Υπάρχουν έργα, προϊόντα του χρωστήρα ή της γραφίδας, για τα οποία δεν μπορεί να υπάρχει μια καθορισμένη αίσθηση. Η απόπειρα εξαγωγής συμπερασμάτων, η διάθεση τούτα να αντιστοιχηθούν με καθορισμένα πρότυπα ή ακόμα να ενταχθούν σε είδη και αυστηρά καθορισμένες φόρμες συνιστά μια ματαιότητα. Οι δημιουργοί τους, συχνά ενσωματώνουν σε αυτά μια ακαθόριστη ή δειλή ακόμα στην αλήθεια της θεώρηση φιλοσοφική ή κοινωνική. Η αδυναμία να υπάρχει μια επιβεβαιωμένη κριτική απέναντι στα συγκεκριμένα δημιουργήματα της καλλιτεχνικής προσδοκίας αποδεικνύει με τον πιο εμφατικό τρόπο, όχι φυσικά την ανεπάρκεια των μελετητών, μα ακόμα περισσότερο τη συγκεχυμένη ιδεολογική οπτική των ίδιων των δημιουργών. Κανείς ανιχνεύει μες σε αυτά τα έργα μια πρόθεση, μια διακριτική αναφορά, ένα ίχνος της προσωπικής ηθικής του προσώπου, μα δεν είναι σε καμιά περίπτωση εφικτή η απόλυτη τεκμηρίωση της καλλιτεχνικής παραγωγής. Το επιχείρημα πως τούτα τα έργα, ειδικά του λόγου δεν έχουν τίποτε να πουν δεν μπορεί να ευσταθεί. Υφίσταται η πιθανότητα να μην είναι διαυγής και ικανή η θεώρηση του δημιουργού, μα δεν μπορεί να εκλείπει παντελώς μια κάποια ευαισθησία ή αντίληψη της κοινωνικής φαινομενολογίας, άλλοτε διατυπωμένης σε εθνικό και άλλοτε πάλι σε υπερεθνικό ή αλλιώς, οικουμενικό επίπεδο.
Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν μπορεί να είναι μια στείρα υπόθεση, μια ματαιοδοξία ενός καλλιεργημένου και μόνο ψυχισμού. Σε κάθε έργο ενυπάρχουν αδιαμφισβήτητα, ίσως όχι τα προσόντα μα συγκεκριμένες αφορμές και αιτίες, ικανές να δικαιολογήσουν τον κόπο του ίδιου του προσώπου. Ο χρονικός ορίζοντας της αποτελεσματικότητας ενός έργου, η ωρίμανσή του, καθώς έρχεται με την πάροδο των ετών μπορεί να αποκαλύψει πτυχές του και αναφορές, οι οποίες κατέχουν τη δυνατότητα πολλές φορές να καταξιώσουν ένα έργο του λόγου και να αμφισβητήσουν την υποκειμενικότητα ενός ορισμένου κύκλου ανθρώπων ή ακόμα μιας ολόκληρης εποχής. Ο αλεξανδρινός, Κωνσταντίνος Καβάφης, με αφορμή την κριτική για το βιβλίο του Χάρντυ, αναφέρει σχετικά: «Τα βιβλία δεν πρέπει να έχουν αναγκαστικά ένα σκοπό εμπρός τους. Τόσο ανίδεος είναι ο κριτικός από καλλιτεχνική φιλοσοφία, ώστε να μην ξέρει ούτε αυτό; Η πιστή αποτύπωση της ζωής, αποθησαυρισμένη μες σε ένα μεγάλο έργο, ίσως να φαίνεται άχρηστη για ένα μεγάλο, χρονικό διάστημα, αλλά είναι βέβαιο πως με τον καιρό θα φέρει καρπούς. Κάτι βγαίνει στο τέλος. Σε μερικά χρόνια ή σε πάρα πολλά χρόνια.» Στην άποψη αυτή του Καβάφη μπορεί κανείς να εντοπίσει ένα από τα πιο καίρια στοιχεία του πνευματικού ανθρώπου. Μιλούμε για εκείνη την πρισματική οπτική, αυτή που μπορεί να τίθεται σε λειτουργία μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο κριτικός, ο μελετητής ή ο αδιάφορος αναγνώστης δεν παύουν, στο μέτρο του δυνατού ο καθένας και ανάλογα με το βαθμό καλλιέργειας να τηρούν μια ανεκτική στάση, μια διάθεση αποδοχής έργων, των οποίων η στόχευση μπορεί να αποτελεί ένα αίνιγμα, μια κατάσταση αδιόρατη, μια δύσκολη υπόθεση.
Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει το μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη, «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη». Οι Έξι νύχτες στην Ακρόπολη αποτελούν ομολογουμένως το νόθο τέκνο μιας μακρόχρονης κύησης. Νόθο, με την έννοια ότι δεν έγινε ποτέ αποδεκτό ως ισότιμο λογοτέχνημα του σεφερικού corpus από την κοινότητα των λογίων και από την κριτική. Μακρόχρονη η κύηση, εφόσον η πρώτη σύλληψη και γραφή έγινε όταν ο Σεφέρης βρισκόταν στα 26 του χρόνια και η οριστική σχεδόν 30 χρόνια μετά (1954). Η δημοσίευση του έργου καθυστέρησε επίσης πολύ: έγινε 20 χρόνια μετά τη γραφή του 1954 και τρία χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, με επιμέλεια του καθηγητή Γ. Π. Σαββίδη (Ερμής, 1974). Ωστόσο το ότι ο ποιητής δουλεύει και ξαναδουλεύει ένα κείμενο στο μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής ζωής του, και μάλιστα με πρωτοφανές πάθος (Μέρες Στ’, Ικαρος, 1986, σελ. 119-120 και 134)· το ότι επίσης ο ήρωας Στράτης, που πρωταγωνιστεί στο πεζογράφημα, εξελίσσεται σταδιακά (κατ’ άλλους ήδη από το 1924, κατ’ άλλους από το 1931) σε προσωπείο του ποιητή που διατρέχει εκ παραλλήλου ποίηση και ημερολόγια (Δ. Μεντή, Στράτης Θαλασσινός και Μαθιός Πασκάλης / Δύο προσωπεία του Γ. Σεφέρη, περιοδικό «Ποίηση», αρ. 13/99, σελ. 189, σημ. 6) είναι γεγονότα που υπογραμμίζουν το διαρκές ενδιαφέρον του Σεφέρη για το μυθιστόρημά του.
Η πλοκή
Ολόκληρο το έργο ακολουθεί το μοτίβο μιας ημερολογιακής γραφής, αποτυπώνοντας γεγονότα και σκέψεις. Η ουσία της ημερολογιακής γραφής τίθεται σε δευτερεύουσα σημασία, καθώς στο τέλος του έργου δεν υφίσταται πια ως παράγοντας ο χρόνος, αλλά τα πρόσωπα. Στα πρότυπα των υπερεαλιστών δημιουργών και την κατάλυση κάθε συμβατικής και αποδεκτής έννοιας, έτσι και ο Σεφέρης κατορθώνει με τη γραφή του να εμπλέξει το παρόν και το παρελθόν, να προβεί σε κειμενικές και χρονικές παλινδρομήσεις. Η γραφή σε ύφος ημερολογιακό αποτελεί ένα ιδιαίτερα κοινό τόπο στην διηγηματογραφία και το θέατρο. Πέρα από τη δυνατότητα που παρέχει να προσδιορίζει επακριβώς το χρόνο, αυτός ο τύπος γραφής, τον οποίο υιοθέτησε και ο νομπελίστας ποιητής συνιστά μια μέθοδο διάσωσης του έργου, σε επίπεδο ιστορικό πια, αφού μες στους κόλπους του ο μελλοντικός αναγνώστης διαπιστώνει και παρακολουθεί μια παλαιά εποχή, με διαφορετικά ζητήματα ή καθολικά θέματα με ορίζοντα χρονικά απροσδιόριστο. Ο άρτι αφιχθείς από την Εσπερία Στράτης συναντιέται με μια παρέα Αθηναίων φίλων που αποφασίζουν να επισκέπτονται την Ακρόπολη επί έξι συνεχείς πανσελήνους. Η συνάντησή του με δύο γυναίκες είναι καταλυτική. Η ερωτική σχέση σκηνοθετείται ως δοκιμασία ψυχής: η πρώτη γυναίκα περισσότερο ως όραμα (Σαλώμη) και λιγότερο ως καθημερινότητα (Μπίλιω), καθοδηγεί τις ερωτικές και διανοητικές ισορροπίες του Στράτη στα όρια ζωής και θανάτου· η δεύτερη (Λάλα), βαθμιαία «μεταστοιχείωση» της πρώτης, τον ελευθερώνει στην καλλιτεχνική δημιουργία. Η Ακρόπολη, ως μυθικός τόπος, πέρα από χρόνο και τόπο, ανάμεσα στο εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού και στο αχνό της πανσελήνου, μεταμορφώνεται σε ονειρικό τόπο δοκιμασίας και κάθαρσης κατά το πρότυπο του δαντικού Καθαρτηρίου.
