδια μεταφέρεται με ένταση, με πνεύμα καίριο, με πάθος κι έναν άγριο ρομαντισμό.
“Η ανάσα της ναυτικής παράδοσης με κινητοποιεί. Το ήθος της εποχής με συγκινεί. Οι νοοτροπίες και οι ανθρώπινες σχέσεις αποζητούν μια καίρια και ευαίσθητη καταγραφή. Θέλησα να καταφέρω να αφουγκραστώ τα πάθη, να φωτίσω τη σημασία της μακράς απουσίας και της απαντοχής, την ανακούφιση του σμιξίματος μετά από καιρό, το πένθος για τις απώλειες. Ειδικά αυτή τη γκρίζα εποχή, τους στενάχωρους καιρούς για τον τόπο και τους ανθρώπους, αξίζει να προσφέρουμε ένα κινηματογραφικό έργο πλούσιο σε αισθήματα και ανθρωπιά και μαζί ένα ταξίδι σε άγνωστες σελίδες της ιστορίας. Στα χρόνια που κάνω σινεμά, κοντά στα πρόσωπα της οικογένειας και των φίλων της νεότητας μου, προστίθενται και άλλα άγνωστα στην αρχή, που στο τέλος μιας ταινίας παίρνουν μια θέση στην καρδιά μου. Με τα μάτια και τη φωνή τους, διηγούμαι αυτό που με αναστατώνει. Μπορεί να περνάει καιρός μετά από την περιπέτεια που έζησα μαζί τους, όμως τα ονόματα τους διατηρούν για πάντα τη μοναδικότητα τους.” Παντελής Βούλγαρης
Ο Βούλγαρης επιλέγει δοκιμασμένους ηθοποιούς για τους δεύτερους ρόλους του, αλλά στην πρωταγωνιστική τετράδα αποκαλύπτει πρόσωπα νέα, φρέσκα, ιδιαίτερα, φωτογενή, φτιαγμένα για τη μεγάλη οθόνη, που κι αν κατά στιγμές ξεφεύγουν «θεατρικά» από την απλότητα της ταινίας, ενσαρκώνουν τους ρόλους τους συναρπαστικά. Κι αν η διάρκεια ξεπερνά πληθωρικά τις δυο ώρες, λίγα παραπάνω χαρτομάντιλα και η άνευ όρων παράδοση στο συναίσθημα έκανε το χρόνο να περνά πιο γρήγορα και απολαυστικά.
Από τη σύγχρονη ελληνική παραγωγή λείπουν τα εμπορικά δράματα με καλλιτεχνικές αξιώσεις και η «Μικρά Αγγλία» ήρθε να πληρώσει αυτή τη θέση. Μια ταινία ευαίσθητη, συγκινητική και ζωισμένη, κλασική και δροσερή ταυτόχρονα, ένα ωραίο δείγμα κινηματογραφικής πληρότητας.
Οι Μικρές κυρίες μας μεταφέρουν στην εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου. Είναι η ιστορία της οικογένειας του πάστορα Μαρτς ο οποίος κατατάχτηκε στο στρατό των Βορείων και άφησε πίσω του γυναίκα και τέσσερις κόρες να τα βγάλουν πέρα ενώσω λείπει μακριά.
Η Λουίζα Μέυ Άλκοτ (1832-1888) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πενσυλβανία. Επειδή ο πατέρας της ήταν παιδαγωγός και διαφωνούσε με την παιδαγωγική που ακολουθούσαν στον καιρό του, η Λουίζα Μέυ διδάχτηκε κατ’ οίκον από τον ίδιο και φίλους διανοούμενους της οικογένειας με ‘σχολικά’ εγχειρίδια τα βιβλία των Χένρι Νταίηβιντ Θορώ, Ναθάνιελ Χόθορν και άλλων. Κριτική εκείνων των παιδαγωγικών απόψεων διαβάζουμε στο κεφ. 7 όταν η Έιμυ, η μικρότερη αδελφή, εγκαταλείπει το σχολείο εξαιτίας της ταπείνωσης που υπέστη από τον δάσκαλό της όταν μοίρασε τα απαγορευμένα γλειφιτζούρια στις συμμαθήτριές της. Η θέση της συγγραφέως για την εκπαίδευση είναι, όπως και το γεγονός ότι αναγκάστηκε μαζί με τις αδελφές της να εργαστεί λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε η οικογένεια, παραδείγματα που τεκμηριώνουν την άποψη των μελετητών ότι το έργο της Άλκοτ περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Οι Μικρές κυρίες θεωρήθηκαν το κατ’ εξοχήν κοριτσίστικο ανάγνωσμα της αμερικανικής εθνικής λογοτεχνίας καθώς πρόβαλε την επιθυμητή εικόνα της αμερικανίδας της εποχής της: το ρόλο της στην κοινωνία και τις αρετές που όφειλε να διαθέτει κάθε γυναίκα (ηθική ακεραιότητα, αυταπάρνηση, γενναιοδωρία, ατομική στάση, δημόσια παρουσία).Όλα τα παραπάνω αποτυπώνονται καθαρά στις ταυτότητες των αδελφών Μαρτς.
