Κύριοι Ἀκαδημαϊκοί,
Κυρίες καί Κύριοι,
Ἄς μου ἐπιτραπεῖ, παρακαλῶ, νά μιλήσω στό ὄνομα τῆς φωτεινότητας καί τῆς διαφάνειας. Ἐπειδή οἱ ἰδιότητες αὐτές εἶναι πού καθορίσανε τόν χῶρο μέσα στόν ὁποῖο μοῦ ἐτάχθη νά μεγαλώσω καί νά ζήσω. Καί αὐτές εἶναι πού ἔνιωσα, σιγά-σιγά, νά ταυτίζονται μέσα μου μέ τήν ἀνάγκη νά ἐκφρασθῶ. Εἶναι σωστό νά προσκομίζει κανείς στήν τέχνη αὐτά πού τοῦ ὑπαγορεύουν ἡ προσωπική του ἐμπειρία καί οἱ ἀρετές τῆς γλώσσας του. Πολύ περισσότερο ὅταν οἱ καιροί εἶναι σκοτεινοί καί αὐτό πού τοῦ ὑπαγορεύουν εἶναι μία ὅσο τό δυνατόν μεγαλύτερη ὁρατότητα.
Δέν μιλῶ γιά τή φυσική ἱκανότητα νά συλλαμβάνει κανείς τ’ ἀντικείμενα σ’ ὅλες τους τίς λεπτομέρειες ἀλλά γιά τή μεταφορική, νά κρατᾶ τήν οὐσία τους καί νά τά ὁδηγεῖ σέ μία καθαρότητα τέτοια πού νά ὑποδηλώνει συνάμα τήν μεταφυσική τους σημασιολογία. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μεταχειρίστηκαν τήν ὕλη οἱ γλύπτες τῆς Κυκλαδικῆς περιόδου, πού ἔφτασαν ἴσια-ἴσια νά ξεπεράσουν τήν ὕλη, τό δείχνει καθαρά. Ὅπως ἐπίσης, ὁ τρόπος πού οἱ εἰκονογράφοι τοῦ Βυζαντίου ἐπέτυχαν ἀπό τό καθαρό χρῶμα νά ὑποβάλλουν τό «θεῖο». Μιὰ τέτοια, διεισδυτική καί συνάμα μεταμορφωτική, ἐπέμβαση, μέσα στήν πραγματικότητα ἐπεχείρησε πιστεύω ἀνέκαθεν καί κάθε ὑψηλή ποίηση.
Ὄχι ν’ ἀρκεστεῖ στό «νῦν ἔχον» ἀλλά νά ἐπεκταθεῖ στό «δυνατόν γενέσθαι».
Κάτι πού, εἶναι ἡ ἀλήθεια, δέν ἐκτιμήθηκε πάντοτε. Ἴσως γιατί οἱ ὁμαδικές νευρώσεις δέν τό ἐπέτρεψαν. Ἴσως γιατί ὁ ὠφελιμισμός δέν ἄφησε τά μάτια τῶν ἀνθρώπων ἀνοιχτά ὅσο χρειάζεται. Ἡ ὀμορφιά καί τό φῶς συνέβη νά ἐκληφθοῦν ἄκαιρα ἤ ἀνώδυνα. Καί ὅμως. Ἡ διεργασία πού ἀπαιτεῖται γιά νά φτάσει κανείς στό σχῆμα τοῦ Ἀγγέλου εἶναι, πιστεύω πολύ πιό ἐπώδυνη ἀπό τήν ἄλλη πού ἐκμαιεύει ὅλων τῶν λογιῶν τοὺς Δαιμόνους.
