Ο Κωστής Παλαμάς, «ο ποιητής που σκέπασε με τον ίσκιο του μισόν αιώνα της πνευματικής μας ιστορίας» (Θεοτοκάς, 1994) γεννιέται σαν σήμερα, 13 Ιανουαρίου του 1859, στην Πάτρα. Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ο Παλαμάς εξελίχθηκε σε κεντρική φυσιογνωμία στην πνευματική ζωή της Ελλάδας για 60 χρόνια. Το σπουδαίο έργο του, που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές και προβάλλει την Ελλάδα ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, διαβάζεται έως σήμερα και εμείς ξεχωρίσαμε έξι μόνο συνθέσεις του που αγαπήθηκαν και ξεχωρίζουν από τότε έως και τώρα.
1. “Ίαμβοι και Ανάπαιστοι” (1897)
Αποτελούν μία μικρή συλλογή από 40 ποιήματα στιχουργικά ομοιόμορφα (τρία τετράστιχα με εναλλαγή ιαμβικών και αναπαιστικών στίχων, μία “ρωγμή” στην παράδοση του καθιερωμένου ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στίχου). Είναι εκείνη η ποιητική δημιουργία, στην οποία εμφανίζεται – για πρώτη φορά – στην ελληνική ποίηση ο συμβολισμός και χαρακτηρίζεται από το μεγαλόπνοο ύφος του ποιητή και τη σύνθεση της αρχαίας με τη σύγχρονη παράδοση.
37
Η γη μας γη των άφθαρτων
αερικών και ειδώλων,
πασίχαρος και υπέρτατος
θεός μας είν’ ο Απόλλων.Στα εντάφια λευκά σάβανα
γυρτός ο Εσταυρωμένος
είν’ ολόμορφος Άδωνις
ροδοπεριχυμένος.
Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη·
ο Μέγας Παν δεν πέθανεν,
όχι· ο Παν δεν πεθαίνει!
2. “Ο Τάφος” (1898)
Μία ακόμη μικρή ποιητική σύνθεση, περιορισμένη σε ένα αποκλειστικό θέμα, το θρήνο για το θάνατο του μικρού γιου του ποιητή Άλκη σε ηλικία μόλις 4 ετών. Ο πόνος του Παλαμά “γέννησε” μια βαθύτατα λυρική συλλογή ποιημάτων.
Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
διψώντας τὰ φιλιά μας,
ἀπὸ τ᾿ ἄγνωστο γλιστρᾶς
μέσα στὴν ἀγκαλιά μας.
Ὡς κ᾿ ἡ βαρυχειμωνιὰ
μ᾿ αἰφνήδια καλοσύνη
κ᾿ ἥσυχη καὶ σιγαλὴ
σὲ δέχτηκε κ᾿ ἐκείνη.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
σὲ χάιδευεν ὁ ἀέρας,
τῆς νυχτὸς ἠλιόφεγγο
κι ὀνείρεμα τῆς μέρας.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
μᾶς γέμιζες τὸ σπίτι,
γλύκα τοῦ κεχριμπαριοῦ
καὶ χάρη τοῦ μαγνήτη.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
ζοῦσε ἀπὸ σὲ τὸ σπίτι,
ὀμορφιὰ τ᾿ αὐγερινοῦ
καὶ φῶς τοῦ ἀποσπερίτη.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
φεγγάρια, ὢ στόμα, ὢ μάτι,
μίαν αὐγούλα σβήσατε
στὸ φονικὸ κρεββάτι.
Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
καὶ μ᾿ ὅλα τὰ φιλιά μας,
γύρισες πρὸς τ᾿ ἄγνωστο
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀγκαλιά μας.
Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
ὢ λόγε, ὢ στίχε, ὢ ρίμα,
σπείρετε τ᾿ ἀμάραντα
στ᾿ ἀπίστευτο τὸ μνῆμα!
3. “Η Φοινικιά” (ποιητική συλλογή “Η Ασάλευτη ζωή”)
Από την σημαντικότατη ποιητική συλλογή του Παλαμά “Η Ασάλευτη ζωή” ξεχωρίσαμε το ποίημα Η “Φοινικιά” (“το σπουδαιότερο ποίημα του Παλαμά” σύμφωνα με το Νάσο Βαγενά). Πρόκειται για ένα μεγάλο ποίημα σε δεκατρισύλλαβες οχτάβες έξοχες στιχουργικά, ένα από τα λυρικότερα και αρτιότερα, μα και ένα από τα πιο δυσνόητα ποιήματα του. Γράφεται το 1900, μία χρονική στιγμή που αποτελεί καμπή για τον ποιητή, καθώς στο εξής θα οδηγηθεί σε μεγαλύτερες συνθέσεις, στα “μεγαλύτερα οράματα”, εγκαταλείποντας το λυρικό βάθος που προσέγγισε με τη “Φοινικιά” του.
Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔρριξεν ἐδῶ ἕνα χέρι·
τὸ χέρι τό ῾βαλε καταραμένη Μοῖρα;
τὸ πῆγε νοῦς καλοπροαίρετος; Ποιὸς ξέρει!
