Ο Γιαν βαν Αϊκ είναι ένας από τους
μεγάλους ζωγράφους της ιστορίας της δυτικής τέχνης, για τη θαυμαστή του τεχνική, για τη δημιουργική του ικανότητα, στην οποία ξεχωρίζει η αντίληψή του για το τοπίο και την προσωπογραφία, για τη μόρφωση και την αυτοεκτίμησή του, η οποία, ωστόσο, δεν κατάφερε να αλλάξει την αντίληψη για τους ζωγράφους, οι οποίοι θεωρούνταν ακόμα απλοί τεχνίτες, και όχι καλλιτέχνες. Στην υπηρεσία της αριστοκρατίας της Βουργουνδίας και του περιβάλλοντός της, ήταν όμως και ένας καλλιτέχνης τον οποίο εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι Ιταλοί έμποροι που κατοικούσαν στη Βρύγη και σε άλλες φλαμανδικές πόλεις.
Παρόλο που διαθέτουμε αρκετά ντοκουμέντα σχετικά με τα χρόνια της καλλιτεχνικής ωριμότητας του Βαν Αϊκ -επισημαίνει στο κείμενο της Μονογραφίας η Federica Armiraglio- η ανασύσταση της υπόλοιπης ζωής του δεν είναι πάντα εύκολη. Η χρονολογία της γέννησής του είναι άγνωστη, τοποθετείται όμως κατά πάσα πιθανότητα ανάμεσα στο 1390 και το 1395. Ο τόπος όπου γεννήθηκε είναι επίσης άγνωστος.
Η πρώτη επίσημη αναφορά στο όνομα του Βαν Αϊκ γίνεται στο βιβλίο λογαριασμών του Ιωάννη (της Βαυαρίας). Ανάμεσα στο 1422 και το 1424, ο καλλιτέχνης βρισκόταν στην υπηρεσία του Ιωάννη της Βαυαρίας, κόμη της Ολλανδίας, με την ιδιότητα του ακόλουθου, αλλά και του ζωγράφου της αυλής της Χάγης. Αν και υπάρχει ένα μικρό ποσοστό αμφιβολίας, είναι ωστόσο πολύ πιθανό η σταδιοδρομία του Γιαν βαν Αϊκ να ξεκίνησε από τη μικρογραφία, είδος το οποίο εγκατέλειψε εν συνεχεία, για να αφοσιωθεί στη ζωγραφική σε ξύλο.
Τον Ιανουάριο του 1425, ο Γιαν πέρασε στην υπηρεσία του δούκα της Βουργουνδίας, του Φίλιππου του Καλού. Οπως με τον Ιωάννη της Βαυαρίας, έτσι και σε αυτή την περίπτωση δεν γνωρίζουμε ποιες ακριβώς ήταν οι υπηρεσίες που πρόσφερε ο Βαν Αϊκ στον Φίλιππο τον Καλό.
Οταν εγκατέλειψε τη Χάγη, ο Γιαν βαν Αϊκ έζησε αρχικά στη Λιλ, όπου τον είχε καλέσει ο δούκας, αλλά εν συνεχεία πήγε στη Βρύγη, πόλη στην οποία έμεινε από το 1432 μέχρι τον θάνατό του, το 1441. Το 1432 αποτελεί ορόσημο, καθώς τότε άρχισε να υπογράφει τα έργα του, συνήθεια που διατήρησε για περίοδο περίπου δέκα χρόνων, μέχρι τον θάνατό του. Τη χρονιά αυτή η υπογραφή του εμφανίζεται στο πλαίσιο του «Πολύπτυχου της Γάνδης», το οποίο προοριζόταν για τον καθεδρικό ναό του Αγίου Μπαβόν, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα.
Η προσωπογραφία ήταν ένα από τα είδη τα οποία ο Βαν Αϊκ ανανέωσε ριζικά -σημειώνει η Armiraglio-, θέτοντας τις βάσεις μιας σύγχρονης απεικόνισης της ανθρώπινης μορφής, μακριά από κάθε εξιδανίκευση.
Ο Γιαν βαν Αϊκ ήταν επίσης ένας από τους εμπνευστές, μαζί με τον Ρομπέρ Καμπέν, του λεγόμενου Andachtsbild, του έργου λατρευτικού χαρακτήρα, το οποίο θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία και άνθηση στη φλαμανδική ζωγραφική. Η ονομασία αυτή αποδίδεται σε έργα με θρησκευτικά θέματα που κυριαρχούνται από σιωπηλή και στοχαστική ατμόσφαιρα, η οποία καλεί σε διαλογισμό. Ο ρόλος του παραγγελιοδοτών, οι οποίοι απο τον Μεσαίωνα και μετά εμφανίζονταν συχνά στα έργα με θρησκευτικά θέματα, αλλάζει ριζικά. Γίνονται βασικό μέρος της σύνθεσης, σαν να ήταν πραγματικά παρόντες στη θεϊκή εμφάνιση.
Ο Γιαν βαν Αϊκ ήταν επίσης σημαντικός ανανεωτής στο τεχνικό πεδίο, χάρη στο γεγονός ότι κατείχε τέλεια την τεχνική της ελαιογραφίας, με την οποία δίνει στους πίνακές του τη διάφανη και λαμπερή όψη που τους χαρακτηρίζει. Με διαδοχικές και λεπτές στρώσεις χρώματος, επιτυγχάνει ετνυπωσιακά βαθμό φωτεινότητας και λάμψης, ο οποίος από την αρχή προκάλεσε τον θαυμασμό των συγχρόνων του, εκτρέφοντας τον μύθο ότι επρόκειτο για τον «πατέρα» αυτής της τεχνικής.
Οι μελετητές προσπάθησαν να αποσυνδέσουν τη μορφή του Βαν Αϊκ από τις πιο μυθοποιημένες πτυχές της -παρατηρεί η Armiraglio- ξεκινώντας από την υποτιθέμενη λογιοσύνη του. Ομως, ενώ είναι σίγουρα υπερβολή να μετατρέψουμε τον Φλαμανδό ζωγράφο σε ουμανιστή λόγιο, από την άλλη είναι αναμφισβήτητο ότι τα επαναλαμβανόμενα δείγματα εκτίμησης από πλευράς του Φίλιππου του Καλού, και ακόμα περισσότερο τα ίδια του τα προσόντα, που ξεπερνούν κατά πολύ την απλή τεχνική δεξιότητα, φτάνοντας σε υψηλά επίπεδα σύλληψης και εκτέλεσης. Η ζωγραφική του Βαν Αϊκ δεν είναι καινοτόμος μόνο για τον εκπληκτικό ρεαλισμό της, την ανακάλυψη του χώρου που διαμορφώνεται από το φως ή την καθιέρωση της ελαιογραφίας, αλλά και για όσα κρύβονται πίσω της, και ειδικότερα τον θεωρητικό στοχασμό για τον ρόλο των εικαστικών τεχνών, που τόσο χώρο καταλαμβάνει στα κείμενα της ιταλικής Αναγέννησης. Ο Βαν Αϊκ αποδεικνύεται ότι είχε μελετήσει αυτά τα ζητήματα.
Ο Βαν Άικ οφείλει την επιτυχία του κυρίως στην – όπως αναφέραμε παραπάνω καινοτόμα για την εποχή του- τεχνική της ελαιογραφίας. Αυτός την εφεύρε, αλλά και στα πιο καθημερινά έργα που επιχείρησε να δημιουργήσει.
Το 1425, μετά τον θάνατο του Ιωάννη της Βαυαρίας, ο βαν Άικ εντάσσεται στο καλλιτεχνικό δυναμικό του Φιλίππου του Καλού, στην υπηρεσία του οποίου θα παραμείνει για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ως «ιδιαίτερος του βασιλέα» αναλαμβάνει διάφορες καλλιτεχνικές παραγγελίες της Αυλής της Βουργουνδίας, για τις οποίες και πληρώνεται αδρά. Η αμοιβή του με τα χρόνια αυξάνει θεαματικά, δείκτης της σπουδαιότητας της θέσης του· Σε έγγραφο του 1435 αναφέρεται ότι πρέπει να επισπευσθεί η πληρωμή του ζωγράφου, ειδάλλως υπάρχει ο κίνδυνος να φύγει και να χάσουν έναν απαράμιλλο ποιητή “τέχνης και επιστήμης”. Ο Δούκας Φίλιππος του έτρεφε μεγάλη εκτίμηση, βαπτίζοντας τα παιδιά του, αλλά και χρηματοδοτώντας τη χήρα του μετά τον θάνατό του καθώς και προικοδοτώντας μια κόρη του.
Αντίθετα με το σύνηθες της εποχής του, ο Βαν Άικ συχνά υπέγραφε τα έργα του και χρονολογούσε τις κορνίζες τους.· Πίνακας και κορνίζα, αμφότερα ήταν αδιαίρετα έργα τέχνης και παρότι η κορνίζα ήταν προϊόν διαφορετικού τεχνίτη, συχνά θεωρούνταν ισότιμης τέχνης ως προς το ζωγραφικό έργο.
Η υπογραφή του “ALS IK KAN” (όπως μπορώ) προέρχεται από τη φλαμανδική ρήση όπως μπορώ, όχι όπως θα μπορούσα· σ’ αυτήν οφείλεται εν πολλοίς η φήμη του, αλλά και η σχετικά αδιαμφισβήτητη ταυτότητα των έργων του, μεταξύ των καλλιτεχνών της λεγόμενης Φλαμανδικής Σχολής.
Δεν κινήθηκε μόνο στην εκκλησιαστική ζωγραφική, ούτε στις μορφές, στα χρώματα ακόμα και στην τεχνική που οι προκάτοχοί του μας είχαν συνηθίσει. Και για αυτό ακριβώς ξεχώρισε και έμεινε στην ιστορία, κάνοντας αυτό το βήμα προς τα μπροστά.