Βέβαια ὑπάρχει τό αἴνιγμα. Βέβαια ὑπάρχει τό μυστήριο. Ἀλλά τό μυστήριο δέν εἶναι μιὰ σκηνοθεσία πού ἐπωφελεῖται ἀπό τά παιχνίδια τῆς σκιᾶς καί τοῦ σκότους γιά νά μᾶς ἐντυπωσιάσει ἁπλῶς. Εἶναι αὐτό πού ἐξακολουθεῖ νά παραμένει μυστήριο καί μέσα στό ἀπόλυτο φῶς. Εἶναι τότε πού προσλαμβάνει τήν αἴγλη ἐκείνη πού ἑλκύει καί πού τήν ὀνομάζουμε ὀμορφιά. Τήν ὀμορφιά πού εἶναι μία ὁδός -ἡ μόνη ἴσως ὁδός- πρός τό ἄγνωστο μέρος τοῦ ἑαυτοῦ μας, πρός αὐτό πού μᾶς ὑπερβαίνει. Ἐπειδή αὐτό εἶναι στό βάθος ἡ ποίηση: ἡ τέχνη νά ὁδηγεῖσαι καί νά φτάνεις πρός αὐτό πού σέ ὑπερβαίνει.
Ἀπό τά μυριάδες μυστικά σήματα, πού μ’ αὐτά εἶναι διάσπαρτος ὁ κόσμος καί πού ἀποτελοῦν ἄλλες τόσες συλλαβές μιᾶς ἄγνωστης γλώσσας, νά συνθέσεις λέξεις καί ἀπό τίς λέξεις φράσεις πού ἡ ἀποκρυπτογράφησή τους νά σέ φέρνει πιό κοντά στήν βαθύτερη ἀλήθεια.
Ποῦ λοιπόν βρίσκεται σέ ἔσχατη ἀνάλυση ἡ ἀλήθεια; Στήν φθορά καί στόν θάνατο πού διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ἤ στή ροπή πού μᾶς ὠθεῖ νά πιστεύουμε ὅτι αὐτός ὁ κόσμος εἶναι ἀκατάλυτος καί αἰώνιος; Εἶναι φρόνιμο ν’ ἀποφεύγουμε τίς μεγαλεπήβολες ἐκφράσεις, τό ξέρω. Οἱ κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τίς χρησιμοποίησαν, ἦρθαν σέ σύγκρουση, ἀκμάσανε, πέρασαν. Ἡ οὐσία ὅμως ἔμεινε, μένει. Καί ἡ ποίηση, πού ἐγείρεται στό σημεῖον ὅπου ὁ ὀρθολογισμός καταθέτει τά ὅπλα του γιά νά τ’ ἀναλάβει ἐκείνη καί νά προχωρήσει μέσα στήν ἀπαγορευμένη ζώνη, ἐλέγχεται νά εἶναι ἴσια-ἴσια ἐκείνη πού προσβάλλεται λιγότερο ἀπό τή φθορά. Διασώζει σέ καθαρή μορφή τά μόνιμα, τά βιώσιμα στοιχεῖα πού καταντοῦν δυσδιάκριτα μέσα στό σκότος τῆς συνείδησης ὅπως τά φύκια μέσα στούς βυθούς τῶν θαλασσῶν.
Νά γιατί μᾶς χρειάζεται ἡ διαφάνεια. Γιά νά διακρίνουμε τούς κόμπους στό νῆμα πού μές ἀπό τούς αἰῶνες τεντώνεται καί μᾶς βοηθεῖ νά σταθοῦμε ὄρθιοι πάνω σ’ αὐτή τή γῆ.
Ἀπό τόν Ἠράκλειτο ἕως τόν Πλάτωνα καί ἀπό τόν Πλάτωνα ἕως τόν Ἰησοῦ διακρίνουμε αὐτό τό «δέσιμο» πού φτάνει κάτω ἀπό διάφορες μορφές ὡς τίς ἡμέρες μας καί πού μᾶς λέει περίπου τό ἴδιο: ὅτι ἐντός τοῦ κόσμου τούτου ἐμπεριέχεται καί μέ τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου ἀνασυντίθεται ὁ ἄλλος κόσμος, ὁ «πέραν» ἡ δεύτερη πραγματικότητα ἡ ὑπερτοποθετημένη ἐπάνω σ’ αὐτήν ὅπου παρά φύσιν ζοῦμε. Εἶναι μία πραγματικότητα πού τή δικαιούμαστε καί πού ἀπό δική μας ἀνικανότητα δέν ἀξιωνόμαστε.
