The Durrells: H βρετανική σειρά που μας ταξιδεύει στην Κέρκυρα

Εισαγωγή

To «The Durrells» είναι βρετανική σειρά εποχής βασισμένη στην τριλογία της Κέρκυρας του Ντάρελ που αποτελείται από τα βιβλία «My Family and Other Animals», «Birds, Beasts and Relatives» και «The Garden of the Gods», που ανάμεσα σε άλλα εξιστορεί και την ιστορία της οικογένειας που εγκαταστάθηκε στο νησί της Κέρκυρας το 1935, όταν η μητέρα των Ντάρελ, Λουίζα αποφάσισε ότι η ζωή της χρειαζόταν επειγόντως μια αλλαγή.

Με τον σύζυγό της να έχει πεθάνει εδώ και χρόνια και τα οικογενειακά χρήματα να πλησιάζουν στο τέλος τους, η Λουίζα «πακετάρει» τα τέσσερα παιδιά της και εγκαταλείπει την χώρα. Ο μεγαλύτερος Λάρι φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας (φυσικά έγινε κι έγραψε μερικά υπέροχα βιβλία όπως το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο», ο Τζέρι είναι 11 και το σχολείο του ετοιμάζεται να τον αποβάλλει ενώ τα δύο μεσαία τέκνα της οικογένειας, βιώνουν με τον χειρότερο τρόπο την «φρίκη της εφηβείας».

Οταν τους ανακοινώνει ότι μετακομίζουν στην Κέρκυρα, κανείς δεν ενθουσιάζεται με την ιδέα, πόσο μάλλον όταν ανακαλύπτουν ότι στο νησί δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα, όμως η ιδέα ενός φτηνού, ζεστού νησιού με υπέροχο καιρό ακούγεται σαν ένα ιδανικό μέρος στο μυαλό της Λουίζα.

Τα πρόσωπα

Γνωρίστε τα μέλη της οικογένειας Ντάρελ και τους πιο κοντινούς τους «φίλους», μια μικρογραφία μιας κοινωνίας που άφησε το δικό της σημάδια σε όλα όσα θεωρούμε σήμερα ως «Ελλάδα» που ανήκει σε όλους.

Η Λουίζα Ντάρελ είναι χήρα εδώ και οκτώ χρόνια, ένα αμάγαλμα των προσωπικοτήτων των παιδιών της, διανοητικά ανήσυχη αλλά όχι και επιτηδευμένη, πεισματάρα αλλά γεμάτη από τη χαρά της ζωής. Φιλόδοξη για ευτυχία, για την ίδια και την οικογένειά της. Περήφανη για τα παιδιά της και συνεχώς τσαντισμένη μαζί τους. Την γνωρίζουμε όταν είναι έτοιμη να αφήσει πίσω της το θάνατο του συζύγου της και να αναζητήσει μια νέα ζωή και ένα νέο άντρα. Την υποδύεται η Κίλι Χόους του «Line of Duty».

Ο Λάρι, αστείος αλλά συχνά και σκληρός είναι 21 ετών. Ο Λάρι νομίζει ότι ξέρει τα πάντα και θέλει να ελέγχει τη ζωή όλων ή όπως το περιγράφει η μαμά του, σαν να βάζεις έναν τρελό υπεύθυνο ενός ασύλου. Στην προσπάθειά του να γίνει ένας ιδιοφυής συγγραφέας (θα γίνει…), ο Λάρι πιστεύει ότι περιτριγυρίζεται από ανόητους. Μιλάει πολύ για το σεξ και είναι αφοσιωμένος στο κορίτσι του, τη Νάνσι με την οποία συνεχώς χωρίζει αλλά δεν μπορεί να ζήσει και μακριά της. Τον υποδύεται ο ανερχόμενος Τζος Ο’ Κόνορ με μικρούς ρόλους στο τηλεοπτικό «Doctor Who», στη «Σταχτοπούτα» του Κένεθ Μπράνα και στο «Florence Foster Jenkins» του Στίβεν Φρίαρς.

Ο Λέσλι Ντάρελ είναι 18 ετών, απροσάρμοστος, εμμονικός με τα όπλα. Μιλάει λίγο, είναι πιο ευτυχισμένος όταν είναι στη θάλασσα ή όταν πυροβολεί στο κενό. Αντιτίθεται σε κάθε δεσμό που μοιάζει να οργανώνει η μητέρα του. Κακοποιείται διανοητικά από τον Λάρι και μπορεί να είναι ταυτόχρονα εκρηκτικός και μελαγχολικός. Πιστεύει ότι τον κυνηγάει η κακή τύχη και μετά την απώλεια της πρώτης του φιλενάδας επιλέγει να ζει στο σκοτάδι. Τον υποδύεται ο πρωτοεμφανιζόμενος Κάλουμ Γουντχάουζ.

Η Μάργκο Ντάρελ στα 17 της, είναι ήδη νευρωτική με την εξωτερική της εμφάνιση και τη θέση της στον κόσμο αλλά ταυτόχρονα και ένας ζωντανός μαγνήτης για τους μάτσο άντρες του νησιού. Η μητέρα της προσπαθεί να την καθοδηγήσει προς μια πιο παραδοσιακή λογική της κοπέλας που περιμένει τον άντρα που θα παντρευτεί, μόνο η Μάργκο γνωρίζει το φεμινισμό τις στιγμές που δεν είναι ερωτευμένη και εντελώς κατεστραμμένη. Την υποδύεται η πρωτοεμφανιζόμενη (με μικρές μόνο συμμετοχές σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές) Ντέιζι Γούοτερστοουν.

