Η αρπαγή των θυγατέρων του Λευκίππου είναι πίνακας ζωγραφικής του Φλαμανδού καλλιτέχνη Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, που δημιουργήθηκε το 1618. Σήμερα εκτίθεται στην Παλαιά Πινακοθήκη (Alte Pinakothek) του Μονάχου.
Ο πίνακας απεικονίζει την Αρπαγή των θυγατέρων του Λευκίππου: Οι Διόσκουροι, ο θνητός Κάστορας και ο αθάνατος Πολυδεύκης απάγουν τις θυγατέρες του Λευκίππου Φοίβη και Ιλάειρα. Ο Κάστορας, ο γητευτής των αλόγων, αναγνωρίζεται από την πανοπλία του, ενώ ο πυγμάχος Πολυδεύκης εμφανίζεται γυμνός από τη μέση και άνω. Ξεχωρίζουν, επίσης, από τα άλογά τους: Αυτό του Κάστορα συμπεριφέρεται ήρεμα υποστηριζόμενο από έναν ερωτιδέα, ενώ του Πολυδεύκη είναι ανασηκωμένο στα πίσω πόδια του. Τα μαύρα φτερά του ερωτιδέα προδιαγράφουν το πεπρωμένο των Διόσκουρων. Η Φοίβη και η Ιλάειρα δεν έχουν κάποιο χαρακτηριστικό που να τις ξεχωρίζει.
Ο πίνακας αγοράστηκε στην Αμβέρσα το 1714 από τον εκλέκτορα παλατινάτο Γιόχαν Βίλχελμ. Αρχικά στάλθηκε στο Μανχάιμ και το 1805/6 έφθασε στο Μόναχο.
Ο Μύθος της Αρπαγής των Λευκιππιδών
Οι Λευκιππίδες ήταν κόρες του Λεύκιππου. Με τη σειρά του ο Λεύκιππος ήταν αδερφός του Τυνδάρεου, του Ικάριου και του Αφαρέα.
Ο Λεύκιππος είχε τρεις κόρες, την Ιλάειρα, τη Φοίβη και την Αρσινόη. Ως Λευκιππίδες όμως θεωρούνται μόνο η Ιλάειρα και η Φοίβη.
Οι δυο αδερφές είχαν παντρευτεί δύο αδέρφια, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, με τους οποίους ήταν ξαδέρφια, αφού οι δύο τελευταίοι ήταν παιδιά του Τυνδάερου και της Λήδας. Η Ιλάειρα είχε παντρευτεί τον Κάστορα και η Φοίβη τον Πολυδεύκη.
Η ιστορία με τις Λευκιππίδες έχει να κάνει με διαμάχη που ξέσπασε για χάρη τους ανάμεσα στους Κάστορα και Πολυδεύκη από τη μια μεριά και τους Ίδα και Λυγκέα από την άλλη, που ήταν παιδιά του Αφαρέα• ένας καυγάς, λοιπόν ανάμεσα στα ξαδέρφια για δυο ξαδέρφες τους.
Τα γεγονότα παρουσιάζονται με διάφορες παραλλαγές.
α’ παραλλαγή:
Οι Λευκιππίδες ήταν παντρεμένες πρώτα με τον Ίδα και το Λυγκέα, τους οποίους χώρισαν, για να παντρευτούν τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη.
Όταν είχαν έρθει στη Σπάρτη ο Αινείας και ο Πάρης (για να επισκεφτούν υποτίθεται το Μενέλαο, αλλά στην πραγματικότητα για να κλέψουν την ωραία Ελένη) οι Διόσκουροι τους προσέφεραν συμπόσιο. Πάνω στο ποτό ο Ίδας κι ο Λυγκέας, που παρευρίσκονταν κι αυτοί ως καλεσμένοι, κατηγόρησαν τα ξαδέρφια τους ότι είχαν παντρευτεί τις πρώην γυναίκες τους, χωρίς να πληρώσουν προίκα στον μπαμπά τους, τον Αφαρέα. Ο καυγάς κατέληξε σε συμπλοκή και σκοτώθηκαν όλοι εκτός από τον Πολυδεύκη.
β’ παραλλαγή:
Οι Λευκιππίδες ήταν αρραβωνιασμένες με τον Ίδα και το Λυγκέα και την ώρα των γάμων τις απήγαγαν οι Διόσκουροι. Την παραλλαγή αυτή ακολουθεί ο Θεόκριτος στο Ειδύλλιό του για τους Διόσκουρους.
γ’ παραλλαγή:
Οι Διόσκουροι απήγαγαν τις Λευκιππίδες, αλλά ο Ίδας κι ο Λυγκέας δεν αντέδρασαν. Μάλιστα αργότερα οργάνωσαν κι οι τέσσερις μαζί εκστρατεία στην Αρκαδία, για να κλέψουν ζώα. Στην επιστροφή φιλονίκησαν για τη μοιρασιά, που είχε αναλάβει να την οργανώσει ο Ίδας ως εξής: Είχε σφάξει ένα βόδι, το μοίρασε στα τέσσερα κι αποφάσισε πως εκείνος που θα έτρωγε πρώτο το μερίδιό του θα έπαιρνε το μισό μέρος της λείας• εκείνος που θα τελείωνε δεύτερος θα έπαιρνε το υπόλοιπο. Στη συνέχεια όμως ο Ίδας καταβρόχθισε όχι μόνο το δικό του μερίδιο αλλά και του αδερφού του. Έτσι πήρε για δική του όλη τη λεία. Οι Διόσκουροι δυσαρεστήθηκαν κι επιτέθηκαν στη Μεσσηνία, τη χώρα των ξαδέρφων τους, απ’ όπου πήραν πολλά βόδια. Στη συνέχεια έστησαν ενέδρα στα ξαδέρφια τους. Ο Κάστορας κρύφτηκε στην κουφάλα μιας βελανιδιάς. Όμως τον εντόπισε ο Λυγκέας με το διαπεραστικό του βλέμμα, ειδοποίησε τον Ίδα κι εκείνος τον σκότωσε. Ο Πολυδεύκης τους καταδίωξε, σκότωσε το Λυγκέα, όμως ο Ίδας του επιτέθηκε με μια μεγάλη πέτρα που την είχε αποσπάσει από την τάφο του πατέρα του Αφαρέα, χτύπησε τον Πολυδεύκη και τον άφησε αναίσθητο. Τότε ο Δίας, που ερχόταν να βοηθήσει το γιο του, σκότωσε τον Ίδα και μετέφερε τον Πολυδεύκη στον ουρανό.
Οι Λευκιππίδες είχαν ιερό στη Σπάρτη, όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα Λακωνικά
XVI. “πλησίον δὲ Ἱλαείρας καὶ Φοίβης ἐστὶν ἱερόν: ὁ δὲ ποιήσας τὰ ἔπη τὰ Κύπρια θυγατέρας αὐτὰς Ἀπόλλωνός φησιν εἶναι. κόραι δὲ ἱερῶνταί σφισι παρθένοι, καλούμεναι κατὰ ταὐτὰ ταῖς θεαῖς καὶ αὗται Λευκιππίδες…”