Δέν εἶναι διόλου τυχαῖο ὅτι σέ ἐποχές ὑγιεῖς τό κάλλος ταυτίσθηκε μέ τό ἀγαθόν καί τό ἀγαθόν μέ τόν Ἥλιο. Κατά τό μέτρο πού ἡ συνείδηση καθαίρεται καί πληροῦται μέ φῶς, τά μελανά σημεῖα ὑποχωροῦν καί σβήνουν ἀφήνοντας κενά πού -ὅπως ἀκριβῶς στούς φυσικούς νόμους- τά ἀντίθετά τους ἔρχονται νά πληρώσουν τή θέση τους.
Κι αὐτό, μέ τέτοιον τρόπο πού τελικά τό δημιουργημένο ἀποτέλεσμα νά στηρίζεται καί στίς δύο πλευρές, θέλω νά πῶ στό «ἐδῶ» καί στό «ἐπέκεινα». Ὁ Ἠράκλειτος δέν εἶχε ἤδη μιλήσει γιά μίαν «ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίην»; Ἐάν εἶναι ὁ Ἀπόλλων ἤ ἡ Ἀφροδίτη, ὁ Χριστός ἤ ἡ Παναγία, πού ἐνσαρκώνουν καί προσωποποιοῦν τήν ἀνάγκη νά δοῦμε ὑλοποιημένο ἐκεῖνο πού σέ ὁρισμένες στιγμές διαισθανόμαστε, δέν ἔχει σημασία. Σημασία ἔχει ἡ ἀναπνοή τῆς ἀθανασίας πού μᾶς ἐπιτρέπουν. Ἡ ποίηση ὀφείλει, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, πέραν ἀπό συγκεκριμένα δόγματα, νά ἐπιτρέπει αὐτή τήν ἀναπνοή.
Πῶς νά μήν ἀναφερθῶ ἐδῶ πέρα στόν Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, τόν μεγάλο ποιητή πού μέ τό ἴδιο πνεῦμα ἐστράφηκε πρός τούς Θεούς τοῦ Ὀλύμπου καί πρός τόν Ἰησοῦ; Ἡ σταθερότητα πού ἔδωσε σ’ ἕνα εἶδος ὁράματος εἶναι ἀνεκτίμητη. Καί ἡ ἔκταση πού μᾶς ἀποκάλυψε μεγάλη. Θά ἔλεγα τρομακτική. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι πού τόν ἔκανε, ὅταν μόλις ἀκόμη ἄρχιζε τό κακό πού σήμερα μᾶς πλήττει, ν’ ἀνακράξει:
Wozu Dichter in durftiger Zeit!