Το μυθιστόρημα αποτελείται από έξι κεφάλαια που το καθένα αφηγείται κατά κύριο λόγο τα γεγονότα των έξι νυχτερινών επισκέψεων στη Ακρόπολη. Υπάρχουν δυο αφηγητές: ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής που αναλαμβάνει την αφήγηση των γεγονότων και ο πρωτοπρόσωπος Στράτης όταν καταγράφει στο ημερολόγιο σκέψεις του, ποιητικές εμπνεύσεις και στίχους. Έχουμε, λοιπόν, εναλλαγή των δύο αφηγητών με την ημερολογιακή γραφή να κυριαρχεί και να διασπά τη γραμμική αφήγηση παρεμβάλλοντας επιστολές, στίχους αλλά και περιγραφή ονείρων.
Ο Γ. Σεφέρης ακολουθώντας τη τεχνική του pastiche δημιουργεί μια συνύπαρξη διαφόρων λογοτεχνικών ειδών αποδίδοντας άψογα την ατμόσφαιρα του κατακερματισμού που επιδιώκει και ταυτόχρονα υπακούοντας στη λογική του μοντερνισμού που πρεσβεύει τη συνειρμική γραφή. Οι επιστολές ενώνουν το παρελθόν με το παρόν, παρέχουν πληροφορίες και δραστηριοποιούν τη μνήμη. Το ημερολόγιο συνδέει τα εξωτερικά γεγονότα με τον τρόπο που τα βιώνει το υποκείμενο και οι παρεμβαλλόμενοι στίχοι δείχνουν συνήθως την αγωνία της σύνθεσής τους και την άβυσσο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Συνάμα δίνεται η ευκαιρία επικοινωνίας με έργα άλλων δημιουργών και η ενσωμάτωση αποσπασμάτων τους στο ημερολόγιο του ήρωα. Απ’ την άλλη η περιγραφή των ονείρων δημιουργεί επιπλέον ένα θολό τοπίο, μια ονειρική κατάσταση, μες την οποία υπνοβατούν οι ήρωες. Πρόκειται για μια πόρτα ανοιχτή ανάμεσα στα βιώματα και στην ποιητική σύλληψή τους. Άλλωστε για τον Σεφέρη ζωή και έργο είναι άμεσα συνδεδεμένα, όπως ακριβώς φαίνεται να ισχύει και για τον Στράτη στο μυθιστόρημα, ο οποίος εμφανώς αποτελεί προσωπείο του ποιητή.
Δαντική αλληγορία
Εφόσον, όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής (Δοκιμές Β´, Ικαρος, 1981, σελ. 249), «γνώρισε» τον Δάντη στα 35 του χρόνια για πρώτη φορά, είναι φανερό ότι το νεανικό κείμενό του δουλεύτηκε με τη δαντική αλληγορία στην ωριμότερη επεξεργασία του 1954. Η δαντική ατμόσφαιρα διαποτίζει όλο το κείμενο με τη γήινη, σωματική διάσταση που της αποδίδει ο Σεφέρης όταν αναλύει τη Θεία Κωμωδία, μία δεκαετία μετά την ολοκλήρωση του μυθιστορήματός του, το 1966: «…με την κόλαση και τον παράδεισο που μας δόθηκε να ζήσουμε…» (ό.π. σελ. 282).
Η αθηναϊκή πολιτεία της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα παίρνει έτσι για τον ποιητή τη θέση της δαντικής Φλωρεντίας του 1300· «… η Ακρόπολη αγκυροβολημένη· έτοιμη να σαλπάρει», γίνεται το νησιωτικό βουνό του Πουργατόριου· οι άνθρωποι κινούνται ανάερα, σαν νεκρές ψυχές, όποτε δεν είναι μνήμες, σκιές, φαντάσματα· όνειρα και λιποθυμίες επαναλαμβάνονται σύμφωνα με τον ίδιο μυητικό ρόλο που κατέχουν στη Θεία Κωμωδία· η τοπογραφία ζωγραφίζεται επανειλημμένως με δαντικές αποχρώσεις· και ο λόγος, εκτός από τα δηλωμένα δαντικά δάνεια (Μνήμες Dante, ό.π., σελ. 271-273), βρίθει μεταφορών στο πνεύμα και στο γράμμα του ιταλικού αρχετύπου. Η σκοτεινή Σαλώμη κάποτε γίνεται ο Βιργίλιος του ποιητή, κάποτε αποκτά το φως της Ματίλντα, και όταν εξαφανίζεται, καθώς επίσης ο Βιργίλιος στο Καθαρτήριο, αφήνει τη θέση της σε μια ατθίδα Βεατρίκη, τη φωτεινή Λάλα.
Το στοίχημα είναι προφανές: μέσα στο σκοτάδι της πνευματικής σύγχυσης που ακολουθεί τη μικρασιατική καταστροφή, ο ποιητής θα βάλει τις αδελφές ψυχές να κοιταχτούν «όπως συνηθίζουμε το βράδυ να κοιταζόμαστε στο νέο φεγγάρι» (Κόλαση, XV, 18). Αλλωστε οι Εξι Νύχτες με πανσέληνο, στην ημερολογιακή τους ανακύκλωση, αποτελούν μια αχνή υπόμνηση της θωμιστικής γεωμετρίας του Δάντη. Διαβάζονται δηλαδή ως ανωφερής κλίμακα δοκιμασίας του ποιητή (και μαζί τού αναγνώστη): «αυθεντικοί ήρωες μπορούν να υπάρξουν» μέσα από τον ίδιο τον δημιουργικό εαυτό μας, με την προϋπόθεση ότι αυτός τολμά να αντικρίσει την πραγματικότητα στα μάτια των συνανθρώπων του, όσο «κολασμένοι» και αν είναι (ή του φαίνονται) οι τελευταίοι και αυτή βεβαίως είναι μια πέρα για πέρα δαντική θεώρηση του κόσμου.
Τα πρόσωπα
Σχετικά με τον κεντρικό ήρωα Στράτη μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι εμφανίζεται και σε ποιήματα του Γ. Σεφέρη πρώτα ως Στράτης και έπειτα ως Στράτης Θαλασσινός (στα 1931). Η πρώτη εμφάνιση όμως του Στράτη μετά την επιστροφή του ποιητή στην Ελλάδα (γιατί έχει προηγηθεί αναφορά του στο «Απέραντο Σκάκι της Κονκόρντας») γίνεται σε τούτο εδώ το μυθιστόρημα ενώ επανεμφανίζεται αργότερα και στις Συλλογές «Τετράδιο Γυμνασμάτων» και «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’». Διατρέχει πάντως όλο το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Γ. Σεφέρη για περίπου τριάντα χρόνια έως και την τελευταία αναφορά το 1956 οπότε και εγκαταλείπεται απ’ τον ποιητή που έχει πλέον ωριμάσει ποιητικά. Συνήθως αποτελεί τη δεύτερη αφηγηματική φωνή, το πρόσωπο που βλέπει τον εαυτό του να δρα, και παραπέμπει σε διχασμό του υποκειμένου.
Οι απόψεις των μελετητών
Στο καθ’ όλα γήινο Καθαρτήριο του Εξι νύχτες στην Ακρόπολη τη Βασιλεία των Ουρανών κερδίζει εν τέλει ο δημιουργός εκείνος που «μεταχειρίζεται τους μάταιους ίσκιους σαν πράγμα στερεό» (Καθαρτήριο, ΧΧΙ, 136). Ο Στράτης εγγράφεται έτσι στη χορεία των ηρώων / προσωπείων του τύπου του Αντρέ Βαλτέρ (Ζιντ), του Α. Ο. Μπαρναμπούθ (Λαρμπό), του Στίβεν Ντένταλους (Τζόις), ή των Μπερνάντο Σοάρες, Ρικάρντο Ρέις κ.ά. (Πεσόα), που η καταγραφή της προοδευτικής καλλιτεχνικής τους Οδύσσειας συνιστά αντίστοιχη μυητική διαδικασία για τον αναγνώστη. Ο Στράτης, το ίδιο όπως το ποιητικό του alter ego στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’ (1944), είναι ένας πρόσφυγας στον τόπο του ο οποίος «πρέπει να ρωτήσει τους νεκρούς για να μπορέσει να προχωρήσει παρακάτω».
Ο Νάσος Βαγενάς δικαιολόγησε, λίγα χρόνια μετά την έκδοση του σεφερικού μυθιστορήματος (Ο ποιητής και ο χορευτής, Κέδρος, 1979, σελ. 138), την πανθομολογούμενη τότε αποτυχία του σεφερικού πεζογραφήματος με το γεγονός ότι «η αφήγηση παραμένει στο επίπεδο της ημερολογιακής εξομολόγησης χωρίς να κατορθώνει να γίνει μυθιστορηματική». Ο ίδιος αργότερα συνέδεσε αυτό το επιχείρημα με την εγγενή, κατά την άποψή του, αδυναμία του ημερολογίου να συγκροτήσει αμιγή λογοτεχνία (Το Ημερολόγιο ως μυθιστόρημα, περιοδικό «Διαβάζω», 142, 23.4.1986, τώρα στο Η ειρωνική γλώσσα, Στιγμή 1994, σελ. 227-229). Η βαλερική επίδραση κατά τον τρόπο του Κυρίου Τεστ και κατά τον τρόπο των ηρώων του Ζιντ και του Λαρμπό που αναφέραμε είναι βεβαίως σαφής. Το βιβλίο φέρει άλλωστε προκλητικά τα σημάδια της ημερολογιακής πηγής του: ο καθ’ όλα επιμελής Σεφέρης δεν έκανε απολύτως τίποτε για να τα κρύψει… (εν αντιθέσει π.χ. με τον Λαρμπό που κατέστρεφε μεθοδικά σελίδες του προσωπικού του ημερολογίου καθώς τις ενσωμάτωνε στο ημερολόγιο του ήρωά του).
