Το έργο του «Θάνατος και Ζωή» απέσπασε το 1911 το πρώτο βραβείο στην Διεθνή Έκθεση Τέχνης της Ρώμης, ο συμβολιστής ζωγράφος Γκουστάβ Κλιμτ χρειάστηκε άλλα 5 χρόνια για να παρουσιάσει στην τελική του μορφή αυτό το έργο. Κατά βάση μετέτρεψε σε αυτά τα 5 χρόνια το χρυσαφί φόντο σε γκρίζο και πρόσθεσε περισσότερη διακόσμηση στις φιγούρες του Θανάτου και της Ζωής.
Ο Κλιμτ ξεκίνησε τον πίνακα το 1908 και τον ολοκλήρωσε το 1916 σε ύφος, όπως και οι υπόλοιποι πίνακες του, art nouveau.
Η ελαιογραφία αυτή σε μουσαμά, η οποία είναι και ένα από τα σημαντικότερα έργα του Klimt, χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο αριστερό εμφανίζεται ο Θάνατος. Έχει την μορφή του Χάρου με ένα κρανίο που φαίνεται να σαρκάζει την ανθρωπότητα για κεφάλι και ο σκελετός, μια ψηλόλιγνη σιλουέτα, είναι ντυμένος με ένα σκούρο μπλε χιτώνα που φέρει σταυρούς και σύμβολα. Κρατά δε στα σκελετωμένα χέρια του ένα ρόπαλο. Ο ντυμένος σκελετός παραπέμπει ευθέως στις κατακόμβες του Καπουτσίνων στην Ρώμη και το Παλέρμο, καθώς και στα πένθιμα κέρινα ομοιώματα των σαβανωμένων Αυστριακών αυτοκρατόρων στην εκκλησία του Καπουτσίνων στην Βιέννη.
Στο δεξί τμήμα του έργου εμφανίζεται η ζωή. Μία ομάδα γυναικών περιστοιχίζει ένα κρεβάτι με άνθη (μοτίβο που επαναλαμβάνεται και σε προηγούμενα έργα του Klimt όπως λ.χ. το «Φιλί» και η «Νεανίδα») και κρατά στα χέρια της ένα νεογέννητο. Ένας μυώδης άνδρας κρατά μία γυναίκα, ενώ μία μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα εμφανίζεται στο μέσον του πίνακα. Κυρίως όμως εμφανίζονται γυναίκες στην ηλικία της γονιμότητας και της δημιουργίας, παριστάνοντας έτσι την πηγή της ζωής, γυμνές όπως σε πολλά ακόμη έργα του Αυστριακού ζωγράφου και ημίγυμνες καλυπτόμενες πίσω από ένα ένδυμα με σχέδια και σύμβολα.
Ο θάνατος είναι κεντρικό θέμα στους σύγχρονους του Κλιμτ όπως ο Μουνχ και ο Σίλε. Ωστόσο, ο Κλιμτ διαφοροπιείται και εισάγει ένα πρόσθετο στοιχείο, εκείνο της συμφιλίωσης και της ελπίδας για την ζωή η οποία αναγεννώμενη νικά τον θάνατο. Στον πίνακα αυτό, η ζωή και ο θάνατος συνυπάρχουν αρμονικά, δείχνοντας όμως έκδηλα παράλληλα ο ζωγράφος, πως η ζωή υπερτερά του θανάτου, καθώς καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο τμήμα του πίνακα.