Οἱ καιροί φεῦ ἐστάθηκαν ἀνέκαθεν γιά τόν ἄνθρωπο durftiger. Ἀλλά καί ἡ ποίηση ἀνέκαθεν λειτουργοῦσε. Δύο φαινόμενα προορισμένα νά συνοδεύουν τήν ἐπίγεια μοίρα μας καί πού τό ἕνα τους ἀντισταθμίζει τό ἄλλο. Πῶς ἀλλιῶς. Ἀφοῦ καί ἡ νύχτα καί τ’ ἄστρα ἐάν μᾶς γίνονται ἀντιληπτά εἶναι χάρη στόν ἥλιο. Μέ τή διαφορά ὅτι ὁ ἥλιος, κατά τή ρήση τοῦ ἀρχαίου σοφοῦ, ἐάν ὑπερβεῖ τά μέτρα καταντᾶ «ὕβρις». Χρειάζεται νά βρισκόμαστε στή σωστή ἀπόσταση ἀπό τόν ἠθικόν ἥλιο, ὅπως ὁ πλανήτης μας ἀπό τόν φυσικόν ἥλιο, γιά νά γίνεται ἡ ζωή ἐπιτρεπτή. Μᾶς ἔφταιγε ἄλλοτε ἡ ἀμάθεια. Σήμερα μᾶς φταίει ἡ μεγάλη γνώση. Δέν ἔρχομαι μ’ αὐτά πού λέω νά προστεθῶ στήν μακρά σειρά τῶν ἐπικριτῶν τοῦ τεχνικοῦ μας πολιτισμοῦ. Μία σοφία παλαιή ὅσο καί ἡ χώρα πού μ’ ἐξέθρεψε, μ’ ἐδίδαξε νά δέχομαι τήν ἐξέλιξη, νά χωνεύω τήν πρόοδο μαζί μέ ὅλα της τά παρεπόμενα, ὅσο δυσάρεστα καί ἄν μπορεῖ νά εἶναι αὐτά.
Τότε ὅμως ἡ Ποίηση; Τί ἀντιπροσωπεύει μέσα σέ μία τέτοια κοινωνία; Ἀπαντῶ: τόν μόνο χῶρο ὅπου ἡ δύναμη τοῦ ἀριθμοῦ δέν ἔχει πέραση. Καί ἀκριβῶς, ἡ ἐφετινή ἀπόφασή σας νά τιμήσετε στό πρόσωπό μου τήν ποίηση μιᾶς μικρῆς χώρας δείχνει σέ πόσο ἁρμονική ἀνταπόκριση βρίσκεστε μέ τήν χαριστική ἀντίληψη τῆς τέχνης, τήν ἀντίληψη ὅτι ἡ τέχνη εἶναι ἡ μόνη ἐναπομένουσα πολέμιος τῆς ἰσχύος πού κατήντησε νά ἔχει στούς καιρούς μας ἡ ποσοτική ἀποτίμηση τῶν ἀξιῶν.
Εἶναι, τό ξέρω, ἄτοπο ν’ ἀναφέρεται κανείς σέ προσωπικές περιπτώσεις. Καί ἀκόμη πιό ἄτοπο νά παινᾶ τό σπίτι του. Εἶναι ὅμως κάποτε ἀπαραίτητο, στό βαθμό πού αὐτά βοηθοῦν νά δοῦμε πιό καθαρά μιὰν ὁρισμένη κατάσταση πραγμάτων. Καί εἶναι σήμερα ἡ περίπτωση. Μοῦ ἐδόθηκε, ἀγαπητοί φίλοι, νά γράφω σέ μιὰ γλώσσα πού μιλιέται μόνον ἀπό μερικά ἑκατομμύρια ἀνθρώπων. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, μία γλώσσα πού μιλιέται ἐπί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπὴ καί μ’ ἐλάχιστες διαφορές. Ἡ παράλογη αὐτή, φαινομενικά, διάσταση, ἀντιστοιχεῖ καί στήν ὑλικό-πνευματική ὀντότητα τῆς χώρας μου. Ποὺ εἶναι μικρή σέ ἔκταση χώρου καί ἀπέραντη σέ ἔκταση χρόνου. Καί τό ἀναφέρω ὄχι διόλου γιά νά ὑπερηφανευθῶ ἀλλά γιά νά δείξω τίς δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζει ἕνας ποιητής ὅταν χρησιμοποιεῖ γιά τά πιό ἀγαπημένα πράγματα τίς ἴδιες λέξεις πού χρησιμοποιοῦσαν μιὰ Σαπφώ ἤ ἕνας Πίνδαρος π.χ. -χωρίς ὡστόσο νά ἔχει τό ἀντικρυσμα πού εἶχαν ἐκεῖνοι ἐπάνω στήν ἔκταση τῆς πολιτισμένης τότε ἀνθρωπότητας. Ἐάν ἡ γλώσσα ἀποτελοῦσε ἁπλῶς ἕνα μέσον ἐπικοινωνίας, πρόβλημα δέν θά ὑπῆρχε. Συμβαίνει ὅμως ν’ ἀποτελεῖ καί ἐργαλεῖο μαγείας καί φορέα ἠθικῶν ἀξιῶν. Προσκτᾶται ἡ γλώσσα στό μάκρος τῶν αἰώνων ἕνα ὁρισμένο ἦθος. Καί τό ἦθος αὐτό γεννᾶ ὑποχρεώσεις. Χωρίς νά λησμονεῖ κανείς ὅτι στό μάκρος εἰκοσιπέντε αἰώνων δέν ὑπῆρξε οὔτε ἕνας, ἐπαναλαμβάνω οὔτε ἕνας, πού νά μήν γράφτηκε ποίηση στήν ἑλληνική γλώσσα. Νά τί εἶναι τό μεγάλο βάρος παράδοσης πού τό ὄργανο αὐτό σηκώνει. Τό παρουσιάζει ἀνάγλυφα ἡ νέα ἑλληνική ποίηση.
