Ο ελληνολάτρης Γερμανός ρομαντικός Friedrich Hölderlin

Αντί προλόγου

Η Γερμανική ποίηση, αν και ιδιαίτερα παρεξηγημένη, είναι πάντα μια πηγή έμπνευσης, συγκίνησης, μαγείας για όλους εμάς που έχουμε την τύχη να την διαβάζουμε είτε από το πρωτότυπο είτε από αξιόλογες μεταφράσεις που έχουν επιχειρήσει Έλληνες ομότεχνοι. Ένα τέτοιο παράδειγμα που δεν εξαντλείται σε μια απόδοση, αλλά συμπληρώνεται από ανθολόγηση και σχολιασμό αποτελεί το έργο “Ποιήματα Φρήντριχ Χαίλντερλιν” σε μετάφραση και σχόλια του Θανάση Λάμπρου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός. Μια αποκαλυπτική διείσδυση σε ένα ποιητικό σύμπαν με τοπογραφία, ιδεαλισμό, έρωτα, με στοιχεία μυθικά και υπερβατικά. Μια συνάντηση με τον Χριστό, τη Διοτίμα, τον Ηρακλή, αλλά και τους ποιητικούς απογόνους του Hölderlin. Μια επιβεβαίωση της διαπίστωσης του Οδυσσέα Ελύτη στην ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας: «Πως να μην αναφερθώ εδώ πέρα στον Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, τον μεγάλο ποιητή που με το ίδιο πνεύμα εστράφηκε προς τους Θεούς του Ολύμπου και προς τον Ιησού; Η σταθερότητα που έδωσε σ’ ένα είδος οράματος είναι ανεκτίμητη. Και η έκταση που μας αποκάλυψε μεγάλη. Θα έλεγα τρομακτική. Αυτή άλλωστε είναι που τον έκανε, όταν μόλις ακόμη άρχιζε το κακό που σήμερα μας πλήττει, ν’ ανακράξει: Wozu Dichter in durftiger Zeit! Οι καιροί φευ εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο durftiger. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε». Πάμε να γνωρίσουμε μια ποίηση που λειτουργεί, λοιπόν!

Continue reading “Ο ελληνολάτρης Γερμανός ρομαντικός Friedrich Hölderlin”

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: ένας ρομαντικός συμβολιστής

  • Σημαντικά βιογραφικά στοιχεία

Ο Rainer Maria Rilke γεννήθηκε το 1875 στην Πράγα. Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίζονταν από κακουχίες, αφού ως φιλάσθενος με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και ευαισθησία δυσκολεύονταν να φοιτήσει σε στρατιωτικές σχολές , πράγμα για το οποίο τον προόριζε ο πατέρας του, που αργότερα από τους βιογράφους του χαρακτηρίστηκε εγκληματικό. Το 1892 ξεκινά τις Νομικές Σπουδές και το 1893 αρραβωνιάζεται με τη Valery von David-Rhonfeld,η σχέση του με την οποία έρχεται σε ρήξη μετά τη δημοσίευση της αλληλογραφίας μεταξύ τους από την ίδια[1]. Συνεργάζεται με το περιοδικό «Νέα Γερμανία και Νέο Έζλας» και το 1895 ξεκινά τις Φιλοσοφικές του Σπουδές. Το 1897 γνωρίζεται με τη Lou Andreas-Salome, ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο της ζωής του. Σε ένα ταξίδι του στη Ρωσία γνωρίζει τους: Leo Tolstoi, Drouhin,Pasternak, Vogeles, Becker, και τη γλύπτρια Clara Westhoff, την οποία παντρεύεται το 1901. Το 1905 και για ένα χρόνο διατελεί γραμματέας του διάσημου γλύπτη August Rodin. Η ψύχρανση των σχέσεων τους όμως ένα χρόνο αργότερα συντελεί στην αποχώρηση του Rilke. Το 1907 βέβαια, συμφιλιώνονται ξανά. Το 1914 γνωρίζει τη Lulu Albert-Lasard και συζούν. Εκείνη, το 1915 ζωγραφίζει το μοναδικό πορτραίτο του ποιητή καθήμενου. Το 1919 καταφεύγει στην Ελβετία ζητώντας άσυλο. Το 1926 συναντά τον Paul Valery. Την ίδια χρόνια πληγωμένος στο χέρι, από τα αγκάθια τριαντάφυλλων, που έκοβε, στον κήπο του, εκδηλώνεται οξεία λευχαιμία, από την οποία έπασχε. Μετά από μακρύ αγώνα φεύγει από τη ζωή στις 29 Δεκεμβρίου του 1926 σε ένα νοσοκομείο στην Ελβετία. Όλη του τη ζωή ταξίδεψε σε πάρα πολλές χώρες, αναζητώντας μια πνευματική πατρίδα. 

  •  Ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν το έργο του

Ο Rilke έζησε σε μια ταραγμένη εποχή, που χαρακτηρίζονταν από θρησκευτικές διαμάχες, ηθική κατάπτωση ,παγκόσμια αναστάτωση[2] και κοινωνικές ζυμώσεις που κατέληξαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος στιγμάτισε το έργο του. Επιπρόσθετα, οι αναζητήσεις και ανακαλύψεις στην περιοχή των επιστημών του ανθρώπου (Δαρβίνος, Μαρξ, Νίτσε, Μπερζόν, Φρόυντ) οδήγησαν σε μια ραγδαία αλλαγή της ευαισθησίας και μια σειρά καλλιτεχνικών εξεγέρσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται ο γαλλικός ιμπρεσιονισμός όσον αφορά τη ζωγραφική και ο συμβολισμός όσον αφορά την ποίηση που διαμορφώνουν το ύφος και τον στίχο του ποιητή. Βέβαια, πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι στο νεανικό του έργο ήταν εμφανείς οι επιρροές του από τον Τριακονταετή πόλεμο, τους ήρωες και τα μεγάλα πνεύματα εκείνης της εποχής. Επίσης, τα πρώτα του διηγήματα καθορίστηκαν κατά μεγάλο βαθμό από το έργο του Detlev Liliencram και οι πρώτες του δραματικές απόπειρες από το νατουραλισμό.

