Το διήγημα του πορτογάλου ποιητή Φερνάντο Πεσόα Ο αναρχικός τραπεζίτης πρωτοδημοσιεύτηκε το 1922 και πραγματεύεται, με το ύφος των σωκρατικών διαλόγων, την πολυεπίπεδη προβληματική της θεωρίας του αναρχισμού, της ελευθερίας και της τυραννίας. Μπορεί το διήγημα να γράφτηκε πριν σχεδόν από έναν αιώνα αλλά δεν παύει η ιδεολογία από την οποία εμφορείται, το βαθύ του νόημα και οι φιλοσοφικές του απολήξεις να μας αγγίζουν μέχρι σήμερα, αφού το όραμα του τραπεζίτη, η πολυπόθητη αποτίναξη μιας τυραννίας τόσο προσωπικής όσο και συλλογικής, ένα δυσεπίλυτο ζήτημα, ίσως την σημερινή εποχή μοιάζει πιο απίθανη από ποτέ. Ζώντας στον ασφυκτικό κλοιό μιας παγκόσμιας κλίμακας πανδημίας, ενός κράτους που διαρκώς ενισχύει την αστυνόμευση και μιας κοινωνίας πρόθυμης να θυσιάσει τα πάντα στο βωμό του χρήματος και να καθυποτάξει την ουσία και την αξία στο ευτελές και την ποσότητα, το διήγημα μας αγγίζει, μας αφορά, μας αλλάζει.
Ο συγγραφεάς γεννήθηκε στην Λισαβόνα στις 13 Ιουνίου 1888 και απεβίωσε στις 30 Νοεμβρίου 1935. Την παραμονή του θανάτου του σημειώνει από την κλίνη του νοσοκομείου “Δεν γνωρίζω τι θα φέρει το μέλλον”. Αυτό που το μέλλον έφερε αναμφισβήτητα είναι η καταξίωσή του ως ενός από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ου αιώνα. Έζησε τη ζωή του στα όρια της ανυπαρξίας και δημοσίευσε ελάχιστο μέρος του τεράστιου και πολλές φορές ανολοκλήρωτου έργου του. Ελάχιστα γεγονότα συνθέτουν την βιογραφία του: ο θάνατος του πατέρα του, η μετακόμιση με την νέα του οικογένεια στην Αφρική, η αγγλική του παιδεία, η επιστροφή του στη Λισαβόνα, η εργασία του ως αλληλογράφου σε εμπορικούς οίκους, ένας έρωτας και η μοναχικότητα που τον χαρακτήριζε. Ο Πεσόα υπογράφει το έργο του με το όνομά του αλλά και με άλλα 72 καταγεγραμμένα ετερώνυμά του, μοναδική περίπτωση στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κύριοι συντελεστές σε πρωτοτυπία αλλά και παραγωγικότητα είναι οι εξής 4 ετερώνυμοί του: Αλμπέρτο Καέιρο, ποιητής του “Φύλακα των κοπαδιών”, ο εκκεντρικός ναυπηγός μηχανικός Αλβάρο ντε Κάμπος, ποιητής της “θαλασσινής ωδής” και του “Καταστήματος φιλικών”, ο επικούρειος, στωικός κλασικιστής συνθέτης ωδών Ρικάρντο Ρέις και, τέλος, ο Μπερντάντο Σοάρες, συγγραφέας του Βιβλίου της Ανησυχίας. Και κεντρικό πρόσωπο ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσόα, ο ποιητής του “Μηνύματος”, ο διηγηματογράφος του “Αναρχικού τραπεζίτη”, ο θεατρικός συγγραφέας ενός ανολοκλήρωτου Φάουστ, ο οποίος ορίζει την τέχνη του δηλώνοντας: “Προσποίηση είναι του ποιητή η τέχνη”.