Ο 11χρόνος Τζέραλντ είναι ο μικρότερος γιος της Λούιζα, αλλά και ο πιο ώριμος. Τον ενδιαφέρουν περισσότερο τα ζώα από τους ανθρώπους και το πάθος του για τη Φύση είναι η μόνιμη ανησυχία της μητέρας του. Περνάει ώρες χαζεύοντας τα έντομα και έχει μετατρέψει το δωμάτιο του σε ζωολογικό κήπο. Ο πιο οξυδερκής παρατηρήτης όλων των αδυναμιών των μελών της οικογένειάς του. Φυσικά και είναι ο Μίλο Πάρκερ – ο μικρός Ρότζερ στο «Ο Κύριος Χολμς».

Ο Κύριος Χαλκιόπουλος ή σκέτο Σπύρος φτιάχνει ό,τι κι αν έχει χαλάσει σε όλη την Κέρκυρα. Αγαπάει τους Αγγλους, έχει ζήσει πολλά χρόνια στο Σικάγο και επειδή στην πραγματικότητα δουλεύει ως ταξιτζής γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα στο νησί. Γενναιόδωρος με το χρόνο του με την οικογένεια των Ντάρελ και ειδικά με την Λουίζα, είναι ανύπαντρος και μάλλον ιδανικό φλερτ για τη χήρα που θέλει να βάλει τέλος στη μοναξιά της. Τον υποδύεται ο Αλέξης Γεωργούλης, εξαργυρώνοντας την προσπάθεια του για μια διεθνή καριέρα, γοητευτικός ακόμη και τώρα που μεγαλώνει τόσο όμορφα.

Ο Τεό (Θεόδωρος) Στεφανίδης ξέρει τα πάντα. Και τους πάντες. Μια σοφή φωνή ακαδημαϊκου, βιολόγου και εραστή της φύσης. Ιδανικός σύντροφος στις εξορμήσεις του μικρού Τζέραλντ, ο Τεό είναι μοναχικός, αφού αντί να αναζητάει κάποιο σύντροφο προτιμά να μελετά τον κόσμο γύρω του. Τον υποδύεται ο Γιώργος Καραμίχος.

Τα βιβλία πίσω από την σειρά

Στο «Άσπρο Σπίτι» ο Λόρενς φιλοξένησε τον Χένρι Μίλερ το 1939, ο οποίος το 1941 έγραψε το βιβλίο του «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού», στο οποίο περιγράφει τις εμπειρίες του από την παραμονή του στην Ελλάδα. Τη ζωή του στο νησί ο Λόρενς Ντάρελ θα την αφηγηθεί το 1945 στο ταξιδιωτικό του βιβλίο «Η σπηλιά του Πρόσπερου», όπου περιγράφει την Κέρκυρα ως «αυτό το λαμπερό κομματάκι νησιού στο Ιόνιο» με νερά «σαν τον χτύπο της καρδιάς του ίδιου του κόσμου». Συγκρίνοντας τα βιβλία που έγραψαν τα δύο αδέλφια για τη ζωή τους στην Κέρκυρα, εντοπίζει κανείς αρκετές διαφορές. Ο Τζέραλντ δεν κάνει καμία αναφορά στη σύζυγο του Λόρενς, Νάνσυ, ενώ ο Λόρενς δεν αναφέρει την παρουσία της μητέρας του στο νησί – όσο για τα αδέλφια του, μιλά μόνο για ένα από αυτά, τον Λέσλι. Υπάρχουν, ωστόσο, πρόσωπα στα οποία αναφέρονται και οι δύο, όπως ο Θεόδωρος Στεφανίδης και ο Κερκυραίος ταξιτζής Σπύρος Αμερικάνος. Στο «Η οικογένειά μου κι άλλα ζώα» που κυκλοφόρησε το 1956 ο Τζέραλντ Ντάρελ περιγράφει τον Αμερικάνο ως έναν «μεγάλο, καφέ, άσχημο άγγελο». Ο ταξιτζής είναι αυτός που θα πάρει κάτω από τις φτερούγες του την οικογένεια και θα σταθεί οδηγός, μεταφραστής, προστάτης και φίλος – θα καταφέρει να τους βρει ακόμη και σπίτι με αποχωρητήριο, που για την εποχή εκείνη ήταν μεγάλη πολυτέλεια.

Το ελληνικό τοπίο

Η σειρά έκανε το μεγάλο βήμα και γυρίστηκε στο μέρος που όντως λαμβάνουν χώρα όλα τα γεγονότα των βιβλίων, στην πανέμορφη Κέρκυρα. Το ελληνικό τοπίο δεσπόζει καθ’ όλη την διάρκεια της σειράς, καθώς και οι άνθρωποι του νησιού, με τις παραξενιές και τις ιδιαιτερότητές τους.

Η κοσμοπολίτικη πόλη της Κέρκυρας, με τα πλακόστρωτα σοκάκια και τα πολύχρωμα κτίρια με ενετικές, γαλλικές και βρετανικές επιρροές, είναι μία από τις τοποθεσίες γυρισμάτων της σειράς. Νότια της πόλης βρίσκεται η έπαυλη που κτίστηκε την περίοδο της Αγγλικής κυριαρχίας από τον Ύπατο Αρμοστή των Ιονίων Νήσων Sir Frederick Adam και στη σειρά αποτελεί την κατοικία της Κόμισσας Μαυροδάκη. Η έπαυλη, η οποία από το 2001 στεγάζει το Μουσείο Παλαιόπολης- Mon Repos, άνηκε για έναν αιώνα περίπου στην πρώην βασιλική οικογένεια της Ελλάδας και είναι ο τόπος γέννησης του πρίγκηπα Φίλιππου, Δούκα του Εδιμβούργου και συζύγου της Βασίλισσας Ελισάβετ Β’ της Αγγλίας.