Ο Ρίλκε (αριστερά) με τον Βαλερύ (δεξιά)
  • Έργο

Ο Rilke εντάσσεται στο ρεύμα του συμβολισμού. Παρ’ όλα αυτά παρουσιάζει στα ποιήματά του στοιχεία ρομαντισμού. Όπως αναφέραμε παραπάνω, επηρεάστηκε από το γαλλικό ιμπρεσιονισμό.

Από όλα του τα έργα πιο γνωστό είναι οι «Ελεγείες του Ντουίνο», που οφείλουν τον τίτλο τους στον Πύργο του Ντουίνο, κοντά στην Τεργέστη[3] όπου εμπνεύστηκε το έργο τώρα έχει καταστραφεί[4]. Η φιλία του Rilke με την ιδιοκτήτριά του, την Πριγκίπισσα Maria von Thurn und Taxis-Hohenloe, έχει σχολιαστεί πλούσια. Το βιβλίο μεταφράζεται ολόκληρο. Η ευφορία του αισθήματος, των αισθήσεων σε καθαρότητα θαυμαστή, του πνεύματος σε λαμπρότητα ορμής, εξουσιάζουν αμέσων εκείνον που είναι ικανός να αφεθεί, να διαποτιστεί από την αβρότητα της ποίησης αυτής, που ο πυρήνας της είναι εντούτοις μια αδάμαστη δύναμη, γράφει αναφερόμενη στο έργο του αυτό η Ζωή Καρέλλη[5].Ο ρομαντισμός του μας πηγαίνει πολύ μακριά, μας γυρεύει όλο και μια καινούργια συγκατάθεση, μια καινούργια ψυχική βίωση. Κάθε φορά που το ανοίγουμε ξέρουμε πως έχουμε να περάσουμε ένα σύνορο. Και πως ό,τι βρίσκεται πέρα απ’ αυτό, ποτέ δεν είχε πάψει να μας ανήκει[6].  Ή σύμφωνα με τον Κλέοντα Παράσχο, αυτά ιδίως τα δέκα «Ελεγεία του Ντουίνο», το ωραιότερο και πιο ώριμο έργο του Rilke, είναι ό,τι πιο ρευστό, πιο μουσικό, πιο έξω και μακριά από κάθε πλαστικό σχήμα, παρουσίασε η ποίηση των τελευταίων χρόνων, καθαρή ουσία ψυχική και ροή, αν μπορεί κανένας να πει, ψυχική[7] .

Ο Rilke αποτελεί την προσωποποίηση της ευαισθησίας, αποκρυσταλλωμένης σε τόνους τόσο λεπτούς, τόσο μουσικούς, τόσο βαθιά ενοραματικούς, δίνοντας τις πνευματικές αισθήσεις του για να βιώνουμε το άγνωστο, να βλέπουμε πέρα από το ορατό και, για να ακούμε, να παραβιάζουμε αυτή την τρομερή σιωπή των ζωντανών πραγμάτων. Κι όλα αυτά απλά μόνο για αυτό το κάλλος που παιδεύει ηθικά και ολοκληρώνει τον άνθρωπο σε αρετή και κατανόηση. Προκειμένου να μιλήσει κανείς για αυτόν, θα πρέπει να φτάσει στα βάθη της πιο αυστηρής σιωπής, ως τις πιο βαθειές ρίζες της αρχέτυπης ανθρωπιάς ακλουθώντας τον. Η λεκτική μουσική του, ο στίχος του, η τελειότητα της μορφής ου η σχεδόν παρνασσιακή είναι μορφικά στοιχεία που ιδιάζουν και χρωματίζουν ολόκληρο το ποιητικό έργο του Rilke. Ο Rilke είναι ένας ασύγκριτος οραματιστής των πραγμάτων, ένας ποιητής που έδωσε νέα κατεύθυνση στο λυρισμό και τον ανανέωσε, βαφτίζοντάς τον σε βαθύτατες πηγές ενστικτώδους και βαθύτατου μυστικισμού. Ο Rilke είναι από τους ποιητές στους οποίους η μοντέρνα ποίηση οφείλει ένα μέγιστο μέρος της αξίας της και της ουσίας της. Ό,τι έκανε ο Ρεμπώ και ο Γαλλικός Συμβολισμός έως τον Βαλερύ, στη μορφή του ποιητικού λόγου, το έκανε ο Rilke στο εσωτερικό του, στον τομέα που η ψυχή γίνεται άμεσα ποίηση και μύθος. Ποιητής αρχαγγελικός αλλά και σε πολλά απρόσιτος, επιβάλλεται περισσότερο σαν μυστήριο και λιγότερο σα νοητός λόγος. Για να νιώσουμε τον Ρίλκε, πρέπει να έχουμε διαρκώς υψωμένα τα μάτια μας στο βραδινό ουρανό ή να βλέπουμε τον γύρω μας κόσμο, ψάχνοντάς του γνωρίσματα και φωνές και ψιθυρίσματα ουρανίων παραδείσων, όπως σημειώνει σε ραδιοφωνική του εκπομπή ο Αντρέας Καραντώνης.