Νεότεροι μελετητές όπως η Νάτια Χαραλαμπίδου (Εξι Νύχτες στην Ακρόπολη, «Καθημερινή», Αφιέρωμα στον Γ. Σεφέρη, 13.10.1996, αλλά και στο Greek Modernism and Beyond, Rowman & Littlefield Publishers, 1997, σελ. 163-176) και η Αλεξάνδρα Σαμουήλ (Ο βυθός του καθρέφτη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998, σελ. 241-258), κρίνουν το πεζογράφημα ως «φιλόδοξο πειραματισμό» ενώ εκ παραλλήλου επανεξετάζουν κάποιες μοντερνιστικές τεχνικές και επιρροές του από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία (εσωτερικός μονόλογος, «ανανέωση» της συμβολιστικής παράδοσης, mise en abyme κ.ά.)· αλλά οι επισημάνσεις τους δεν επηρεάζουν θετικότερα την αρνητική πρόσληψη του μυθιστορήματος άλλωστε δεν έχουν αυτή την πρόθεση.
Το κατά συνθήκην μυθιστόρημα, όπως έχει επαναλειμμένα επισημανθεί από έγκριτους ανθρώπους του λόγου, όπως ο Νάσος Βαγενάς, καθώς και άλλους μελετητές ή κριτικούς συνιστά μια συρραφή σκόρπιων σημειώσεων και δακτυλογραφήσεων, οι οποίες βρέθηκαν στο αρχείο του ποιητή. Η έκπληξη αλλά και το ενδιαφέρον των μελετητών για το αναπάντεχο αυτό έργο του ποιητή Σεφέρη επέφερε, καθώς ήταν φυσικό πλήθος κριτικών θεωρήσεων και μελετών, μέσω των οποίων βαλόταν με τρόπο ευθύ η μυθιστορηματική ανεπάρκεια του Σεφέρη, ενώ παράλληλα σημειωνόταν η αδυναμία του ίδιου του έργου να ενταχθεί σε σύνολα και είδη λόγου. Άλλωστε το ενδιαφέρον των κριτικών και των μελετητών, εντοπίζεται ακριβώς σε ένα πρώτο επίπεδο, ένταξης ενός έργου σε καθορισμένες κατηγορίες, ικανές να αποτελέσουν οδηγό και να ορίσουν από μόνες τους το μέτρο και τα σταθμά εξέτασής του.
Πέρα όμως από τούτη τη φιλολογική κριτική, θα ήταν σκόπιμο να αποπειραθεί κανείς να εμβαθύνει και να εξετάσει το ιδεολογικό υπόβαθρο, κάτω από το οποίο τούτο το έργο ολοκληρώθηκε. Η διατύπωση τεχνικών και θεωρητικών υποδείξεων ικανοποιεί σαφώς τους σκοπούς της φιλολογικής επιστήμης. Μα ένα έργο, προκειμένου να εκτιμηθεί η συνεισφορά του ή εκείνο το «καινούριο» και το «αδοκίμαστο» που προτείνει είναι αναγκαίο να διαβαστεί με την ίδια, ανοιχτή ψυχή που προαναφέραμε. Να εκτιμηθεί το δομικό, φιλοσοφικό υλικό του, να αντιστοιχηθεί ίσως με τον εσώτερο, «εκκινητικό» λόγο, ο οποίος έθρεψε στην ψυχή του δημιουργού την τάδε ή τη δείνα πλοκή, να συζητηθεί με άλλα λόγια το περιεχόμενο του έργου, δίχως καθρέφτες παραμορφωτικούς, χωρίς την αγωνία του κριτή να αναδείξει το σφάλμα του ποιητή, μα να εντοπίσει τις κορυφές του και σε εκείνες να σταθεί για να παρατηρήσει ανεπηρέαστος τα «νέα εδαφη», τα οποία προτείνει ο ίδιος ο ποιητής ή ο διηγηματογράφος.