Οι τέσσερις αδελφές
Η Μεγκ, η μεγαλύτερη, έχει θέση μητέρας για τις μικρότερες. Τις διαπαιδαγωγεί ώστε να γίνουν πραγματικές ‘μικρές κυρίες’ και αντιπροσωπεύει όσα ορίζουν την εύρυθμη λειτουργία της οικογενειακής εστίας.Η Τζο είναι ατίθαση, ένα αγοροκόριτσο που ήθελε να είναι αγόρι- ο γιος μου, όπως έλεγε ο πατέρας της. Είναι εκείνη που παίρνει πρωτοβουλίες για βελτιωθούν τα οικονομικά της οικογένειας: πουλάει τα γραπτά της και τα μαλλιά της σε μια συμβολική κίνηση άρνησης να υποταχτεί στο στερεότυπο του φύλου της. Μας παρουσιάζεται, όπως έχει επισημανθεί, ως ένας χαρακτήρας με πρώιμη φεμινιστική συνείδηση.Η Μπεθ, η μουσικόφιλη, γλυκιά και μαζεμένη, είναι η ειρηνοποιός της οικογένειας χάρη στην έμφυτη πραότητα που διαθέτει.Η Έιμυ, η μικρότερη, μια κούκλα με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, είναι η εγωκεντρική καλλιτέχνης που αντιδρά στην οικογενειακή γραμμή περί του λιτού βίου. Είναι αυτή που περισσότερο απ’ όλες νοιάζεται για τα ωραία πράγματα και αντιπαθεί τη φτώχια.
Το άθροισμά τους είναι η γυναίκα που ονειρευόμασταν στη δεκαετία του ʼ70: ένα ατρόμητο πλάσμα γεμάτο αρετές και φιλοδοξίες, εξαιρετικά ευφυές, αλλά και εύθραυστο κατά περίπτωση, μια κοπέλα που δεν δέχεται τη μοίρα της αδιαπραγμάτευτα, αλλά ταξιδεύει, ερωτεύεται, γράφει θεατρικά έργα – και ξέρει κιόλας να μαντάρει μια κάλτσα αν χρειαστεί. Είναι η γυναίκα που θα ικανοποιούσε όχι μόνο εμάς, αλλά και τις μητέρες μας. Μια καλλιτέχνης της ζωής, με το κεφάλι στα σύννεφα και τα πόδια στη γη.
Η γοητεία που άσκησαν αυτά τα μυθιστορήματα στα κορίτσια όλου του κόσμου –από το 1868 που γράφτηκε το πρώτο ώς το 1960 όπου άρχισαν να απασχολούν συνολικά τις δυτικές κοινωνίες τα πολύπλοκα ζητήματα φύλου– οφείλεται στην παραπληρωματικότητα των αδερφών Μαρτς. Τι μαγνητική έλξη ασκεί πάνω μας το πρότυπο μιας γυναίκας που τα κάνει όλα με πάθος: υποφέρει, συγχωρεί, αρρωσταίνει, μάχεται, δημιουργεί, αναζητά και… δεν βρίσκει!
Το ανοιχτό τέλος των Μικρών κυριών (το γεύμα των παντρεμένων πια κοριτσιών, μετα συζύγων και τέκνων, για τα εξήντα χρόνια της μητέρας Μαρτς) είναι ένα εύρημα που μόλις σήμερα συνειδητοποιώ ότι χρησιμοποίησα κι εγώ στο πρώτο μου μυθιστόρημα Γιάντες. Δεν αποκλείεται οι πηγές της έμπνευσης να βρίσκονται στο βιβλίο της Λουίζας Μέι Άλκοτ.
Οι διασκευές
Το μυθιστόρημα της Άλκοτ, όπως πολλά κλασικά μυθιστορήματα, κυκλοφορεί στα ελληνικά ως επί το πλείστον διασκευασμένο για παιδιά.Ήδη από τον 19ο αιώνα, διασκεύαζαν παλαιότερα έργα τα οποία θεωρούνταν κατάλληλα για νεαρές ηλικίες. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα: η λεγόμενη κλασική λογοτεχνία είναι μια πηγή προσιτή και ο οποιοσδήποτε μπορεί να διασκευάσει και να γράψει, επί της ουσίας, ένα καινούργιο έργο. Το θέμα των διασκευών για παιδιά είναι παλιό και γνωστό, είτε αφορά έργα γραμμένα αρχικά για ενηλίκους είτε για παιδιά της εποχής κατά την οποία γράφτηκε το έργο. Οι Μικρές κυρίες ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία.
Σύμφωνα με τον γάλλο μελετητή της παιδικής λογοτεχνίας Marc Soriano, υπάρχουν δυο αντικρουόμενες απόψεις για τις διασκευές, εξίσου έγκυρες και βάσιμες.Η πρώτη θεωρεί ότι οι αναγνώστες πρέπει να διαβάζουν το πρωτότυπο έργο όταν είναι σε θέση να το κατανοήσουν και να το εκτιμήσουν και όχι μια περίληψη της πλοκής του.Η δεύτερη, εμπεριέχει δύο σκέλη:Το πρώτο θεωρεί ότι με τις διασκευές δίνεται η δυνατότητα στα παλαιά λογοτεχνικά έργα να προσεγγίσουν στα πλαίσια της κοινής μας λογοτεχνικής κληρονομιάς το σύγχρονο κοινό.Το δεύτερο ότι οι αναγνώστες οδηγούνται, και συνηθίζουν λόγω των απλοποιήσεων, συντομεύσεων, κ.ά., στην παθητική ανάγνωση. Για να αποφευχθεί αυτό το δεύτερο, ο Soriano θέτει μία προϋπόθεση: την ‘ηθική’ δέσμευση απέναντι στο έργο ώστε να μην προδίδεται ο χαρακτήρας του. Αλλά και πάλι αυτό είναι ασαφές με αποτέλεσμα κάθε διασκευαστής να επιλέγει κατά την κρίση του τι θα κρατήσει και τι θα παραλείψει από το πρωτότυπο.
Χαρακτηριστικό των διασκευών είναι ότι αντιμετωπίζουν τα λογοτεχνικά έργα ως έναν καμβά με ήρωες και μύθο και συνοπτικά πλέκουν τα γεγονότα που τους στοιχειοθετούν. Ακολουθώντας αυτή την πρακτική, τίθεται το θέμα του κατά πόσον οι διασκευές προσφέρονται για πολυεπίπεδη ανάγνωση όπως το πρωτότυπο έργο, ή αντίθετα, εξαφανίζοντας την ιστορικότητά του, περιορίζουν το εύρος του.Παραδειγματική είναι η περίπτωση των μυθιστορημάτων του Ιουλίου Βερν. Πριν από εξήντα περίπου χρόνια εκδόθηκε στην Ελλάδα διασκευασμένο σχεδόν το σύνολο του έργο του. Αν συγκρίνουμε τα πρωτότυπα με τις διασκευές τους θα παρατηρήσουμε ότι λείπουν, εκτός από ολόκληρα κεφάλαια, οι παράγραφοι με τις ατελείωτες και λεπτομερείς περιγραφές για τοπία, καταστάσεις, πρόσωπα και πράγματα. Την εποχή που διασκευάστηκε ο Βερν, επικρατούσε η άποψη ότι κουράζουν τον αναγνώστη, κάτι που εν μέρει ισχύει μέχρι σήμερα. Αφαιρέθηκαν λοιπόν όλα εκείνα που μπορούσαν να διαβαστούν σε κάποια εγκυκλοπαίδεια ή, στις μέρες μας, όσα προσφέρει μια περιήγηση στο διαδίκτυο. Ωστόσο παρά την κοπτοραπτική που υπέστησαν, όλοι ως παιδιά χαρήκαμε τα βιβλία του Βερν.Ένας από τους τρόπους για να προσπεραστεί ο σκόπελος της παλαιότητας είναι ο σχολιασμός του πρωτοτύπου και ο εμπλουτισμός του με εικόνες και επεξηγηματικά σχόλια (ιδιαίτερα στη σειρά Κλασική λογοτεχνία, εκδ. Ερευνητές). Η πολυσημία και η ιστορικότητα διατηρούνται και ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να ψάξει για να καταλάβει, αφού όλα υπάρχουν στο βιβλίο του.Οι διασκευές ήταν και εξακολουθούν να είναι ένα σίγουρο χαρτί για τους εκδότες γιατί τα έργα είναι γνωστά στο ευρύ κοινό όπως και οι συγγραφείς που τα διασκεύασαν (οι πρώτοι, Καζαντζάκης, Βάρναλης, Τσουκαλάς, Ταρσούλη , οι νεότεροι Ζαραμπούκα, Πούλος, Αγγελίδου, Τασάκου, κ.ά.).
