Ο 76χρονος Γκέρχαρντ Ρίχτερ είναι ο σπουδαιότερος εν ζωή Γερμανός ζωγράφος σήμερα και επειδή η επιτυχία συνήθως προσμετράται σε χρήμα, είναι αναμφισβήτητα και ο πιο επιτυχημένος, σπάζοντας το ένα μετά το άλλο τα ρεκόρ πωλήσεων. Σύμφωνα με μετρήσεις του περιοδικού Capital, o Ρίχτερ το διάστημα 2004 – 2007 βρισκόταν στην πρώτη θέση από πλευράς πωλήσεων. Και τι γίνεται τώρα με την οικονομική κρίση, τον ρωτάμε. Πόσο τον επηρεάζει; Γελάει και παραμένει χαλαρός, τα παρακολουθεί και τα διαβάζει όλα αυτά στις εφημερίδες, αλλά δεν τον πολυαπασχολούν. Να μην παίρνουμε την τέχνη τόσο σοβαρά όσον αφορά την οικονομική της πλευρά, μας προτρέπει ο διευθυντής του Μουσείου Λούντβιχ Κάσπαρ Κένιχ. «Αναμφισβήτητα πάντως» παραδέχεται «οι συνέπειες θα φανούν και σε αυτόν τον τομέα». Προς το παρόν πάντως δεν επιβεβαιώνεται ακόμα. Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της εφημερίδας Tagesspiegel τα κέρδη από τις πωλήσεις έργων τέχνης συνεχίζονται, τα ποσά που διακινούνται είναι τεράστια, αν και φαίνεται κάποιοι ζωγράφοι να βγαίνουν περισσότερο κερδισμένοι από την κρίση σχετικά με τις πωλήσεις των έργων τους, όπως για παράδειγμα ο Αντι Γουόρχολ, ο Φράνσις Μπέικον και ο Λούσιαν Φρόιντ, ενώ ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ συγκαταλέγεται μάλλον στους «χαμένους».
Ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ γεννήθηκε στη Δρέσδη το 1932. Μαθητής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ήρθε σε επαφή το 1959, κατά τη διάρκεια της έκθεσης Documenta στο Κάσσελ, με το έργο του Τζάκσον Πόλοκ και του Λούτσιο Φοντάνα. Το 1961, λίγο πριν χτιστεί το τείχος του Βερολίνου, διέφυγε από την Ανατολική Γερμανία και εγκαταστάθηκε στο Ντίσελντορφ όπου σπούδασε και αργότερα δίδαξε, από το 1971 μέχρι το 1994, στην περίφημη Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης. Σήμερα ζει στην Κολωνία όπου έχει τα δύο ατελιέ του.
Ο Ρίχτερ έχει εκθέσει στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου και έχει βραβευθεί πολλές φορές. Το 1997 του απονεμήθηκε το ιαπωνικό βραβείο «Praemium Imperiale» το οποίο θεωρείται το Νομπέλ των Τεχνών.Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι στην αγορά τέχνης, οι τιμές των έργων του είναι ιλιγγιώδεις. Τα «τρία κεριά» του για παράδειγμα πουλήθηκαν το 2001 σε δημοπρασία των Σοθμπις έναντι 5,3 εκ. ενώ σε δημοπρασία του 2011, οι πωλήσεις του έφτασαν στα 200 εκ. δολλάρια.
Είναι τελειομανής, λιγομίλητος και αποφεύγει τις συνεντεύξεις. «Μου αρέσει ότι δεν έχει στυλ: τα λεξικά, οι φωτογραφίες, εγώ και οι πίνακές μου» είχε πει κάποτε. Πράγματι και ο ίδιος δεν έχει ένα στυλ αλλά πολλά διαφορετικά. Και αυτό για το οποίο διακρίνεται και εντυπωσιάζει είναι το θολό γκρίζο, που αποτυπώνεται σε μια σειρά πινάκων του, εικόνες φλουταρισμένες και μυστηριώδεις, για τις οποίες διαλέγει θέματα από την κοινότοπη καθημερινή ζωή μιας νοικοκυράς, από φωτογραφίες δικές του και της Λένι Ρίφενσταλ από την Αφρική, από τη ζωή των δικών του αλλά ακόμη και θέματα που απεικονίζουν τη φρίκη του πολέμου, τις συλλήψεις και τις αυτοκτονίες της ομάδας Μπααντερ Μάινχοφ στα λευκά κελιά και τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Επηρεασμένος από κλασικούς όπως ο Τιτσιάνο και ο Βερμέερ αλλά και τα κινήματα της αμερικανικής ποπ αρτ, της οπ αρτ και του μινιμαλισμού -θεωρείται ο μεγαλύτερος ευρωπαίος εκπρόσωπός τους- ο Ρίχτερ περνάει με μεγάλη ευκολία από την ποπ αρτ στην αφηρημένη τέχνη και από τον φωτορεαλισμό και πάλι στην αφηρημένη ζωγραφική για να αποτυπώσει σε καμβάδες μεγάλων διαστάσεων αφρισμένα χρώματα που ανακατεύονται αλλού με παχιές και αλλού πιο λεπτές πινελιές.
Ενας καταρράκτης από χρώματα, ένας ύμνος στην επιμελημένη «τυχαιότητα» αυτή είναι η αφηρημένη ζωγραφική του πολύπλευρου Γερμανού ζωγράφου. Γιατί ο Ρίχτερ δεν είναι ένας καλλιτέχνης, αλλά πολλοί μαζί ταυτόχρονα. Ο τρόπος που ζωγράφιζε στη δεκαετία του ’60 και αργότερα του ’70 ήταν καινούργιος ακόμα για τη Γερμανία. Εμπνεύσθηκε πολύ από την αμερικανική ποπ-αρτ. Τα έργα του δεν έχουν μια εμφανή συνέχεια. Είναι ο ζωγράφος που με την ίδια ευκολία αποτυπώνει στον καμβά ωραία λουλουδάκια στο βάζο, όπως και τα πορτρέτα των πρωταγωνιστών της τρομοκρατικής οργάνωσης RAF στον γνωστό κύκλο του «18 Οκτωβρίου 1977». Και από τον φωτορεαλισμό πάλι περνάει με την ίδια ευκολία στην αφηρημένη τέχνη. Σε αυτήν ακριβώς την αφηρημένη ζωγραφική που δημιουργήθηκε από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα επικεντρώνεται η έκθεση στο μουσείο Λούντβιχ της Κολωνίας.
Ανυποψίαστος αλλά και εντυπωσιασμένος στέκεται ο θεατής μπροστά και στα υπόλοιπα μεγάλα έργα, όπως είναι τα σκοτεινά «Νοέμβριος» (1989), «Ιανουάριος» (1989), «Φεβρουάριος» (1989). Εργα φτιαγμένα με μαεστρία, πείσμα και υπομονή. «Προϊόν της θέλησης και του τυχαίου», όπως μας λέει ο Ρίχτερ. Πίνακες δουλεμένοι με πολλές παχιές στρώσεις χρώματος. Χρώματα που μπλέκονται, ανακατεύονται και δημιουργούν παράξενες μορφές, απροσδιόριστες. Ομως δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις πως αυτός ο πολύ όμορφος κόσμος του τυχαίου δεν κρύβει και τη συνειδητή επιλογή του χρώματος και της φοράς του πινέλου ή της σπάτουλας.
Τα έργα μοιάζουν να είναι αποτέλεσμα ευκολίας, πίνακες όμως όπως αυτοί μαρτυρούν το αντίθετο. Προηγήθηκαν 32 ολόκληρες προσπάθειες για να καταλήξει στην τελική μορφή.
Ένα πρωτότυπο έργο του καλλιτέχνη βρίσκει κανείς απρόσμενα στον καθεδρικό ναό της Γερμανίας, το δεύτερο μεγαλύτερο στη Γερμανία και σίγουρα ένας από τους μεγαλύτερους στον κόσμο. Δεν πρόκειται για τα αναμενόμενα βιτρό της ρωμαιοκαθολικής εκκλησιαστικής τεχνοτροπίας, αλλά για ένα προϊόν αφηρημένης, ίσως και κοντά ποπ τέχνης, πολύχρωμο και όμορφα δομημένο. Η διαφορά του σε σχέση με τα υπόλοιπα δεν ενοχλεί τον θεατή, ίσα ίσα ταιριάζει απόλυτα με τον χώρο μέσα στον οποίο έχει τοποθετηθεί. Βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία και γεμίζει το ναό με ένα υπέροχο χρώμα με τις ακτίδες του ηλίου.
Ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ είναι μεγάλος ζωγράφος. (Ναι, σαν εκείνους, τους άλλους, τους παλιούς…) Μόνο που πρέπει να τον δει κανείς «αθώα». Ισως όσο «αθώα» βλέπει ο ίδιος τον εαυτό του: «Πολλοί λένε: «Ο Ρίχτερ έχει να κάνει με το φως». Ποτέ δεν κατάλαβα για ποιο πράγμα μιλάνε. Ποτέ δεν με ενδιέφερε το φως. Το φως είναι εδώ και το ανάβεις ή το σβήνεις. Δεν ξέρω ποια είναι «η προβληματική του φωτός». Βεβαίως υπάρχει φως εδώ. Χωρίς φως δεν θα βλέπαμε ο ένας τον άλλον».