Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ γεννήθηκε το σαν σήμερα το 1898 στο Όσναμπρυκ της Γερμανίας και μεγάλωσε μέσα στη νοσηρή ατμόσφαιρα που προηγήθηκε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1916 πήγε στρατιώτης όπου βρέθηκε μπροστά στο “μεγαλύτερο ομαδικό έγκλημα στην ιστορία”. Το 1929 κυκλοφόρησε το βιβλίο του “Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο”, που θεωρήθηκε η πιο ειλικρινής και σπαρακτική μαρτυρία για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και γνώρισε διεθνή επιτυχία. Το 1933 τα βιβλία του κάηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και ο ίδιος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία.
Σας παραθέτουμε ένα απόσπασμα από αυτή τη συγκλονιστική μαρτυρία:
Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20, από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω τους λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους. Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι του κόσμου εφευρίσκουν όπλα για να γίνονται όλ’ αυτά μ’ έναν τρόπο ακόμα πιο ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο. Κι όλοι οι συνομήλικοί μου εδώ, στην αντικρυνή παράταξη, σ’ ολόκληρο τον κόσμο το βλέπουν όπως εγώ. Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας. Τι θα κάνουν άραγε οι πατεράδες μας αν μια μέρα σηκωθούμε και παρουσιαστούν μπροστά τους για να τους ζητήσουμε λογαριασμό; Τι περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Τι περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια ολόκληρα σκοτώναμε μόνο. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα στη ζωή. Για μας η επιστήμη της ζωής περιορίζεται στο θάνατο. Τι θα συμβεί ύστερα; Και τι θ’ απογίνουμε εμείς; […]
Έχουμε χάσει κάθε αίσθημα ανθρωπισμού και αλληλεγγύης. Μόλις κατορθώνουμε να αναγνωρίσει ο ένας τον άλλο, όταν η εικόνα του ενός πέσει μπροστά στα μάτια μας, που είναι μάτια κυνηγημένου ζώου. Είμαστε αναίσθητοι νεκροί, οι οποίοι με ένα στρατήγημα ή κάποια επικίνδυνη μαγεία γινήκαμε και πάλι ικανοί να τρέχουμε και να σκοτώνουμε […]
Έχουμε γίνει επικίνδυνα ζώα, δεν πολεμούμε αμυνόμαστε εναντίον της καταστροφής. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες μας πάνω σε ανθρώπινα πλάσματα, γιατί τη στιγμή εκείνη δε νιώθουμε παρά ένα πράγμα: ότι ο θάνατος βρίσκεται εκεί σ’ αυτούς να μας αρπάξει κάτω από αυτά τα χέρια και κάτω απ’ αυτά τα κράνη. Είναι η πρώτη φορά έπειτα από τρεις μέρες που μπορούμε ν’ αμυνθούμε εναντίον του. Η αγριότητας και το πάθος που μας εμψυχώνει μοιάζουν με τρέλα. Μπορούμε να καταστρέψουμε και να σκοτώσουμε για να σωθούμε… για να σωθούμε και να εκδικηθούμε….