Μικρές κυρίες: μια απογυμνωμένη οικογενειακή ιστορία εποχής
Συγκρίνοντας πέντε ελληνικές εκδόσεις (κυκλοφορούν σύμφωνα με τα στοιχεία της Βιβλιονέτ τουλάχιστον 24 για διαφορετικές ηλικίες) με το αγγλικό πρωτότυπο, έχουμε τις εξής εκδοχές του μυθιστορήματος:1. Στις εκδ. Καστανιώτη κυκλοφορεί η μοναδική πλήρης μετάφραση του 1ου μέρους του μυθιστορήματος, η οποία περιλαμβάνει και τα 23 κεφάλαιά του.2. Στις εκδ. Άγκυρα (ανατύπωση του 2006) μας προτείνεται η μετάφραση του Γ. Τσουκαλά, η οποία στην πραγματικότητα είναι ένα συντομότερο έργο, αφού λείπουν κάποια από τα κεφάλαια του πρωτοτύπου, ενώ παράλληλα υπάρχουν πολλά στρογγυλέματα. Ως παράδειγμα αναφέρουμε το περιστατικό στο σπίτι των Χούμελ (κεφ. 2). Θυμίζουμε ότι οι Χούμελ ήταν μετανάστες γερμανικής καταγωγής και στο πρωτότυπο υπάρχουν φράσεις στα γερμανικά. Στη μετάφραση του Τσουκαλά έχουν αφαιρεθεί, με συνέπεια να χάνεται η πληροφορία ότι οι ΗΠΑ ήταν καταρχήν κράτος μεταναστών. Θα μπορούσαμε ωστόσο να πούμε ότι το κείμενο, αν και στρογγυλεμένο, διατηρεί στοιχεία από το ιδεολογικό πλαίσιο του πρωτοτύπου Ως παράδειγμα αναφέρουμε την ιδέα για τη φιλανθρωπία που ήταν μια από τις αξίες της αστικής τάξης του 19ου αιώνα.
Στις εκδ. Παπαδόπουλος, το έργο απλώνεται σε 8 κεφάλαια που καθένα τους αποτελεί σύμπτυξη και συγχώνευση δύο ή παραπάνω κεφαλαίων. Οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι περιγραφικοί. Για παράδειγμα το κεφ. 5 με τίτλο Όπου δυο μυστικά φανερώνονται, ένα τηλεγράφημα φτάνει και η Τζο κόβει τα μαλλιά της συμπυκνώνει τα κεφ. 14- 15 του πρωτοτύπου.
Στις εκδ. Άγκυρα έχουμε 20 κεφάλαια, και ένα, το 21ο , που κάνει γέφυρα με το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος με τίτλο Οι μικρές κυρίες παντρεύονται το οποίο αυτονομήθηκε και εκδόθηκε ως ξεχωριστό βιβλίο.
Στις εκδ. Μίνωας το έργο περιλαμβάνει με αφαιρέσεις και συμπτύξεις 21 κεφάλαια.
Στις Εκδ. Πατάκη περιλαμβάνει επίσης 21 κεφάλαια. Προστίθεται όμως πολύ σωστά το 2ο μέρος που ολοκληρώνει το μυθιστόρημα.
Δύο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για την εξαφάνισή του από τις υπόλοιπες εκδόσεις: είτε γιατί αυτό το μέρος αναφέρεται στην ενήλικη ζωή των αδελφών και τη θέση της γυναίκας στην οικογένεια και άρα δεν αφορά τις μικρές αναγνώστριες είτε, στην έκδ. του Καστανιώτη, επειδή ακολουθήθηκε η κινηματογραφική ταινία και το βιβλίο εντάχτηκε στη σειρά Το βιβλίο στον κινηματογράφο.
Απ’ όλες τις διασκευές απαλείφθηκε το κεφάλαιο 13ο , ένα κεφάλαιο ‘προτεσταντικής ηθικής’ όπου τα κορίτσια παίζουν τις προσκυνήτριες και δουλεύουν στο ύπαιθρο.