Ήδη, κατά τις πρώτες σελίδες του βιβλίου δεν είναι δύσκολο κανείς να σημειώσει ένα βασικό χαρακτηριστικό του διηγηματογράφου Σεφέρη. Μα δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για την επιβεβαίωση της ποιητικής φύσης, μια πλευράς του την οποία δεν μπορεί να περιορίσει. Αντίθετα ο δημιουργός μοιάζει να παραδίνεται στον ποιητικό οίστρο, παραλείποντας τα σύμβολα και εισάγοντας παράλληλα την αίσθηση, την πιο ειλικρινή και βαθύτερη αίσθηση, ανιχνεύσιμη στο σύνολο του ποιητικού του έργου. Πρόκειται για εκείνη την αισθητική του λιτού ελληνικού οράματος, έτσι όπως είχε κατοχυρωθεί μες στη δημιουργία. Αφορά την ποιητική δημιουργία, η οποία αποβλέπει στη διατύπωση και την ένταση της ιδέας και σε καμία περίπτωση δεν αρκείται σε εικονοποιητικές προσεγγίσεις, υποβλητικές μα αδύναμες απέναντι στις ψυχικές επιταγές. Η τριτοπρόσωπη, αφηγηματική γραφή, η οποία θα αντικατασταθεί από το πρώτο, ενικό πρόσωπο, τον εαυτό συνιστά ίσως απόδειξη της βαθμιαίας ενσωμάτωσης του δημιουργού στον ίδιο το λόγο, δίχως να μπορεί ο ίδιος να αποστασιοποιηθεί από την απαίτηση του μυθιστορηματικού είδους. Ο Σεφέρης σταδιακά θα ενδυθεί πλήρως τις αδυναμίες, τις αγωνίες, τον ερωτισμό και την τραγική μοναξιά της περσόνας του έργου, του Στρατή. Η ημερολογιακή γραφή επιτρέπει τούτο να επιτυγχανθεί με φυσικό, αυθόρμητο τρόπο, καθώς συμβαίνει στις καταγραφές των προσωπικών λευκωμάτων ή ακόμα και στα ίδια τα ημερολόγια του ποιητή, μια συνήθεια με φιλολογικό πια ενδιαφέρον, μια ασχολία η οποία συνεισφέρει στην αποκωδικοποίηση της εργογραφίας και των πιο καίριων ιδεών του.
Το βιβλίο έχει σαφή πλοκή με αρχή, μέση, τέλος, κάποια πρόσωπα, έναν πολύ συγκεκριμένο δραματικό χρόνο, και οπωσδήποτε τεχνικές μυθοπλασίας με κεντρική την αναφερθείσα δαντική αλληγορία (για την οποία ακόμη μένει να γίνει συστηματική έρευνα) που το καθιστούν ενδιαφέρον. Βεβαίως δεν πρόκειται για συμβατικό μυθιστόρημα. Το πρώτο πρόσωπο διαδέχεται το τρίτο, την αφήγηση η ημερολογιακή εγγραφή, ενώ η ποιητικότητα της γραφής είναι έντονη. Τα πρόσωπα επίσης είναι περισσότερο δαντικές σκιές ιδεών παρά ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, αντιπροσωπεύουν άλλοτε μια ατμόσφαιρα εποχής, π.χ. των διανοουμένων που πλήττουν, άλλοτε απλώς σκιαγραφούν τύπους της επίγειας Κωμωδίας, όπως π.χ. ο «ερμαφρόδιτος» Λογκομάνος (Καθαρτήριο, XXVI, 73-82). Αυτή ακριβώς υπήρξε όμως η έμπνευση, η πρόθεση και το θέμα ενός έργου που θέλει να διαβαστεί ως ερωτική ιστορία αλλά με τη δαντική έννοια του όρου. Trasumanar per verba· ο περίφημος νεολογισμός του Δάντη εμπρός στη Βεατρίκη (Παράδεισος, Ι, 70) για τη μεταστοιχείωση του ανθρώπου σε κάτι που τον υπερβαίνει, για την αδυναμία μετάδοσης αυτής της εμπειρίας με τον λόγο, καθορίζει υπογείως και την ερωτική / μυητική / ποιητική υπόσταση του μυθιστορήματος.
Κατά άλλους, το διήγημα «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» χαρακτηρίζεται από σημαντικές αδυναμίες στην κατάστρωση της πλοκής, τέτοιες ώστε δίκαια μπορούμε, είτε να χαρακτηρίσουμε το έργο καθολικά προβληματικό ή να εντοπίσουμε σε αυτό την υποκειμενικότητα του συγγραφέα, την πρόθεσή του ακόμα να θέσει υπό αμφισβήτηση τις παραδοσιακές, συγγραφικές αρχές της μυθιστορίας. Το ζήτημα της σταθερότητας στον κεντρικό πυρήνα του έργου γίνεται διακριτό σε ένα βαθύτερο επίπεδο, δικαιολογώντας μια μελλοντική κατάταξή του στην ίδια θέση με δημιουργίες, όπως το «Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης» του Πεντζίκη, μες στο οποίο η μνήμη εξελίσσεται με τον ίδιο δαιδαλώδη τρόπο με τον οποίο υφίσταται μες στα όρια του ατομικού πνεύματος. Ο Σεφέρης επιδιώκει την προβολή των ιδεών και των ορισμένων συναισθημάτων, επηρεασμένος βαθύτατα από διαπιστώσεις πάνω στο ίδιο το «σώμα» της ελληνικής κοινωνίας. Καθώς ο Μαρσέλ Προυστ και οι εισηγήσεις του προς ένα άλλο είδος μυθιστορήματος, έτσι και ο Σεφέρης διαμορφώνει ένα τελείως προσωπικό ύφος, μες στο οποίο ανάμεσα στα άλλα, διακρίνεται, αν δεν επικρατεί ολοκληρωτικά,η αγωνία και το αδιέξοδο του ελληνικού τοπίου, ως έκφραση κοινωνική και πολιτική.
Με την αναφορά στον Γκρέκο, ήδη από την αρχή του κειμένου ο Σεφέρης αποκαλύπτει το μοντέλο μες στο οποίο θα κινηθεί. Για εκείνον ο ελληνισμός των διαρκών χλευασμών και της πολιτικής αστάθειας, η ελληνική κοινωνία της ελιτίστικης θεώρησης συνιστούν βασικά και εμπεδωμένα ζητήματα. Η αδυναμία του εντόπιου στοιχείου να εκτιμήσει τις νέες τάσεις, να τις εντάξει μες στα πλαίσια της πνευματικής δημιουργίας, καθώς και το ζήτημα των «κλειστών» πολιτιστικών συνόρων θα απασχολήσει βαθιά τον Σεφέρη. Τούτη την αναφορά του θα επεκτείνει και θα εξιδεικεύσει ακόμη περισσότερο, με την παράθεση ενός αποσπάσματος του λόγου του Μάρκου Αυρήλιου, μες στον οποίο υφίσταται διάφανα μια σαφής περιγραφή της ελληνικής κοινωνίας , η οποία μες στα πλαίσια ενός νεοσύστατου, αστικοποιημένου τοπίου, αδυνατεί να διαχειριστεί τη νέα εποχή, επιδιδόμενη σε ανώφελες κενοδοξίες . Μες σε αυτές εξαντλείται, λοιπόν διαπιστώνει ο Σεφέρης το ανθρώπινο στοιχείο, μες σε τούτο το αδιέξοδο δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν επιδιώξεις λιγότερο ατομικές και περισσότερο, την ίδια στιγμή συλλογικές. «Πομπής κενοσπουδία, επί σκηνής δράματα, ποίμνια, αγέλαι, διαδορατισμοί, κυνιδίοις οστάριον ερριμένον, ψωμίον εις τας των ιχθύων δεξαμενάς, μυρμήκων ταλαιπωρίαι και αχθοφορίαι…ότι τοσούτου άξιος έκαστος έστιν, όσου άξια έστι ταύτα περί α εσπούδακεν.»2 Δεν θα μπορούσε με τρόπο πιο εύστοχο και διαχρονικό, να αποδοθεί πληρέστατα η προβληματική, ελληνική κοινωνία, από ότι με την εκφορά του Αυρήλιου, η οποία συμπυκνώνει τις προβληματικές της εσωτερικής ζωής με θαυμαστή οικονομία και ακρίβεια. Μες στην ίδια την ελληνική κοινωνία, ο Σεφέρης εντοπίζει και αποκαλύπτει το συγκρουσιακό χαρακτήρα του ελληνικού στοιχείου, την ανάδελφη μοίρα του, την κατά συνέπεια, ολοκληρωτική απουσία ενός πνεύματος συλλογικότητας. Η απόδοση στον πληθυσμό του στοιχείου της αδιαφορίας, ενός ελιτίστικου, πλούσιου αυτισμού με άλλα λόγια μοιάζει να ενδιαφέρει τον Σεφέρη σε πιο υπερεθνικά κλιμάκια. Έτσι καθορίζει τον ελληνικό λαό, αλλά και κάθε έθνος, έρμαιο και αδιάφορο απέναντι στην πολιτική και ισχυρή σκοπιμότητα. «Χρειάζεται κουράγιο στην πατρίδα», σημειώνει ο Γιώργος Σεφέτης εντείνοντας ακόμη περισσότερο το σχολιασμό του για την Ελλάδα της διαρκούς μεταβατικότητας, της αποξένωσης, της ριζωμένης έχθρας. Μες σε αυτό το περιβάλλον ο Στρατής κι οι φίλοι του δεν μπορούν παρά να αντιταχθούν σε αυτήν την επιταγή της οικουμενικής αντικοινωνικότητας. Ο σχολιασμός του ίδιου του δημιουργού, μέσα από τα πρόσωπα του έργου, δεν συνιστούν παρά μια ένδειξη της υπό διαρκή κλονισμό ελληνικότητας. Μέσω αυτών ο Σεφέρης οριοθετεί το παρόν του, διαπιστώνει την αφετηρία όλων των προβληματικών διαστάσεων, προσδιορίζει τη στειρότητα των ατομικών ονείρων, τα οποία δεν μπορούν να ευδοκιμούν μες σε ένα τέτοιο αντιπολιτιστικό κλίμα. Η χώρα παραδομένη στις φλόγες της ιστορίας της, οι άνθρωποι φλέγονται και εκείνοι αδύναμοι να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, να διαφύγουν της επικαιρότητας και να αποκτήσουν την πολυπόθητη «συνοχή», εκείνη που μπορεί να ερμηνευτεί ως μια καθορισμένη και διατυπωμένη εθνική ταυτότητα. Οι επιρροές του Δάντη, τα παραθέματα τα οποία εμπεριέχονται στο λόγο του Σεφέρη, επιβεβαιώνουν την αγωνία του δημιουργού να θέσει το σπόρο της προηγμένης, δυτικής σκέψης μες στα ελληνικά πρότυπα. Η ευρωπαϊκή παιδεία και ο κοσμοπολίτικος βίος του Σεφέρη δεν αρκείται στην απομόνωση και τον ανώφελο εθνικισμό των συμπατριωτών του. Έχοντας επίγνωση της διάθεσής του να στηρίξει την ελληνικότητα, μέσω του λόγου και των έργων του, μπορούμε κάλλιστα να ερμηνεύσουμε τις «Νύχτες» ως ένα κάλεσμα για μια νέα, δημιουργική εποποιία σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής σκέψης και πράξης.
Οι θεωρήσεις του έργου είναι βέβαια πολλές. Τόσο τεχνικά, όσο και από άποψη περιεχομένου μπορούμε να αντλήσουμε ένα πλήθος θεματικών, οι οποίες άλλοτε διαχρονικές και άλλοτε επίκαιρες, -κυρίως το πρώτο-, μπορούν να αποτελέσουν το πρίσμα για την εκτίμηση του έργου. Εκείνο όμως που καθολικά διατρέχει το έργο, εκείνο που το καθιστά περισσότερο ενδιαφέρον, πέρα από τη μοναδική του παρουσία στην ποιητική ενασχόληση του Σεφέρη δεν είναι άλλο από την πρόθεση του δημιουργού να εκτιμήσει την ανάγκη του έθνους να ξεπεράσει τον οικειοθελή αποκλεισμό του και να στραφεί πια, με ένα οξυμένο αισθητήριο προς όλες τις κατευθύνσεις, όλες όσες μπορούν να συνεισφέρουν στον εμπλουτισμό της εγχώριας, ιδεολογικής και πνευματικής παράδοσης. Από τούτο το πρίσμα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το έργο του Σεφέρη «ελληνικό», με τη διάσταση, την οποία απέδωσε στον όρο ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Το σύμβολο του τίτλου το καθιστά, δίχως αμφιβολία τέτοιο.
Φυσικά όλα αυτά τηρουμένων των αναλογιών. Ο Σεφέρης μεταχειρίζεται το δαντικό κείμενο όπως ακριβώς ο Τζόις το ομηρικό στο Ulysses. Η περίφημη διατύπωση της «μυθικής παραλληλίας» του Τ. Σ. Ελιοτ, την οποία ήδη από το 1946 ο Σεφέρης υιοθετεί στο δοκίμιό του «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Ελιοτ· παράλληλοι», διαγράφει με σαφήνεια τα όρια οποιασδήποτε σύγκρισης ανάμεσα στα δύο κείμενα ενώ ταυτοχρόνως υποδεικνύει μια διαφορετική ανάγνωση του σεφερικού μυθιστορήματος.
Σε κάθε περίπτωση είναι ένα μυθιστόρημα πρωτότυπο, διαφορετικό, σεφερικό που αξίζει να διαβαστεί ιδανικά με πανσέληνο στην Ακρόπολη…
Πηγές:
ΣΟΝΙΑ ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ, «Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΡΕΑΛΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, «ΕΞΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ», ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Γ.Π. ΣΑΒΒΙΔΗ, ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, «ΤΑ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ»