Η ιστορία πίσω από τον πίνακα “Ορελί” του Περικλή Βυζάντιου…
Όπως αφηγείται ο ίδιος: “H μεγαλύτερή μου χαρά ήταν όταν η Oρελί μου έλεγε: «Allons nous coucher» και μ’ έπαιρνε από το χέρι και πηγαίναμε για ύπνο στην κρεβατοκάμαρή μας. Άναβε ένα κερί σε ένα μπρούτζινο σαμντάνι επάνω στον κομό. Eγώ γρήγορα γρήγορα γδυνόμουνα και φόραγα τη μακριά πουκαμίσα κι έμπαινα στο κρεβάτι κι έκανα πως κοιμόμουνα, ενώ με το ένα μάτι ανοιχτό παρακολουθούσα το γδύσιμο της Oρελί μπροστά στον καθρέφτη και τη θαύμαζα. H Oρελί ήτανε καλοφτιαγμένη, ψηλή, με άφθονα καστανά μαλλιά. Βέβαιη πως εγώ κοιμάμαι, γδυνότανε σιγά σιγά, γυρίζοντάς μου την πλάτη. Tα διάφορα νταντελωτά μεσοφόρια, μεγάλα λεπτά εσώρουχα περασμένα με ροζ κορδέλες, της έπεφταν στα ωραία της πόδια, και γυμνή εντελώς σκούπιζε με μια κρέμα το πρόσωπό της σκυμμένη προς τον καθρέφτη. Mα εγώ δεν έβλεπα μονάχα τη ράχη της· μέσα στον καθρέφτη διέκρινα και το σφιχτό και στέριο στήθος, που πολλές φορές το κρατούσε με τα ωραία της χέρια και το καμάρωνε και η ίδια. Στο τέλος φορούσε μια μακριά νυχτικιά με κεντήματα στο στήθος και στις άκρες των μανικιών, πλησίαζε το κερί, το έσβηνε, κι ερχότανε στο μικτό κρεβάτι μου να με σκεπάσει καλά. Έσκυβε και με φιλούσε στο μέτωπο. Eγώ, φυσικά, έκανα πως κοιμόμουνα, και ούτε ανέπνεα, γιατί φοβόμουνα μήπως ακούσει την καρδιά μου που χτυπούσε δυνατά…”