Διαπιστώνουμε ότι στα ‘νέα κείμενα’ των διασκευών οι επεμβάσεις στον κορμό του έργου είναι πολύ δραστικές. Έγκειται λοιπόν στο διασκευαστή να κρατήσει τα στοιχεία που πιστεύει ότι εξακολουθούν να αντέχουν στο χρόνο.Απ’ όλες τις διασκευές του μυθιστορήματος έχει εν μέρει αφαιρεθεί το ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής κατά την οποία η Άλκοτ έγραψε το μυθιστόρημά της. Όσα απαλείφθηκαν αφορούν τον προτεσταντισμό (το βιβλίο εκδόθηκε το 1868), την προτεσταντική παιδαγωγική και ηθική, τη θρησκευτικότητα. Απαλείφθηκαν γιατί θεωρήθηκε ότι δεν ενδιαφέρουν αφού είναι μακριά από το σημερινό κοινό, παρόλο που απηχούν το πνεύμα της ‘βαθιάς Αμερικής’ που εξακολουθεί να υφίσταται και να χαρακτηρίζει τους λόγους των αμερικανών προέδρων του 20ου και του 21ου αιώνα.Συχνά οι αφαιρέσεις σχετίζονται με την προσωπικότητα και τη συγγραφική κατεύθυνση του διασκευαστή. Η Μ. Αγγελίδου, για παράδειγμα, (εκδ. Παπαδόπουλος), η οποία υποστηρίζει προγράμματα δημιουργικής γραφής για παιδιά, έκρινε ότι το παιχνίδι των κοριτσιών με τη συγγραφή και την ενασχόληση με τη Λέσχη Πίκγουικ (κεφ. 10 του πρωτοτύπου) είναι σημαντικό στοιχείο του μυθιστορήματος. Έτσι, ενώ δεν μεταφέρει επακριβώς το σχετικό απόσπασμα με τα κείμενα που είχαν συγγράψει οι ηρωίδες, το περιγράφει σε λίγες γραμμές με σκοπό όχι μόνο να δώσει στο σημερινό αναγνώστη την ιστορική πληροφορία για τα παιχνίδια που έπαιζαν εκείνη την εποχή τα παιδιά, αλλά και να του δώσει ένα σχετικό βάρος. Την ίδια επιλογή κάνει ο Κ. Παπαδόπουλος στην εξαιρετική διασκευή των εκδ. Πατάκη. Αντίθετα στις διασκευές των εκδ. Άγκυρα και Μίνωας (κεφ. 8), δεν υπάρχει αναφορά στη Λέσχη και το μόνο που αναφέρεται είναι το περιστατικό με το θάνατο του καναρινιού και την κηδεία του. Δηλαδή έγινε μια προσαρμογή με έμφαση σε κάτι συνηθισμένο και διαχρονικό, αυτό της αμέλειας των παιδιών να φροντίζουν σωστά τα ζωάκια τους.
Τελικά, τι προσλαμβάνουν οι σημερινοί αναγνώστες από τις διασκευασμένες Μικρές κυρίες;
Το ‘κλασικό’ στις Μικρές κυρίες περιορίζεται στα διαχρονικά στοιχεία που θεωρείται ότι διαθέτει: τις όψεις της οικογενειακής ζωής, τον διαπαιδαγωγικό ρόλο που ασκούν οι ενήλικοι στα παιδιά, τις σχέσεις μεταξύ αδελφών, την κοινωνική ζωή, τις φιλίες, τα παιχνίδια, όλα όσα συγκροτούν εν συντομία τη φυσιολογική καθημερινότητα μιας οικογένειας που θα μπορούσε να είναι η δική μας.Στην καλύτερη περίπτωση λοιπόν τα σημερινά παιδιά διαβάζουν ένα ευχάριστο βιβλίο στο οποίο εύκολα μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους.Από την άλλη, διαβάζουν ένα έργο εν πολλής ‘εκσυγχρονισμένο’ που απέχει πολύ από αυτό που περιλαμβάνεται στον κατάλογο με τα κλασικά της αμερικανικής εθνικής λογοτεχνίας.
Παρά τα όσα επισημάναμε, έχουν ποιότητα οι διασκευές; Τίθεται θέμα πιστότητας; Και ποια εκδοτική επιλογή είναι πιο κοντά στο πρωτότυπο; Η μετάφραση του μέρους ή η διασκευή του πλήρους έργου;Θα λέγαμε ότι εξαρτάται από το αν διακρίνουμε να υπάρχει η, έστω και ασαφής, ηθική δέσμευση του διασκευαστή απέναντι στο έργο στην οποία αναφέρεται ο Marc Soriano. Από κει και πέρα ο αναγνώστης αποφασίζει τι θέλει να διαβάσει!
Ξεκινώντας τη στήλη μας αυτή θα παρακάμψουμε την επιθυμία μας να σας προτείνουμε ταινίες που βασίστηκαν σε βιβλία διότι είχαμε την τύχη να δούμε το νέο εγχείρημα της DC να ξεφύγει από την πεπατημένη και σίγουρα πετυχημένη συνταγή του Batman και να εισέλθει στον κόσμο της αντίρροπης δύναμης, του κακού, του Joker.
Βρισκόμαστε λοιπόν το 1981 στο Gotham City. Ο Arthur Fleck ακροβατεί μεταξύ της φτώχειας, της ψυχικής διαταραχής από την οποία πάσχει και την μοναξιά. Ζει σε άσχημες συνθήκες διαβίωσης με την κατάκοιτη μητέρα του, την φροντίδα της οποίας έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου , δουλεύοντας παράλληλα ως κλόουν. Ακολουθεί μια, όχι και τόσο βοητική θα παρατηρούσε κανείς, θεραπεία σε δημόσιο οργανισμό και παίρνει 7 διαφορετικά χάπια για να μην νιώθει «τόσο άσχημα όλη την ώρα».
Όνειρο του είναι να γίνει κωμικός stand up, κάτι που δεν καταφέρνει, αφού δεν είναι σε θέση να καταλάβει, παρά τη διαρκή ενασχόλησή του, την παρατήρηση, τις σημειώσεις του τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους γύρω του να γελάνε, όχι να γελούν προσποιητά όπως πράττει αυτός, αλλά με την ψυχή τους. Οι αποκαλύψεις για το παρελθόν του, η βία στο πρόσωπό του, ο παραγκωνισμός από την κοινωνία και το περιβάλλον του, ο χλευασμός, η αδικία και η ανισότητα που τον θέτουν στο περιθώριο της ζωής, η διακοπή του θεραπευτικού προγράμματος οπλίζουν το χέρι του. Δεν το οπλίζουν όμως με ένα οποιοδήποτε όπλο, αλλά με απογοήτευση, με αγανάκτηση, με μίσος, με κυνισμό, στοιχεία που μετατρέπουν τον άνθρωπο σε τέρας. Η διαφορετικότητα και η μη αποδοχή της, καταστρέφουν τον εύθραυστο ψυχισμό του, καταρρίπτουν κάθε λογική και κάθε ενοχή ή τύψη.
Σε μια από τις σκηνές όπου ο Arthur πηγαίνει σε έναν κινηματογράφο να συναντήσει αυτόν που πίστευε πως ήταν πατέρας του, στην μεγάλη οθόνη προβάλλεται το ‘’Μοντέρνοι Καιροί’’ το αριστούργημα του Chaplin. Σε μια καθόλου τυχαία αναφορά. Καθώς η εν λόγω βουβή ταινία διαπραγματεύεται μεταξύ άλλων το μεγάλο οικονομικό και χρηματιστηριακό κραχ του 1929 και αποτελεί ένα σχόλιο στην απεγνωσμένη εύρεση εργασίας, σε μια κοινωνία με τεράστια ανεργία καθώς και στην οικτρή οικονομική κατάσταση των ανθρώπων. Η παρηκμασμένη Gotham City δεν απέχει πολύ από αυτή την κατάσταση. Μαστίζεται από άδικο καταμερισμό του πλούτου που οδηγεί σε φτωχοποίηση των πολιτών της. Οι τελευταίοι, χωρίς κανένα έρεισμα σε έναν κόσμο που μοιάζει διαρκώς να τους καταδιώκει, εξαγριώνονται, εξεγείρονται έναντι των κρατούντων και των εχόντων και σύμβολο αυτού του ταξικού αγώνα τους τοποθετούν τον Joker που χωρίς ουδεμία πολιτική ευαισθησία ή επαναστατική διάθεση φαίνεται απλώς να απολαμβάνει το χάος.