Στα βόρεια της πόλης της Κέρκυρας, στη Γουβιά, βρίσκεται η έπαυλη που στη σειρά αποτελεί την κατοικία της οικογένειας Ντάρελ. Καθώς το εσωτερικό της έχει υποστεί ανεπανόρθωτες φθορές στο πέρασμα των χρόνων, στη σειρά εμφανίζεται μόνο το εξωτερικό της και τα εσωτερικά γυρίσματα πραγματοποιούνται στο Λονδίνο. Δίπλα στην έπαυλη βρίσκεται η Βίλα Ανεμογιάννη, το πραγματικό σπίτι των Ντάρελ, το οποίο παραδόξως δεν χρησιμοποιήθηκε ως τόπος γυρισμάτων.

Ακόμα μία τοποθεσία που εμφανίζεται συχνά στη σειρά είναι το χωριό Δανίλια, γνωστό και ως χωριό του Μπούα, το οποίο βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του νησιού. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη τοποθεσία, καθώς τη δεκαετία του ‘70 ένας εκ των αδελφών Μπουά αποφάσισε να ανακατασκευάσει το χωριό, δημιουργώντας ένα παραδοσιακό θεματικό πάρκο. Εκτός από τη σειρά The Durrells, το χωριό Δανίλια έχει εμφανιστεί και στην ταινία Τζέιμς Μποντ: Για τα μάτια σου μόνο που γυρίστηκε το 1981.

Επίσης, εμφανίζονται τα λιμανάκια Ερημίτης και Άγιος Στέφανος, τα οποία είναι προσβάσιμα μόνο με τα πόδια ή από τη θάλασσα και ήταν αγαπημένες τοποθεσίες όχι μόνο του Τζέραλντ Ντάρελ αλλά και του συγγραφέα Έντουαρντ Ληρ. Το σπίτι όπου ο Λόρενς, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας Ντάρελ, έμενε με τη σύζυγό του Νάνσι και βρισκόταν στον παραθαλάσσιο οικισμό Καλάμι στη σειρά εμφανίζεται βορειότερα, στην περιοχή της Κουλούρας. Εκεί, η μικρή ταβέρνα με θαλασσινά θα φιλοξενήσει το πικ νικ της τηλεοπτικής οικογένειας των Ντάρελ και των φίλων τους. Στη συνέχεια της σεζόν εμφανίζονται οι ακτές Μπουκάρη και Χαλικούνας και οι περιοχές Σιναράδες και Κουραμάδες.

Η πραγματική ιστορία (μετά την Κέρκυρα)

Η μητέρα, μετά την περιπέτεια της Κέρκυρας, εγκαταστάθηκε στο Bournemouth μέχρι το τέλος της ζωής της το 1964, έζησε στην ίδια πόλη με την κόρη της Μαργαρίτα.

Ο μεγαλύτερος αδελφός ήταν έξυπνος με έναν ανήσυχο χαρακτήρα, ήταν σπουδαίος λογοτέχνης, έγινε διπλωμάτης και σπουδαίος συγγραφέας, τα βιβλία του γνώρισαν τεράστια επιτυχία, ταξίδευε σε όλο τον κόσμο και έμεινε σε πολλά μέρη, επίσης παντρεύτηκε 4 φορές και πέθανε στο Sommières της Γαλλίας το 1990.

Ερωτηματικά προκαλεί το γεγονός ότι δεν ξαναπάτησε το πόδι του στην Κέρκυρα.

Ο δεύτερος μεγαλύτερος αδελφός και το λιγότερο γνωστό μέλος της οικογένειας, είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα όπλα, το κυνήγι και την ιστιοπλοΐα, αλλά και τη ζωγραφική, έκανε αρκετές επιχειρηματικές προσπάθειες, μία από αυτές ήταν να οργανώσει ένα αγρόκτημα στην Κένυα, αλλά όλες οι απόπειρες ήταν αποτυχημένες, είχε έναν γιο με την Κερκυραία Μαρία Κοντού που τον ακολούθησε στην Αγγλία.

Η Μάργκαρετ, γνωστή ως Margo, έφυγε με τον πιλότο της RAF Jack Breeze στην Νότιο Αφρική, τον παντρεύτηκε το 1940 και έμειναν στη Νότιο Αφρική μέχρι το τέλος του πολέμου και έκαναν μαζί δύο παιδιά, στη συνέχεια μετακόμισαν στο Bournemouth και σύντομα χώρισαν.

Μετά το διαζύγιο πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της στο Bournemouth μέχρι το θάνατό της το 2007, ήταν επίσης συγγραφέας και το 1950 έγραψε το βιβλίο “Τι συνέβη στη Margo;” με αναμνήσεις από την εμπειρία της στην Κέρκυρα, το βιβλίο δημοσιεύθηκε 40 χρόνια μετά τη συγγραφή του, μόλις το 1995. Η Μάργκο ήταν πολύ αγαπητή, ευγενική, και ενδιαφέρονταν πολύ για τη μόδα και το σχεδιασμό της. Ήταν όμως και πολύ ανεξάρτητη και δυναμική, μετά το χωρισμό με τον πιλότο μεγάλωσε μόνη της τα δύο της παιδιά.