Ἡ σφαίρα πού σχηματίζει ἡ νέα ἑλληνική ποίηση ἔχει, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς, ὅπως κάθε σφαίρα δύο πόλους: τόν βόρειο καί τόν νότιο. Στόν ἕνα τοποθετεῖται ὁ Διονύσιος Σολωμός πού ἀπό τήν ἄποψη τῆς ἐκφραστικῆς ἐπέτυχε -προτοῦ ὑπάρξει ὁ Mallarme στά εὐρωπαϊκά γράμματα- νά χαράξει μέ ἄκρα συνέπεια καί αὐστηρότητα τήν ἀντίληψη τῆς καθαρῆς ποίησης μέ ὅλα της τά παρεπόμενα: νά ὑποτάξει τό αἴσθημα στή διάνοια, νά ἐξευγενίσει τήν ἔκφραση καί νά δραστηριοποιήσει ὅλες τίς δυνατότητες τοῦ γλωσσικοῦ ὀργάνου πρός τήν κατεύθυνση τοῦ θαύματος. Στόν ἄλλο πόλο, τοποθετεῖται ὁ Κ. Π. Καβάφης, αὐτός πού παράλληλα μέ τόν T.S. Eliot ἔφτασε στήν ἄκρα λιτότητα, στή μεγαλύτερη δυνατή ἐκφραστική ἀκρίβεια, ἐξουδετερώνοντας τόν πληθωρισμό στή διατύπωση τῶν προσωπικῶν του βιωμάτων.
Ἀνάμεσα στούς δύο αὐτούς πόλους κινήθηκαν οἱ μεγάλοι μας ἄλλοι ποιητές, ὁ Ἀνδρέας Κάλβος, ὁ Κωστής Παλαμᾶς, ὁ Ἄγγελος Σικελιανός, ὁ Νίκος Καζαντζάκης, ὁ Γιῶργος Σεφέρης, ἄλλος λιγότερο ἄλλος περισσότερο πρός τό ἕν ἤ τό ἄλλο ἀπό τά δύο ἄκρα. Αὐτή εἶναι μία πρόχειρη καί ὅσο γίνεται πιό σχηματική χαρτογράφηση τοῦ νεοελληνικοῦ ποιητικοῦ λόγου. Τό πρόβλημα γιά μᾶς πού ἀκολουθήσαμε ἦταν νά ἐπωμιστοῦμε τά ὑψηλά διδάγματα πού μᾶς κληροδότησαν καί, ὁ καθένας μέ τόν τρόπο του, νά τ’ ἁρμόσουμε πάνω στή σύγχρονη εὐαισθησία. Πέραν ἀπό τά ὅρια τῆς τεχνικῆς, ὀφείλαμε νά φτάσουμε σέ μία σύνθεση πού ἀπό τό ἕνα μέρος ν’ ἀναχωνεύει τά στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης καί ἀπό τό ἄλλο νά ἐκφράζει τά κοινωνικά καί ψυχολογικά αἰτήματα τῆς ἐποχῆς μας. Μέ ἄλλα λόγια, νά φτάσουμε νά προβάλλουμε τόν τύπο τοῦ «Εὐρωπαίου-Ἕλληνα». Δέν μιλῶ γιά ἐπιτυχίες μιλῶ γιά προσπάθειες. Οἱ κατευθύνσεις εἶναι πού ἔχουν σημασία γιά τόν μελετητή τῆς λογοτεχνίας.
Πῶς ὅμως ν’ ἀναπτυχθοῦν οἱ κατευθύνσεις αὐτές ἐλεύθερα ὅταν οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς εἶναι στίς ἡμέρες μας ἐξοντωτικές γιά τόν δημιουργό; Καί πῶς νά διαμορφωθεῖ ἡ πνευματική κοινότητα ὅταν οἱ φραγμοί τῶν γλωσσῶν ὀρθώνονται ἀξεπέραστοι; Σᾶς γνωρίζουμε καί μᾶς γνωρίζετε ἀπό τό 20 ἤ ἔστω τό 30% πού ἀπομένει ὕστερα ἀπό τήν μεταγλώτισση. Εἰδικά ἐμεῖς ὅλοι, ὅσοι κρατᾶμε ἀπό μία συγκεκριμένη παράδοση καί ἀποβλέπουμε στά θαύματα τοῦ λόγου, στόν σπινθήρα πού τινάζουν ἑκάστοτε δύο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες, παραμένουμε βουβοί, ἀμετάδοτοι. Πάσχουμε ἀπό τήν ἔλλειψη μιᾶς κοινῆς γλώσσας. Καί ὁ ἀντίκτυπος ἀπ’ αὐτή τήν ἔλλειψη -ἄν ἀνεβοῦμε τήν κλίμακα- σημειώνεται ἀκόμη καί στήν πολιτική καί κοινωνική πραγματικότητα τῆς κοινῆς μας πατρίδας, τῆς Εὐρώπης.
Λέμε, καί τό διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ὅτι ζοῦμε σ’ ἕνα χάος ἠθικό. Κι αὐτό, τή στιγμή πού ποτέ ἄλλοτε ἡ κατανομή τῶν στοιχείων τῆς ὑλικῆς μας ὕπαρξης δέν ἔγινε μέ τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θά ἔλεγα τάξη, τόσον ἀδυσώπητο ἔλεγχο. Ἡ ἀντίφαση εἶναι διδακτική. Ὅταν σέ δύο σκέλη τό ἕνα ὑπερτροφεῖ, τό ἄλλο ἀτροφεῖ. Μία ἀξιέπαινη ροπή νά συνενωθοῦν σέ ἑνιαία μονάδα οἱ λαοί τῆς Εὐρώπης, προσκόπτει σήμερα στήν ἀδυναμία νά συμπέσουν τά ἀτροφικά καί τά ὑπερτροφικά σκέλη τοῦ πολιτισμοῦ μας. Οἱ ἀξίες μας οὔτε αὐτές δέν ἀποτελοῦν μία γλώσσα κοινή.
Γιά τόν ποιητή – μπορεῖ νά φαίνεται παράξενο ἀλλά εἶναι ἀληθές -ἡ μόνη κοινή γλώσσα πού αἰσθάνεται νά τοῦ ἀπομένει εἶναι οἱ αἰσθήσεις. Ἐδῶ καί χιλιάδες χρόνια, ὁ τρόπος πού ἀγγίζονται δύο σώματα δέν ἄλλαξε. Μήτε ὁδήγησε σέ καμιά σύγκρουση ὅπως οἱ εἰκοσάδες τῶν ἰδεολογιῶν πού αἱματοκύλισαν τίς κοινωνίες μας καί μᾶς ἄφησαν μέ ἀδειανά χέρια.
Ὅμως ὅταν μιλῶ γιά αἰσθήσεις δέν ἐννοῶ τό προσιτό, πρῶτο ἤ δεύτερο, ἐπίπεδό τους. Ἐννοῶ τό ἀπώτατο. Ἐννοῶ τίς «ἀναλογίες τῶν αἰσθήσεων» στό πνεῦμα. Ὅλες οἱ τέχνες μιλοῦν μέ ἀνάλογα. Μιὰ ὀσμή μπορεῖ νά εἶναι ὁ βοῦρκος ἤ ἡ ἁγνότητα. Ἡ εὐθεία γραμμή ἤ ἡ καμπύλη, ὁ ὀξύς ἤ ὁ βαθύς ἦχος, ἀποτελοῦν μεταφράσεις κάποιας ὀπτικῆς ἤ ἀκουστικῆς ἐπαφῆς. Ὅλοι μας γράφουμε καλά ἤ κακά ποιήματα κατά τό μέτρο πού ζοῦμε καί διανοούμαστε μέ τήν καλή ἤ τήν κακή σημασία τοῦ ὅρου. Μιὰ εἰκόνα πελάγους ἀπό τόν Ὅμηρο φτάνει ἄθικτη ὡς τίς ἡμέρες μας. Ὁ Rimbaud τήν ἀναφέρει σάν mer melee au soleil καί τήν ταυτίζει μέ τήν αἰωνιότητα. Ἕνα κορίτσι πού κρατάει ἕνα κλῶνο μυρτιᾶς ἀπό τόν Ἀρχιλόχο ἐπιβιοῖ σ’ ἕναν πίνακα τοῦ Matisse καί μᾶς καθιστᾶ πιό ἁπτή τήν αἴσθηση, τή μεσογειακή, τῆς καθαρότητας.
Ἐδῶ ἀξίζει νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι ἀκόμη καί μία παρθένος τῆς βυζαντινῆς εἰκονογραφίας, δέν διαφέρει πολύ. Παρά ἕνα κάτι ἐλάχιστο, συχνά, τό ἐγκώσμιο φῶς γίνεται ὑπερκόσμιο καί τἀνάπαλιν. Μιὰ αἴσθηση πού μᾶς δόθηκε ἀπό τούς ἀρχαίους καί μία ἄλλη ἀπό τούς μεσαιωνικούς ἔρχονται νά γεννήσουν μιὰ τρίτη πού τούς μοιάζει ὅπως τό παιδί στούς γεννήτορές του.
Μπορεῖ ἡ ποίηση ν’ ἀκολουθήσει ἕναν τέτοιο δρόμο; Οἱ αἰσθήσεις μές ἀπ’ τόν ἀδιάκοπο καθαρμό τους νά φτάσουν στήν ἁγιότητα; Τότε ἡ ἀναλογία τους θά ἐπαναστραφεῖ ἐπάνω στόν ὑλικό κόσμο καί θά τόν ἐπηρεάσει.Δέν ἀρκεῖ νά ὀνειροπολοῦμε μέ τούς στίχους. Εἶναι λίγο. Δέν ἀρκεῖ νά πολιτικολογοῦμε. Εἶναι πολύ. Κατά βάθος ὁ ὑλικός κόσμος εἶναι ἁπλῶς ἕνας σωρός ἀπό ὑλικά. Θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τό ἄν εἴμαστε καλοί ἤ κακοί ἀρχιτέκτονες τό τελικό ἀποτέλεσμα. Ὁ Παράδεισος ἤ ἡ Κόλαση πού θά χτίσουμε. Ἐάν ἡ ποίηση παρέχει μία διαβεβαίωση καί δή στούς καιρούς τούς durftiger εἶναι ἀκριβῶς αὐτή: ὅτι ἡ μοίρα μας παρ’ ὅλ’ αὐτά βρίσκεται στά χέρια μας.