Πάολο Βερονέζε (1528 – 1588) ήταν ένας φημισμένος Ιταλός ζωγράφος του τέλους της Αναγεννήσεως, από τους κυριότερους εκπροσώπους της Βενετικής Σχολής στη Χρυσή εποχή της. Γεννήθηκε στη Βερόνα, από όπου και η προσωνυμία του. Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα, σε ένα περιβάλλον οπισθοδρομικό σε σύγκριση με τη Βενετία, διαποτισμένο όμως από τον κλασικισμό του Ραφαήλ και του Μιχαήλ-Αγγέλου, που είχε διαδοθεί στην περιοχή από τους ζωγράφους της Αιμίλια. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του Γκαμπριέλε Καλιάρι ή αν μαθήτευσε στο εργαστήριο του Τζοβάννι Καρότο ή του Αντόνιο Μπαντίλε. Ο αντιπρόσωπος αυτός του βενετσιάνικου νατουραλιστικού κλασικισμού, ο θησαυροφύλακας της βενετσιάνικης ζωγραφικής άρχισε την σταδιοδρομία του ως μανιεριστής.
Αλλά το 1553, όταν διακοσμεί τις τρεις αίθουσες του Συμβουλίου των Δέκα στο ανάκτορο των δόγηδων στη Βενετία, έχει ήδη απομακρυνθεί από τον αρχικό μανιερισμό του και τοποθετεί τις μορφές στο γαλάζιο βάθος του ουρανού, ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί μεγάλες μάζες χρώματος και πινελιές καθαρά διαχωρισμένες και εκτυφλωτικά φωτεινές. Τόσο στα μικρά λατρευτικά έργα του, όσο και στις μεγάλες θρησκευτικές συνθέσεις, μεταχειρίζεται συμπληρωματικούς τόνους σε αντιθετική παράθεση, πλουτίζοντας την έκφρασή του και φτάνοντας βαθμιαία στην ωριμότητα. Αρκεί να αναφερθεί το εικονογραφικό σύνολο του Αγίου Σεβαστιανού στη Βενετία, όπου οι συνεπτυγμένες με τολμηρές προοπτικές βραχύνσεις μορφές, κινούνται ελεύθερες στον καθαρό και ανέφελο χώρο και προσφέρονται στη χαρά του φωτός.
Γαλήνιες επίσης και κομψές είναι και οι σύγχρονες προσωπογραφίες του, εμπνευσμένες ασφαλώς από τη δροσιά της άμεσης επαφής με το μοντέλο. Της ίδιας περίπου τεχνοτροπίας είναι το «Δείπνο στην Εμμαούς» και το «Δείπνο στο σπίτι του Σίμωνος». Το θέμα του «δείπνου», που ο Βερονέζε θα επαναλάβει και αργότερα, του χρησιμεύει ως πρόφαση για να παρουσιάσει μια μεγάλη ποικιλία ενδυμασιών κάτω από επιβλητικές κιονοστοιχίες σε παλάτια, εμπνευσμένα από τα αρχιτεκτονήματα του Σαμμικέλε, του Παλλάντιο και του Σανσοβίνο. Όπως «Δείπνο στο σπίτι του Φαρισαίου» 1570, «Δείπνο του Γρηγορίου του Μεγάλου» 1572 και «Δείπνο στο σπίτι του Λευΐ» 1573. Αλλά όλη η ποίηση του Βερονέζε, βρίσκετε στο κρυστάλλινο και διαφανές χρώμα του. Με αυτό προσφέρει μια αισθητική και οπτική απόλαυση ακόμα και όταν χειρίζεται θέματα όπως τον «Εν Κανά Γάμο», με μεγαλοπρέπεια ύφους, αλλά και με έναν τόνο κοσμικής επιδείξεως.
Το 1573 ο Βερονέζε ολοκλήρωσε τον πίνακά του Το Δείπνο στου Λευί που προοριζόταν για την τραπεζαρία της βασιλικής του Σαν Ζανίπολο (San Zanipolo). Αρχικά ο πίνακας είχε σα θέμα τον Μυστικό Δείπνο, που σχεδιάστηκε για να αντικαταστήσει έναν παρόμοιο πίνακα του Τιτσιάνο που καταστράφηκε σε μία πυρκαγιά. Ο πίνακας είχε ύψος 5 μέτρων και πλάτος 12 μέτρων και αποτελεί αναμφισβήτητα τον καλύτερο πίνακα του καλλιτέχνη, με σκηνές δείπνων. Η θεματολογία αυτή τη φορά δεν είχε μόνο τη σκηνή του δείπνου αλλά και άλλα στοιχεία όπως Γερμανούς στρατιώτες, κωμικούς νάνους και μια ποικιλία εξωτικών ζώων. Η χρωματική επιδεξιότητα του Βερονέζε φτάνει στον πίνακα αυτό σε νέα ύψη έντασης και λαμπρότητας και μια νεοαποκτηθείσα επιμέλεια στις ανθρώπινες εκφράσεις και τον εσωτερικό κόσμο των φιγούρων του, σηματοδοτεί μία στροφή του καλλιτέχνη σε ένα πιο προσωπικό και στοχαστικό ύφος.Αυτή η επίδειξη ενόχλησε τις εκκλησιαστικές αρχές και το 1573, με το πρόσχημα ότι ζωγράφισε ένα μαύρο δούλο πολύ κοντά στη μορφή του Χριστού στο«Δείπνο στο σπίτι του Λευΐ», τον παρέπεμψαν στον ιεροεξεταστή. Παρά την καταδίκη του, κατόρθωσε να την αποφύγει χωρίς να μετατρέψει τον πίνακα, το εργαστήριό του κατακλύζεται από παραγγελίες, τόσο ώστε αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια μαθητών του και του αδερφού του Μπενεντέττο, στην κατασκευή λιγότερο σημαντικών πινάκων. Αργότερα η συνεργασία με τον γιό του Καρλέττο, μέτριο ζωγράφο, σε παραγγελίες επαρχιών, ζημίωσε πολύ την ποιότητα των έργων.
Δείπνο στην Εμμαούς, λεπτομέρεια
Έπειτα από ένα ταξίδι του στη Ρώμη το 1560, ο Βερονέζε ανέλαβε τη ζωγραφική διακόσμηση της επαύλεως Μπάρμπαρο στο Μάζερ κοντά στη Βενετία. Την έπαυλη είχε κτίσει ο Παλλάντιο στην κορυφή ενός λόφου, σε διάφορα επίπεδα, για να εναρμονίσει την κατασκευή με την ανωμαλία του εδάφους. Σε αυτή ακριβώς την κίνηση των επιπέδων αντιστοιχεί και ο ρυθμός των προοπτικών σκηνογραφιών του Βερονέζε, που με τους ζωγραφισμένους ανοιχτούς χώρους των καθαρών ουρανών, δημιουργούν στο εσωτερικό του κτιρίου την ψευδαίσθηση του υπαίθρου. Η υπόλοιπη διακόσμηση, έργο του αδερφού του Μπενεντέττο, ήταν προσαρμοσμένη στην περίπλοκη αρχιτεκτονική σύλληψη και τόνιζε την μεγάλη ευμάρεια της οικογένειας Μπάρμπαρο.Είναι αξιοθαύμαστο πως ο Βερονέζε κατόρθωσε να συνδυάσει τον απατηλό ανοιχτό χώρο, τον γεμάτο μυθολογικές μορφές και κλασικά ερείπια, με σκηνές της καθημερινής ζωής της οικογένειας. Ακόμα πως κατόρθωσε να περάσει από την ελεύθερη απόδοση των τοπίων του Άζολε, του Γράππα και της κοιλάδας του Πιάβε, στις επιτήδειες οφθαλμαπάτες, όπως εκείνη με το κορίτσι που προβάλλει από μια μισάνοιχτη θύρα και μοιάζει να προχωρά προς τον θεατή.
Το έργο «Το μαρτύριο της Αγίας Ιουστίνης», δεν αποδίδεται ομόθυμα στον Βερονέζε, αλλά στον Καρλέττο. Ο Φιόκκο το θεωρεί αριστούργημα της νεανικής ηλικίας του Βερονέζε. Ίσως είναι σύγχρονο αντίγραφο, από αυθεντικό νεανικό έργο του Βερονέζε. Η παρεμβολή του αρχιτεκτονικού στοιχείου είναι άκαιρη, υπάρχει όμως μια ενδιαφέρουσα χρωματική αρμονία με το ζωηρό κόκκινο της φορεσιάς στη φιγούρα δεξιά, με τα νερά στο φόρεμα της αγίας και με τα φωτεινά μεταξωτά μανίκια από όπου ξεπροβάλλουν τα τρεμάμενα χέρια της.
Στο έργο του «Ευαγγελισμός», που εκτελέσθηκε το 1556 περίπου, δίνετε η εντύπωση μεγαλύτερης διαστάσεως κυρίως από τη δομική σύνθεση, που απλώνεται οριζόντια και σημαδεύεται από την παρένθεση που δημιουργούν οι δύο λευκές κολώνες και η πύλη, που ανοίγεται σε μια δενδροφυτευμένη λεωφόρο. Το πλούσιο χαρωπό χρώμα βάλλεται με δυνατές κίτρινες λάμψεις, σαν να αντιφεγγίζει το φως που εκπέμπει η δόξα των αγγέλων.
Ο Πάολο Βερονέζε πάντα αγαπούσε να απεικονίζει «Δείπνα». Το πιο φημισμένο από τα σχετικά έργα του είναι το «Δείπνο στο σπίτι του Λευΐ», της Ακαδημίας της Βενετίας. Η προτίμηση αυτή δικαιολογείται, μεταβάλλοντας τα διάφορα επεισόδια του ιερού θέματος σε πομπώδεις τελετουργίες, ο ζωγράφος εισάγει όχι μόνο το κοσμοπολίτικο και παρδαλό πλήθος της Βενετίας του 16ου αιώνα, αλλά και ολόκληρη ακολουθία από υπηρέτες, γελωτοποιούς, εξωτικά ή κατοικίδια ζώα, πολύτιμα σκεύη, κεντητά τραπεζομάντηλα. Τοποθετεί το σύνολο σε ένα φωτεινό αρχιτεκτονικό διάκοσμο, πύλες, σκάλες, βεράντες πλημμυρισμένες από το θριαμβευτικό φως της ημέρας. Αυτό το φόντο φέρνει στο νου μια Βενετία από μάρμαρο και την αρχιτεκτονική τοπική παράδοση που θυμίζει τον σύγχρονο κλασικισμό του Παλλάντιο.
Ο Γάμος εν Κανά, 1562-1564
Στο έργο του «Ο Γάμος εν Κανά» (1562-1564), παρατηρούμε γιγάντιες κολώνες που περισφίγγουν ολόγυρα ένα ατελείωτο πλήθος από μουσικούς, υπηρέτες και συμποσιαστές, Βενετσιάνους, Τούρκους, Λεβαντίνους. Συνωστίζονται τόσες λεπτομέρειες, μουσικοί, υπηρέτες, γελωτοποιοί, σκυλιά, καλεσμένοι με κοστούμια, που δύσκολα προσέχει κανείς το Χριστό, καθισμένο ήσυχα στο κέντρο. Τα πρόσωπα και οι φορεσιές παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Ο μαγνητισμός αυτός από τις γιορτές και τις καθημερινές απολαύσεις, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της βενετσιάνικης ζωγραφικής. Το έργο έχει αξία κυρίως σαν μαρτυρία. Δείχνει μια περίοδο αναζητήσεων και κρίσεως, μετά την οποία ο Βερονέζε θα βρει λεπτότερες λύσεις. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία θα είναι καλύτερα ενσωματωμένα στις συνθέσεις και η λευκή τους ακινησία θα αντιπαραβάλλεται με έναν τρόπο πιο καθαρό και οριστικό στον χρωματισμό των μορφών.