Θεωρείται σπουδαίος, καθώς έδειξε πόσες άπειρες δυνατότητες περιέχει ακόμα η Γερμανική γλώσσα, η πιο πλούσια σε καίρια έκφραση απ’ όλες τις λατινογενείς γλώσσες της Ευρώπης. Την πλούτισε με καινούργιες λέξεις και εκφράσεις, νεολογώντας κατά τον πιο νόμιμο, αλλά πάντα απίθανα ποιητικό τρόπο, έτσι που, για να τον κατανοήσει κανείς δεν αρκεί πια η γνώση της γλώσσας, αλλά η δημιουργική φαντασία που θα βρίσκεται σε απόλυτη επικοινωνία και σε στενή συνεργασία με τη συμβολογλωσσοπλαστική αντίληψη του ίδιου του ποιητή. Οι δικές του αισθητικές αρχές που διαμόρφωσε, συνέπεσαν με τις αρχές του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, οπότε είναι ο ίδιος και το έργο του αυτοί που βοήθησαν στην εκκόλαψη του εξπρεσιονιστικού κινήματος στη Γερμανία. Τέλος συνέβαλε στην εξέλιξη του ρωσικού ακμεϊσμού, εφόσον αρκετοί ρώσοι λογοτέχνες μελέτησαν και στηρίχτηκαν στο έργο του, όπως: Μαρίνα Τσβετάγεβα, Μπόρις Πάστερνακ και Πάουλ Τσέλαν. 

Το έργο του διαχωρίζεται σε δύο φάσεις: νεανικό και ωριμότητας:

ΝεανικόΩριμότητας
Χειρόγραφο 81 σελίδες (αρχεία Βαϊμάρης) (1892)«Δύο ιστορίες της Πράγας», «Για να γιορτάσω τον εαυτό μου» (1899) «Οι τελευταίοι» (διήγημα), «Βιβλίο των εικόνων (ποιήματα), «Καθημερινή ζωή» (δίπραχτο δράμα), «Ράινερ Μαρία Ρίλκε» (μονογραφία) (1902)
«Ζωή και τραγωδία» (πρωτόλειο βιβλίο) , «Εικόνες και φύλλα ημερολογίου» (επιστολές)  (1893)«Η μονογραφία του Βορπσβέντε» (μονογραφία), «Αύγουστος Ροντέν» (μονογραφία) (1903) «Ιστορία Καλού Θεού» (διηγήματα) (1904) «Ωρολόγιον» (1905)
«Τώρα και στην ώρα του θανάτου μας» (θεατρικό έργο) , «Αγροράδικα» (τρία τετράδια), «Προσφορά στους Λάρητες» (ποιητική συλλογή)  (1896),«Η μελωδία του έρωτα και του θανάτου του Σημαιοφόρου Χριστοφόρου Ρίλκε» (1906), «Νέα ποιήματα» (2ο βιβλίο)
«Το πρωινό αγιάζι» (τρίπραχτο δράμα), «Στεφανωμένος με όνειρο» (ποιήματα) (1897)«Πρώιμα ποιήματα», «Requiem» (1909), «Μάλτε Λάουριτζ Μπρίγκε» (1911), «Πρώτα Ποιήματα», «Βίος της Θεοτόκου» (1913) «Όψιμα ποιήματα» (1915) 
«Τεσσαρακοστή», «Χωρίς Παρουσία» (δίπραχτο δράμα), «Προς ζωή» (διηγήματα και σκίτσα), «Φλωρεντινό Ημερολόγιο» (υπό τύπον επιστολή προς Lou) (1898)«Η λευκή πριγκίπισσα» (1920), «Οι ελεγείες του Ντουίνο» , «Σονέττα του Ορφέα» (1923)
Γαλλικές συλλογές: «Περιβόλια και Βαλαιζανικές Στροφές» (1926) , «Τα παράθυρα», «Τα ρόδια» με πρόλογο του Paul Valery)
Μεταφράσεις: «Πορτογαλικά Σονέττα» (Elizabeth Barret Browing) (1908), «Ο Κένταυρος» (Maurice de Guerin) (1911), «Πορτογαλικές Επιστολές» (Marianna Alcofarda) (1913), «Επιστροφή του ασώτου υιού» (Andre Gide) (1914) Άλλα ποιήματα (Paul Valery) (1924)
©Στο δρόμο της Ποίησης

Πηγές:


[1] «Εικόνες και φύλλα ημερολογίου»  (1893)

[2] www.wikipedia/RainerMariaRilke.com (Ανάκτηση: 20/11/13)

[3] «Rilke, Man and Poet» Nora Wydenbruck

[4] «R.M.Rilke:Oeuvres» Editions du Seuil

[5] «Καινούργια εποχή»

[6] «Ταχυδρόμος» Αλεξάνδρειας, «Η Τέχνη είναι δύσκολη»

[7] «Καθημερινή»