Στην ταινία αυτή όπως γίνεται φανερό και από την περιγραφή που σας παραθέσαμε, Joker θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος και όχι απλά ο χαρακτήρας ενός κόμικ. Ίσως βέβαια δίχως αυτό να μην απολάμβανε την παγκόσμια εμβέλεια και προβολή σε τέτοια βαθμό, αλλά σίγουρα το νόημα της ταινίας δεν θα άλλαζε. Γιατί, για πρώτη ίσως φορά σε ταινίες τέτοιου είδους, το νόημα του έργου κρυβόταν πολύ βαθύτερα από την απεικόνιση ενός χαρακτήρα, πολύ βαθύτερα από τα συνταρακτικά εφέ, τη «χολιγουντιανή δράση», τις crowd pleasing σκηνές και τα ευτυχισμένα τέλη. Δεν πρόκειται για ένα δημιούργημα προσφοράς άρτου και θεάματος, αλλά για μια ψυχογραφική αποτύπωση μιας διαταραγμένης προσωπικότητας και μιας ρημαγμένης κοινωνίας που πάλλονται αλλεπάλληλα, που άλλοτε συγκλίνουν, τέμνονται και άλλοτε κινούνται παράλληλα. Μετά τη στιγμή εκείνη όμως της τομής τίποτα δε θα είναι το ίδιο ούτε για τη μεν ούτε για τη δε.
Ο Todd Phillips εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από δύο ταινίες-σταθμούς του θρυλικού σκηνοθέτη. Το ‘’King Of Comedy’’ σε πρώτο λόγο αλλά και τον εμβληματικό αντιήρωα τιμωρό ‘’Ταξιτζή’’. Μάλιστα ο Robert De Niro πρωταγωνιστής στα δυο προαναφερθέντα υποδύεται τον Murray Franklin παρουσιαστή late night εκπομπής με τον οποίο ο Arthur έχει εμμονή και ονειρεύεται να εμφανιστεί στο σόου του ως καλεσμένος για να κάνει stand up. Στο King Of Comedy, ο De Niro έπαιζε έναν εκκολαπτόμενο ψυχοπαθή κωμικό ο οποίος είχε και εκείνος εμμονή με έναν παρουσιαστή και ήθελε διακαώς να εμφανιστεί στην εκπομπή του, αυτό ήταν το βασικό premise το οποίο στο Joker είναι ένα μέρος του σεναρίου όμως οι ομοιότητες και οι επιρροές είναι αρκετές.
Η ταινία είναι μια ατόφια μελέτη του χαρακτήρα που θέτει έστω και στο παρασκήνιο να εντάσσει κοινωνικά ζητήματα και θέματα που σήμερα, στον δικό μας αληθινό κόσμο, μοιάζουν πιο επίκαιρα από ποτέ, μια πρωτοτυπία που θυμίζει ταινίες όπως V For Vendetta και το Watchmen . Το σκοτεινό αυτών των ταινιών έγκειται, όχι στο κοινώς αποδεκτό τρομακτικό, δεν τοποθετείται στο χώρο του υπερφυσικού ούτε μετριέται με το πόσο αίμα θα χυθεί σε σκηνές βίας, αλλά στην διείσδυση στην ανθρώπινη φύση. Η τελευταία είναι ζοφερή, όπως και η συνειδητοποίηση του τι είναι ικανή να πράξει.
Ένα τέτοιο εγχείρημα, καθόλου δημοφιλές σε μια εποχή που το μεγαλύτερο μέρος του κοινού επιδιώκει μέσω ταινιών τρόμου να τοποθετήσει τον εαυτό του σε μια κατάσταση φόβου, που καταδιώκει την αδρεναλίνη αλλά αναμένει τις ταινίες των σούπερ ηρώων για να απολαύσει τα εφέ και να χειροκροτήσει το happy end, θυμίζει τις κινηματογραφικές δεκαετίες του ’90 και τον Martin Scorsese και σίγουρα αποτελεί ρίσκο. Ωστόσο, είναι σίγουρο ότι θα ικανοποιήσει όλους εκείνους που αγαπούν το σινεμά ακριβώς για το μεγαλείο της υποκριτικής τέχνης που κρύβεται πίσω από αυτό. Και ο Joaquin Phoenix μας χαρίζει μια συγκλονιστική ερμηνεία.
Δεν μας φάνηκε καθόλου περίεργο που στο Φεστιβάλ της Βενετίας το κοινό χειροκροτούσε όρθιο επί οκτώ λεπτά. Η διακύμανση των συναισθημάτων του, ο τρόπος προσέγγισης των δυσχερειών που εμφανίζονται στη ζωή του που σταδιακά σβήνουν κάθε ελπίδα του για λίγη αγάπη, για λίγη αποδοχή, για λίγο φως, η ψυχική διαταραχή και η αντικοινωνικότητα είναι δύσκολο έργο για έναν ηθοποιό, όμως ο Joaquin υπηρετεί την τέχνη του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Έχοντας χάσει βάρος για το ρόλο φαίνεται λεπτός, εύθραυστος, πεινασμένος. Οι κινήσεις του είναι ακριβείς: το πώς κινείται, τρέχει, κάθεται, καπνίζει, μαζεύεται. Η συνήθης έντασή του εδώ είναι στο φουλ και είναι μαγευτική, πολλές φορές δυσβάσταχτη. Τέτοιον Joker σίγουρα δεν έχουμε ξαναδεί.
Ο θεατής ανεμπόδιστα, στο έργο μοιάζει να τοποθετείται κοντά στον κακό, να νιώθει για αυτόν συμπάθεια και οίκτο και να αντιλαμβάνεται την σταδιακή μετατροπή του, καθώς παρουσιάζονται με ιδιαίτερη σαφήνεια και γλαφυρότητα όλα εκείνα τα αίτια που οδηγούν τον άνθρωπο στην αυτο(- και όχι μόνο-) καταστροφή. Μέσα από τη διαδικασία της ταύτισης, αφού ο Joker φέρει στοιχεία και σκέψεις που όλοι έχουμε και τρέφουμε οδηγείται κανείς τελικά στην κάθαρση. Η ταινία αμφιταλαντεύεται μεταξύ τρόμου και συμπόνιας, διαταραχής και ειλικρίνειας, φαντασίας και πραγματικότητας. Και σε αυτήν την αμφιταλάντευση έγκειται όλη η μαγεία της που την διαφοροποιεί από τις ταινίες κόμικ και από τους προκατόχους της θα έλεγε κανείς. Ο ψυχογραφικός τόνος, κάτι που ιδιαίτερα εκτιμάμε στην τέχνη, σπάνια χρησιμοποιείται πια στην έβδομη τέχνη, αλλά όταν αυτό συμβαίνει με επιτυχία κάνουμε λόγο για ένα αριστούργημα.
Το μαζικό σινεμά αλλάζει και προχωρά ένα βήμα παρακάτω. Για αυτούς που θέλουν να το ακολουθήσουν, μη χάσετε αυτή την ταινία.
Κάποτε είχα ακούσει έναν δάσκαλο να λέει ότι σε τραγικές στιγμές της ιστορίας οι καλλιτέχνες καταρρέουν ψυχολογικά, είτε πρώτοι από όλους είτε τελευταίοι.
Με τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Συρία να βρίσκεται σε εξέλιξη από τον Μάρτιο του 2011 μέχρι και σήμερα και τις καταστροφικές του συνέπειες, ο Σύρος καλλιτέχνης Tammam Azzam, γεννημένος το 1980 και απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Δαμασκού, στράφηκε στα ψηφιακά μέσα και τις γραφικές τέχνες για να δημιουργήσει οπτικές συνθέσεις των συγκρούσεων ως άμεση μορφή διαμαρτυρίας προς τον έξω κόσμο.
Με τη χρήση μεικτής τεχνικής, φωτογραφία, ζωγραφική, κολάζ, graffiti, street art, o Tammam Azzam κατάφερε να γίνει viral σε πολλά κοινωνικά μέσα και να δημιουργήσει έτσι μια παγκόσμια διαμαρτυρία που δεν λογοκρίνεται ούτε καταστέλλεται.
Οι εικόνες του συγκινούν με την ευαισθησία τους, τον πολιτικό τους χαρακτήρα και την καλλιτεχνική τους ευφυΐα.
Ο Azzam που γεννήθηκε στη Δαμασκό και ζει στο Ντουμπάι από τότε που με την οικογένειά του έφυγε από τη Συρία με τη βοήθεια της γκαλερί του επτά μήνες μετά την έναρξη της εξέγερσης εναντίον του Προέδρου Άσαντ στις αρχές του 2011, έχει ονομάσει αυτή τη συλλογή του το “Συριακό Μουσείο” .
“Επέλεξα αυτό το όνομα επειδή οι εικόνες που βλέπετε στο παρασκήνιο όλων αυτών των έργων είναι, για μένα, σαν κάτι περισσότερο από ένα μουσείο”, εξηγεί. “Αισθάνομαι έκπληκτος πόση καταστροφή έχει συμβεί, πώς αυτό το καθεστώς έχει αλλάξει τη χώρα μας σε αυτό που είναι τώρα”.
Με το τέλος του εμφυλίου που εξελίσσεται στη χώρα, τον οποίο ο ίδιος αντιμετωπίζει σαν επανάσταση ελπίζει να κατορθώσει να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Δείτε μερικά εκ των χαρακτιατικότερων έργων του:
Πηγή: Athensvoice
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!