Ο λογοτεχνικός μας πλούτος σε μια εικόνα

Ποιητές και πεζογράφοι της γενιάς του ’30. Όρθιοι από αριστερά: Πετσάλης, Βενέζης, Ελύτης, Σεφέρης, Καραντώνης, Ξεφλούδας, Θεοτοκάς. Καθήμενοι: Τερζάκης, Δημαράς, Κατσίμπαλης, Πολίτης, Εμπειρίκος. Φωτογραφία που θεωρήθηκε ότι αποδίδει τη Γενιά του Τριάντα (Ανθολογία Σοκόλη).

Γενιά του 1930, ονομάστηκε η γενιά των Ελλήνων λογοτεχνών και καλλιτεχνών που γεννημένοι στις αρχές του 20ου αιώνα, βρέθηκαν τη δεκαετία του 1930 στο αποκορύφωμα της δημιουργικής πορείας τους. Κοινά χαρακτηριστικά στη θεματολογία και στους τρόπους έκφρασης συνδέουν τους καλλιτέχνες μεταξύ τους, αλλά και με την κοινωνία και την ιστορία της εποχής. Η γενιά αυτή έδωσε τα περισσότερα σημαντικά νεοελληνικά έργα. Αποκορύφωμα της δημιουργικής πορείας της, ήταν τα δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας που χάρισε στην Ελλάδα.

Η “γενιά” δεν ξεπερνά ορισμένα χρονικά όρια, όπως “η σχολή”, και οι εκπρόσωποί της έχουν την ίδια πάνω-κάτω ηλικία, με διαφορά μεταξύ τους συνηθέστερα μικρότερη από μια πενταετία και οπωσδήποτε όχι μεγαλύτερη από δεκαετία. Γιατί εκείνο που συνδέει τους εκπροσώπους της, διαχωρίζοντάς τους από τους προηγούμενους και επόμενους, είναι η ιστορική στιγμή και η στιγμή που έρχονται να διαδραματίσουν το ρόλο τους στα γράμματα, το τι συμβαίνει εκείνη την ώρα στον ιστορικό χώρο και τι επικρατεί στον πνευματικό και λογοτεχνικό, και ιδίως το γεγονός ότι μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν ζώντας τα ίδια κοινά για όλους περιστατικά και αναπνέοντας την ίδια ατμόσφαιρα και το ότι ξεκίνησαν και συμπορεύτηκαν έχοντας περίπου το ίδιο φορτίο ζωής.

Ο όρος «Γενιά του ’30» πρωτοχρησιμοποιήθηκε με κάπως αόριστο περιεχόμενο από τον Γιώργο Θεοτοκά, και το περιβάλλον των διανοουμένων γύρω από το λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής Τα Νέα Γράμματα. Το 1962 ο κριτικός της λογοτεχνίας Ανδρέας Καραντώνης — ο κριτικός της Γενιάς του ’30 — χρησιμοποιεί τον όρο, καθιερώνοντάς τον, στο βιβλίο του Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της Γενιάς του ’30.

Η γενιά αυτή συγχρονίστηκε με τις νέες φόρμες που παρουσιάζονταν στην δυτική Ευρώπη, ο υπερρεαλισμός με τον ελεύθερο στίχο του στην ποίηση, το μυθιστόρημα στην πεζογραφία. Ο Λίνος Πολίτης θεωρεί ότι οι λογοτέχνες που παρουσιάστηκαν γύρω από την χρονολογία αυτή, ανανέωσαν δημιουργικά όχι μόνο την ποίηση αλλά και την πεζογραφία, «η οποία στα χρόνια 1920- 1930 φυτοζωούσε σε μια καθυστερημένη επιβίωση της ηθογραφίας περιγράφοντας τη ζωή της μίζερης φτωχογειτονιάς».

Το οριστικό θάψιμο της Μεγάλης Ιδέας με την Μικρασιατική καταστροφή, τους ανάγκασε να επαναπροσδιορίσουν την ελληνικότητα. Ερχόμενοι σε επαφή με την Ευρώπη προσπάθησαν και πέτυχαν να συγκεράσουν με έναν τρόπο ελληνικό, τον μοντερνισμό με την παράδοση, τον κοσμοπολιτισμό με την εντοπιότητα και να εκφράσουν το συλλογικό ασυνείδητο της εποχής τους. Ανακάλυψε, θαύμασε και αγάπησε τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό σε όλες τις εκδηλώσεις του, από την ντοπιολαλιά μέχρι τους ανώνυμους λαϊκούς ζωγράφους.

Πώς γίναμε φτωχοί με τέτοια κληρονομιά…

Πηγή:Wikipedia

Naftemporiki

Γκαν, ένα συγκλονιστικό απόσπασμα για την προσφυγιά του Ηλία Βενέζη

[…]

Τούτο το θαλάσσιο ποτάμι του Αιγαίου, που χωρίζει τη Μυτιλήνη από την Ανατολή, είναι το σύνορο με την Τουρκία. Δεν έχει κατάθλιψη αυτό το σύνορο, δεν τρομάζει, δεν είναι σαν τα σύνορα τα στεριανά. Δύσκολα πάει ο νους στην ιδέα του θανάτου -πως εκεί στην άλλη όχθη ή στη μέση του πελάγου όπου είναι η νοητή γραμμή των συνόρων, παραμονεύει ο κίνδυνος. Βοηθά σ’ αυτό η θάλασσα, το μελτέμι που φυσά και τα κάνει όλα να χοροπηδούν -τα κύματα και τα τα δέντρα και την καρδιά των ανθρώπων.

Μονάχα σαν κουβεντιάσεις με τους ψαράδες που ρίχνουν τα δίχτυα τους σ’ αυτά τα νερά των συνόρων και κινδυνεύουν κάθε μέρα να βρεθούν στην εξουσία της άλλης όχθης και να ρημάξουν —μονάχα τότε καταλαβαίνεις πως σε ξεγέλασε το χαρωπό, το χορευτικό ύφος, το γαλάζιο του χώρου. Εδώ είναι η Ελλάδα· κι εκεί αντίκρυ είναι άλλος κόσμος εχτρικός και, κάποτε, αδυσώπητος.

Μολοντούτο οι άνθρωποι, τουλάχιστον απ’ τη δική μας την όχθη, πολεμούν να ξεχάσουν, να βάλουν κατά μέρος τα πάθη, το μίσος. Κάτι μικροεμπόρια, κάτι πάνε κι έλα απ’ τη Μυτιλήνη στη Μικρασία, κάτι φιλίες απάνω σε κοινά συμφέροντα —όλα βοηθάνε. Βοηθάνε όμως και σε κάτι άλλο: να κρατάνε ζεστή τη νοσταλγία του χαμένου παραδείσου, της βλογημένης γης της Ανατολής που χάσανε οι Έλληνες.

Ο Χρήστος ο Περγαμιός είναι ένας κοντός μεσόκοπος άντρας με καστανά ξυπνά μάτια, με σβέλτο μυαλό, με σπαθάτη κουβέντα.

Κάνει εμπόριο με την αντικρινή στεριά, με τους Τούρκους. Μικροπράματα, κάτι αγριογούρουνα. Ο Περγαμιός ξέρει πως στα βουνά της πατρίδας όπου γεννήθηκε, στα Κιμιντένια, ζουν πολλά αγριογούρουνα. Οι Τούρκοι δεν τρώνε το κρέας τους, το απαγορεύει η θρησκεία τους. Το αντίθετο, οι Ανατολίτες χριστιανοί, τρελαίνονται γι’ αυτό το κρέας.

Ο χριστιανός ο Περγαμιός, ύστερα από τόσα χρόνια που είναι πρόσφυγας, απ’ το 1922, πήρε την απόφαση, μπαρκάρισε μια μέρα μ’ ένα καΐκι, πήγε στην πατρίδα του την Πέργαμο. Αναζήτησε τον παιδικό του φίλο τον Μουσταφά, που παίζαν μαζί πριν απ’ τους διωγμούς των Ελλήνων της Ανατολής. Δώσαν τα χέρια, ήπιαν καφέ, αναστενάξαν.

— Γιατί ήρθες πίσω, βρε Χρήστο; Τι θέλεις να δεις στην Πέργαμο;

— Ήρθα γι’ αγριογούρουνα. Λέω να κάνουμε δουλειά μαζί, οι δυο μας, με τ’ αγριογούρουνα. Αν το θέλεις. Εσύ θα αγοράζεις όσα σου φέρνουν σκοτωμένα απ’ τα Κοζάκια, θα έχουμε ένα ναυλωμένο καΐκι, εγώ θα τα παραλαβαίνω στη Μυτιλήνη. Τόση τιμή, τόσο κέρδος.

Είπαν, συμφώνησαν, ξανάδωσαν τα χέρια για τ’ αγριογούρουνα. Δεν υπογράψαν κανένα χαρτί για συμφωνία. Όπως τον παλιό καιρό στα μέρη αυτά που ο λόγος ήταν ιερός. Ξαναήπιαν καφέ, αναστέναξαν. Τότε, αφού τέλειωσαν τα πρακτικά, τα για αγριογούρουνα, η κουβέντα άρχισε να γίνεται δύσκολη. Κάθε τόσο η σιωπή έπεφτε ανάμεσά τους. Δεν ξέραν πώς να τα κολλήσουν τα λόγια για να έχουν μια συνέχεια.

Ο Ρωμιός λέει:

— Τι έγινε, βρε Μουσταφά, πες μου. Τι γινήκαν οι δικοί μου που μείναν στα χέρια σας, τότε στο 22, τι έγινε η μάνα μου κι η αδερφή μου;

Ο Μουσταφάς φουμέρνει δυο-τρεις ρουφηξιές τσιγάρο, κοιτάζει τη γη, λέει:

— «Μπρακ!» Άσ’ το αυτό, Χρήστο.

Ο άλλος επιμένει.

— Τι γινήκαν, βρε Μουσταφά; Μπας και ζει η αδερφή μου; Μπας και τούρκεψε;

Ο άλλος κοιτάζει πάντα τη γη. Λέει τη μόνη λέξη που μπορεί να πει:

— «Μπρακ!»

Ύστερα, θέλοντας να ξεφύγει, κοιτάζοντας πάντα τη γη, το αναθυμάται:

— Ας πάμε σε άλλα, βρε Χρήστο. Λέω για τον γέρο τον Χαλήλ-αγά. Τον θυμάσαι τον Χαλήλ-αγά; Θυμάσαι που ανοίγαμε μαζί τον λάκκο, εσύ κι εγώ, και τον περιμέναμε…

— Πώς το θυμήθηκες! λέει ο χριστιανός και χαμογέλασε.

Ο Χαλήλ-αγάς ήταν ένα γεροντάκι, παλιός καμηλιέρης. Όλη τη ζωή του την είχε περάσει καβάλα στο γαϊδούρι του να οδηγεί το καραβάνι τις καμήλες που κατεβάζαν τα γεννήματα απ’ τα βουνά στα παράλια της Μικρασίας. Γινόταν πρόσχημα τώρα, διαφυγή, στη δύσκολη ώρα της συνομιλίας του χριστιανού και του Τούρκου της Περγάμου, σαράντα πέντε χρόνια μετά την καταστροφή της Ανατολής.

— Θυμάσαι, βρε Χρήστο, τον Χαλήλ-αγά;

Ο Χαλήλ σα γέρασε και δεν είχε πια μήτε γκαμήλες, μήτε τη δύναμη να ταξιδεύει, γύριζε ολημερίς, χωρίς λόγο, καβάλα στο γαϊδούρι του, στην έρημο δρόμο των καραβανιών. Κι αναπολούσε τη νιότη και τις γκαμήλες και τους ήχους των κουδουνιών τους, που πια είχαν χαθεί από πίσω του. Οι δυο οι μάγκες, το χριστιανόπαιδο και το τουρκόπαιδο, ξέροντας από ποιο μονοπάτι θα περάσει το βράδυ ο Χαλήλ γυρίζοντας με το γαϊδούρι του, του στήνανε του κόσμου τις παγίδες. Προπάντων αυτή την παγίδα: ανοίγανε πάνω στο μονοπάτι ένα λάκκο, τον σκεπάζανε με καλαμιές, ύστερα κρύβονταν πίσω απ’ τα δέντρα. Έφτανε ο Χαλήλ με το γαϊδούρι του, το ζώο έπεφτε στον λάκκο, έπεφτε μέσα κι ο Χαλήλ. Τα παιδιά περιμέναν ν’ αρχίσει να βλαστημά, να φωνάζει, το είχαν βάλει πείσμα να κάμουν το γερο-καμηλιέρη να θυμώσει, να γυρέψει να βρει αυτόν που το έκαμε, να τον χτυπήσει. Να χτυπηθεί επιτέλους κι ο Χαλήλ μ’ έναν εχτρό!

Άδικα περίμεναν. Ο γερο-καμηλιέρης ο Χαλήλ, περπατώντας σ’ όλη τη ζωή του απάνω σ’ ένα γαϊδουράκι, είχε φτάσει στην ύστατη σοφία της Ανατολής, που δεν αναζητά τον εχτρό σ’ ετούτον τον κόσμο. Είχε φτάσει στη σοφία που ξέρει πως ο εχτρός έρχεται από αλλού, από κόσμον άλλον που δεν μπορείς να τον ελέγξεις. Λοιπόν, είναι μάταιο να μην εγκαρτερείς για το καθετί που γίνεται στη γη —και στο μονοπάτι με το λάκκο με τις καλαμιές.

Ο Τούρκος της Περγάμου λέει στον χριστιανό της Περγάμου, τον πρόσφυγα.

— Καμιά φορά κάνω και τούτο: Θυμάμαι πως εσείς, σαν γιόρταζε ένας Άγιός σας, ρίχνατε νερό στο πηγάδι, και κοιτάζατε αν χουκλακίζει το νερό και τι σχέδια κάνει, κι απ’ τα σχέδια ξέρατε το τι είναι να γενεί σ’ εσάς και στους δικούς σας. Λοιπόν, σα θέλω να ρωτήσω τον Προφήτη μας για το τι είναι να γενεί σ’ εμένα, στη φαμίλια μου, κι η περίσταση είναι δύσκολη, πάω και ρίχνω πέτρα στο πηγάδι, να τω τι λογής θα χουκλακίσει το νερό, αν θα κάνει ίσκιο. Μια φορά είδα απάνω στο νερό ίσκιο, κορμί ανθρώπου ξαπλωμένο. Κατάλαβα πως είναι ο αδερφός μου πεθαμένος. Σε λίγες μέρες μάθαμε πως τον είχαν σκοτώσει.

Ο Τούρκος λέει ακόμα:

— Τα πρώτα χρόνια, σαν φύγατε, ακουμπούσα και κανένα γρόσι στο εικόνισμα, και μελετούσα αυτό που ήθελα να μάθω, και κοίταζα να δω αν θα κολλήσει το γρόσι στο εικόνισμα. Καταπώς κάνατε εσείς.

— Για τι εικόνισμα λες; ρωτά ο χριστιανός.

— Για έναν άγιο δικό σας. Τον βρήκαμε στο σπίτι το χριστιανικό που πήραμε, σαν φύγατε, τον αφήσαμε στη θέση του. Δε μας πείραζε. Ύστερα μας είπαν να το βγάλουμε.

Ο χριστιανός της Περγάμου λέει στον Τούρκο της Περγάμου:

— Θέλω να δω το σπίτι που γεννήθηκα, το σπίτι μας. Σώζεται;

— Σώζεται. Το έχει ένας Μποσνάκης.

Πήγαν στο σπίτι, χτύπησαν την πόρτα, ο Μπονάκης —ο Βόσνιος— μαθαίνοντας το λόγο, άφησε τον χριστιανό ν’ ανεβεί. Το πρώτο που έπεσε στο μάτι του χριστιανού ήταν ο καθρέφτης.

— Αυτός ο καθρέφτης ήταν δικός μας, τον θυμάμαι, λέει ο χριστιανός στον Τούρκο. Γύρισέ τον από πίσω να δεις.

Γυρίσαν τον καθρέφτη. Αμυδρά, μισοσβησμένα απ’ τον καιρό, φαίνονταν τα γράμματα: «Αφροδίτη», «Άννα».

— Είναι η μάνα μου και η αδερφή μου, είπε ο χριστιανός. Το ήξερα πως τα ονόματά τους ήταν πίσω απ’ τον καθρέφτη.

Πάλι έγινε σιωπή. Ο χριστιανός έπεσε σε συλλογή. Σε λίγο λέει:

— Βρε Μουσταφά, στο ξαναρωτώ για άλλη μια φορά: Τι απόγινε η μάνα μου, τι απόγινε η αδερφή μου; Τι τις κάνατε; Ό,τι έγινε, έγινε. Και πέρασε από τότες πολύς καιρός. Όμως θέλω να μάθω.

Ο Τούρκος χαμηλώνει τα μάτια. Λέει πάλι την ίδια λέξη:

«Μπρακ.»

Ο χριστιανός φώναξε ένα αυτοκίνητο για να φύγει. Τρέξαν δύο οδηγοί Τούρκοι, ποιος να πρωτοπάρει τον πελάτη. Μαλώναν. Ήταν Τουρκοκρητικοί. Ο ένας Τουρκοκρητικός είπε στον άλλον ελληνικά:

— Μα το Χριστό, ρε Μεμετάκι, πελάτης μου ήταν!

Στο λεωφορείο που πήρε ο χριστιανός για να κατεβεί στα παράλια, στο Ντικελή, και να μπαρκάρει γυρίζοντας στη Μυτιλήνα, ήταν πλάι του μια νέα γυναίκα με το παιδί της. Ο χριστιανός το πήρες το παιδί στα γόνατά του, να βοηθήσει τη γυναίκα, τη χανούμ. Το παιδί δε φοβήθηκε τον ξένο άνθρωπο, κάθισε στα γόνατά του. Η Τουρκάλα το είδε, ευχαρίστησε τον ξένο, αλλάξαν ένα δυο λόγια.

— Χριστιανός είσαι; τον ρώτησε.

— Χριστιανός είμαι.

Η Τουρκάλα κοιτάζει το παιδί της που κάθεται στα γόνατα του ξένου ανθρώπου και που δε θέλει να φύγει.

— «Γκαν». Το αίμα, λέει η Τουρκάλα.

— Τι είπες για αίμα;

Δείχνει το παιδί της. Μιλά σιγανά.

— Έχει κι αυτό αίμα χριστιανικό στις φλέβες μου. Η μάνα μου ήταν χριστιανή. Ο πατέρας μου ο Τούρκος την πήρε, τότε, στον χαλασμό του 22. Ζήσανε καλά, εγώ είμαι παιδί τους.

Ο χριστιανός μένει συλλογισμένος, θέλει να ρωτήσει κι άλλα. Μα η Τουρκάλα τον κόβει.

— Μη ρωτάς, του λέει μαλακά.

Ύστερα, κοιτάζοντας πάλι το παιδί της στα γόνατα του χριστιανού λέει πάλι τη μυστική λέξη, τη μόνη, σα να μιλά με τον εαυτό της:

«Γκαν.»

Ηλίας Βενέζης, Αρχιπέλαγος

Το χρονικό της ανθρώπινης εξαθλίωσης μέσα από τα μάτια του Ηλία Βενέζη στο ΝΟΥΜΕΡΟ 31328

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328 (Απόσπασμα), ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

«Εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην από στεναγμού της καρδίας μου.»

Νυχτωθήκαμε στο Αγιασμάτ. Μας πήγαν σ’ ένα σκοτεινό χαμηλό χτίριο. Μόλις μπήκαμε μέσα μας χτύπησε μια μυρουδιά από κοπριά, από θειάφι κι αγιοσύνη. Καταλάβαμε πως πρόκειται για έναν οίκο του Υψίστου που χρησίμευε τώρα για στάβλος ή αποθήκη.
Νεκρή ησυχία βασίλευε. Χύσαμε με τις χούφτες το θόρυβο που έβγαινε απ’ τα πικραμένα στόματά μας. Ύστερα ξαπλώσαμε πάνω στις πλάκες όπως βρεθήκαμε ο καθένας. Ο Αργύρης κοντά μου. Στο βάθος, προς το μέρος του Ιερού, πήγε η φαμίλια. Το καταλαβαίνω απ’ το παιδάκι που κλαίει. Θα φοβάται το πολύ σκοτάδι.
Η πόρτα έκλεισε. Είμαστε μονάχοι οι σκλάβοι. Πέρασε ίσαμε μια ώρα. Από καιρό σε καιρό, σε αραιά διαστήματα, γινόταν σιωπή. Ύστερα ακουγόταν ένα μουγκριχτό σε μιαν άκρη – κάποιος σύντροφός μας. Κι όσο προχωρούσε η νύχτα, αυτές οι βαριές υπόκωφες κραυγές ολοένα πολλαπλασιάζουνταν. Τα μισόγυμνα κορμιά, όσα δεν ήταν δουλεμένα στην τραχιά ζωή, σπαράζαν. Όσο περπατάς δεν καταλαβαίνεις τίποτα απ’ το ύπουλο έργο που γίνεται κάτου απ’ το πετσί, μες στα νεύρα. Μα μόλις καθίσεις είναι αδύνατο πια να σαλέψεις χωρίς να δαγκάνεις, να βγει αίμα απ’ τον πόνο. Πεινούσαμε.
– Ηλία, θα βαστάξουμε, δεν είναι έτσι;… με ξαναρωτά ο Αργύρης, να πάρει κουράγιο από μένα.
Κ’ εγώ θέλω να μη λιποψυχήσω:
– Θα βαστάξουμε, Αργύρη.
– Ελπίζεις;…
– Ελπίζω.
Λίγο έπειτα μου παραπονιέται για τα πόδια του. Το ένα, που ήταν ολότελα γυμνό, άρχισε να πρήζεται, να κάνει φουσκαλίδες. Ένα δυο απ’ αυτές σπάσαν στο δρόμο και τσούζουν. Και το άλλο, με τη συντροφική παπούτσα, είχε πληγώσει. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το ωραίο χλωμό του πρόσωπο επειδή είναι σκοτάδι. Μα τον ακούγω που κλαίει σιγανά. Του λέω πως υποφέρω κ’ εγώ, σώπα.
Ξεχνιέται μια στιγμή, μα πάλι ξανάρχεται στο ίδιο μοτίβο:
– Ηλία αδερφάκι μου, μπας και δε βαστάξουμε;…
Θα ήταν έντεκα η ώρα, τη νύχτα, όταν έτριξε η πόρτα. Δυο τρεις στρατιώτες μιλούσαν σιγανά. Στριμώχτηκα κοντά στον Αργύρη, κ’ εκείνος σιμά μου, και βλέπαμε. Ένα φως άναψε. Ένα κερί. Οι στρατιώτες άρχισαν να ψάχνουν. Σκύβουν με το κερί στα πρόσωπα και κοιτάζουν. Γυρεύουν.
Σαν φτάξανε σ’ εμάς, στα δυο αγόρια, στάθηκαν.
– Θέλεις; λέει ο ένας δείχνοντας τον Αργύρη.
Ο άλλος σκέφτηκε, ύστερα λέει;
– Όχι για την ώρα.
– Τη γυναίκα;
– Ναι.
– Θα περιμένεις σειρά, λέει ο πρώτος.
– Θα περιμένω.
Απομακρύνουνται.
Ο Αργύρης τα καταλαβαίνει όλα, γιατί ξέρει τούρκικα. Μα κ’ εγώ το υποπτεύουμαι. Είναι τόσο κοντά μου, ακούγω την καρδιά του που χτυπά γρήγορα. Μα γρήγορα. Σφίγγεται πάνω μου.
– Ηλία… μουρμουρίζει συγκινημένος. Α, «αυτό» όχι! Όχι!
Κ’ εμένα μ’ έχει περιχύσει ο ίδρος απ’ το φόβο. «Αυτό» δεν το είχα υποπτευτεί, δεν το υπολόγιζα. Θυμούμαι μονομιάς ένα σωρό ιστορίες που είχα ακουστά. Μια ξαφνική αξιοπρέπεια τινάζεται σα λόχη μες από κει, απ’ το ταπεινωμένο ζο. Μια περηφάνια, μες στις μύξες, στη γύμνια, στα δάκρυα – ναι, ήταν ολότελα κωμικό.
Παίρνω αμέσως την απόφαση:
– Αργύρη, εγώ θα προτιμήσω να πεθάνω. Θα κάμω ό, τι μπορώ…
Δεν ακούγω την απάντησή του. Ίσως γιατί τρέμει. Δε θέλει ν’ αγγίσει τη βεβαιότητα πως δεν πρόκειται να ζήσουμε. Γιατί, γιατί είναι έτσι ωραία να έχεις μια θερμή καρδιά, να είναι ήλιος, η θάλασσα…
– Αλλά «αυτό» όχι… Όχι «αυτό» μουρμούρισε πάλι.
Το κερί έφταξε στον προορισμό του, στο Ιερό. Ακούμε μια στριγγιά γυναικεία κραυγή που ξεπετιέται από κει, στο βάθος· χαστουκίζει για ένα γρήγορο λεπτό τον πικρόν αγέρα. Ύστερα άλλη μια κραυγή. Μα τούτη σβήνει απότομα από κάποιο χέρι που βούλωσε το στόμα που φώναζε. Οι στρατιώτες, φαίνεται, νοιάζουνταν να μη γίνει θόρυβος.
Οι σύντροφοι σηκώνουνται σιωπηλά, με προφύλαξη, και κουνιούνται προς το Ιερό, να δουν. Σηκώνουμαι κ’ εγώ και πάω κοντά, τοίχο τοίχο, κρυμμένος στο μισοσκόταδο.
Η γυναίκα βαστούσε τον άντρα της με τα δυο χέρια και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Το παιδάκι είναι ξαπλωμένο ανάμεσά τους. Δεν ξύπνησε ακόμα. Μια μπούκλα γεμάτη σκόνη έχει κολλήσει πάνω στο πρόσωπο, πέφτει και πλάι, στο κατεβασμένο βλέφαρο. Είναι τόσο ήμερο – μια μπούκλα. Θα ονειρευόταν. Ο στρατιώτης τραβούσε τη γυναίκα, στην αρχή αδύνατα, ήθελε να είναι αβρός. Μα ολοένα δυνάμωνε, ολοένα, το τράβηγμα. Ανυπομονούσε. Τα μάτια του ήταν τεζαρισμένα απ’ την επιθυμία και, όπως η αντίσταση της γυναίκας συνεχιζόταν, μια γρήγορη λάμψη χίμηξε μέσα τους και τα’ άλειψε με φως.
– Γλιτώστε με!… Γλιτώστε με!…
Ο άντρας ακούει τη γυναίκα του. Έχει ένα χαμένο ύφος, η μιλιά είναι δεμένη μες στο στόμα του, αλυχτούσε να βγει. Δεν έβγαινε.
– Κ’ εσύ δε με σκοτώνεις! Του φώναζε η γυναίκα με απελπισμένη οργή. Δε με σκοτώνεις!…
Συγκινημένος, χαμένος, κατορθώνει τέλος να ικετέψει τους στρατιώτες:
– Λυπηθείτε μας!… Λυπηθείτε μας!…
Ανασηκώθηκε λίγο προς τα μπρος, έκαμε μια προσπάθεια να κρατηθεί σ’ αυτή τη στάση της αδέξιας γονυκλισίας.
Μια κλωτσιά στα πλευρά. Ο μεγάλος όγκος του έπεσε απότομα πίσω. Κ’ η γυναίκα έχασε την επαφή μαζί του. Έκαμε να πιαστεί κάπου, κι άρπαξε το ποδαράκι του παιδιού. Κι αυτό, που ξύπνησε, ξεφώνιζε μαζί της:
– Μητερούλα!… Μητερούλα!…
Ένα μικρό διάστημα τη σέρναν. Έσερνε και το παιδάκι μαζί της. Ύστερα το παράτησε.
Βγήκαν απ’ το Ιερό. Σταμάτησαν κοντά στην είσιδι, πίσω από μια κολόνα. Ένας τους πήρε μια πλατιά σανιδένια τάβλα, που ήταν στην πόρτα, και την ακούμπησε στην κολόνα, να προφυλάξει το μέρος να μη βλέπουμε. Μα για το σκοπό τούτον η τάβλα ήταν μικρή, πιο μικρή απ’ το μπόι του ανθρώπου. Λίγα πράματα μονάχα κρύβουνταν.
– Εδώ μέσα!… Μπρος στα μάτια μας!… μουρμουρίζει ένας με φρίκη. Τα σκυλιά!
– Σουτ! Κάνει κάποιος άλλος.
Κρυμμένοι μες στο σκοτάδι είχαμε κολλήσει τα μάτια εκεί. Οι καρδιές χτυπούσαν, Κοιτάζαμε με περιέργεια αδυσώπητη, σα λύσσα, μη μας φύγει και η ελάχιστη λεπτομέρεια. Ο ένας στρατιώτης πολεμούσε να ρίξει τη γυναίκα ανάσκελα χάμου. Δεν έπεφτε. Τότες την έπιασαν οι δυο απ’ τα χέρια κι ο τρίτος απ’ τα ποδάρια. Άφησαν πια κατά μέρος την αβρότητα. Τα χέρια τους, τα κορμιά τους δουλεύαν με γρήγορες νευρικές κινήσεις, δεν άντεχαν πια. Την ξαπλώσαν ανάσκελα. Ο μεσαίος στρατιώτης βιαζόταν να τη λευτερώσει από ένα δυο ρούχα. Οι άλλοι την κρατούσαν με τα χέρια κολλημένα πάνου στο στήθος. Για μια τελευταία φορά πολέμησε να μαζέψει τις δυνάμεις της, ν’ αντισταθεί. Ξέφυγε, στριφογύρισε σα φίδι, ουρλιάζοντας:
– Σκοτώστε με! Σκοτώστε με!
Τη φέραν πάλι στα ίδια, ανάσκελα, με κολλημένα πάνω της τα τρία ζευγάρια χέρια. Μη έχοντας πια να κάμει τίποτα άλλο, έπιασε να χτυπά το κεφάλι της απανωτά, απελπισμένα, στις πλάκες. Ο βουβός κρότος νοιαζόταν να διατηρηθεί μια στιγμή μες στις φωνές της, που ολοένα αδυνάτιζαν.
Τέλος μέρεψε οριστικά. Άκουγες μονάχα ένα σιγανό, κλαμένο μουρμουρητό, ένα παράπονο. Και πολύ αραιά, ένα δυο τελευταία χτυπήματα του κεφαλιού στις πλάκες – κάτι καθυστερημένα χειροκροτήματα μες στη λαχανιασμένη ανάσα του ζου, από πάνω της, που «εκφραζόταν».
Γύρισα τα μάτια. Δυο τρεις σύντροφοι είχαν μαζευτεί κοντά κοντά, ολόρθοι, και κάνανε ένα παραπέτασμα γύρω στον άντρα της, να μη βλέπει. Είχε ζαρώσει εκεί, κουρελιασμένος, μισόγυμνος, συντριμμένος, έσκυβε πάνου στο παιδάκι του με τις μπούκλες που βέλαζε, το’ σφιγγε.
– Πως θα το βαστάξω;… Πως θα το βαστάξω;… μουρμούριζε μες στα δάκρυά του.
Ένας απ’ τους δικούς μας θέλησε να τον ησυχάσει.
– Σύντροφε, δεν είναι ντροπή. Όλοι μας μια μέρα μπορούμε να το βεβαιώσουμε πόσο ήταν αδύνατο να κάμεις τίποτα…
Ο σιγανός ολολυγμός ερχόταν ολοένα πιο αδύνατος απ’ το άλλο το φτωχό μισολιποθυμισμένο πλάσμα εκεί. Περνούσε μες απ’ το προπέτασμα που κάναμε γύρω στον άντρα της, έφτανε σα λυρική νότα, ένας στίχος με σούρουπο, ένα «παρών».
– Δεν είναι ντροπή, σύντροφε…
– Μα είναι γι’ αυτό τώρα;… τινάζεται απελπισμένα. Δεν την ακούτε εκεί χωρίς βοήθεια; Τ ώ ρ α τι να κάμω! Τ ώ ρ α! Τ ώ ρ α!

Λίγα λόγια για το έργο: Ο Αλ. Αργυρίου επισημαίνει πως η ύλη του μυθιστοριογράφου είναι η πραγματικότητα, «αυτή» που «αυτός» αντιλαμβάνεται «ως τοιαύτη». Στο υπό εξέταση μυθιστόρημα, στο Νούμερο 31328του Ηλία Βενέζη, η Ιστορία περνά όχι ως εξακριβωμένο ιστορικό γεγονός, αλλά ως άμεση εμπειρία, ως βιωμένο περιστατικό του συγγραφέα. Ο Γ. Δάλλας πιστεύει πως στο Νούμερο, ο Βενέζης εξετάζει την Ιστορία από μια ανθρωποκεντρική σκοπιά, καθώς πρόκειται για μια προσωπική κατάθεση ιδιωτικών εμπειριών, που ηχούν ως μαρτυρίες. Η Φρ. Αμπατζοπούλου μιλά για λογοτεχνία του αυτόπτη μάρτυρα και για σχολή του βλέμματος. Η αμεσότητα της αφήγησης απλών ανθρώπων αντιστοιχεί με την αλήθεια, στο βαθμό που εκφράζει το πραγματικό συμφέρον των ανθρώπων. Η εκφορά του λόγου στις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις πολέμου γίνεται από τη σκοπιά του αυτόπτη μάρτυρα, του θύματος, ενός αφηγητή που ταυτίζεται σ’ ένα αφηγούμενο εγώ, ο οποίος αυθιστορείται, ενώ εξιστορεί και ο οποίος αφηγείται την προσωπική του εμπειρία προσπαθώντας να τηρήσει ένα συμβόλαιο φιλαλήθειας. Ο γράφων ως άλλος ρεπόρτερ οφείλει να καταγγέλλει τα εγκλήματα του πολέμου, την παραβίαση των πρωτογενών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα στρατόπεδα των αντιφρονούντων, τα οποία σφράγισαν τη μετέπειτα ζωή του, καθώς τον εμπλούτισαν διανοητικά και συναισθηματικά. Σύμφωνα με τη Αμπατζοπούλου, ο γράφων αφηγείται και για να αναγνωρίσει τον εαυτό του και το προσωπικό στίγμα του στην ιστορία, δηλαδή για να ανιχνεύσει την ταυτότητά του.

Το κύριο, ουσιαστικό και αποφασιστικό θέμα του βιβλίου, κατά τον Απ. Σαχίνη, είναι ο άνθρωπος, που αιώνια δοκιμάζεται και παιδεύεται μέσα στη ζωή, χωρίς ανάπαυση τέλος και σκοπό. Όπως υπογραμμίζει, το κλίμα του φόβου και της αγωνίας για τη ζωή και την επιβίωση χαρακτηρίζει το βιβλίο, ενώ παράλληλα με την εξωτερική περιπέτεια, συμβαδίζει κι η εσωτερική, δηλαδή η υποβολή, η νύξη κι η υπόμνηση ψυχικών καταστάσεων, απροσδιόριστων και ασυνειδήτων, που ανοίγονται πίσω από τα πραγματικά περιστατικά και δημιουργούν προεκτάσεις προς το πυκνό μυστήριο της ζωής. Με το διάλογο, το επιφώνημα, τις επινοήσεις και τις αποσιωπήσεις, ο Βενέζης γοητεύει και συγκινεί τον αναγνώστη, ενώ, με τα ασυνήθιστα και καταπληκτικά εξωτερικά περιστατικά, τον συναρπάζει, του κινεί το ενδιαφέρον και τον αναγκάζει να μην αφήσει το βιβλίο αν δεν φτάσει στην τελευταία σελίδα. Ο Α. Σαχίνης διαπίστωνε ότι: «Μέσα στοΝούμερο 31328 υπάρχει μια θαυμαστή αντιστοιχία της πραγματικότητας που περιγράφεται και της αισθητικής εκμετάλλευσής της […]. Γιατί το ύφος του βιβλίου, μικροπερίοδο, στενογραφικό, πυκνό και αστόλιστο, είναι το ύφος της αγωνίας. Ο Ηλίας Βενέζης μεταφέρει πάνω στο χαρτί το ρυθμό των συγκλονιστικών περιστατικών της σκλαβιάς του – αυτά τα ίδια περιστατικά, γυμνά και τραγικά, μ’ έναν ασθματικό κι ελλειπτικό τρόπο που δεν είναι άλλος από τον τρόπο του άγχους». Παράλληλα, επισήμανε τη ζωντάνια της γλώσσας, την πεζογραφική κι αναπαραστατική ρώμη, τον τραγικό σαρκασμό ή τη δηκτική ειρωνεία, που διοχετεύεται κυρίως μέσα σε τολμηρότατες παρομοιώσεις.

Iσορροπώντας την αυθεντικότητα της προσωπικής μαρτυρίας, με μια απέριττη αφηγηματική γραφή, σύμφωνα με τον Μ. Γ. Μερακλή, το βιβλίο γίνεται το «αργοβάδιστο μαρτυρολόγιο, η χαρτογράφηση της ματωμένης πορείας χιλιάδων ανυπεράσπιστων ομήρων και αιχμαλώτων, το χρονικό ενός σπάνιου συλλογικού πόνου, όπου η ανθρώπινη ουσία δέχεται όλες τις διεργασίες της αλλοίωσής της σε κάτι υποζωώδες και φυτικό, με την προοδευτική σωματική εξουθένωση κι όλες τις άμεσες επιπτώσεις της στις ψυχικές, ηθικές και πνευματικές δυνάμεις της προσωπικότητας. Περιγράφονται οι καταστάσεις της θανάσιμης κούρασης, της πείνας και της δίψας, της σωματικής βρωμιάς, οι αλόγιστες και τρομακτικά ανεύθυνες εκτελέσεις χιλιάδων υπάρξεων, το κουρέλιασμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».

Πηγή: fractalart.gr