Ο Τζέραλντ, ο νεότερος αδελφός έγινε πολύ επιτυχημένος, ήταν ένας δημοφιλής φυσιοδίφης, οικονομολόγος, τηλεοπτικός παρουσιαστής και συγγραφέας, με το έργο του επαναπροσδιόρισε τον ρόλο και το πρότυπο του σύγχρονου ζωολογικού κήπου. Επίσης διέθετε πολύ χιούμορ, όταν κάποτε τον ρώτησαν ποιο ζώο του αρέσει περισσότερο απάντησε: “εννοείτε, εκτός από τη γυναίκα μου;”

Λάτρευε τα ζώα που από μικρός του άρεσε να τα μελετάει και να τα προστατεύει, στο τέλος ίδρυσε το Κέντρο Προστασίας Άγριας Ζωής στο Τζέρσεϊ, που το διευθύνει μέχρι σήμερα η τελευταία του σύζυγος, η Λι Ντάρελ. Η τελευταία έχει επισκεφτεί πολλές φορές την Κέρκυρα και μάλιστα έχει τοποθετηθεί με δηλώσεις και παρεμβάσεις της και σε διεθνείς οργανισμούς, εναντίον της εκποίησης του Ερημίτη από το ΤΑΥΠΕΔ που θα έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή αυτού του πολύτιμου οικοσυστήματος, αυτό το κάνει όπως λέει σαν φόρο τιμής στη μνήμη του αείμνηστου Τζέρυ.

Επίλογος

Μαγευτικά τοπία, εξαιρετικές ερμηνείες και μια πολύ γλυκιά ιστορία ενηλικίωσης, επιβίωσης και γνωριμίας διαφορετικών κουλτούρων ξετυλίγονται μέσα από αυτό το τηλεοπτικό εγχείρημα που λάτρεψαν οι Βρετανοί και που πρέπει να γνωρίσουμε οι Έλληνες! Πέρα από το σκηνικό της Κέρκυρας που κρύβεται σε κάθε γωνιά του έργου, θα αγαπήσετε σίγουρα τους μοναδικούς και αληθοφανείς χαρακτήρες και την ενδιαφέρουσα ζωή τους που κυλά παράλληλα με την ιστορία της Κέρκυρας. Ένας ύμνος στην ομορφιά της φύσης, των ανθρώπων και της διαφορετικότητας!

Πηγές:

https://flix.gr/news/the-durrels-family.html

https://www.lifo.gr/articles/tv_articles/96460

ΕΙΚΟΝΕΣ: Η βρετανική σειρά The Durrells μας ξεναγεί στο νησί της Κέρκυρας

And then there were none ή αλλιώς 10 μικροί νέγροι της Agatha Christie

Τα θαυμάσια μυθιστορήματα συχνά μετατρέπονται σε κατώτερες τηλεοπτικές σειρές και ταινίες, πολλές φορές έχουν μικρές ομοιότητες με το αρχικό υλικό. Το μυθιστόρημα μυστήριου της Agatha Christie “And Then There Were None” του 1939 έχει μετατραπεί σε ένα κλασικό κωμικό θρίλερ, σε μια αναποτελεσματική αδιάφορη διασκευή, σε μια κιτς εξεζητημένη ταινία τρόμου και σε ένα αρκετά ευχάριστο musical του Bollywood. Ωστόσο, μόνο η εκπληκτική ρωσική εκδοχή σκιαγράφησε τον σκοτεινό και μελαγχολικό τόνο του μυθιστορήματος, αν και για να είμαστε δίκαιοι, ορισμένες προσαρμογές μιμούνται τον ελαφρύτερο τόνο της θεατρικής παραγωγής της Christie.

Η πρόσφατη προσαρμογή του BBC για το “And Then There Were None” ήταν η πλησιέστερη εκδοχή στο αρχικό βιβλίο της Christie στην αγγλική γλώσσα. Διατηρεί ακόμη και το αρχικό τέλος του μυθιστορήματος, ενώ οι περισσότερες μεταφορές έχουν κρατήσει το φινάλε της θεατρικής προσαρμογής της Christie. Η παραγωγή είναι σκοτεινή, εστιάζοντας στους χαρακτήρες και τις διαστρεβλωμένες ψυχές τους, και είναι γενικά ένα εξαιρετικό miniseries. Οι αναδρομές είναι αξιοσημείωτα αποτελεσματικές. Η παραγωγή παίρνει την υπεροχή αυτή ιδέα της Christie – στην οποία δέκα άτομα προσκαλούνται σε ένα απομονωμένο νησί, όπου ο καθένας κατηγορείται για δολοφονία και ο ένας μετά τον άλλο, δολοφονούνται – και καταφέρνει να τη δικαιώσει, κάτι που δεν είναι εύκολο.

Δέκα άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, από διαφορετικά κοινωνικά υπόβαθρα, προσκαλούνται σε ένα απομακρυσμένο νησί προς υπηρεσία του ζευγαριού που ζει εκεί, των Owen. Το πρώτο βράδυ, καθώς απολαμβάνουν τη φιλοξενία περιμένοντας τους οικοδεσπότες τους, μία μυστηριώδης ηχογράφηση αντηχεί σε όλο το σπίτι. Η ακέφαλη φωνή κατηγορεί τον καθένα από τους καλεσμένους για σκοτεινά εγκλήματα του παρελθόντος. Όχι πολύ αργότερα, ο πρώτος από αυτούς πέφτει νεκρός, ξεκινώντας μία σειρά από μυστήριους θανάτους χωρίς εκτελεστή που φαίνεται να είναι εμπνευσμένοι από ένα παλιό παιδικό ποίημα που κοσμεί κάθε δωμάτιο της έπαυλης.

Το κλασσικό και πολυδιασκευασμένο αριστούργημα της Αγκάθα Κρίστι μεταφέρεται αυτή τη φορά για την μικρή οθόνη από το BBC1 σε μία μίνι σειρά τριών μονόωρων επεισοδίων για να αποτελέσει ίσως την πιο καλοφτιαγμένη διασκευή του έργου μέχρι σήμερα. Όπως συμβαίνει πάντα όταν πρόκειται για μία κινηματογραφική (ή εν προκειμένω τηλεοπτική) μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου τίθεται ένα καίριο ζήτημα: κατά πόσο καταφέρνει το νέο μέσο να μεταδώσει την ατμόσφαιρα και τον χαρακτήρα με πιστότητα και σεβασμό στο πρωτότυπο. Και στην περίπτωση του And Then There Were None, το στοίχημα για τη βρετανική τηλεόραση, και τους κατά τα άλλα άγνωστους συντελεστές της σειράς, ήταν διπλό. Αφενός, να καταφέρει να μεταφέρει το κλίμα της εποχής, καθώς η ιστορία είναι τοποθετημένη στη δεκαετία του ’30 και αφετέρου να μετατρέψει την ένταση και τον τρόμο των γραπτών της Αγκάθα Κρίστι σε τηλεοπτική προϊόν, που είναι σε θέση να ικανοποιήσει και το απαιτητικό, εκπαιδευμένο στον τρόμο, σημερινό κοινό. Και από τα πρώτα είκοσι περίπου λεπτά του πρώτου επεισοδίου είναι πια βέβαιο πως το στοίχημα αυτό έχει κερδηθεί.

Από τα ρούχα, τα μαλλιά και τα αυτοκίνητα των πρωταγωνιστών μέχρι τους κοινωνικούς ρόλους, τις ιστορίες και τους διαλόγους τους, τα πάντα είναι επιλεγμένα με φροντίδα στη πιστότητα και την ιστορική ακρίβεια. Το σκηνικό, που αποτελεί και αυτό από μόνο του τον ενδέκατο πρωταγωνιστή της σειράς, είναι όσο αινιγματικό και επιβλητικό θα έπρεπε να είναι. Η αφιλόξενη ακτή του Soldier Island και το βαρύ και επιμελώς διακοσμημένο αρχοντικό συνθέτουν το κατάλληλο σκηνικό και μας προετοιμάζουν άριστα για τη μυστηριώδη συνέχεια. Τα πανέμορφα ατμοσφαιρικά πλάνα τόσο του εξωτερικού τοπίου όσο και των εσωτερικών χώρων σε συνδυασμό με τη δυσοίωνη μουσική συνθέτουν από την αρχή μία ατμόσφαιρα που σε μεταφέρει αβίαστα στην εποχή και ομολογουμένως σου μένει για μέρες.

Στο πρωτότυπο κείμενο λοιπόν διαδραματίζονται δέκα φόνοι. Η αρχική μου εύλογη απορία ήταν: Μα καλά, δέκα φόνοι σε τρία μόνο επεισόδια; Κι όμως! Η πλοκή ξεκινάει από πολύ νωρίς να ξετυλίγεται γύρω από τους χαρακτήρες και να τους εμπλέκει σε ένα παιχνίδι ρόλων όπου ο καθένας θα μπορούσε να είναι ο ένοχος και το επόμενο θύμα. Παρόλο που δεν έχεις τον απαραίτητο χρόνο στην διάθεσή σου να γνωρίσεις τους χαρακτήρες, μέσα από άριστα εναρμονισμένες αναδρομές η σειρά σου δίνει τα απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να ξέρεις για τον καθένα. Κάποιοι από τους χαρακτήρες είναι παντελώς αναλώσιμοι και κάποιοι άλλοι καταλήγουν να είναι το κέντρο του μυστηρίου και τελικά της λύσης του, όμως όλοι τους είναι τόσο καλογραμμένοι (τα εύσημα στην κυρία Christie) και τόσο καλά εκτελεσμένοι (τα εύσημα στο BBC και το υπέροχο καστ) που η άνιση εξέλιξη των χαρακτήρων δεν ενοχλεί.

Το And Then There Were None έχει δύο βασικά προτερήματα. Αφενός είναι μία άριστη διασκευή ενός κλασσικού μυστηρίου, με σεβασμό στο πρωτότυπο και σύγχρονες προσθήκες εκεί που πρέπει, τώρα που δεν υπάρχουν οι κοινωνικοί περιορισμοί που είχε η συγγραφέας τότε. Αφετέρου, αποτελεί ένα δελεαστικό αντίδοτο στις σειρές με αφήγηση που τεντώνεται σε πολλές απλά-για-να-βγαίνει σεζόν, με συμπυκνωμένο δράμα, ένταση σε μεγάλες δόσεις και μικρή, βολική διάρκεια. Το binge-watching είναι μονόδρομος!

Στο μυθιστόρημα της Christie, η δολοφονία που ο καθένας κατηγορείται ότι έκανε, είναι ένα είδος μη αιματηρής δολοφονίας κατά κάποιο τρόπο, μια δολοφονία εκτός του νόμου. Το ότι δεν κατηγορήθηκαν – ή δεν μπορούσαν να κατηγορηθούν ή να τιμωρηθούν με άλλο τρόπο – για τις πράξεις τους, είναι αυτό που παρακινεί κάθε δολοφόνο να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια του.

Ένας στρατηγός στέλνει τον στρατιώτη και εραστή της γυναίκας του σε μια αποστολή, στην οποία ήταν σίγουρος ο θάνατος του. Ένας αστυνομικός υποβάλλει ψευδή στοιχεία για να καταδικάσει έναν αθώο άνθρωπο σε ισόβια φυλάκιση που τον σκοτώνει. Ένας μισθοφόρος εγκαταλείπει τους οδηγούς του χωρίς φαγητό και νερό. “Υποθέτω, κατά κάποιο τρόπο, ήταν δολοφονία“, λέει ένας χαρακτήρας. “Αλλά δεν φαινόταν έτσι εκείνη τη στιγμή.” Οι ισχυρισμοί εναντίον αυτών των χαρακτήρων είναι αναμφίβολα ηθικά κακοί, αλλά δεν είναι δολοφονίες με την νομική έννοια του όρου.

Στο miniseries οι δολοφονίες είναι σχεδόν ομοιόμορφα αιματηρές, βίαιες και άμεσες. Ο στρατηγός πυροβολεί τον στρατιώτη του στο κεφάλι. Ο αστυνομικός χτυπά τον αιχμάλωτο μέχρι τον θάνατό του. Ο μισθοφόρος σφαγιάζει τους οδηγούς του. Η αίσθηση της αφαίρεσης που επιτρέπει στους χαρακτήρες της Christie να εμφανιστούν ως αθώοι έχει φύγει. Αντ’ αυτού, μένουμε με χαρακτήρες που ξέρουν αναμφισβήτητα ότι είναι δολοφόνοι και μας δείχνουν τις δολοφονίες με τρομερές λεπτομέρειες. Το κίνητρο του δολοφόνου του νησιού, εν τω μεταξύ, γίνεται πολύ πιο αδιαφανές. Σίγουρα αυτά τα θύματα δεν είναι πέρα ​​από το νόμο;

Είναι μια αλλαγή και μιλάει για τη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ του υλικού προέλευσης και της σειράς. Το “And Then There Were None” της Christie είναι διακριτό για την ατμόσφαιρα και την πολυπλοκότητα του. Η συγγραφέας δεν έχει χρόνο να χάσει για την εγκαθίδρυση ενός σκοτεινού και γοτθικού σπιτιού, όταν μπορεί απλά να πει ότι το σπίτι είναι απόλυτα φυσιολογικό και να δουλέψει με την τοποθέτηση ενδείξεων. Δεν διαβάζετε την Christie για να τρομάξετε, διαβάζετε τη Christie για να επεξεργαστείτε μια σειρά λογικών προβλημάτων. Το “And Then There Were None” της Agatha Christie είναι ένα μυστήριο, ένα παζλ με μια πολύπλοκη πλοκή και δολοφονίες, τόσο απομακρυσμένες και τόσο μη αιματηρές, που μόλις καταγράφονται ως δολοφονίες.

Να πω ακόμα ότι η προσαρμογή της Sarah Phelps δείχνει πραγματικό σεβασμό για το υλικό της Agatha Christie. Το cast είναι όλο καταπληκτικό, ειδικά η Maeve Dermody, ο Charles Dance, ο Toby Stephens, ο Aidan Turner και ο Sam Neill. Αισθητικά το miniseries λάμπει. Αν δεν είναι μια τέλεια προσαρμογή ενός κάλου βιβλίου, είναι τουλάχιστον ένας προάγγελος των καλών παραγώγων που έρχονται. Με τουλάχιστον επτά ακόμη τηλεοπτικές προσαρμογές της Christie προγραμματισμένες για το BBC, το “And Then There Were None” έθεσε πολύ ψηλά τον πήχη για της μελλοντικές παραγωγές που έρχονται.

Πηγές:

www.maxmag.gr

https://www.moveitmag.gr/news/eidame-tileoptiko-and-then-there-were-none/55621

Άλλη μια “Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ”

Με σιγουριά δεν υπάρχει είδος πιο αξιόπιστο για την τηλεοπτική επιτυχία από τις σειρές εποχής; Οι κορσέδες, οι περούκες και τα άβολα παπούτσια που αναγκάζονται να φορούν οι πρωταγωνιστές, παρέχουν στο κοινό μικρή απόλαυση για όσους αγαπούν να ξεκλέβουν λίγα λεπτά από τη σύγχρονη καθημερινότητα για να ασχοληθούν με τα πάθη και τις αμαρτίες καιρών περασμένων.

Μια τέτοια σειρά είναι και η μεταφορά του ‘Howards End’ στη μικρή οθόνη με βάση το ομώνυμο κλασικό βιβλίο του E.M. Forster.

Δύο οικογένειες της Εδουαρδιανής Αγγλίας, οι Wilcox και οι Schlegel, αντιπροσωπεύουν τις δύο πλευρές της ανώτερης τάξης. Οι πρώτοι συντηρητικοί και μετρημένοι. Οι δεύτεροι που εκπροσωπούνται μαζί με αδελφό τους από δύο προοδευτικές, αγαπημένες αδελφές σε έναν κόσμο φτιαγμένο για άντρες, είναι αντισυμβατικοί και ιδεαλιστές. Η ψήφος της γυναίκας και η στάση τους απέναντι στην εργατική τάξη, θα ήταν δύο μόνο από τα σημεία τριβής τους όταν θα βρίσκονταν να περνούν παρέα τον καιρό τους.

Η υποσημείωση που θα γινόταν τελικά σταθμός για τις ζωές τους, θα ήταν η γνωριμία με τον Leonard Bast. Έναν εκλεπτυσμένο πλην όμως φτωχό νεαρό λογιστή που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τη σύζυγό του, χωρίς την παραμικρή βοήθεια από το περιβάλλον του. Χωρίς να γίνει ακριβώς σαφές, υπονοείται πως εκτός από το χαμηλό στάτους της γυναίκας του ως πρώην πόρνη, ρόλο στον αποκλεισμό τους παίζει και το γεγονός ότι είναι μαύρη.

Η Jacky δεν είναι ο μοναδικός μαύρος χαρακτήρας στη σειρά ωστόσο, υπάρχει και μια υπηρέτρια των Schlegel ίδιου χρώματος που το υπόλοιπο προσωπικό αντιμετωπίζει διαφορετικά. Σπάνια μετατροπή η συμμετοχή μη λευκών ηθοποιών από τη σελίδα στην οθόνη όσον αφορά τις σειρές εποχής, αλλά πάντοτε ευπρόσδεκτη.

Από το εκλεκτό καστ ξεχωρίζουν και οι βετεράνοι Matthew Macfadyen και Hayley Atwell – κι όμως, είχε περισσέψει ακόμη ένας μουντρούχος εποχής μέσα στον Macfadyen – και οι ανερχόμενοι Philippa Coulthard (Annabelle: Creation) και Alex Lawther (The End of the F**ing World, Black Mirror), ενώ η σκηνοθεσία της Hettie MacDonald απομακρύνει τη σειρά από τις συγκρατημένες συνήθως ερμηνείες του είδους και της δίνει την καθαρή παλέτα που είδαμε στο ‘Fortitude’. Το γερό χαρτί του ‘Howards End’ όμως είναι ο οσκαρικός σεναριογράφος Kenneth Lonergan (Manchester By the Sea, Margaret) που γράφει ρεαλιστικούς διαλόγους και αποφεύγει το γλυκερό τέλος. Ο Lonergan πάντα ενδιαφερόταν για τους οικογενειακούς δεσμούς και τα προνόμια ως θεματικές, οπότε εδώ έχει την ευκαιρία να τα εξετάσει υπό το πρίσμα το κλασικού.

Η συνάντηση και οι δυναμικές μεταξύ των τριών κόσμων που ενορχηστρώνει θα αλλάξει τη ζωή όλων με τρόπο μη αναμενόμενο, την ίδια στιγμή που το αιώνιο ερώτημα του Forster θα ριζώνει στον πυρήνα της σειράς. Μετά από την περίοδο των εντάσεων και της τεκτονικής σχεδόν μεταβολής των παραδοσιακών αξιών και της οικονομίας, ποια τάξη θα κληρονομήσει την Αγγλία τελικά;

Το ίδιο ερώτημα θα μπορούσε εύκολα να ανακύψει και τώρα σχετικά με την Ευρώπη, έχοντας μάλιστα και μια νέα λεπτομέρεια υπόψιν. Σήμερα ο πάμπτωχος Leonard, δεν θα είχε καν την πολυτέλεια να μένει στο Λονδίνο.

Αγαπημένο μυθιστόρημα στους βιβλιοφιλικούς κύκλους και όχι μόνο, ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας εξαιρετικά διαχρονικό λόγω της διορατικότητας και της οξυδέρκειας με την οποία ο συγγραφέας Έντουαρντ Φόρστερ παρατήρησε τις τάξεις στην Αγγλία του εικοστού αιώνα αναπλάθεται για την μικρή οθόνη σε μία συμπαραγωγή του BBC One και του τηλεοπτικού δικτύου Starz, που αν και σύντομο περικλείει τον κόσμο του συγγραφέα στο βέλτιστο. Περίπου 30 χρόνια μετά την αξεπέραστη «Επιστροφή στο Χάουαρντς Έντ» του James Ivory, οι χαρακτήρες που υποδύθηκαν οι Emmna Tomson, Antony Hopkins και Helen Bonam Carter αλλάζουν χέρια και αυτήν την φορά καταφέρνουν σε τέσσερα επεισόδια να μας ξεναγήσουν στον κόσμο του χρήματος και της διανόησης αλλά κυρίως στις σχέσεις που κατευθύνουν αυτές οι δύο έννοιες και τις συνέπειες που βαραίνουν τους ανθρώπους.

Τέτοια σφαιρικότητα της σκέψης φυσικά βρίσκουμε και σε πολλά κλασσικά αριστουργήματα και αυτός είναι και ένας από τους λόγους που η προσέγγισή τους, είτε κινηματογραφική είτε τηλεοπτική, χαίρει πάντα ιδιαίτερου σεβασμού ως προς το πρωτότυπο. Διότι, φαινομενικά το “Howards End” προσφέρει ίντριγκα με τα δράματα των αριστοκρατών ή την βιοπάλη των μικροαστών, όπως γίνεται και στις μέρες μας, όμως κάτω από την επιφάνεια τα εργαλεία των συγκρίσεων και των παραλληλισμών που χρησιμοποιεί η σειρά αντικατοπτρίζουν την μαεστρία του συγγραφέα και υπαινίσσονται την χιλιοειπωμένη ατάκα περί “μικρογραφίας της κοινωνίας”, που να είστε σίγουροι ότι ισχύει στην προκειμένη περίπτωση.

Πηγή:https://www.oneman.gr/entertainment/howards-end-mini-series-review/

https://www.moveitmag.gr/news/howards-end-s01-me-sevasmo-sto-prototypo/58502&amp

Poldark, μια τηλεοπτική επιτυχία εποχής

Φαίνεται πως οι Βρετανοί εξακολουθούν να αγαπούν πολύ τα δράματα εποχής, μιας και το «Poldark» μας γυρνάει σε ένα προβικτωριανό τοπίο της πανέμορφης Κορνουάλης, με τοπία και μουσική που μας υποβάλλει και με μια υπόθεση ιστορικά ενδιαφέρουσα, ολίγον αργή σε κάποια σημεία.

Μια τέτοια, κινηματογραφικών προδιαγραφών, είναι και το «Poldark» που ήρωα έχει τον ωραίο και μοιραίο Έινταν Τέρνερ, που υποδύεται τον Ρος Πόλνταρκ. Αυτός επιστρέφει στην πατρίδα του την Κορνουάλη, από τον πόλεμο της αμερικανικής ανεξαρτησίας μετά από χρόνια, και μαθαίνει ότι ο πατέρας του δεν ζει πια, η περιουσία του έχει σχεδόν εξανεμιστεί και, κυρίως, η αγαπημένη του Ελίζαμπεθ είναι πια γυναίκα τού εξαδέλφου του! Το κλίμα από πλευράς των συμπολιτών του είναι περίεργο για τον ίδιο, το διάστημα της απουσίας ήταν μεγάλο, οι δεσμοί και οι συγγενικές του σχέσεις δεν βρίσκονται στο σημείο που τις άφησε. Αποφασίζει, όμως, να μη φύγει και να ενεργοποιήσει ξανά τα οικογενειακά ορυχεία και – δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο, όμως – η αγάπη του για την Ελίζαμπεθ (αλλά και εκείνης) φαίνεται ότι ακόμη σιγοκαίει. Η πρώτη σεζόν αναλώνεται περισσότερο στις συστάσεις αλλά και στη λαογραφική γνωριμία με την Κορνουάλη, που είναι χωρίς άλλο πανέμορφη και ιδανική τοπική «ταπετσαρία» για μια τέτοια ιστορία και όσο εξελίσσεται μπαίνει πιο δυναμικά στον κεντρικό έρωτα και είναι γεμάτο μικρές συναντήσεις, βλέμματα και υπονοούμενα της αγάπης που δεν πέθανε ποτέ με τον χρόνο. Οι έρωτες ανά καιρούς θα αλλάξουν στο βάθος του χρόνου και καθώς η σειρά προχωρά. Αναμφίβολα, με κάποιες εξαιρέσεις οι δημιουργοί της σειράς προφανώς λόγω του ίδιου το βιβλίου δεν εξιδανίκευσαν το ερωτικό κομμάτι. Ίσα ίσα το έκαναν πιο ήρεμο, πιο ανθρώπινο, με όλα τα λάθη και τα ελαττώματα που προκύπτουν στις ανθρώπινες σχέσεις του σήμερα και του τότε. Καθώς αναπτύσσεται η πλοκή δημιουργούνται ενίοτε κενά. Μπορεί σε άλλα σημεία να κυλά αρκετά αργά και αψυχολόγητα. Ωστόσο, στο σύνολο της είναι ενδιαφέρουσα και από ιστορικής απόψεως, διότι βλέπει κανείς πως λειτουργούσε η αγγλική επαρχία αυτού του αιώνα σε αδρές γραμμές, παίρνει μια ιδέα από την Αποικιοκρατία και από τον τρόπο λειτουργίας του αγγλικού πολιτεύματος.

Η σειρά έχει συνολικά έξι μέρη, ως συνήθως, και εύλογο απορίας είναι γιατί ξανά ένα remake μιας μεγάλης τηλε-επιτυχίας του 1975 (βασισμένα και τα δύο στη λογοτεχνική σειρά δώδεκα βιβλίων του Γουίνστον Γκράχαμ); Δημιουργήθηκαν έτσι πέντε σεζόν, ορισμένες εξαιρετικές και άλλες τουλάχιστον ανεκτές. Σαν σύνολο πάντως το έργο σου αφήνει μια πολύ ωραία αίσθηση και δεν ξέρουμε αν για αυτό ευθύνεται η μουσική, η Κορνουάλη ή ο Τέρνερ ή όλα αυτά μαζί!

Ο Ρος είναι περιζήτητος εργένης μέχρι να γνωρίσει την Ντεμέλζα και να ξεκινήσει το δεύτερο ρομάντζο της σειράς! Αναμφίβολα, είναι ένας πολύ δημοφιλής ήρωας της βρετανικής λογοτεχνίας, έχει πάρα πολλούς fans στη χώρα του, και το βάρος στις πλάτες τού Έινταν Τέρνερ και των δημιουργών ήταν πολύ μεγάλο για προφανείς λόγους. Επαναστάτης, με έντονη αίσθηση της ευθύνης του και της κοινωνικής δικαιοσύνης και πάνω από όλα μια ρομαντική φιγούρα, βρίσκει έναν άξιο εκπρόσωπο στον Τέρνερ, ο οποίος δεν μπορεί να κάνει υπερβάσεις (και λόγω του επαναλαμβανόμενου του ρόλου), όμως χτίζει έναν δικό του ήρωα, όχι ιδιαιτέρως επαναστατικό ή αντισυμβατικό όπως ίσως ήταν ο Ρόμπιν Έλις του original, αλλά με κάτι ξεκάθαρα δικό του. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες που τον πλαισιώνουν δεν φέρουν ανάλογο βάρος. Πλην της υποβλητικής Ντεμέλζα και του Τζορτζ Ουέλινγκτον, οι υπόλοιποι φαντάζουν μάλλον λίγο αδιάφοροι.

Επί της ουσίας, το «Poldark» έχει όλα τα σχηματικά συστατικά μιας όμορφης ρομαντζάδας που απευθύνεται προς ευρεία κατανάλωση και είναι από αυτά τα πράγματα που εκλείπουν από τη μικρή οθόνη. Δίχως να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για εμβάθυνση των χαρακτήρων, πράγμα που διευκολύνεται όπως πάντα από τα ήθη και τις συμπεριφορικές συμβάσεις των εποχών, αλλά ούτε και για τους δεσμούς των προσώπων, έχουμε να κάνουμε με γνήσια ψυχαγωγική τηλεόραση που βαδίζει μια πεπατημένη επιτυχή, η οποία ποντάρει και στην ομορφιά του τοπίου και των ηρώων της.

Αν έχετε χρόνο και όρεξη για ένα προσεγμένο δράμα εποχής χωρίς εξάρσεις (ούτε χαράς ούτε λύπης) τότε το Poldark είναι η σειρά για εσάς!! Δοκιμάστε την και δε θα σας απογοητεύσει!

Πηγές: https://freecinema.gr/tv/poldark-an-old-fashioned-romance-in-cornwall/