Ευγένιος Ντελακρουά, ο επαναστάτης φιλέλληνας του Γαλλικού Ρομαντισμού

Σαν σήμερα,  στις 13 Αυγούστου 1863, πεθαίνει στο Παρίσι ο Ευγένιος Ντελακρουά. Λίγοι καλλιτέχνες είχαν την ίδια επίδραση και διαρκή επιρροή όπως ο σπουδαίος ρομαντικός ζωγράφος. Ήταν ο πιο γνωστός και αμφιλεγόμενος Γάλλος ζωγράφος του πρώτου μισού του 19ου αιώνα και ένας από τους πρώτους μεγάλους καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης. Κάθε νέο έργο του που παρουσιαζόταν συνάρπαζε τους σύγχρονούς του, ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν ο Courbet, ο Chassériau και ο ποιητής και κριτικός Σαρλ Μπωντλαίρ, ο οποίος τον χαρακτηρίζει ως τον τελευταίο ζωγράφο της Αναγέννησης και τον πρώτο μοντέρνο. Μετά τον θάνατό του, γενιές καλλιτεχνών στρέφονται συνεχώς σε αυτόν, προκειμένου να βρουν νέες κατευθύνσεις για την τέχνη τους. Παρόλο που λατρεύτηκε ως πρωτοπόρος από καλλιτέχνες όπως ο Μανέ, ο Σεζάν, ο Ρενουάρ, ο Βαν Γκογκ και ο Ματίς, σε αντίθεση με τα δικά τους, το όνομά του δεν είναι τόσο οικείο σήμερα.

Γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1798 στο Σαρεντόν-Σαιν-Μορίς  και ήταν το τέταρτο παιδί του Σαρλ Ντελακρουά, υπουργού Εξωτερικών του Διευθυντηρίου αν και εικάζεται ότι ο πραγματικός του πατέρας ήταν ο Ταλλεϋράνδος, διάσημος διπλωμάτης στον οποίο ο Ευγένιος έμοιαζε στην εμφάνιση και το χαρακτήρα.

Η θεματική των έργων του Ντελακρουά αποτελούνταν κυρίως από ιστορικά ή σύγχρονα γεγονότα της εποχής, από τη λογοτεχνία καθώς και πιο εξωτικά θέματα τα οποία άντλησε μετά από επίσκεψη του στο Μαρόκο.

«Ο Δάντης και ο Βιργίλιος στην Κόλαση», Ευγ. Ντελακρουά

Το καλλιτεχνικό ντεμπούτο του Ντελακρουά πραγματοποιήθηκε, το 1822, στην έκθεση ζωγραφικής «Σαλόν» στο Παρίσι, όπου και παρουσίασε το πρώτο του έργο «Ο Δάντης και ο Βιργίλιος στην Κόλαση», εμπνευσμένο από την «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, πίνακα ορόσημο του γαλλικού ρομαντισμού του 19ου αιώνα. Το 1824 σε ηλικία 24 ετών παρουσίασε ξανά πίνακές του στο Παρίσι. Πηγή έμπνευσης ήταν η σφαγή χιλιάδων Ελλήνων της Χίου από τους Οθωμανούς, που είχε γίνει δύο χρόνια νωρίτερα ως αντίποινα για τον ξεσηκωμό τους. 

Στους πίνακες του Ντελακρουά, το πρόσωπο των Τούρκων συμβόλιζε την τυφλή, βίαιη δύναμη και το πρόσωπο των Ελλήνων την ελευθερία και τον πολιτισμό. Όπως ανέφερε στο Ημερολόγιο του το 1822 «Όταν οι Τούρκοι προφταίνουν τους λαβωμένους στο πεδίο της μάχης, η ακόμη και τους αιχμαλώτους τους λένε: Μη φοβάσαι και τους χτυπούν στο πρόσωπο με τη λαβή του σπαθιού τους για να τους κάνουν να σκύψουν το κεφάλι: τους το παίρνουν με μια σπαθιά!…»

Ντελακρουά
«Ο θάνατος του Σαρδανάπαλου» , Ευγ. Ντελακρουά

Ο Ντελακρουά έφυγε για το Λονδίνο το 1825, όπου και μαθήτευσε κοντά στους Κόνσταμπλ, Ουίλιαμ Τέρνερ και Σερ Τόμας Λόρενς. Επιστρέφει στο Παρίσι το 1827 και έως το 1832 ήταν η πιο δημιουργική περίοδος του ζωγράφου. Στην περίοδο αυτή ανήκουν τα «Ο θάνατος του Σαρδανάπαλου» και το «Μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν» αντλούν τη θεματική τους από τη βυρωνική ποίηση. Το ποίημα «Ο Γκιαούρης», που έγραψε ο Λόρδος Μπάιρον, ενέπνευσε τον Ντελακρουά να ζωγραφίσει τη «Μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν». Απεικόνιζε τη σκηνή εκδίκησης του Γκιαούρη για τον θάνατο της αγαπημένης του από τον Τούρκο Χασάν και συμβόλιζε την μάχη των δύο κόσμων, την ένταση του αγώνα και τη σφοδρότητα με την οποία πολεμούσαν Έλληνες και Τούρκοι.

Ντελακρουά
«Μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν» , Ευγ. Ντελακρουά

Τρία ακόμη, το «Η Εκτέλεση του δόγη Μαρίνου Φαλιέρου», το «The Battle of Nancy» και το «Battle of Poitiers», έχουν μεσαιωνική προέλευση. Επίσης, την περίοδο εκείνη, ο Ντελακρουά έφτιαξε ένα σετ λιθογραφιών, στο οποίο απεικόνιζε τη γαλλική έκδοση του «Φάουστ», του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε.

Ντελακρουά
«Η Εκτέλεση του δόγη Μαρίνου Φαλιέρου» , Ευγ. Ντελακρουά

Η ηρωική έξοδος των Μεσολογγιτών το 1826 και ο θάνατος του αγαπημένου του Λόρδου Μπάιρον στο Μεσολόγγι συγκλονίζουν τον Ντελακρουά. Ζωγραφίζει έναν ακόμη εντυπωσιακό πίνακα, με τίτλο «Η Ελλάδα ξεψυχώντας στα ερείπια του Μεσολογγίου» και τον εκθέτει στην γκαλερί Λεμπρέν «προς όφελος των Ελλήνων». Η Ελλάδα παρουσιάζεται απελπισμένη να στέκεται πάνω στα πτώματα των αγωνιστών και πίσω της να στέκεται ο εχθρός που υψώνει τη σημαία.