Ἀπὸ ἑνὸς ὕπνου κάτου τὸν καταποτήρα
ποιὰ ὁρμὴ μᾶς ἄδραξε καὶ ποιὸς μᾶς ἔχει φέρει;
Τάχ᾿ ἀπὸ χαλαστῆ γιὰ τάχ᾿ ἀπὸ Σωτῆρα;
Νά μας ἀσάλευτα στὸν ἴσκιο σου ἀποκάτου·
ὁ ἴσκιος σου εἶναι τῆς ζωῆς ἢ τοῦ θανάτου;
Τὰ καταχώνιαζε ὅλα γύρω τὸ λιοπύρι,
ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ ψάχνανε λαίμαργες ἀκρίδες,
κ᾿ ἦρθε βροχή· καὶ τ᾿ ἄνθια, ποὺ εἶχαν ἀχνογύρει,
ξυπνοῦνε καὶ ποτίζονται δροσοσταλίδες·
κ᾿ ὕστερ᾿ ἀκόμα πιὸ γλαυκὸ τὸ πανηγύρι
τοῦ ξάστερου οὐρανοῦ ξαναρχισμένο τὸ εἶδες·
τρικυμιστὴ μόνο ἡ κορφή σου ἀνάρια ἀνάρια
σταλοβολάει ἁδρὰ βροχομαργαριτάρια.
Λαμποκοπάει ἀνάσταση τὸ περιβόλι,
κάθε πουλὶ ὀνειρεύεται πὼς εἶναι ἀηδόνι,
μονάχα πέφτει ἀπὸ τὰ ὕψη σου σὰ βόλι
τὸ μαργαριταρένιο στάλαμα, καὶ ―ὢ πόνοι―!
ὅλων κορῶνα τοὺς φορεῖ τὸ δροσοβόλι,
ὅλα τὸ γάργαρο νερὸ τὰ μπαλσαμώνει·
γιατί σ᾿ ἐμᾶς ἡ θεία τῶν ὅλων καλωσύνη
γίνεται λάβωμα κι ἀρρώστια καὶ καμίνι;
4. “Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου” (1907)
Ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό ποίημα της ποίησης του Παλαμά. Είναι ένα συνθετικό ποίημα αποτελούμενο από δώδεκα “λόγους”. Σ’ αυτό ο Γύφτος παρουσιάζεται ως σύμβολο της ελεύθερης, αδούλωτης ψυχής και της δημιουργικής δράσης που δε σταματάει πουθενά, δεν υποτάσσεται σε τίποτε, αλλά προχωρεί συνεχώς γκρεμίζοντας τα παλιά και τα σάπια και χτίζοντας τα καινούρια και τα γερά. Περνώντας μέσα από όλες τις φάσεις της άρνησης, ο ήρωας με το βιολί του συμφιλιώνεται στο τέλος με τη ζωή. Τα λόγια του Προφήτη στο όγδοο λόγο, τα ένιωσαν κάποιοι σύγχρονοι σαν πραγματικά προφητικά για το έθνος:
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
5. “Η Φλογέρα του Βασιλιά” (1910)
Το δεύτερο μεγαλόπνοο έργο του, μία ποιητική επική σύνθεση από δώδεκα, επίσης, “λόγους” και αυτή σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Η ποιητική τέχνη του Παλαμά βρίσκεται εδώ στην πλήρη της ωριμότητα και δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο ποιητής το θεωρούσε το σπουδαιότερό του έργο.
Τρίτος Λόγος (απόσπασμα)
[…]
Εσ’ είσαι που κορώνα σου φορείς το Βράχο; Εσ’ είσαι,
Βράχε, που το ναό κρατάς, κορώνα της κορώνας;
Ναέ, και ποιος να σ’ έχτισε, μες στους ωραίους ωραίο,
για την αιωνιότητα, με κάθε χάρη Εσένα;
Σ’ εσέ αποκάλυψη ο ρυθμός, κάθε γραμμή, και Μούσα·
λόγος το μάρμαρο έγινε, κ’ η ιδέα τέχνη, και ήρθες
στη χώρα τη θαυματουργή που τα στοχάζεται όλα
με τη βοήθεια των Ωρών των καλομετρημένων,
ήρθες απάνου απ’ τους λαούς κι απάνου απ’ τις θρησκείες,
κυκλώπειε, λυγερόκορμε και σα ζωγραφισμένε.
Όμοια τα πολυτίμητα παντοτινά μαγνάδια,
ίδια στη στέγνια, στη νοτιά, στο φως και στο σκοτάδι,
που χέρι δεν ξεϋφαίνει τα, και χρόνια δεν τα φτείρουν,
και μάτι δε μπορεί να βρη πώς απαρχής πλεχτήκαν,
κι ανήμπορ’ είναι η μαστοριά να τα ξαναρχινήση,
στοιχιά γιατί τ’ αργάστηκαν από δροσοσταλίδες
και νέραϊδοι με τους αφρούς και αγγέλισσες με αχτίδες.
Έτσι κ’ εσύ. Ούτε δύνοσουν αλλού, ναέ, να ζήσης,
παρά όπου πρωτοφύτρωσες. Ανθός, κ’ η Αθήνα γάστρα.
6. Ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων (1895)
Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στο ποίημα αυτό, του οποίου η συγγραφή ανατέθηκε στον Παλαμά ένα χρόνο πριν την αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων. Ο Ύμνος μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο συνθέτη Σπυρίδωνα Σαμάρα, έγινε ο επίσημος ύμνος των Αγώνων και ακούγεται στην ελληνική γλώσσα σε κάθε Ολυμπιάδα έως και σήμερα.
Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατον, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
στων ευγενών Αγώνων λάμψε την ορμή,
και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.
Κάμποι, βουνά και πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός.