Η νέα ταινία του Αμερικανού σκηνοθέτη με τις εξαιρετικές ερμηνείες του Ανταμ Ντράιβερ και της Σκάρλετ Τζοχάνσον που προτάθηκε για 6 Χρυσές σφαίρες αφηγείται μια ιστορία που έχουμε ξαναδεί ή σίγουρα έχουμε ξανακούσει, αλλά ελάχιστα ίσως έχει καταφέρει κάποιος να την αποτυπώσει τόσο συναισθηματικά, τόσο ειλικρινά και τόσο αληθοφανώς.
Είναι αλήθεια πως ειδικά μετά την έξαρση των διαζυγίων στις ΗΠΑ και όχι μόνο και μετά την απελευθερωτική δεκαετία του 80 η (πρόσφατη και μη) κινηματογραφική ιστορία έχει πολλάκις ασχοληθεί με το ζήτημα του διαζυγίου, με την αποσάρθρωση της οικογένειας. Το θέμα του χωρισμού μένει πάντα ζωντανό, επίκαιρο και ενδιαφέρον, όχι μόνο επειδή υπάρχει η άμεση ή έμμεση ταύτιση του θεατή, αλλά κυρίως επειδή η διαδικασία ενός διαζυγίου, επώδυνη και απαιτητική σε ψυχικό σθένος, αποκαλύπτει τις πιο κρυφές πτυχές της προσωπικότητας όλων των εμπλεκομένων, συζύγων και μη.
Ο Νόα Μπόμπακ επιλέγει να τα παρουσιάσει όλα με έναν ρεαλισμό που καταλήγει αφοπλιστικός, με μια απρόσμενη συναισθηματική απλοχεριά επιχειρεί να προσεγγίσει λίγο διαφορετικά αυτό το κινηματογραφικά κοινό θα έλεγε κανείς ζήτημα. Από την αρχή γνωρίζουμε τον Τσάρλι και τη Νικόλ, ένα ζευγάρι καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη των έναν μέσα από τα μάτια του άλλου. Εκείνος είναι αυτοδημιούργητος θεατρικός σκηνοθέτης. Εκείνη είναι ηθοποιός και η πρωταγωίστρια του θιάσου του. Για χάρη του Τσάρλι η Νικόλ άφησε μια αμφίβολης ποιότητας καριέρα ως ηθοποιός νεανικών κομεντί στο Χόλιγουντ για να αφοσιωθεί στις πειραματικές παραστάσεις του συζύγου της. Στο πρόσωπο της Νικόλ ο Τσάρλι βρήκε τη μούσα του. Εχουν μαζί ένα παιδί, τον μικρό Χένρι. Στην εισαγωγή της ταινίας, η χειροκίνητη και αυτοσχεδιαστική κάμερα καταγράφει στιγμές της καθημερινότητάς τους, όσο εκείνοι περιγράφουν τι αγαπούν ο ένας στον άλλο. Αυτός κλαίει στις ταινίες, αυτή σε ακούει και σε κάνει να αισθάνεσαι άνετα ακόμα και με τα πιο ντροπιαστικά πράγματα. Και οι δύο παθιάζονται με τα επιτραπέζια και σε κανέναν δεν αρέσει να χάνει. Όλα αυτά είναι σαν βγαλμένα από μια οικογενειακή βιντεοκασέτα, γεμάτα αγάπη, αθωότητα,στιγμές που θα μείνουν αναλλοίωτες, νοσταλγικές, κατά συνέπεια εξιδανικευμένες μέσα στην θαλπωρή του φιλμ. Ταυτόχρονα όμως, είναι απατηλά.
Γιατί αυτές οι παράλληλες αφηγήσεις δεν είναι εσωτερικοί μονόλογοι ή στοχασμοί, ούτε κάποια δημόσια διακήρυξη της αγάπης τους, αλλά μια άσκηση που τους έχει βάλει από κοινού ο σύμβουλος γάμου τους, ως το πρώτο στάδιο στη διαδικασία του χωρισμού τους. Η απόσταση μεγαλώνει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα πάθη και οι τόνοι κλιμακώνονται αργά και σταθερά. Η φλόγα του έρωτα μετουσιώνεται σταδιακά σε πολεμική φωτιάΓιατί ο Τσάρλι και η Νικόλ έχουν αποφασίσει μετά από δέκα χρόνια γάμου να ακολουθήσουν χωριστούς δρόμους. Εκείνη θεωρεί ότι θυσίασε τη ζωή της για να αφοσιωθεί στο εγωκεντρικό όραμά του και θέλει να επιστρέψει μαζί με το γιο της στο Λος Άντζελες. Εκείνος διαμαρτύρεται ότι εκείνη έπαψε πρώτη να τον αγαπάει και ουσιαστικά έβαλε τέλος στη σχέση τους, οδηγώντας στον στη μοιχεία. Αγαπιούνται ακόμα, ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν, γι’ αυτό θέλουν η διαδικασία να είναι φιλική, χωρίς διαμάχες στις δικαστικές αίθουσες και χωρίς δράματα. Ακόμα δε γνωρίζουν ότι αυτή η νέα φάση της ζωής τους θα βγάλει από αυτούς στην πορεία το χειρότερο εαυτό τους. Μέχρι να αγαπηθούν ξανά. Ή και όχι.
Αυτό που σε κερδίζει πάντα (ή τουλάχιστον πάντα) στις ταινίες του Νόα Μπόμπακ είναι η αμεσότητα και η ομορφιά των διαλόγων του και φυσικά αυτό ισχύει ακέραιο στη νέα του ταινία, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό και στα προσωπικά του βιώματα τόσο ως παιδί χωρισμένων γονιών, αλλά και λόγω του δικού του διαζυγίου. Ενώ, όμως, οι προηγούμενες δουλειές του έμοιαζαν να φλερτάρουν λίγο έως πολύ με το δήθεν και το χίπστερ, παρουσιάζοντας πάντα διανοούμενους σε μια μοντέρνα υπαρξιακή κρίση, που γινόταν σε σημεία οριακά αφόρητη, εδώ συστήνει δύο χαρακτήρες ζωντανούς και ανθρώπινους, αντιφατικούς, ανασφαλείς και μετέωρους, σε μια κατεξοχήν άβολη φάση της ζωής τους, στην οποία πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τις χωριστές, πλέον, πορείες τους και να οριοθετήσουν εκ νέου τη σχέση τους, έχοντας πάντα ένα παιδί, το οποίο είναι ο άξονας και, αναπόφευκτα μέσα σε ένα ανταγωνιστικό δικαιικό σύστημα, το τρόπαιο της συμπεριφοράς τους.
Ο δημιουργός πετυχαίνει να μας μεταφέρει την ψυχοσύνθεση και των δύο βασικών πρωταγωνιστών και την σχέση τους με το παιδί τους.Οι εγωισμοί ορθώνονται και γίνονται υπερτροφικοί, οδηγώντας το πρωταγωνιστικό δίδυμο σε ένα συναισθηματικό ξέσπασμα που μας στιγμάτισε, μας στοίχειωσε και θα αποτελεί μέτρο σύγκρισης για μελλοντικά τέτοια εγχειρήματα. Βέβαια, παρά το αρκετά σοβαρό θέμα με το οποίο ασχολείται η ταινία, σε πολλά σημεία έχει έντονα χιουμοριστικό ύφος. Ειδικά στην αρχή της, ο κάθε ρόλος έχει και από μία ατάκα να πει. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό του Baumbach, το οποίο βλέπουμε και σε προηγούμενες δουλειές του, όπως το While We ‘re Young και το Margot at the Wedding. Συνηθίζει, δηλαδή, να παρουσιάζει κάτι το αρκετά σοβαρό και κάπως θλιβερό με κάποια κωμικά στοιχεία.
Σε αντίθεση με την ελεύθερη κάμερα της εισαγωγής, ο Μπόμπακ ανατέμνει τη διάλυση του γάμου με στατικά πλάνα που παραπέμπουν αναπόφευκτα στο εμβληματικό για όλη αυτή τη θεματική «Σκηνές από ένα Γάμο» του Μπέργκμαν. Εστιάζει στα πρόσωπα των ηρώων του καταγράφοντας όλο το φάσμα των αλληλοαντικρουόμενων συναισθημάτων τους, παρακολουθεί τις κινήσεις τους και τη γλώσσα του σώματός τους, όταν είναι χώρια και μαζί, με κάδρα και συνθέσεις παρατηρεί τη συμπεριφορά τους και τις (ανεπ)αισθητες αλλαγες της ανάμεσα σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους και, κυρίως, τους απογυμνώνει μέσα από σχοινοτενείς διαλόγους, σπάνιας (για το αμερικανικό σινεμά τουλάχιστον) εμβρίθειας και οξυδέρκειας, που χωρίς καμία διάσταση εξωραϊσμού ή επιτήδευσης, αποκαλύπτουν μέσα σε 135 λεπτά οτιδήποτε ρητό ή άρρητο υπάρχει ανάμεσα σε ένα ζευγάρι δέκα χρόνων.
Κι όλα αυτά, όσο ταυτόχρονα η ταινία σκιαγραφεί τις διαφορές στη νοοτροπία μεταξύ της ανατολικής και της δυτικής ακτής των Ηνωμένων Πολιτειών σαν να είναι δύο διαφορετικές χώρες που αναζητούν μέσα από την υπό διάλυση οικογένεια της Νικόλ και του Τσάρλι ένα κοινό σημείο αναφοράς, ενώ παράλληλα περιγράφει όλη τη δαπανηρή, ψυχικά και οικονομικά, διαδικασία της έκδοσης ενός αρχικά συναινετικού διαζυγίου στην Αμερική, που δεν αργεί με την υποστήριξη ολόκληρου του συστήματος και (φυσικά) των δικηγόρων που απομυζούν χρήματα από τους πελάτες τους να μετατραπεί σε μια άνευ λόγου αντιδικία.
Ισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στο γέλιο και το δάκρυ, την οργή και την πίκρα, η ταινία δίνει την ευκαιρία στους δύο πρωταγωνιστές να δώσουν ίσως τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας τους. Η Σκάρλετ Τζοχάνσον, με μαλλί μπεργκμανικής ηρωίδας και άβαφη στη μεγαλύτερη διάρκεια, δεν ήταν ποτέ τόσο γήινη, προσιτή και ανθρώπινη, ειδικά στη σκηνή του καυγά που καταρρέει μπροστά την κάμερα, ενώ ο Ανταμ Ντράιβερ καλύπτει όλο το φάσμα του ευαίσθητου αρσενικού ενός κατά βάση εγωκεντρικού καλλιτέχνη που πρέπει να χάσει τον άλλο για να ανακαλύψει την αξία του, όταν έχει ωριμάσει, όμως, κι έχει συνειδητοποιήσει τι σημαίνει να αγαπάς κάποιον άνευ όρων, είναι πλέον αργά.
Κι όταν όλα θα έχουν ειπωθεί και η ιστορία αυτού του γάμου τυπικά θα έχει τελειώσει, αυτό που θα μείνει στην τελική σκηνή θα είναι μια μικρή χειρονομία από τα παλιά, που θα θυμίσει σε δύο ελεύθερους πλέον ανθρώπους ότι κάποτε είχαν ερωτευτεί κεραυνοβόλα. Η κάμερα του Μπόμπακ θα τους αφήσει να συνεχίσουν τις ζωές τους, ίσως καλύτερα, ίσως χειρότερα, ο θεατής όμως θα έχει αποκομίσει την αίσθηση ότι ήταν παρών σ’ ολόκληρη αυτή τη διαδρομή. Το σενάριο, η σκηνοθετική ματιά αλλά κυρίως αυτές οι οσκαρικές ερμηνείες επέτρεψαν στην ταινία και δικαίως να προταθεί για 6 χρυσές σφαίρες, αλλά το σημαντικότερο ίσως είναι ότι προσέφεραν στο κοινό μια χιλιοειπωμένη ιστορία μέσα από μια διαφορετική ματιά που δύσκολα θα ξεχαστεί και ακόμα πιο δύσκολα δε θα συγκριθεί με παρόμοια μελλοντικά επιχειρήματα.
Πηγές:
https://flix.gr/cinema/marriage-story-review.html
http://filmakias.gr/marriage-story-kritiki-netflix/
Κριτική / Ιστορία Γάμου (Marriage Story): Όταν φλόγα του έρωτα μετουσιώνεται σταδιακά σε πολεμική φωτιά