Ο συγγραφέας
Ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε γεννήθηκε στην Φρακφούρτη στις 28 Αυγούστου 1749. Η οικογένειά του ήταν ιδιαίτερα εύπορη, γεγονός που του προσέφερε τη δυνατότητα, για να αποκτήσει μια πολύ καλή μόρφωση. Ο μικρός Γιόχαν από μικρός εκδήλωσε την κλίση του προς τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και το θέατρο. Διδασκόταν κατ’ οίκον, κλασικούς συγγραφείς, γλώσσες (ελληνικά, λατινικά, αγγλικά, γαλλικά) και πολλά άλλα θέματα.
Στα 15 του χρόνια έγραψε τα πρώτα του ποιήματα, τα οποία στη συνέχεια κατέστρεψε. Το 1765 μετέβη στη Λειψία, όπου ξεκίνησε τις σπουδές του στη Νομική, ύστερα από επιθυμία του πατέρα του. Εκεί, ήλθε σε επαφή με το έντονο ελληνικό στοιχείο της πόλης. Η αγάπη του για την Ελλάδα και τους έλληνες, τον οδήγησαν στο να αφιερώσει πολλά έργα του στην ελληνική αρχαιότητα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι από αυτόν ξεκίνησε και η «εμμονή» της Γερμανικής Κουλτούρας με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Παράλληλα με τις σπουδές του στη Νομική, Ο Γκαίτε ασχολήθηκε και με τις εικαστικές τέχνες.
Το 1767 έγραψε το πρώτο θεατρικό του έργο, με αφορμή έναν άτυχο έρωτα. Το 1769 αρρώστησε, γεγονός που τον ανάγκασε να γυρίσει πίσω στην Φρανκφούρτη και ένα χρόνο αργότερα, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική και άρχισε να ασκεί τη δικηγορία. Παράλληλα, παρακολουθούσε μαθήματα ιατρικής, χημείας και βοτανικής.
Η αυτοκτονία ενός φίλου του το 1774 έγινε η αιτία για να γράψει “ τα πάθη του νεαρού Βέρθερου” δημιουργώντας έτσι, το πρότυπο του ρομαντικού ήρωα. Το μυθιστόρημα που λάτρεψε ο Ναπολέοντας και που έγινε το λάβαρου του πνευματικού και ηθικού κινήματος, του χάρισε την πανευρωπαϊκή αναγνώριση, στην ηλικία των 25 χρόνων.
Ο Γκαίτε αντιπαθούσε ιδιαίτερα την Εκκλησία και χαρακτήριζε την ιστορία της “συνονθύλευμα πλανών και βίας”. Έγινε εκπρόσωπος ενός ολόκληρου κινήματος, όταν υποστήριξε στο ποίημά του “Προμηθέας” ότι ο άνθρωπος πρέπει να πιστεύει στον εαυτό του και όχι στους θεούς.
Ο χαρισματικός αυτός άνθρωπος, 70 χρόνια πριν το Δαρβίνο, διατύπωσε τη θεωρία της ενότητας και της συνέχειας στη φύση, παρατηρώντας τις μορφολογικές ομοιότητες μεταξύ των ειδών. Ήταν από τους πρωταγωνιστές της κίνησης “Κλασικισμός της Βαϊμάρης” και εμπνευστής της ιδέας της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δείχνοντας μεγάλο ενδιαφέρον για τις λογοτεχνίες άλλων δυτικών χωρών, της Αραβικής, Περσικής και Αρχαιοελληνικής.
Το 1806 παντρεύτηκε με την Κριστιάνε Βούλπιους, με την οποία είχε ήδη αποκτήσει ένα γιο από το 1789, χρονιά κατά την οποία ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, της οποίας ο ίδιος υπήρξε θαυμαστής.
Υπήρξε ένας από τους γίγαντες του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πνεύματος. Διακρίθηκε ως ποιητής, συγγραφέας, δραματουργός, φιλόσοφος, ζωγράφος, θεολόγος, επιστήμονας και πολιτικός. Πρόκειται, αδιαμφισβήτητα, για μία από τις κορυφαίες διάνοιες όχι μόνο της Γερμανίας αλλά ολόκληρου του κόσμου.
Το magnus opus είναι το μνημειώδες έργο του “Φάουστ”, το δημιούργημα ολόκληρης της ζωής του, πάνω στο οποίο δούλεψε για 60 χρόνια και το οποίο ολοκληρώθηκε με τον δεύτερο τόμο, ένα χρόνο πριν το θάνατό του.
Άλλα έργα του είναι “ταξίδι στην Ιταλία”, “Ερμάνος και Δωροθέα”, “Έγκμοντ”, “τα χρόνια μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ”, “Ιφιγένεια εν ταύροις”, “Γκαιτς φον Μπερλίχινγκεν”, η αυτοβιογραφία του “Ποίηση και Αλήθεια”, “Κλαβίγκο”, “επιστολές από την Ελβετία”, “ρωμαϊκές ελεγείες”, “Περσεφόνη”και πολλά άλλα.
Διαβάστε περισσότερα στο αφιέρωμα μας για τον Γκαίτε εδώ
Το βιβλίο
Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου (γερμανικά: Die Leiden des jungen Werthers) είναι χαλαρό αυτοβιογραφικό επιστολικό μυθιστόρημα του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1774. Μια αναθεωρημένη έκδοση ακολούθησε το 1787. Ήταν ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της περιόδου Sturm und Drang (Στουρμ ουντ Ντρανγκ) στη γερμανική λογοτεχνία και επηρέασε το μεταγενέστερο ρομαντικό κίνημα. Ο Γκαίτε, ηλικίας 24 ετών, ολοκλήρωσε τον Βέρθερο σε πεντέμισι εβδομάδες εντατικής γραφής τον Ιανουάριο-Μάρτιο του 1774. Η δημοσίευση του βιβλίου έθεσε αμέσως τον συγγραφέα στις κορυφαίες διεθνείς λογοτεχνικές προσωπικότητες και παραμένει το πιο γνωστό από τα έργα του.
Η πλοκή
Τα περισσότερα πάθη του Βέρθερου, ενός νεαρού καλλιτέχνη με ευαίσθητο και παθιασμένο ταμπεραμέντο, είναι γράμματα που στέλνει στον φίλο του Βίλχελμ. Αυτά δίνουν μια εμπεριστατωμένη εικόνα της διαμονής του στο φανταστικό χωριό Βάλχαϊμ (με βάση το Γκαρμπενχάιμ, κοντά στο Βέτσλαρ), όπου οι αγρότες τον έχουν γοητεύσει με τους απλούς τρόπους τους. Εκεί γνωρίζει τη Καρλόττα, μια όμορφη νεαρή κοπέλα που φροντίζει τα αδέλφια της μετά το θάνατο της μητέρας τους και την ερωτεύεται παρά το γεγονός ότι γνωρίζει ότι είναι αφοσιωμένη σε έναν άντρα που ονομάζεται Άλμπερτ και είναι έντεκα χρόνια μεγαλύτερος της.
Τους επόμενους μήνες ο Βέρθερος αναπτύσσει μια στενή φιλία με την Καρλόττα και τον Άλμπερτ παρά τον πόνο που νοιώθει. Η θλίψη του τελικά γίνεται τόσο μεγάλη που αναγκάζεται να φύγει από το Βάλχαϊμ και να πάει στη Βαϊμάρη, όπου γνωρίζει τον Φρόιλαϊν φον Β. Μπερδεύεται πολύ όταν επισκέπτεται ξεκάθαρα έναν φίλο και απροσδόκητα αντιμετωπίζει την εβδομαδιαία συγκέντρωση ολόκληρου του αριστοκρατικού συνόλου. Δεν τον δέχονται και του ζητούν να φύγει αφού δεν είναι ευγενής. Στη συνέχεια επιστρέφει στο Βάλχαϊμ, όπου υποφέρει ακόμα περισσότερο από πριν, εν μέρει επειδή η Καρλόττα και ο Άλμπερτ έχουν παντρευτεί. Κάθε μέρα γίνεται μια βασανιστική υπενθύμιση ότι η Καρλόττα δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει την αγάπη του. Από λύπη για τον φίλο της και σεβασμό προς τον σύζυγό της, αποφασίζει ότι ο Βέρθερος δεν πρέπει να την επισκέπτεται τόσο συχνά. Την επισκέπτεται για τελευταία φορά και αμφότεροι συγκινούνται, αφού της απαγγέλλει ένα απόσπασμα της μετάφρασης του Οσσιανού.
Ακόμη και πριν από αυτό το συμβάν ο Βέρθερος είχε υπαινιχθεί ότι ένας μέρος του ερωτικού τριγώνου – η Καρλόττα, ο Άλμπερτ ή ο ίδιος ο Βέρθερος – έπρεπε να πεθάνει για να λυθεί η κατάσταση. Ανίκανος να βλάψει κανέναν άλλον ή να εξετάσει σοβαρά τη δολοφονία, ο Βέρθερος δεν βλέπει άλλη επιλογή παρά να αυτοκτονήσει. Αφού συνέταξε μια αποχαιρετιστήρια επιστολή που βρέθηκε μετά το θάνατό του, γράφει στον Άλμπερτ ζητώντας του τα δύο του πιστόλια, με το πρόσχημα ότι πρόκειται «για μια περιπέτεια». Η Καρλόττα δέχεται το αίτημα με μεγάλη συγκίνηση και στέλνει τα πιστόλια. Ο Βέρθερος αυτοπυροβολείται στο κεφάλι αλλά πεθαίνει δώδεκα ώρες αργότερα. Θάφτηκε κάτω από ένα δέντρο που ανέφερε συχνά στις επιστολές του. Στην κηδεία δεν παρευρέθηκε κανένας κληρικός, ούτε ο Άλμπερτ ή η Καρλόττα. Το βιβλίο τελειώνει με έναν υπαινιγμό ότι η Καρλόττα μπορεί να πεθάνει από μια σπασμένη καρδιά.
Αποσπάσματα από τα πάθη του νεαρού Βέρθερου:
«Αχ αυτό το κενό, αυτό το τρομακτικό κενό, που νιώθω εδώ στο στήθος! Συχνά σκέφτομαι πως αν μπορούσα μια φορά, μόνο μια φορά να τη σφίξω πάνω στην καρδιά μου, όλο αυτό το κενό θα γέμιζε.»
“Αχ! Τι είναι αυτό που νοιώθω να διατρέχει τις φλέβες μου, όταν το δάχτυλό μου αγγίζει τυχαία το δικό της, όταν τα πόδια μας συναντηθούν τυχαία κάτω από το τραπέζι! Τραβιέμαι πίσω σαν να ‘χω αγγίξει φωτιά και μια μυστική δύναμη με τραβάει πάλι μπροστά, ένας ίλιγγος καταλαμβάνει τις αισθήσεις μου. – Ω, και η αθωότητά της, η αγνότητα της ψυχής της δεν νοιώθει πόσο με βασανίζουν αυτές οι μικρές οικειότητες. Όταν, καθώς μιλάμε, ακουμπάει το χέρι της πάνω στο δικό μου, και πάνω στο άναμμα της συζήτησης με πλησιάζει έτσι που η ουράνια ανάσα της φτάνει στα χείλη μου… νομίζω πως βυθίζομαι σαν να μ’ έχει χτυπήσει κεραυνός. – Και, Βιλέλμ, αυτόν τον ουρανό, αυτήν την εμπιστοσύνη, αν ποτέ τολμήσω να… Με καταλαβαίνεις. Όχι, η καρδιά μου δεν είναι τόσο διεφθαρμένη! Αλλά αδύνατη, πολύ αδύνατη! Και μήπως αυτό δεν είναι διαφθορά”;
“Είναι για μένα ιερή. Κάθε πόθος σωπαίνει ενώπιών της. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει όταν είμαι κοντά της νιώθω την ψυχή μου να πάλετε σε όλα μου τα νεύρα. Έχει μια μελωδία που την παίζει στο πιάνο με αγγελική δύναμη, τόσο απλά και με τόση ψυχή! Είναι το αγαπημένο της τραγούδι και το νιώθω να με ξαλαφρώνει από κάθε πόνο, κάθε σύγχυση και κάθε μαύρη σκέψη ακόμα όταν την ακούω να παίζει έστω και την πρώτη νότα”.
“Τίποτα απ’ όσα έλεγαν οι αρχαίοι για τη μαγική δύναμη της μουσικής δεν μου φαίνεται τώρα απίθανο. Τι δύναμη ασκεί επάνω του αυτή η μελωδία! Και πως εκείνη ξέρει να την παίζει στην κατάλληλη στιγμή, συχνά τη στιγμή που θα ‘θελα να φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι μου! Η σύγχυση και το σκοτάδι της ψυχής μου διαλύονται και αρχίζω ν’ αναπνέω πάλι πιο ελεύθερα”.
“Α εσείς οι λογικοί άνθρωποι! Πάθος! Μέθη! Παραφροσύνη! Κάθεστε εκεί ήρεμοι και απαθείς, εσείς οι ενάρετοι, κατακρίνετε τον πότη, απεχθάνεστε τον τρελό, προσπερνάτε σαν τους ιερείς, και, σαν τους Φαρισαίους, ευχαριστείτε το Θεό που δεν σας έκανε όμοιους μ’ εκείνους. Έχω μεθύσει πολλές φορές, τα πάθη μου ποτέ δεν απείχαν πολύ από την τρέλα και δεν μετανιώνω ούτε για το ένα ούτε για το άλλο, γιατί, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, έμαθα να κατανοώ ότι όλους τους ξεχωριστούς ανθρώπους, αυτούς που πραγματοποίησαν κάτι μεγάλο, κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο, ανέκαθεν τους θεωρούσαν μεθυσμένους και τρελούς”.