Κύριε λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής. Άστρα και χώμα σε βαστάζουν…. Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις, ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν, άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο. Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου.
Άλλο δεν επιθύμησα – μονάχα τα κουρασμένα πόδια σου να πλύνω. Να ’ναι η κάμαρα ζεστή, κι απ’ τις κουρτίνες να πέφτει η αντηλιά του δειλινού. Ευλαβικά τις αρβύλες θα σου βγάλω, τις λασπωμένες, και ζεστό νερό θα φέρω μες σε βαθιά λεκάνη, και θα σκύψω να σε υπηρετήσω ταπεινά.
Μα όταν, σηκώνοντας τα βρώμικα απονέρια, γεμάτα απ’ την αγάπη μου, αντικριστούμε, μες στην ανατριχίλα των ματιών μου δε θα βρεις αυτό που τα απονέρια ετούτα μαρτυρούνε.
Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Μυστικός Δείπνος» (από τη συλλογή “Ξένα γόνατα”, πρώτη έκδοση, 1954), κυκλοφορεί στην συλλογή “ΠΟΙΗΜΑΤΑ” (σελίδα 36), ένατη έκδοση, Θεσσαλονίκη 2020, από τις εκδόσεις Ιανός
Επόρευσαν οι βασιλείς και εκ του οίνου της πορνείας εμεθύσθησαν οι κατοικούντες την γην. Κάτω απ’ τα λάβαρα της Ρώμης στην τέντα της Μαγδαληνής εσύ πατέρας της συγγνώμης κι εμείς παιδιά της ηδονής.
Ζοφώδης και ασέληνος ο έρως της αμαρτίας. Βραχνή ακούστηκε η κραυγή Στα καπηλιά της πολιτείας Εσύ αμνίον για σφαγή Κι εμείς κριοί της αμαρτίας.
Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον. Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της, καλλίτερ’ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της, πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται, και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην ήτις είνε συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα. Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον οπού έκαμνε το πάτωμα ν’ αστράφτη, και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα.
Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι, ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες! Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα, των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα, νά που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει (είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει) σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει κι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση!
Χρησιμοποιούμε cookies για να διασφαλίσουμε ότι σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, θα υποθέσουμε ότι είστε ικανοποιημένοι με αυτόν.Εντάξει!