«Η απαρηγορία» – Μεγάλη Εβδομάδα Οι βιολέτες, όπως ανήσυχα, διορατικά μυρίζουν όταν κάτι δεν πάει καλά, κάτι απογοητεύει πάλι. Η Μεγάλη Εβδομάδα, όπως στάζει κερί και τάμα στη θρησκόληπτη ανάμνηση, στην άθεη απουσία. Η Κυριακή του Νυμφίου, όπως αναστατώνει, βασίζεις δεν βασίζεις το Μεγάλο στις αφίξεις. Οι διάφοροι Νυμφίοι, που κάτι τους τυχαίνει και δεν έρχονται, κάποια διήμερη εκδρομή, κάποια ευκολότερη θρησκεία που την ασπάζονται. Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή σε κάθε βήμα, όπως κατασταλάζεις για το έθιμο, έχουν δεν έχουνε ανθίσει οι απορίες. Οι Πατέρες μας, γέροι στο σπίτι, περιμένουν αυγά και τσουρέκι. Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή, τα περιστύλια της υπομονής, τα παγκάκια να κάτσεις να περιμένεις τον ετήσιο Ιούδα, που αργεί να ’ρθεί από το ράφτη, από τον κουρέα. Το μεγάλο ποσόν που του δίνεις για να δεχθεί να σε προδίνει ανεξήγητα. Της καμπάνας η Μεγάλη εξάντληση κι η απαρηγορία, ο νηστικός της ήχος όπως λιποθυμάει στα εαρινά αρμόνια των καθολικών απογευμάτων. Οι αργίες, οι αργοπορίες, οι αγριότητες, όπως τις πάμε ως επάνω μόνοι μας. Ο Σίμων, που στο τέλος αδιαφόρησε κι έφτιαξε τη ζωή του. Η Μυροφόρος έλλειψις, που θα σε ψάχνει απόψε να σε ράνει. Η Προηγιασμένη των διαφόρων θρήνων τη Μεγάλη Εβδομάδα και τις διάφορες άλλες εβδομάδες τα ίδια. Η Αγία Επανάληψη, η θαυματουργή, η αχειροποίητος, όπως τη βρήκανε ανυπόγραφη τα πράγματα, θαμμένη, σε κάποια παλαιότητα της μοίρας μας, σε κάποιο πρόγονό μας μέλλον. Όπως την πιστεύω.
«Μεγάλη Πέμπτη» Υπαίθριος καιρός. Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο. Φορτωμένες. Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι. Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες οι λιποψυχίες μας. Ατελής η ελαιογραφία. Να ξαναδοκιμάσω. Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο. Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαλμιά η αστραφτερή τού τοπίου αγνότητα. Φύσει καταδότρια η αθωότης. Αυτή δεν μας παρέδωσε για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια στην απώλειά της; Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι. Τη θάλασσα.
(Από τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», 1971 –συγκεντρωτική έκδοση «Κική Δημουλά, Ποιήματα», εκδ. Ίκαρος, 1998)
«Μεγάλη Πέμπτη» Γοερά το βλέπω ετοιμάζεσαι για την Ανάστασή σου. Την πιστεύω αλλά με θλίβει όπως μάς θλίβουν γοερά και κάτι άλλα θαύματα που επαληθεύτηκαν αλλόκοτα: με το μη μένοντας κοντά μας όπως μη μένοντας από μεθαύριο Εσύ. Να αναστηθείς βεβαίως ποιος νεκρός δεν το θέλει ποιος υποψήφιος. Αλλά να έμενες κάτω, εδώ να μένεις ο πλησίον μας. Όσα μας έταξες το είδες δε γίνονται εκεί πάνω εν μέσω πολυάσχολων ιλίγγων και στροβιλισμών της Αναλήψεώς σου. Θέλουνε γη αυτά τα πράγματα πετρώδη ακανθόσπαρτη γι’ αυτό και την διεξήλθες τόσον αιματηρά ίνα άρεις –Συ είπας– όσα χάσαμε επ’ αυτής. Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις μία βδομάδα εδώ και μιά στο πατρικό σου; Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς να επιβληθείς στη διανομή σου. Πώς πηγαινοέρχονται καθημερινά από εδώ εκεί από κει εδώ η ζωή και ο θάνατος. Όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μάς υπέβαλαν. Μεγάλωσα όχι θέλω ξεκάθαρους πια ορατούς λογαριασμούς ή σε αγγίζω Ιησού ή Ανασταίνεσαι δια παντός από κοντά μου.
(Από τη συλλογή «Ήχος Απομακρύνσεων», εκδ. Ίκαρος, 2001)
«Συμβουλές της Μεγάλης Παρασκευής» Αδρανείς. Σε παρασύρει η φωτογραφία σου ότι το έχεις δίπορτο όποτε θέλεις είσαι τάχα εδώ κι όποτε θες κατέρχεσαι. Σ’ εξαπατούν επίσης τα φουσκωμένα λόγια της ανοίξεως δήθεν ότι τα άνθη της συμπαρασύρουν σε ανάσταση κι άλλα εσταυρωμένα χώματα. Άκουσέ με, πάρε στα χέρια σου την κύλιση του λίθου. Ας σπρώξει λίγο και το Μεγάλο Σάββατο γεροδεμένο είναι σήκωσε θεία κλοπή ασήκωτη και στα ουράνια μοναχό του την ανέβασε. Μόνο βιάσου γιατί όπου να ’ναι το θαύμα της διαψεύσεως τίθεται επί τάπητος ακάνθινο.
(Από τη συλλογή «Χλόη θερμοκηπίου», εκδ. Ίκαρος, 2005)
«Μεγάλο Σάββατο» Ευχές κροτίδες και φιλήματα ανταλλάσσουν οι άγιες μέρες μεταξύ τους κι εγώ χτυπώ την πόρτα σου όχι για να εισέλθω μολονότι κατάλληλο είναι το σώμα που φορώ με προϋπηρεσία έντιμη μακρά έξωθεν του Νυμφώνος. Βγες άφοβα. Όχι ανταπόκριση απόκριση ζητώ το φίλημα εκείνο που έριξες από το ύψος ευγενέστατης ευχής Καλή Ανάσταση και σφάχτηκε ο λαιμός με το γιακά μου ήταν από τα κέρματα που ρίχνουμε στο δίσκο τού εθίμου; ήταν στο τίμιο ξύλο μου αγκίδα περιγελαστική; ήταν μιά γενναιόδωρη έμπνευση πτωχής αδιαφορίας; Σε ρωτώ γιατί δεν είδα ταμπελίτσα δεν είδα να αναγράφεται το μέγεθος και η σύνθεση της θέρμης ούτε και είδα τυπωμένη τη μάρκα των χειλιών σου πουθενά. Ανώνυμο τελείως λαθραίο δηλαδή το πώς να αισθανθώ.
(Από τη συλλογή «Χλόη θερμοκηπίου», εκδ. Ίκαρος, 2005)