Το πορτραίτο του Ντανιέλε Μπάρμπαρο, 1565-1570
Ο καλλιτέχνης βρισκόταν σε επαφή με τους αδερφούς Μπάρμπαρο, τον Ντανιέλε και τον Μαρκαντόνιο, από την εποχή που διακόσμησε την έπαυλή τους στο Μάζερ, το 1561. Ο Ντανιέλε Μπάρμπαρο, ουμανιστής και μεταφραστής του Βιτρουβίου, ήταν ίσως αυτός που συνέλαβε τα αλληγορικά και μυθολογικά θέματα του κύκλου εκείνου των τοιχογραφιών που τόσο εντυπωσιακά κορυφώνει τη νεανική περίοδο του Βερονέζε. «Το πορτραίτο του Ντανιέλε Μπάρμπαρο» (1565-1570), είναι μεταγενέστερο και με πολύ πιο αυστηρή δομή από τις τοιχογραφίες. Επιστρέφοντας στο πρότυπο του Ραφαήλ, ο ζωγράφος απεικονίζει τη μορφή κατά τα τρία τέταρτα, καθισμένη σε μια πολυθρόνα. Οι σχέσεις είναι αρχιτεκτονικές και ο όγκος της μορφής παίζει συστηματικά με τα άλλα στοιχεία της συνθέσεως, την κολώνα, το βιβλίο και το κάθισμα. Ο Μπάρμπαρο παριστάνεται να ανοίγει τη μετάφρασή του της «Αρχιτεκτονικής» του Βιτρουβίου, που είχε εκδοθεί το 1566.
Ο Βερονέζε, ο Τιτσιάνο (Titian) και ο Τιντορέττο (Tintoretto) αποτελούν τους κυριότερους εκπροσώπους της Βενετικής Σχολής στη «Χρυσή εποχή» της Βενετίας στο τέλος της Αναγέννησης (16ος αιώνας). Ο Βερονέζε είναι γνωστός για τις ικανότητά του να χρησιμοποιεί με μαεστρία λαμπρούς χρωματικούς τόνους και για τις πλούσιες διακοσμήσεις τόσο των τοιχογραφιών όσο και των πινάκων που φιλοτέχνησε. Τα πιο διάσημα έργα του είναι περίτεχνες απεικονίσεις σκηνών που χαρακτηρίζονται από έναν πομπώδη χρωματικά, δραματικό, και σχεδόν τελετουργικό, χαρακτήρα, με πολλά αρχιτεκτονικά στοιχεία και πλούσιο διάκοσμο. Οι μεγάλοι του πίνακες βιβλικών σκηνών που εκτελέστηκαν για να διακοσμήσουν τις τραπεζαρίες μοναστηριών στην Βερόνα και στη Βενετία είναι ιδιαίτερα αξιόλογοι. Το 1572 δικάζεται από το Ιεροδικείο της Ιεράς Εξέτασης, για τον πίνακα Μυστικός Δείπνος, στη μονή των Αγίων Ιωάννη και Παύλου. Ο Βερονέζε υποστήριξε ότι οι ζωγράφοι πρέπει να «απολαμβάνουν την ελευθερία που απολαμβάνουν οι ποιητές και οι τρελοί», χωρίς όμως ποτέ να εισακουστεί. Η μετονομασία του τίτλου σε «Δείπνο στο σπίτι του Λευί», σύμφωνα με ένα απόσπασμα από το Κατά Λουκά Ευαγγέλιο, διέσωσε ένα σημαντικό έργο, σήμερα στην Ακαδημία της Βενετίας .