Εκείνος, λοιπόν, ο συγγραφέας με τα χίλια πρόσωπα, στο παρόν διήγημά του τοποθετεί στον ρόλο του Σωκράτη τον “αναρχικό τραπεζίτη”, γνωστό μεγαλοεπιχειρηματία και σημαίνον πρόσωπο, συνδυασμός ιδιοτήτων που αρχικά φαντάζει αντιφατικός. Ήδη από τον τίτλο, που θα χαρακτηρίζαμε οξύμωρο, προμηνύεται αυτή η διττότητα στην προσωπικότητα και την στάση ζωής του πρωταγωνιστή. Ίσως να είναι αυτό ακριβώς που τραβά τον συνομιλητή, τον αναγνώστη δηλαδή, που δεν είναι άλλος από εμάς και εσάς να καθίσει νοερά στο τραπέζι και να ακούσει τον λόγο του με δέος αλλά κυρίως με περιέργεια. Εμείς, λοιπόν, δεχτήκαμε αυτή την πρόσκληση ή μάλλον πρόσκληση να παρακολουθήσουμε αυτόν τον μονόλογο, τον ορμητικό, από τον οποία ξεπηδά μια ολόκληρη κοσμοθεωρία μέσα από βιβλίο σε μετάφραση του Αλέξανδρου Ζαγκούρογλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αργοναύτης.
Αρπάξαμε στα χέρια μας αυτό το ολιγοσέλιδο, μεστό όμως σε ιδέες και νοήματα βιβλίο και ο λόγος ξεκίνησε. Με επιμονή ο τραπεζίτης προσπαθεί να μας πείσει ότι η αναρχία δεν είναι κάτι ουτοπικό, αλλά κάτι απτό και υλοποιήσιμο. Κηρύσσοντας την μη πίστη του σε οτιδήποτε δεν προέρχεται από την φύση και συνεπώς στην απόρριψη των κοινωνικών θεσμών, στους οποίους συγκαταλέγει την οικογένεια, τον γάμο, την θρησκεία, εκμυστηρεύεται πως αυτό που επιδιώκει είναι η αποτίναξή τους. Ο αναγνώστης ξαφνιάζεται με τις διακηρύξεις αυτές που προέρχονται ειδικά από το στόμα ενός ανθρώπου που είναι υπηρέτης του συστήματος. Η έκπληξη αυτή γίνεται ο κινητήριος μοχλός προκειμένου να συνεχίσει να παρακολουθεί τις απόψεις που να αποκαλύπτονται.
Συνεχίζει πληροφορώντας μας πως προερχόμενος από την εργατική τάξη γρήγορα κατέληξε πως ο μόνος τρόπος να έρθει αντιμέτωπος με τους θεσμούς και να τους καταρρίψει ήταν η πνευματική καλλιέργεια. Ωστόσο, κάτι τέτοια θα τον καθιστούσε παθητικό αναρχικό, άνθρωπο του παρασκηνίου. Αυτός ο ρόλος δεν θα τον κάλυπτε, αφού ήταν γεννημένος άνθρωπος της δράσης. Στο σημείο αυτό ο Πεσόα φαίνεται να επιρρίπτει την ευθύνη για παθητική αντίσταση στους ανθρώπους του συναφιού του, στους συγγραφείς. Αλλά ο τραπεζίτης μας δεν είναι φυσικά σαν αυτούς. Προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του κατέληξε να συσπειρωθεί με άλλους ανθρώπους που μοιράζονταν την ίδια θεώρηση του κόσμου. Με όπλο το μυαλό και την συνεργασία σταδιακά να ήταν αυτή που θα παρακινούσαν την επανάσταση, Προηγουμένως έχει καταστήσει σαφές πως μια τέτοια επανάσταση δεν θα έπρεπε να γίνει μαζικά και εξαναγκαστικά, αλλά να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του συνόλου των πολιτών. Διαφορετικά, θα προέκυπτε μια νέα μορφή τυραννίας που θα διέφερε σημαντικά από την προηγούμενη. Με δρομοδείκτη την ελευθερία επιλογής θεώρησε πως η συνεργασία ομοϊδεατών θα είχε ως αποτέλεσμα την ενστάλαξη σε μέρος του πληθυσμού της ανάγκης για αλλαγή που από μόνη της θα επέφερε την πολυπόθητη επανάσταση. Γρήγορα διαπίστωσε, όμως, ένα σημαντικότατο πρόβλημα.