Eugène Ferdinand Victor Delacroix 017.jpg
«Η Ελλάδα ξεψυχώντας στα ερείπια του Μεσολογγίου» , Ευγ. Ντελακρουά

Ο Ντελακρουά εντυπωσίασε και πάλι το κοινό με το σημαντικότερο και τελευταίο ρομαντικό έργο του, το «Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό» (διαβάστε το αφιέρωμά μας εδώ), εμπνευσμένο από την Γαλλική επανάσταση του 1830. Ο πίνακας αγοράστηκε και αυτός από την Γαλλική κυβέρνηση αλλά χάρη στην αντίδραση κάποιων αξιωματούχων που θεωρούσαν την προώθηση της ιδέας της ελευθερίας ανατρεπτική, αποσύρθηκε από την κοινή θέα.

Ντελακρουά
«Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό» , Ευγ. Ντελακρουά

Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 1832, ο Ντελακρουά έκανε μια σειρά από ταξίδια που περιελάμβαναν την Ισπανία, το Μαρόκο και την Αλγερία. Εκεί, εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από την ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος και των αλόγων καθώς και από τους Άραβες και την εξωτική κουλτούρα τους. Σε αυτήν την περίοδο, το καλλιτεχνικό του στυλ έγινε πιο απελευθερωμένο, κάτι που φαίνεται και στην πολυτέλεια των χρωμάτων που έβαλε στους πίνακες του για τους οποίους χρησιμοποίησε την εικονική εμπειρία του από αυτό το ταξίδι. Σημαντικά έργα που ήταν οι καρποί αυτής της περιπέτειας είναι τα «Women of Algiers in Their Apartment», «Fanatics of Tangier», «Jewish Wedding» και «Arab Fantasia».

Ντελακρουά
«Jewish Wedding» , Ευγ. Ντελακρουά

Στο τελευταίο κομμάτι της πολυετούς καλλιτεχνικής του καριέρας, την περίοδος 1833 έως το τέλος της ζωής του, ανατέθηκε στον Ντελακρουά η διακόσμηση πολλών κυβερνητικών κτιρίων, όπως, το Παλάτι των Βουρβόνων, το Λούβρο, το Μουσείο Ιστορίας των Βερσαλλίων και πολλά άλλα. Οι τοιχογραφίες του, που κοσμούσαν τα κτίρια αυτά, αποτελούν την τελευταία μεγάλη προσπάθεια τέτοιου είδους των Μπαρόκ ζωγράφων οροφής. Οι τελευταίοι πίνακες του Ντελακρουά αντλούν την θεματολογία τους από την Αραβική κουλτούρα, την θρησκεία και την άγρια φύση. Μερικά από αυτά έργα είναι τα «The Entombment of Christ», «Arab Horses Fighting in a Stable», «Bouquet of Flowers», «Lion Rending Apart a Corpse» και «Lion Hunt».

Ντελακρουά
«Lion Rending Apart a Corpse» , Ευγ. Ντελακρουά

Το 1855 εξέθεσε 48 πίνακες στην Διεθνή Έκθεση Παρισιού και έγινε δεκτός στην Ακαδημία μετά από την όγδοη αίτησή του. Κάνοντας τοιχογραφίες πολλές ώρες όρθιος επάνω σε σκαλωσιές μισοτελειωμένων κτιρίων, αρρώστησε και αποσύρθηκε.

Πέθανε στις 13 Αυγούστου 1863 στο Παρίσι. Ωστόσο, η παρακαταθήκη του στις επόμενες γενιές καλλιτεχνών θα είναι τεράστια, καθώς θα αφήσει πίσω του πάνω από 9.000 έργα τέχνης. Οι τολμηρές του τεχνικές καινοτομίες στην ζωγραφική θα συμβάλλουν ιδιαίτερα στην ανάπτυξη του ιμπρεσσιονισμού και άλλων μοντέρνων ρευμάτων. Η απεικόνιση της ενέργειας, της κίνησης, των έντονων σκηνών βίας και καταστροφής μαζί και με την αισθητική ζωντάνια των χρωμάτων στα έργα του, τον κατατάσσουν, χωρίς καμία αμφιβολία, ανάμεσα στους πιο περίπλοκους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα.

Μέσα από τα έργα του εκφράζονται ξεκάθαρα οι αξίες και τα αιτήματα του Ρομαντισμού: η αγάπη για την ελευθερία, το πατριωτικό καθήκον, η ανακάλυψη της αξίας του λαού, του έθνους, της ιστορίας, η απελευθέρωση από τα σφιχτά δεσμά της λογικής και η έκφραση του συναισθήματος σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.

ΠΗΓΕΣ: http://urbanlife.gr/editors/eygenios-ntelakroya-enas-filellinas-zografos/ , https://www.maxmag.gr/politismos/prosopa/eygenios-ntelakroya/

“Τα σκαλοπάτια της ζωής” του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ

Τα σκαλοπάτια της ζωής (γερμ. Die Lebensstufen) είναι αριστουργηματικός πίνακας του 1835 του Γερμανού ζωγράφου Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ.

Πρόκειται για μια ελαιογραφία σε καμβά διαστάσεων 72,5 x 94 εκατοστά. Παρουσιάζει μια ειδυλλιακή σκηνή στην Βαλτική. Στην θάλασσα αρμενίζουν δύο ιστιοφόρα πλοία που επιστρέφουν στο λιμάνι. Ένα άλλο πλοίο έχει αγκυροβολήσει στο λιμάνι και μαζεύει τα πανιά. Δύο άλλα μικρά πλοιάρια φτάνουν στην αποβάθρα. Τα πέντε πλοία “αντικατοπτρίζονται” στη ξεριά από πέντε ανθρώπους που βρίσκονται στο λιμάνι. Στην μέση ένα μικρό αγοράκι κρατάει στον αέρα ένα χάρτινο σημαιάκι, ενώ ένα μικρό κοριτσάκι θέλει να του το πάρει. Δεξιά τους κάθεται μια νεαρή κυρία, η οποία προσέχει τα δύο παιδιά. Προς τα αριστερά βρίσκεται ένας νεαρός άνδρας που απευθύνεται σε έναν γηραιότερο με μακρύ επίσημο παλτό, καπέλο και μπαστούνι. Καθώς ο πίνακας χρονολογείται στα τελευταία χρόνια της ζωής του Φρίντριχ, αρκετοί μελετητές υποθέτουν ότι ο γηραιός άντρας είναι ένα αυτοπορτραίτο του ίδιου του καλλιτέχνη, ενώ ότι ο νεαρότερος είναι ο ανιψιός του καλλιτέχνη με τα τρία παιδιά του.

Αυτός ο πίνακας είναι ένα από τα τελευταία έργα του καλλιτέχνη, προτού πολλαπλά εγκεφαλικά επεισόδια τον αποτρέψουν να δουλεύει ελαιογραφίες. Πρόκειται για αλληγορικό έργο για το πέρασμα του χρόνου και το ταξίδι της ζωής. Πέντε καράβια και πέντε άνθρωποι παριστάνουν τα τρία σκαλοπάτια της ζωής (νεότητα, μέση ηλικία, γηρατειά) των δύο φύλων. Οι νέοι και τα παιδιά είναι ντυμένοι με καλοκαιρινά ενδύματα, ενώ ο γέρος φοράει βαρύ παλτό και γούνινο καπέλο. Έχει γυρισμένη την πλάτη στον θεατή, και βαδίζει, σαν να απομακρύνεται από κοντά μας. Όπως συνηθιζόταν στους πίνακες του Φρίντριχ, ο ουρανός κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του καμβά, αλλάζοντας από αποχρώσεις του μπλε σε έντονες αποχρώσεις του πορτοκαλί και του κίτρινου στο κέντρο, κάτι πού τοποθετεί την απεικονιζόμενη σκηνή κατά το σούρουπο. Καθώς ο ήλιος δύει και τα πλοία ανοίγονται στη θάλασσα, υπάρχει μια αίσθηση γαλήνης και τελειότητας.

ΠΗΓΕΣ: https://www.theartstory.org/artist-friedrich-caspar-david-artworks.htm , https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%B1_%CF%83%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CF%80%CE%AC%CF%84%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%B6%CF%89%CE%AE%CF%82

Ο ποιητής του πιάνου

O Φρεντερίκ Φρανσουά Σοπέν γεννήθηκε σαν σήμερα, 1η Μαρτίου, σε μία πόλη κοντά στη Βαρσοβία της Πολωνίας, τη Ζελαζόβα Βόλα, το 1810. Υπήρξε βιρτουόζος πιανίστας και ίσως ο μεγαλύτερος ρομαντικός συνθέτης, με έργα που έμειναν στην ιστορία ως αριστουργήματα.

Βαρκαρόλα, ένα από τα πιο όμορφα έργα του Σοπέν

Ο Γαλλοπολωνός συνθέτης μεγάλωσε στη Βαρσοβία. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση σε ηλικία 8 ετών και δημοσίευσε τα πρώτα του έργα στα 15 του έτη. Μετά από επιτυχημένες δημόσιες εμφανίσεις στη Βιέννη, το 1831 έφυγε για το Παρίσι, την κοιτίδα του νέου Ρομαντισμού, της διανόησης και της καλλιτεχνικής άνθισης της εποχής, όπου προσωπικότητες όπως ο Μπαλζάκ, ο Ουγκώ, ο Ντελακρουά και ο Ροσίνι έγραφαν ιστορία. Στο Παρίσι ο Σοπέν έφτασε στο αποκορύφωμα της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Παράλληλα με τη σύνθεση παρέδιδε και μαθήματα πιάνου. Σύχναζε συχνά στους αριστοκρατικούς κύκλος και ήρθε σε επαφή με τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της εποχής. Μέσα από τον κύκλο του γνώρισε και τη βαρόνη Ωρώρ Ντυντεβών, η οποία χρησιμοποιούσε το καλλιτεχνικό όνομα “Γεωργία Σάνδη” και ήταν σημαντική μυθιστοριογράφος, μια γυναίκα με νεωτερικές ιδέες και αντισυμβατική προσωπικότητα. Η σχέση τους κράτησε οκτώ χρόνια.

Σε ο,τι αφορά τη σολιστική καριέρα του Σοπέν, οι εμφανίσεις του ήταν περιορισμένες, γεγονός στο οποίο συντέλεσε και η ευαίσθητη υγεία του – έπασχε από φυματίωση -. Οι μελετητές υποθέτουν ότι πρωτοπαρουσίαζε ο ίδιος τα έργα του στο κοινό, ενώ τις εκτελέσεις αναλάμβαναν κορυφαίοι ερμηνευτές, όπως ο Λιστ και η Κλάρα Βικ, η μετέπειτα σύζυγος του Σούμαν.

Κοντσέρτο για πιάνο σε Μι ελάσσονα, ένα πρωτοποριακό έργο

Αυτό που προκαλεί σήμερα εντύπωση είναι το γεγονός ότι τα έργα του Σοπέν αντιμετωπίζονταν από το κοινό ως επί το πλείστον, όσο ο ίδιος ζούσε, ως μια μουσική “του σαλονιού”, χωρίς να τους αποδίδεται η βαρύτητα με την οποία αντιμετωπίζονταν έργα των κλασσικών, όπως ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν. Αυτό αντικατοπτριζόταν συχνά και στην ερμηνεία τους, η οποία γινόταν πολλές φορές με υπερβολές, για να αποδοθεί μία ρομαντικότητα κάπως επιφανειακή. Η συστηματική μελέτη, η ερμηνεία και η αναγνώριση του εκφραστικού πλούτου και της αριστοτεχνικής σύνθεσης των έργων του Σοπέν ξεκίνησε μετά το θάνατό του, από τον 19ο αιώνα και έπειτα.

Μπαλάντα No 1, σε Σολ ελάσσονα

Ο Σοπέν δεν επέστρεψε ποτέ στην Πολωνία, γεγονός που οφείλεται και στην πολιτική αστάθεια της χώρας του εκείνη την εποχή. Πέθανε σε ηλικία 39 ετών στο Παρίσι, μετά από χρόνια πάλη με τη φυματίωση. Η εξιδανίκευση της πατρίδας του και η νοσταλγία του γι’ αυτή είναι φανερή σε πολλές συνθέσεις του.

Τα έργα του είναι κυρίως πιανιστικά. Ο ίδιος διερεύνησε και αξιοποίησε τις δυνατότητες του πιάνου – και του πιανίστα – στο έπακρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σε ορχηστρικές συνθέσεις δίνει στο πιάνο καίριο ρόλο. Ο Σοπέν ασχολήθηκε με διάφορα είδη σύνθεσης, ενσωματώνοντας σε αυτά όχι μόνο στοιχεία του ρομαντικού κινήματος, αλλά και εικόνες και μελωδίες από την πατρίδα του. Το αποτέλεσμα πολλές φορές ήταν πρωτοποριακό. Έγραψε κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα, Μπαλάντες, Νυκτερινά, βαλς, μαζούρκες (με έμπνευση από τον παραδοσιακό Πολωνικό χορό) και πολλά ακόμη είδη.

Σκέρτσο Νο 3, ένα έργο δεξιοτεχνικό, από τα πιο δύσκολα (τεχνικά) του Σοπέν

Η μουσική του περιέχει ένα πλούτο συναισθημάτων, που ξετυλίγεται μέσα από μια συνεχώς κινούμενη μελωδία. Συχνά η σύνθεση είναι τέτοια ώστε μεταδίδεται ένα ύφος αυτοσχεδιαστικό. Ο Σοπέν χρησιμοποιεί όλο το εύρος του κλαβιέ στο πιάνο, με γρήγορες επαναλαμβανόμενες νότες και περάσματα, και συχνά επιλέγει αντιθετικά σχήματα ανάμεσα στο δεξί και το αριστερό χέρι (βλ. ρυθμικά σχήματα στο “Fantaisie Impromptu”, τρίηχα vs τετράηχα, εξάηχα vs οκτάηχα). Ο ρυθμός στα έργα του αποκτά ευελιξία, καθώς σε καίρια σημεία μπορεί “χαλαρώνει” χάριν ερμηνείας, να επιβραδύνεται ή να επιταχύνεται για ορισμένα μέτρα όπως επίσης και να συνδυάζει σύντομες εναλλαγές στην ταχύτητα, προσδίδοντας μια χορευτική διάθεση (tempo rubato, όπως στις Μαζούρκες και στην Πολονέζ του).

Fantaisie Impromptu

Όπως ο άνθρωπος ποτέ δεν αισθάνεται μόνο ένα πράγμα, έτσι και σε κάθε κομμάτι του Σοπέν υπάρχουν αποχρώσεις, εντάσεις και εναλλαγές, μοτίβα και κλιμακώσεις. Οι τεχνικές απαιτήσεις, η δεξιοτεχνία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη μουσική έκφραση, καθιστώντας τον μεγάλο ρομαντικό “ποιητή του πιάνου”.

Ηρωική Πολονέζ, tempo rubato

ΠΗΓΕΣ:

CD “Η μεγάλη μουσική βήμα προς βήμα”, Σοπέν, Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα Νο 1, Πρελούδια, Βαρκαρόλα, Scherzo, Μάρθα Αργκέριχ/Κλαούντιο Αμπάντο (συνοδευτικό έντυπο), Deutsche Grammophon, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 1995

J. Machlis, Kr. Forney, H απόλαυση της μουσικής, εκδ. fagotto, μτφρ. Δ. Πυργιώτης

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%81%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BA_%CE%A3%CE%BF%CF%80%CE%AD%CE%BD#%CE%88%CF%81%CE%B3%CE%BF

https://en.wikipedia.org/wiki/Fr%C3%A9d%C3%A9ric_Chopin#Form_and_harmony

WQXR

Σούμπερτ: λίγα λόγια για το συνθέτη και το πιο υποβλητικό τραγούδι του…

Σαν σήμερα γεννιέται ο μεγάλος βιεννέζος μουσικοσυνθέτης Φράντς Σούμπερτ. Ο Σούμπερτ καλλιτεχνικά τοποθετείται ανάμεσα σε δύο ρεύματα, μεταξύ κλασικών και ρομαντικών. Ξεχώρισε από μικρός για το ταλέντο του στη μουσική και ήξερε να παίζει βιολί και πιάνο. Εγκατέλειψε σύντομα την προσπάθεια να γίνει δάσκαλος, όπως και ο πατέρας του και αφοσιώθηκε στη σύνθεση. Ασχολήθηκε με διάφορα είδη μουσικής και συνέθεσε πλήθος έργων  τα οποία ωστόσο δεν έλαβαν την αναγνώριση που τους άξιζε όσο ο ίδιος ζούσε. Τα λήντερ (τραγούδια), που έγραψε, για παράδειγμα τα έπαιζε κατά κύριο λόγο στις «Σουμπερτιάδες», σε συγκεντρώσεις, δηλαδή του κύκλου του, όπου οι παρευρισκόμενοι παρουσίαζαν μεταξύ τους έργα τέχνης που είχαν δημιουργήσει (συνθέσεις, ποιήματα, τραγούδια..). Ο Σούμπερτ πέθανε πολύ νέος, σε ηλικία 31 ετών. Άφησε, ωστόσο πίσω του αριστουργηματικά έργα, τα οποία συνδέουν δύο εποχές και ιδεολογίες, το κλασικό πνεύμα της «τελειότητας», με το πάθος και τον συναισθηματικό πλούτο του Ρομαντισμού.

Ένα εξαίρετο δείγμα του ρομαντικού πνεύματος του Σούμπερτ είναι το έργο «Ο Βασιλιάς των Ξωτικών», που ανήκει στην κατηγορία των τραγουδιών (Λήντερ). Το Ληντ είναι έντεχνο τραγούδι, το οποίο ως είδος άνθισε στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι Ρομαντικοί δημιουργούσαν μεμονωμένα τραγούδια ή κύκλους τραγουδιών, με κοινό θέμα, τα οποία αποτελούσαν ένα συνδυασμό ποίησης και μουσικής, για φωνή και πιάνο συνήθως. Το σημερινό έντεχνο τραγούδι αποτελεί απόγονο των Λήντερ. Για τα Λήντερ αξιοποιήθηκε η λυρική ποίηση δημιουργών όπως ο Γκαίτε, ο Χάινε, ο Μπάυρον και ο Σελλεϋ. Ως θεματολογία το Ληντ ασχολείται με την αγάπη, τη φυσιολατρεία και τις μεταστροφές της ανθρώπινης τύχης.

Ο Βασιλιάς των ξωτικών (Εrlkönig)

Ο Σούμπερτ έγραψε τον «Βασιλιά των Ξωτικών» σε ηλικία 18 ετών. Οι στίχοι προέρχονται  από την ομώνυμη μπαλάντα του Γκαίτε, η οποία βασίζεται στο θρύλο του Βασιλιά των ξωτικών. Σύμφωνα με αυτόν, όποιος αισθανθεί το άγγιγμα του βασιλιά των ξωτικών πεθαίνει. Η μπαλάντα του Γκαίτε μας μεταφέρει σε μια θυελλώδη νύχτα. Ένας πατέρας, καβάλα στο άλογό του προσπαθεί να φτάσει στον προορισμό του, κρατώντας σφιχτά τον άρρωστο  γιό του. Το παιδί είναι πολύ άρρωστο και ο πατέρας αγωνιά. Όπως καλπάζουν, το μικρό αγόρι βλέπει και ακούει τον Βασιλιά των Ξωτικών, να το καλεί κοντά του. Ο πατέρας του προσπαθεί διαρκώς να το καθησυχάσει και να το ζεστάνει. Οι προσπάθειές του όμως είναι μάταιες, καθώς μόλις φθάνουν, συνειδητοποιεί ότι το αγόρι έχει πεθάνει.

Η μουσική του «Βασιλιά των Ξωτικών» είναι υποβλητική. Το πιάνο, με γρήγορο ρυθμό  και ένα χαρακτηριστικό μοτίβο μιμείται τον γοργό καλπασμό του αλόγου μέσα στη νύχτα και δημιουργεί μία ατμόσφαιρα αγωνίας. Τα αφηγηματικά πρόσωπα είναι τέσσερα, τραγουδιούνται από τον ίδιο ερμηνευτή με υφολογικές αλλαγές: έχουμε τον αφηγητή, που τραγουδά σε μεσαίους τόνους και περιγράφει τα καίρια σημεία. Επίσης διακρίνεται ο πατέρας, σε μπάσες συχνότητες, με ύφος καθησυχαστικό, σε πλήρη αντίθεση με το τρομαγμένο μικρό αγόρι, ο ρόλος του οποίου βρίσκεται σε υψηλές συχνότητες. Τέλος, σε πλήρη αντίθεση έρχεται ο Βασιλιάς των Ξωτικών, η προσωποποίηση του θανάτου. Καθώς ο ίδιος καλεί κοντά του το μικρό αγόρι, η μελωδία του είναι χαρούμενη, με ύφος κολακευτικό αρχικά και ύστερα επίμονο. Το κομμάτι τελειώνει όταν ο πατέρας φθάνει στον προορισμό του, το άλογο σταματάει να καλπάζει και κατ’ αναλογία σταματάει βαθμιαία η γεμάτη ένταση συνοδεία του πιάνου· επικρατεί μια στιγμή σιωπής και διαπιστώνει στον τελευταίο στίχο πως ο γιός του έχει πεθάνει.

ΠΗΓΕΣ:

J. Machlis, Kr. Forney, H απόλαυση της μουσικής, εκδ. fagotto, μτφρ. Δ. Πυργιώτης

Pinterest

Das Goethezeitportal