Στην διαδικασία κατάργησης της τυραννίας, μέσα από την ομαδική λειτουργία, μια νέα τυραννία γεννιόταν, μια τυραννία που δεν ήταν αποτέλεσμα των κοινωνικών θεσμών, ούτε πήγαζε από τα φυσικά χαρακτηριστικά. Η υποδούλωση ορισμένων αναρχικών σε άλλους υπέθεσε πως είχε τις ρίζες της σε επιρροές των κοινωνικών θεσμών στην φυσική και πνευματική υπόσταση των υποκειμένων που ήταν δύσκολο εώς ακατόρθωτο να ξεριζωθούν. Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησε πως η αναρχία στη θεωρία αλλά και στην πράξη είναι εφικτή μόνο σε ατομικό επίπεδο. Την αφύπνισή του αυτή δεν συμμερίστηκαν οι συναγωνιστές του, από τους οποίους αποστάτησε. Ωστόσο, δεν κατάληξε ερημίτης και απόκληρος ενός κόσμου που δεν μπορούσε να αλλάξει.
Για αυτό το λόγο, εντόπισε τον παράγοντα εκείνον που έκανε τους περισσότερους συνανθρώπους του σκλάβους και συγκέντρωσε τόσο πολύ από αυτό, ώστε στο τέλος να απελευθερωθεί από την ανάγκη κατοχής του. Αυτός δεν ήταν άλλος από το χρήμα. Με αυτή του την απαγκίστρωση από τον τύραννο του χρήματος κατόρθωσε να επιτύχει την προσωπική του ελευθερία που θεωρεί σαν ένα λιθαράκι στην απελευθέρωση του κόσμου και στην εμπέδωση της αναρχίας. Σε αυτό το σημείο, ο αναγνώστης ευλόγως απορεί πως ο τραπεζίτης μπορεί να κάνει λόγο για ελευθερία την ώρα που αυτός περισσότερο από άλλους υπηρέτησε ένα σύστημα αυταρχικό, τυραννικό. Ίσως θα βοηθήσει να θυμηθούμε την ιστορία του “Σιντάρτα” του Έσσε που μίσησε τον πλούτο και απομακρύνθηκε από αυτόν στην στιγμή που είχε συγκεντρώσει τον περισσότερο.
Η όλη συνομιλία τελειώνει, θα έλεγε κανείς, κάπως απότομα. Αυτή ήταν, χωρίς αμφιβολία, μια σκόπιμη επιλογή του Πεσόα. Όσο έντονα εισβάλλει ο τραπεζίτης στο τραπέζι των σκέψεών μας, άλλο τόσο αισθητά αποχωρεί αφήνοντας στην δική μας αποκλειστική ευθύνη την επεξεργασία των ιδεών που μας παρέθεσε. Εξάλλου, στην λογοτεχνική του πορεία ο Πεσόα έχει αποδείξει όσο λίγοι πως είναι ένας άξιος μαθητής του Σωκράτης και της μαιευτικής μεθόδου, όσο και λάτρης της αυτόνομης συλλογιστικής πορείας του αναγνώστη. Δεν μας επιβάλλει τίποτα, μας αφήνει να επιλέξουμε αν θα προσπεράσουμε τις απόψεις του, αν θα τις ενστερνιστούμε, αν θα τις αμφισβητήσουμε. Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία και ίσως, ας μας επιτραπεί η ποιητική αδεία, η ουσία της αναρχίας αυτού του αναγνώσματος. Όσοι δεν το έχετε διαβάσει, είναι ευκαιρία μέσα σε 57 μόλις σελίδες να γίνετε μέτοχοι ενός τέτοιου λογοτεχνικού πειράματος.