10 ταινίες βασισμένες σε βιβλία που αγαπήσαμε την δεκαετία που πέρασε

Είναι αλήθεια πως από την αρχή της ζωής του κινηματογράφου αυτός συνδέθηκε στενά με τη λογοτεχνία αφού έδωσε χρώμα, ήχο και εικόνα σε σελίδες αγαπημένων βιβλίων και ψυχή σε ήρωες που μέχρι τότε ζούσαν μόνο μέσα στο μυαλό του κοινού. Αυτή η δεκαετία υπήρξε αρκετά παραγωγική “φέρνοντας στη ζωή” αμέτρητους χαρακτήρες της πιο σύγχρονης θα μπορούσαμε να πούμε λογοτεχνίας. Ωστόσο, κάποια κλασσικά διαμάντια έλαμψαν τόσο στη μικρή όσο και στη μεγάλη οθόνη. Αυτό μας δυσκόλεψε να ξεχώρισουμε 10 αγαπημένες, μια για κάθε χρόνο ταινίες που βασίστηκαν σε βιβλία. Κάποιες χρονιές υπήρχε σοβαρή έλλειψη, ενώ κάποιες άλλες δεν αποφασίζαμε ποια να πρωτοδιαλέξουμε. Εστίασαμε σε ταινίες που ήταν βασισμένες σε εξαιρετικά βιβλία και που αποδόθηκαν με όμορφο τρόπο. Δείτε παρακάτω την λίστα μας, πείτε μας αν συμφωνείτε, αν διαφωνείτε, ποια παραλείψαμε και ποια κατά τη γνώμη σας ήταν ο καλύτερος συνδυασμός καλής μεταφοράς και ενός αξιόλογου έργου. Αναμένουμε τη δική μας γνώμη.

1. Inception (2010)

Το «Inception» του Κρίστοφερ Νόλαν είναι από τις ταινίες που μπορεί να δεις και να μην καταλάβεις πολλά, αλλά δεν την ξεχνάς ποτέ. Αυτό το συνεχές πέρα-δώθε ανάμεσα στα όνειρα και την πραγματικότητα και η βύθιση σε όνειρο-μέσα σε όνειρο-μέσα σε όνειο ήταν εντυπωσιακό αλλά άφησε πολύ κόσμο μπερδεμένο.Δεν είναι η μοναδική ταινία με το τέλος της να χωρά πολλές αναγνώσεις, αλλά σίγουρα αποτελεί την «επιτομή» του διφορούμενου κινηματογραφικού φινάλε, με επίκεντρο μια σβούρα. Το Inception του Κρίστοφερ Νόλαν, μια σκοτεινή ταινία με αστυνομική και ψυχολογική πλοκή, αγαπήθηκε για το σενάριο, τα πρωτοποριακά εφέ, αλλά και την αίσθηση του «ανολοκλήρωτου» που άφηνε μόλις άναβαν τα φώτα στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Η ταινία παρακολουθεί μια ομάδα που μισθώνει τις υπηρεσίες της σε όσους θέλουν να αποσπάσουν κάθε είδους πληροφορίες. Η μέθοδος της ομάδας είναι να παραβιάζει τα όνειρα των στόχων ώστε να εισβάλλει στο υποσυνείδητο και να κλέψει τα στοιχεία.

Ωστόσο, επειδή το «ταξίδι» στο υποσυνείδητο, πολύ περισσότερο ενός άλλου ανθρώπου, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, κάθε μέλος της ομάδας έχει έναν δικό του τρόπο να μην μπερδεύει το όνειρο με την πραγματικότητα. Ο ήρωας της ταινίας, τον οποίο ερμηνεύει ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, χρησιμοποιεί μία σβούρα την οποία γυρνάει. Αν η σβούρα πέσει, τότε βρίσκεται στην πραγματικότητα.

Στην τελευταία σκηνή ο ήρωας επιστρέφει το σπίτι και στα παιδιά του. Για να καταλάβει αν το ζει όντως αυτό,, γυρίζει την σβούρα και τρέχει να αγκαλιάσει τα παιδιά του. Η ταινία τελειώνει, χωρίς να μάθουμε αν έπεσε ή όχι.

Το μυστικό άντεξε οκτώ χρόνια. Πρόσφατα, ο διάσημος ηθοποιός Μάικλ Κέιν, ο οποίος έπαιξε στην ταινία, αποκάλυψε το πραγματικό τέλος, με έναν μάλλον παράδοξο τρόπο. Μιλώντας στο κοινό μια πρόσφατη προβολή της ταινίας, ο Κέιν είπε πως όταν διάβασε το σενάριο ήταν πολύ μπερδεμένος, διότι δεν καταλάβαινε ποιες σκηνές ήταν το όνειρο. Ο Νόλαν του είπε: «’Οποτε είσαι στη σκηνή είναι και η πραγματικότητα». «Οπότε καταλαβαίνετε: εάν είμαι μέσα, είναι η πραγματικότητα. Εάν δεν είμαι στη σκηνή, τότε είναι όνειρο». Στην τελευταία σκηνή βρίσκεται και ο Κέιν.

2. Το άλογο του πολέμου (2011)

Ο Αλμπερτ είναι δεκατεσσάρων χρόνων. Ζει σε μια φάρμα με τη βιοπαλαιστή μητέρα του και τον μέθυσο, επιπόλαιο πατέρα του. Οταν ο πατέρας του Αλμπερτ αγοράσει ένα πανάκριβο, υπέροχο πουλάρι, ο Αλμπερτ θ’ αναλάβει να το εκπαιδεύσει αλλά και να βρει τρόπο ώστε το ζώο να βοηθήσει στο βιοπορισμό τους. Το άλογο, ο Τζόι και ο Αλμπερτ θα γίνουν αχώριστοι φίλοι. Μόνο που όταν η σοδειά της οικογένειας αγροτών πάει κατά διαβόλου και ο Πρώτος Παγκόσμιος ξεσπάσει, ο πατέρας του Αλμπερτ θα πουλήσει το άλογο στο Βρετανικό Στρατό. Κι εκεί θα ξεκινήσει μια οδύσσεια για τον Τζόι που θ’ αλλάξει χέρια και χώρες και στρατόπεδα, αλλά θα κρατήσει σταθερή την αγάπη του για τον Αλμπερτ, σταθερότερη από την αγάπη του ανθρώπου για τον άνθρωπο.

Η ιστορία του «War Horse» ξεκίνησε ως δημοφιλές παιδικό βιβλίο, έγινε θεατρικός θρίαμβος και συνεχίζει την πορεία του, στα χέρια του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Εκεί μεταμορφώνεται σε μια ωδή στο βιοπαλαιστή, στις απλές αξίες της ανθρωπιάς, της πίστης και της αγάπης, με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια.

Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ βρίσκεται στο έδαφός του, δημιουργώντας, στην ουσία, την τέλεια ταινία που θα ήθελε ο ίδιος να δει. Το «Αλογο του Πολέμου» είναι μια ταινία ταυτόχρονα παιδική και ενήλικη. Το κεντρικό θέμα είναι απόλυτα ανθρωπιστικό, περισσότερο από αντιπολεμικό: ο άνθρωπος βγάζει τον καλύτερό του εαυτό όταν εμμένει στα βασικά του ένστικτα, την επιβίωση, την αλληλοβοήθεια, την αγάπη, την προστασία. Και μπορεί όλα να τα καταστρέψει όταν παραδοθεί στη φιλαργυρία, τον ανταγωνισμό, την εκδίκηση, την πλεονεξία, τον πόλεμο. Κι αυτά όλα η ταινία τα παρουσιάζει όχι διδακτικά, αλλά με τον πιο απλό, όμορφο, άμεσο τρόπο.

Ταυτόχρονα, ο Σπίλμπεργκ κάνει μια ταινία-μεταφορά των αγαπημένων του ταινιών της χρυσής αμερικανικής εποχής του Τζον Φορντ. Ολόκληρη η ουσία και η μορφή τους βρίσκεται στο «Αλογο του Πολέμου». Η αλώβητη ηθική, οι απλοί, σταράτοι άνθρωποι της γης, τα ανοιχτά τοπία με τον πλατύ ορίζοντα, η σχέση του ανθρώπου με τη φύση και με τον άνθρωπο, τα μαγικά ηλιοβασιλέματα που νομίζεις ότι έχουν χρωματιστεί με Technicolor. Το «Αλογο του Πολέμου» είναι μια ταινία του Τζον Φορντ, που έχει σκηνοθετήσει ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Είναι επίσης μια κλασική ταινία – της Disney, συγκεκριμένα – όπου ο κεντρικός ήρωας είναι το άλογο, το ζώο και ο άνθρωπος περνά σε δεύτερη μοίρα, όπως ακριβώς στην αγαπημένη της παιδικής μας ηλικίας «Μαύρη Καλλονή».

Η αθωότητα του ανθρώπου και η αθωότητα του κινηματογράφου είναι οι δυο άξονες στους οποίους κινείται ο Σπίλμπεργκ και, ως σκηνοθέτης – μάγος, παραθέτει μαγικές σκηνές, με κορύφωση το τρέξιμο του Τζόι, του όμορφου αλόγου, μέσα από τα στρατόπεδα των κρυμμένων στα χαρακώματα αντιπάλων, προς την ελευθερία ή το θάνατο. Ωστόσο, ο Σπίλμπεργκ δεν προσθέτει κάτι στο είδος του σινεμά που επιλέγει να μιμηθεί – τι να προσθέσεις, άλλωστε, στο «Searchers»; – δε μεταμορφώνει την ταινία σε δική του, απλώς την ξανακάνει, κατά κάποιον τρόπο, με μεγαλειώδη ακρίβεια, αλλά χωρίς προσωπική προσθήκη. Το «Αλογο του Πολέμου», δηλαδή, δεν είναι καν μια μεταμοντέρνα ταινία, ή ένας φόρος τιμής: είναι η απόδειξη ότι ο Σπίλμπεργκ μπορεί να κάνει σινεμά όπως οι σπουδαιότεροι σκηνοθέτες της Αμερικής του ’50. Οπότε θα μπορούσε κανείς και να ισχυριστεί, ότι εάν είχαμε τη δυνατότητα να βλέπουμε κατά παραγγελία στη μεγάλη οθόνη τις ταινίες του Τζον Φορντ, το «Αλογο του Πολέμου» δεν έχει λόγο ύπαρξης.

Παρόλ’ αυτά κι αν κάποιος αποσυνδεθεί εντελώς από την κινηματογραφική ιστορία, το «Αλογο του Πολέμου» συγκινεί βαθειά το θεατή και τον προστατεύει μ’ ένα περιτύλιγμα παλιομοδίτικης σιγουριάς στην ανθρώπινη δύναμη και την παιδική ψυχή. Το να καταφέρεις ν’ αναπαράγεις τα κάδρα του Τζον Φορντ δεν είναι μικρό επίτευγμα, όπως και το να μπορέσεις με την πιο απλή, τετριμμένη ιδέα να κάνεις έναν ενήλικα να κλαίει για μία ώρα τουλάχιστον. Ετσι, το «Αλογο του Πολέμου» σε κάνει να εύχεσαι να είχες ένα οκτάχρονο ή δεκάχρονο παιδί για να του δείξεις τι σημαίνει σινεμά, ή να ζούσες στη δεκαετία του ’50, ή τα πράγματα να ήταν παντού πιο όμορφα, πιο καλά και πιο αισιόδοξα. Σαν κλασική ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ.

3. Η ζωή του Πι (2012)

Ένα αριστούργημα εφέ, υπαρξισμού και εσωτερικής πάλης και αναζήτησης δεν υπήρξε εξαρχής τόσο καλοδεχούμενο όσο υπήρξε στο τέλος. Ο Γιαν Μαρτέλ το πρότεινε σε πέντε εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι το απέρριψαν μετά πολλών επαίνων, βρίσκοντάς το «υπερβολικά παράξενο για να συγκινήσει τους αναγνώστες». Και για να είμαστε ειλικρινείς, εύκολα κανείς να βρει ελαφρυντικά για την κρίση τους. Ένα βιβλίο που διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο σε μια βάρκα και περιγράφει τη σχέση ενός νεαρού με μια τίγρη, είναι κάτι μάλλον ασυνήθιστο…

Ο Μαρτέλ δεν το έβαλε κάτω και τελικά ο έκτος -και πραγματικά τυχερός- δέχτηκε να το εκδώσει. Η συνέχεια είναι γνωστή: Περισσότερα από δέκα εκατομμύρια αντίτυπα, ένα βραβείο Μπούκερ και …πέντε εκδότες σε κατάσταση νευρικής κρίσης. Στην Ελλάδα, το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2002 από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση της Μπελίκας Κουμπαρέλη και βρίσκεται αισίως στην ένατη ανατύπωση.

Η κινηματογραφική μεταφορά πέρασε και αυτή από σαράντα κύματα. Οι προσπάθειες ξεκίνησαν το 2003, αλλά χρειάστηκε μια ολόκληρη δεκαετία μέχρι να συναντηθεί η ταινία με το κοινό. Πριν από τον Ανγκ Λι, το σενάριο το πήραν στα χέρια τους άλλοι τρεις σκηνοθέτες -οι Νάιτ Σιάμαλαν («Έκτη Αίσθηση») Αλφόνσο Κουαρόν («Τα Παιδιά των Ανθρώπων») και «Ζαν Πιερ Ζενέ («Αμελί»)- οι οποίοι βλέποντας τις οπτικοακουστικές δυσκολίες που παρουσίαζε το εγχείρημα, προτίμησαν να αποσυρθούν. Όμως τα χρόνια πέρασαν και η ψηφιακή τεχνολογία εξελίχθηκε τόσο ώστε να μπορεί «λύσει τα χέρια» του σκηνοθέτη που θα αναλάμβανε μια τόσο απαιτητική παραγωγή.

Το σενάριο μένει αρκετά πιστό στο βιβλίο, σεβόμενο όμως και τις διαφορετικές ανάγκες που έχει ένας θεατής από έναν αναγνώστη. Έτσι, κάποια γεγονότα υποβαθμίζονται, ενώ εφευρίσκονται άλλα που βοηθούν την κινηματογραφική αφήγηση να προχωρήσει απρόσκοπτα.

Το πνεύμα του βιβλίου, πάντως, είναι παρόν στην οθόνη. Οι υπαρξιακές αναζητήσεις του ήρωα δίνονται με σαφήνεια και αφηγηματική οικονομία, ενώ η σχέση του μεΗ Ζωή του Πι_Photoτην τίγρη κλιμακώνεται μαστορικά και ολοκληρώνεται σε κλίμα έντονης συγκίνησης. Παρούσα στην οθόνη είναι και η διαρκής πάλη του Πι με τον εαυτό του, καθώς και η διελκυστίνδα πνεύματος και ύλης πάνω στην οποία βασίζεται το βιβλίο.

Ο Ανγκ Λι χειρίστηκε την ψηφιακή τεχνολογία με σύνεση. Χρησιμοποίησε όλες τις δυνατότητές της για να δώσει ένα ξεκάθαρο και άκρως εντυπωσιακό αισθητικό στίγμα, απαγορεύοντάς της όμως να καπελώσει την ιστορία –ένα ελάττωμα που συναντάμε συχνά στο σύγχρονο σινεμά. Η 3D εκδοχή μάγεψε το κοινό στις αίθουσες, αλλά η ταινία λειτουργεί εξίσου καλά και στη «συμβατική» προβολή της.

Η καλλιτεχνική επιτυχία αντανακλάται και στα βραβεία Όσκαρ. «Η ζωή του Πι» κέρδισε τέσσερα αγαλματάκια με σημαντικότερο όλων αυτό της σκηνοθεσίας. Βραβεύτηκαν ακόμη η μουσική, τα οπτικά εφέ και, βέβαια, η σπάνιας εικαστικής αξίας φωτογραφία του Κλαούντιο Μιράντα, γνωστού και για τη δουλειά του στην «Παράξενη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον».

4. 12 Χρόνια Σκλάβος (2013)

Στο «12 Years a Slave» βασίζεται στην αυτοβιογραφία του Σόλομον Νόρθαπ, του ανθρώπου που έγινε υπόδειγμα και σύμβολο του αγώνα για ανεξαρτησία των Αφροαμερικανών στην Αμερική του 1850. το προ-εμφυλιακό τοπίο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ο Νεοϋορκέζος Σόλομον Νόρθαπ (Τσιούιτελ Ιτζίοφορ) ζει ως ελεύθερος Αμερικανός πολίτης. Παρότι καλλιεργημένος οικογενειάρχης και ταλαντούχος μουσικός, ο Σόλομον έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα. Το χρώμα του δέρματός του δεν είναι συμβατό με εκείνο της καθεστηκυίας τάξης…

Λόγω αυτού λοιπόν, η μοίρα του επιφυλάσσει μια αρκετά απρόβλεπτη, όσο και δυσάρεστη έκπληξη. Ο Νόρθαπ απάγεται και πωλείται ως σκλάβος στον οπισθοδρομικό Νότο, αντιμετωπίζοντας τη βιαιότητα μιας πολωμένης κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που παρουσιάζεται προσωποποιημένη μέσα από τα μάτια ενός σκληρού, δυνάστη σωματέμπορου, τον οποίον υποδύεται πειστικότατα ο Μάικλ Φασμπέντερ.

Διατηρώντας την πίστη του στην ανθρωπιά και στην εγγενή καλοσύνη του κόσμου, ο Σόλομον δεν χάνει ποτέ την ελπίδα και το κουράγιο του για δικαιοσύνη. Παρόλο που η μοίρα του μοιάζει απόλυτα καταδικασμένη, ο ίδιος κοιμάται και ξυπνά αναζητώντας το άρωμα της χαμένης ελευθερίας.

Μέσα από την ευτυχή συγκυρία της γνωριμίας του με έναν φιλάνθρωπο Καναδό (Μπραντ Πιτ), ρεφορμιστή και πολέμιο της θανατικής καταδίκης, ο Σόλομον καταφέρνει εν τέλι όχι μόνο να επιζήσει μέσα σ’ αυτή τη δωδεκαετή κόλαση, αλλά να βγει αλώβητος από την απίστευτη αυτή δοκιμασία, διατηρώντας, στο ακέραιο, το ήθος και την αξιοπρέπειά του.

Το 2013, με αφορμή την επέτειο των 160 χρόνων από τη στιγμή που ο Νόρθαπ ελευθερώθηκε, ο ΜακΚουίν ένιωσε πως η κινηματογραφική απόδοση της ιστορίας του είναι πιο επιτακτική από ποτέ:

«Αυτή η ιστορία αφορά του πάντες. Είναι η πιο σημαντική ιστορία που έχω διαβάσει ποτέ στη ζωή μου και αφορά ένα εξωπραγματικά μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Στην πραγματικότητα μου φαίνεται απίστευτο που δεν γνώριζα για την ύπαρξη της ιστορίας. Πως ήταν δυνατόν; Επίσης οι περισσότεροι Αμερικανοί που ξέρω δεν γνώριζαν την ύπαρξη της συγκεκριμένης ιστορίας. Είναι για μένα τόσο σημαντική για την Αμερικάνικη Ιστορία, όσο “Το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ” για την Ευρωπαϊκή Ιστορία – ένα αξιοσημείωτο ταξίδι ενός ανθρώπου στα άδυτα μιας εκπληκτικής αποκτήνωσης!»

Το βιβλίο του Σόλομον Νόρθαπ πάνω στο οποίο βασίζεται το φίλμ, γραμμένο τρία χρόνια πριν την οριστική κατάργηση της δουλείας στην Αμερική, λειτούργησε σαν ένα μανιφέστο και κήρυγμα για το πιο βασικό από τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ελευθερία και την ισότητα. Ο μέσος θεατής του «12 Χρόνια Σκλάβος» από την άλλη, έχει εκ προοιμίου μια ξεκάθαρη στάση πάνω στο ζήτημα, σφυρηλατημένη από το πέρασμα του χρόνου και τις κοινωνικές αλλαγές που μετέτρεψαν την δουλεία, από κοινή πρακτική σε ένα αποτρόπαιο, ανεξίτηλο λάθος.

Ομως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του φιλμ του ΜακΚουίν, είναι πως δεν παίρνει την στάση των θεατών του ως δεδομένη, δεν διαμονοποιεί εκ προοιμίου τους ανθρώπους της εποχής τους, δεν χρησιμοποιεί την δύναμη του σαν δημιουργός για μια διδακτική καταγγελία, μα αποκαλύπτει στην διάρκεια του φιλμ, το πόσο απόλυτα διαστρεβλωμένη υπήρξε η τότε λογικοί και ηθική, μέσα από μια κινηματογραφική διαλεκτική που μοιάζει αδιανόητα πιο αποτελεσματική από οποιοδήποτε κατηγορώ.

5. The Grand Budapest Hotel (2014)

Μέσω, λοιπόν, ενός βιβλίου για το Grand Budapest Hotel που έχει γραφτεί από ένα δημοσιογράφο μετά την διαμονή του εκεί και την συνάντηση του με τον γερασμένο πια και θρυλικό “Zero Moustafa” ιδιοκτήτη του παρηκμασμένου ξενοδοχείου, μαθαίνουμε όχι ακριβώς την ίδια την ιστορία του GBH αλλά του άλλου θρύλου και προκατόχου του Zero, “μεσιέ Γουστάβ”. Η ταινία είναι η ιστορία της ζωής του Γουστάβου, ενός φινετσάτου μαέστρου της ξενοδοχειακής φιλοξενίας, διηγημένη από τον Zero που στα νιάτα του ήταν ένας αμούστακος σκουρόχρωμος μετανάστης και μαθητευόμενος θαλαμηπόλος, προστατευόμενος του μεσιέ Γουστάβ. Το αλπικό ξενοδοχείο βρίσκεται σε ένα φανταστικό κρατίδιο, διασταύρωση Γερμανίας, Πολωνίας και Τσεχίας, την “Δημοκρατία της Zubrowka”, μια φανταστική ονομασία εμπνευσμένη από όνομα βότκας. Ο Άντερσον βλέπει την Ευρώπη με το κλασσική αμερικάνικη αντίληψη, της Ευρώπης ως ένα πολιτισμικό θεματικό πάρκο, και σε αυτό βρίσκει τον παράδεισο του για ακόμα μια φορά. Με μια ευτράπελη παιδικότητα σε μια ιστορία που γίνεται γρήγορα περιπέτεια με το ένα συμβάν οδηγεί στο άλλο με έρωτα, ζαχαρωτά, φόνους, μυστήριο, καταδιώξεις, απόδραση από την φυλακή, πόλεμο να έρχεται, φασισμό, όπλα και ώριμες ξανθιές κυρίες, το φιλμ έχει ό,τι χρειάζεται μια κωμικοτραγική ιστορία. Δεν πρόκειται όμως απλά για μια τέτοια ιστορία.

Το ξενοδοχείο στην καρδιά της Ευρώπης μαζί με τους μεσιέ Γουστάβ και Ζίρο, ακολουθεί την ιστορία της Ευρώπης μετά τον Ά παγκόσμιο μέχρι την σοβιετική εποχή με τη συμμετρική ματιά του Γουές Άντερσον, το τετραπέρατο χιούμορ του και ένα καστ – πάνθεον γεμάτο από διάσημα ονόματα μέχρι και έναν από τους δίδυμους της οικογένειας Τένενμπαουμ να γίνεται lobby boy. O Willem Dafoe κάνει για ακόμα μια φορά τον κακό, o συμβολαιογράφος Jeff Goldblum μοιάζει απίστευτα με τον Εμπειρίκο και ο Μπίλ Μάρεϊ με μουστάκι αλά Lemmy μοιάζει πάαααρα πολύ με τον Lemmy χωρίς το μαλλί και την κρεατοελιά βεβαίως βεβαίως! Ο Γουές Άντερσον δεν ζητάει απλά από τους ηθοποιούς να ακολουθήσουν το σενάριο και να δώσουν τον καλύτερο τους εαυτό αλλά φτιάχνει μικρούς κόσμους για τον καθένα ξεχωριστά, τους ρίχνει μέσα με μόνο σωσίβιο το ταλέντο τους όπου για να επιβιώσουν με τον καθένα ξεχωριστά και όλοι μαζί βγάζουν αυτό το μοναδικό αποτέλεσμα. Ο Άντερσον ξέρει να διαχειρίζεται τέτοιους mainstream ηθοποιούς με τον δικό του τρόπο και να τους κάνει να μιλάνε όχι μόνο με την ερμηνεία τους αλλά κυρίως με το δικό του πλούσιο οπτικό λεξιλόγιο. Στην αρχή της ταινίας και όσο πάμε πιο πίσω βλέπουμε το ξενοδοχείο από πρακτικό γκρίζο σοβιετικό οικοδόμημα να μεταμορφώνεται σε ένα jugendstil κομψοτέχνημα -για χάρη πάντα της αφήγησης- και τους χαρακτήρες που διαβάζουν τη τοπική εφημερίδα να βλέπουν τον φασισμό να έρχεται. Μαζί με τον πόλεμο στο κατώφλι τους και μαζί το τέλος του Grand Budapest Hotel, γιατί όπως λέει και ο Zero “με κάθε πόλεμο έρχονται και η πτώση στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις”, κάθε χαρακτήρας πράττει ανάλογα όπως και στην πραγματική ζωή. Άλλος δηλαδή γίνεται απάνθρωπος και ρατσιστής, άλλος παραμένει άνθρωπος με την σωστή, αυθεντική έννοια του όρου και βγάζει στην επιφάνεια τις μεγαλύτερες αρετές του.

Το Grand Budapest Hotel είναι ένα στιλιζαρισμένο παραμύθι με πολιτικές προεκτάσεις και χαριτολογώντας θα αποκαλούσα τον Γουές ως Χανς Κρίστιαν Άντερσον. Εκτός από την ιστορία της φιλίας των δύο ανδρών από διαφορετικούς κόσμους και ηλικίες με μόνο κοινό την στέγη του επικού ξενοδοχείου, το GBH είναι ένα παραμύθι εμπνευσμένο από το έργο του Στέφαν Τσβάϊχ, με το έργο του Τσβάϊχ να είναι γεμάτο πολιτικές προεκτάσεις, αφού έζησε την πιο ταραγμένη περίοδο του περασμένου αιώνα.


Συνδυάζοντας τις απρόβλεπτες περιπέτειες του ήρωα με ένα έκρυθμο περιβάλλον που δηλώνεται ως αφορμή, ο Άντερσον κρατάει το βλέμμα του θεατή καρφωμένο στις δράσεις μιας πληθώρας ατόμων, ο καθένας από τους οποίους αποτελεί ταυτόχρονα έρμαιο των προσωπικών του «φιλοδοξιών», αλλά και των κοινωνικοπολιτικών αναταραχών που αρχίζουν να γίνονται ορατά στον ορίζοντα.

Η ζωηρόχρωμη σκηνοθεσία, η χρήση εντυπωσιακών τεχνικών όπως το stop-motion ή τα cut-out, καθώς και το all-star cast που συγκεντρώνει πάντα ο Άντερσον, καθιστούν το «Ξενοδοχείο Budapest Hotel» ένα υπερθέαμα, με τον Fiennes να δίνει μια υπέροχα ανάλαφρη και γεμάτη ανατροπές ερμηνεία, ηγούμενος ενός «too-much» οπτικοακουστικού συνονθυλεύματος, δύσκολου να του αντισταθείς.

6. Far from the Madding Crowd (2015)

Στην πρώτη του ταινία εποχής και τρίτη αγγλόφωνη, ο Τόμας Βίντερμπεργκ, εδώ πιο Αγγλος και από τους Αγγλους, φέρνει το αριστουργηματικό βιβλίο του Τόμας Χάρντι στο σήμερα, με έναν πανέμορφο, ανεπιτήδευτο και δικό του «αγριεμένο» τρόπο.

Η Μπάθσιμπα Εβερντιν είναι μια ανεξάρτητη και δυναμική νεαρή γυναίκα που κληρονομεί τη φάρμα του θείου της. Οικονομικά αυτόνομη, κάτι σπάνιο στη βικτωριανή εποχή, όμορφη και πεισματάρα, η Μπάθσιμπα προσελκύει τρεις πολύ διαφορετικούς αλλά αποφασισμένους μνηστήρες: τον Γκάμπριελ Οουκ, έναν βοσκό μαγεμένο από την ισχυρογνωμοσύνη της, τον Φρανκ Τρόι , έναν όμορφο και απερίσκεπτο λοχία, και τον Ουίλιαμ Μπόλντγουντ, έναν ευκατάστατο και ώριμο εργένη. Οσο η Μπάθσιμπα περιτριγυρίζεται από τους τρεις άνδρες και πορεύεται ανάμεσα στα δεσμά του πάθους, της εμμονής και της προδοσίας, πρέπει να βρει τον δικό της δρόμο προς την ευτυχία και όλα όσα επιθυμεί.

Οι σκηνοθετικές ικανότητες του Τόμας Βίντερμπεργκ είναι αδιαμφισβήτητες, ακόμη και όταν αυτός πειραματίζεται (όχι πάντα πετυχημένα) με τα είδη και τα στιλ, παραδίδοντας μια μέχρι σήμερα φιλμογραφία που αποτελείται από ασύνδετες εξωτερικά ταινίες μεταξύ τους, όλες όμως με κοινό παρανομαστή όλα όσα συμβαίνουν στο αποπνιχτικό «εσωτερικό» των ανθρώπινων μυστικών, ενοχών και επιθυμιών.

Η επιλογή του να διασκευάσει κινηματογραφικά το «Μακριά από το Αγριεμένο Πλήθος» του Τόμας Χάρντι, μετά το θρυλικό φιλμ του Τζον Σλέσινγκερ του 1967, μπορεί αρχικά να παραξενεύει, αλλά αν κοιτάξει κανείς βαθύτερα μέσα στο έργο του – από το «Festen» μέχρι το «Κυνήγι» – μπορεί να βρει όλα εκείνα τα στοιχεία που τον κάνουν ιδανικό σκηνοθέτη ενός προφεμινιστικού ρομάντζου που μπορεί φαινομενικά να μιλάει για το «τρίλημμα» μια γυναίκας ανάμεσα σε τρεις άντρες, αλλά στην πραγματικότητα εξερευνά μια επώδυνη και συναισθηματικά αμφίρροπη διαδρομή λάθος επιλογών που μοιάζουν απαραίτητες μέχρι να φτάσεις στη σωστή.

Ο Βίντερμπεργκ πατάει σχεδόν ευλαβικά πάνω στις σελίδες του Χάρντι και ταυτόχρονα – με ελάχιστες και ανεπαίσθητες παραλλαγές – πάνω στο φιλμ του Σλέσινγκερ που στην εποχή του εικονογράφησε εξίσου ευλαβικά την πρώτη του ύλη, προσθέτοντάς της μια αύρα έντονης σεξουαλικότητας που οφειλόταν κατά πολύ στην ταιριαστή επιλογή του συμβόλου που ήταν η Τζούλι Κρίστι για τη δεκαετία του ’60, μια εκτός και πάσας εποχής Μπασθίμπα για τα καλοκαίρια της αγάπης που προηγήθηκαν και θα ακολουθούσαν.

Το «Μακριά από το Πλήθος» του Τόμας Βίντερμπεργκ όμως, παρά την ατυχή «παράλειψη» της ελληνικής του μετάφρασης δεν είναι λιγότερο «αγριεμένο» ούτε από αυτό του Χάρντι ούτε από αυτό του Σλέσινγκερ. Με αξιοθαύμαστη μαεστρία, ο Δανός σκηνοθέτης βυθίζεται στην αγγλική επαρχία των τελών του 19ου αιώνα για να αναδείξει ουσιαστικά και όχι περιγραφικά το φανταστικό Γουέσεξ του Χάρντι και μαζί όλη την τριβή μιας ολόκληρης εποχής που φλετράρει διαρκώς με το πένθος, την επιβίωση, τη μοίρα και την αλλαγή για να αναδειχθεί στην αφετηρία του στροβιλίσματος του 20ου αιώνα.

Ξεκινώντας από την κινηματογράφηση των τοπίων, την ερημία των χωραφιών, τη μοναξιά και τα λιγοστά ψελλιστά λόγια των ηρώων του, ο Βίντερμπεργκ μεταφέρεται γρήγορα και αποκλειστικά στο «εσωτερικό» μιας άγριας συναισθηματικής περιπέτειας και απαλλαγμένος από το «δογματικό» φυσικό φως του «Festen» ή το κλινικό σκοτάδι του «Κυνηγιού», αφήνει τη ζεστή απόχρωση ενός καμουφλαρισμένου ρομαντισμού να πλημμυρίσει μια ιστορία ανεξαρτησίας στη μορφή ενός φεμινιστικού μανιφέστου που – με όλη τη βαρύτητα της ελαφρότητας που οφείλει να εμπεριέχει – μοιάζει με μια ρομαντική κομεντί ή δραμεντί του σήμερα.

Χρησιμοποιώντας κάθε όπλο της πρώτης του ύλης, αλλά και της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία του, ο Βίντερμπεργκ κρατάει την ανάσα του κοντά στο αριστουργηματικό κείμενο του Χάρντι και αφήνει τη μόνιμη συνεργάτη του (στο «Submarino» και το «Κυνήγι») Σαρλότ Μπους Κρίστενσεν – όχι τυχαία απόφοιτη της Εθνικής Σχολής Κινηματογράφου της Αγγλίας – να μεγαλουργήσει φωτογραφικά πάνω στην υγρή γη, τα σκοτωμένα χρώματα, τις βίαιες εναλλαγές του καιρού, τα πρόσωπα και τα αισθήματα στο ημίφως. Και σίγουρος πως το εικαστικό αποτέλεσμα θα εγγυηθεί ακόμη και προς τον πιο δύσπιστο πως βρισκόμαστε εντελώς μέσα στο σύμπαν του Τόμας Χάρντι, ο Βίντερμπεργκ επιστρατεύει την ικανότητά του για να παίξει με τους ήρωες, τις αμφιταλαντεύσεις τους, τη θλίψη τους, τις λάθος επιλογές τους και την ασίγαστη πίστη τους πως κάπου στο τέλος της διαδρομής κρύβεται η ευτυχία.

Τον τόνο δίνει η Κάρι Μάλιγκαν, ένα κορίτσι που θέλει διακαώς να ερωτευτεί αλλά την ίδια στιγμή και μια περήφανη γυναίκα που θα «ήθελε να γίνει νύφη αλλά όχι σύζυγος». Στην ερμηνεία που αποδεικνύει πως μπροστά μας έχουμε όχι μόνο μια ολοκληρωμένη πρωταγωνίστρια, αλλά ένα σπάνιο ταλέντο που μπορεί να κινείται ταυτόχρονα ανάμεσα στη θλίψη και το δυναμισμό, την αποφασιστικότητα και το εύθραυστο της φύσης της, τον ερωτισμό και την ακυρωσή του ως προ (ή και μετά) φεμινιστική δήλωση, η Μάλιγκαν καταφέρνει σχεδόν να ξεπεράσει την καθηλωτική ομορφιά της Τζούλι Κρίστι και να φτιάξει μια Μπασθίμπα από την αρχή, ακριβώς όπως την ονειρεύτηκε ο Χάρντι, στο όριο μιας σπαραξικάρδιας μοναχικής ψυχής που ενηλικιώνεται μέσα από τις ερωτικές της περιπέτειες – συμπαρασύροντας μαζί της μια ολόκληρη εποχή.

Γύρω της, οι τρεις «μνηστήρες» κρύβουν τις δικές τους αποκαλυπτικές στιγμές. Και όσο και αν ο Ματίας Σένερτς μεταφέρει με όλο του το σώμα σχεδόν αυτούσιο το πνεύμα του Χάρντι, εκτοξεύοντας μέσα από την μελαγχολία του τη σιγουριά ενός ερωτευμένου ανθρώπου, και όσο και αν ο Τομ Στέριτζ, πιο λίγος από τον ήρωά του καταφέρνει να δώσει ανθρώπινες διαστάσεις σε έναν καιροσκόπο – θύμα κι αυτός μιας ιεραρχίας που δύσκολα θα μπορούσε να προδώσει, είναι ο Μάικλ Σιν, στο ρόλο του τραγικού Γουίλιαμ Μπόλντγουντ που στέκεται απέναντι στην Μπασθίμπα της Μάλιγκαν με ίσους όρους. Οι σκηνές των δύο ξεχωρίζουν, ποτισμένες με την βαθιά μελαγχολία της απώλειας – εκείνου για τον έρωτα που δεν θα μπορέσει να κερδίσει με τα πλούτη του και εκείνης για τον έρωτα που δεν θα μπορέσει ποτέ να νιώσει επιλέγοντας το ρίσκο από την ασφάλεια.

Κάπου ανάμεσα στην ηθελημένη αφαίρεση του έντονα κοινωνικού σχολίου, την ευπρόσδεκτη ανεπιτήδευτη ελαφρότητα με την οποία ο Βίντερμπεργκ αντιμετωπίζει ακόμη και τις μεγαλύτερες τραγωδίες (και δεν είναι λίγες όσες θα συμβούν στους ήρωες) και την πλοκή που πυκνώνει στο δεύτερο μέρος, αναγκάζοντάς τον να βιαστεί μάλλον «τηλεοπτικά» για να προλάβει, το «Μακριά από το Πλήθος» παραμένει σε όλη τη διάρκειά του ένα υπόδειγμα κινηματογραφικής μεταφοράς ενός κλασικού βιβλίου από έναν «ξένο» (με τον ίδιο τρόπο που ο Πολάνσκι το έκανε στο «Τες» πάλι του Χάρντι και ο Ανγκ Λι στο «Λογική και Ευαισθησία» της Τζέιν Οστεν) και μαζί μια απόλυτα σημερινή ταινία που έναν αιώνα μετά από την πρωτοπορία του Χάρντι βρίσκει το πλήθος να συνεχίζει να στροβιλίζεται στη δίνη των ίδιων βασανιστικών θέλω, μη και πρέπει, καταδικασμένα αγριεμένο, πριν από οποιοδήποτε κοινωνικό πλαίσιο, από την ίδια του τη φύση.

7. Το Φως Ανάμεσα στους Ωκεανούς (2016)

Το «The Light Between Oceans» είναι μια συμπαραγωγή Βρετανίας, Νέας Ζηλανδίας και ΗΠΑ και έκανε πρεμιέρα στο φετινό φεστιβάλ της Βενετίας. Το 1918, ο Tom επιστρέφει από το μέτωπο στη Νέα Ζηλανδία όπου ξεκινά να εργάζεται στο φάρο του νησιού Janus (Ιανός). Εκεί γνωρίζει την Isabel την οποία και παντρεύεται. Οι προσπάθειές τους να αποκτήσουν παιδί αποτυγχάνουν μέχρι που μια μέρα η θάλασσα ξεβράζει στο νησί μια βάρκα με μόνους επιβάτες ένα βρέφος και το σώμα ενός άνδρα. Ο Τom θέλει να αναφέρει το περιστατικό, όμως η Isabel τον πείθει να θάψει τον άτυχο άνδρα και να κρατήσουν το παιδί. Όταν ο Tom συναντά στο νεκροταφείο τη μητέρα του βρέφους, την Hannah, αρχίζει μια σειρά από αλλεπάλληλα ηθικά διλλήματα που βασανίζουν το ζευγάρι και τελικά καταστρέφουν τη σχέση τους.

Ο θεατής ακολουθεί τους δύο πρωταγωνιστές στο συναισθηματικό αυτό ταξίδι που μετατρέπει το όνειρο σε εφιάλτη. Όπως και ο Ιανός, ο θεός με τα δύο πρόσωπα, σύμβολο της μετάβασης από μια κατάσταση σε μία άλλη, έτσι και το ζευγάρι περνά από την απόλυτη ευτυχία στην απόλυτη καταστροφή. Ο Tom επιλέγει να επιστρέψει το, τετράχρονο πλέον, κοριτσάκι στη βιολογική του μητέρα, η Isabel δεν μπορεί να την αποχωριστεί και η μικρή αρνείται να ζήσει με μια γυναίκα που δεν είναι «η μαμά της». Κάθε προσπάθεια των ηρώων να κάνουν το σωστό, καταλήγει τελικά σε ηθικό αδιέξοδο, αφού η συνείδησή τους είναι σημαδεμένη από τα λάθη τους.

Παρά την ακριβή απόδοση των ηθικών συγκρούσεων των ηρώων, η ταινία καταλήγει σε μια τάση εξαγνισμού τους. Στο τέλος, κάθε ένας από τους ήρωες, ακόμη και η μητέρα που στερήθηκε το παιδί της για τέσσερα χρόνια, προβαίνουν σε μια πράξη τόσο ηθική που ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια, δίνοντας τους έτσι μια υπέρ-ανθρώπινη διάσταση που δεν συνάδει με τους εύθραυστους χαρακτήρες που παρακολουθούσαμε κατά τη διάρκεια της ταινίας.

8. Hidden Figures (2017)

Το έργο περιγράφει μια αληθινή ιστορία τριών αφροαμερικάνων γυναικών που εργάστηκαν στη NASA την δεκαετία του 1960. Ένα ευχάριστο διάλειμμα που ακολουθεί τις κλασικές νόρμες και στην ουσία δεν προσφέρει κάτι από από την άποψη της δραματουργίας αλλά εκπαιδεύει το κοινό σε μια εκπληκτική πτυχή της αμερικανικής ιστορίας.

Η ταινία αποκαλύπτει μία κρυμμένη ιστορία, που όλοι πρέπει να μάθουν. Ελλείψει ακόμα ηλεκτρονικών υπολογιστών, η NASA χρησιμοποιούσε μαθηματικούς για τους υπολογισμούς της. Το γεγονός που ξαφνιάζει είναι ότι ήταν γυναίκες και μάλιστα μαύρες, σε μία περίοδο που υπήρχε ακόμα στις ΗΠΑ ο διαχωρισμός με βάση το χρώμα του δέρματος σε μαγαζιά, λεωφορεία, κλπ. Δυστυχώς ο διαχωρισμός εφαρμόζονταν και στον επιστημονικό χώρο, με αποτέλεσμα – αν και αυτές οι γυναίκες πρόσφεραν πολύτιμο έργο – έπρεπε λ.χ. να περπατούν αποστάσεις, για να βρουν την τουαλέτα των μαύρων και συνεχώς υποτιμούσαν το μυαλό τους, ενώ οι άντρες συνάδελφοί τους τις κοιτούσαν με αηδία και σιχαίνονταν να χρησιμοποιούν την ίδια καφετιέρα με αυτές. Οι γυναίκες αυτές ξεπέρασαν τους φραγμούς, που τους έθετε το φύλο τους, το χρώμα του δέρματός τους, η επιφύλαξη των συζύγων τους, ο φόβος. Σε μία πολιτική περίοδο που είχαν αναδυθεί τα άστρα των John F. Kennedy και Martin Luther King οι αφανείς ηρωίδες πάλεψαν, για να γίνουν οι πρώτες στον τομέα τους. Αν και αντιμετώπισαν αποκλεισμούς, ήταν αυτές οι προγραμματίστριες, που έμαθαν στους νεοφερμένους υπολογιστές IBM ότι 1+1=2, καταργώντας τον μαυροπίνακα, υπερασπίστηκαν το πνεύμα της ομαδικότητας, διεκδίκησαν μεγαλύτερους μισθούς και διευθυντικά πόστα, κατάφεραν να σπουδάσουν σε πανεπιστήμια για λευκούς, απέκτησαν προσόντα, γκρέμισαν διαχωριστικούς τοίχους, ξεσκέπασαν ρατσιστικές αντιλήψεις ανθρώπων, που κρύβονται πίσω από τσιτάτα του στυλ «έχω φίλους μαύρους, gay, κλπ.», «ο καθένας ας κάνει ότι θέλει στο κρεβάτι του αρκεί να μην με ενοχλεί»,…

Στην ταινία κυριαρχεί ο ζωηρός διάλογος ενώ τα μαθηματικά και η επιστημονική ορολογία παρουσιάζονται κινηματογραφικά και ζωηρά. Οι τρεις βασικοί χαρακτήρες είναι καλά ολοκληρωμένοι, τρεις ξεχωριστές προσωπικότητες που προσφέρουν διαφορετικά πράγματα. Ωστόσο, παρόλο που ταινία έχει έκταση δυο ωρών, οι ιστορίες τους μοιάζουν στριμωγμένες και δεν τους δίνεται αρκετή ώρα ώστε να ολοκληρωθούν. Ενώ δεν παύει να είναι μια από τις καλύτερες ψυχαγωγικές ταινίες στης χρονιάς, χρησιμοποιεί όλες τις τυπικές νόρμες μιας βιογραφίας, με αποτέλεσμα στο τέλος να μοιάζει λίγο επαναλαμβανόμενη.

Το κύριο όμως χαρακτηριστικό της ταινίας είναι το θέμα που αγγίζει, μια ιστορία που πρέπει να ακουστεί στην Αμερική του σήμερα. Η ιστορία τριών γυναικών που ξεπέρασαν όλα τα στερεότυπα και κατάφεραν να αποδείξουν την ισότητα στην πράξη σε μια περίοδο κρίσιμη για την έγχρωμη κοινότητα της Αμερικής. Πραγματικά ίσως αυτός είναι ο λόγος για την υποψηφιότητα που έλαβε για Oscar, χωρίς να είναι μια κακή ταινία, απλά το μήνυμα υπερνικά τα όποια ελαττώματα.

9. The Guernsey Literary and Potato Peel Pie Society (2018)

Ένα γλυκήτατο ρομάντζο εποχής, βασισμένο στο best seller διήγημα των Άνι Μπάροους και Μαίρη Αν Σάφερ.Η Τζούλιετ είναι μια πετυχημένη συγγραφέας που ζει στο Μεταπολεμικό Λονδίνο, παρά την επιτυχία του τελευταίου της βιβλίου και την υποστήριξη του αγαπημένου της φίλου και εκδότη δυσκολεύεται να βρει έμπνευση για ένα νέο βιβλίο εξαιτίας των σκληρών της εμπειριών από τον πόλεμο. Eτοιμη να δεχθεί την πρόταση γάμου του Αμερικανού στρατιώτη Μαρκ, λαμβάνει ένα γράμμα από έναν αγρότη στο νησί Γκέρνσεϊ , τον Ντόσι Aνταμς. Ο Ντόσι είναι μέλος μιας τοπικής λέσχης βιβλίου με την ονομασία «Guernsey Literary and Potato Peel Society» που ιδρύθηκε κάτω από περίεργες συνθήκες κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Τζούλιετ ακολουθεί την παρόρμηση της και πηγαίνει στο νησί , όπου ελπίζει να γράψει για την τοπική λέσχη βιβλίου με το παράξενο όνομα. Η Τζουλιετ γοητεύεται από τα μέλη της λέσχης, την αγάπη τους για την λογοτεχνία και την φιλία που τους συνδέει. Πολύ σύντομα όμως θα διαπιστώσει ότι οι νέοι της φίλοι κρύβουν ένα μυστικό.

Βετεράνος της βρετανικής κομεντί με ταινίες όπως το «Τέσσερις Γάμοι και μια Κηδεία» στο ενεργητικό του, αλλά κι ένας στιβαρός σκηνοθέτης «καθώς πρέπει» ταινιών από την τηλεόραση έως τον Χάρι Πότερ, ο Μάικ Νιούελ ξέρει να κάνει αξιοπρεπέστατο απολαυστικό σινεμά για το κοινό. Κι αυτό ακριβώς κάνει με έναν σαφώς παλιομοδίτικο μα χαριτωμένο τρόπο στην διασκευή αυτού του μπεστ σέλερ που θα σας κάνει να θέλετε να μετακομίσετε στο μικρό νησάκι της Μάγχης όπου διαδραματίζεται.

Ακόμη κι αν η σκιά του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου πέφτει βαριά στους ήρωες και τον τόπο του φιλμ, το «Με Αγάπη, Τζούλιετ» κατορθώνει να βρίσκει τον σωστό τόνο δίχως να ευτελίζει την τραγωδία, αλλά και δίχως να την κάνει να μοιάζει απωθητική στα μάτια των θεατών που εξ΄ορισμού ήρθαν στην αίθουσα για να δουν κατι διαφορετικό.

Ο τρόπος που το φιλμ κοιτάζει τα πάντα, από τα γραφικά σοκάκια του νησιού μέχρι τον θάνατο και τον έρωτα, είναι τρυφερός και στρογγυλεμένος, ως επί το πλείστον ανώδυνος αλλά όχι σαχλός. Ο Νιούελ δίνει στους χαρακτήρες του χώρο να υπάρξουν ακόμη και σε αυτούς που δεν διανύουν μεγάλη διαδρομή στην οθόνη ή την ιστορία και παρ΄ ότι το αρχικό υλικό και η κινηματογραφική του διαχείριση δεν απομακρυνεται καθόλου από τα αναμενόμενα, το αποτέλεσμα δεν γίνεται ποτέ βαρετό ή ενοχλητικό.

Το φιλμ του Νιούελ είναι το κινηματογραφικό αντίστοιχο ενός φαγητού που δεν βαριέσαι ποτέ να τρως και που ήδη από την πρώτη κουταλιά σε κάνει να νιώθεις καλύτερα, δυο ώρες που σου δίνουν την ευκαιρία να αφήσεις πίσω την καθημερινότητα, δίχως να θυσιάσεις εντελώς την ανάγκη σου για κάποιου είδους πνευματικό ή συναισθηματικό ερέθισμα. Το είδος του σινεμά που πλέον συναντάς όλο και λιγότερο στην μεγάλη οθόνη κι όλο πιο συχνά σε σειρές της μικρής: όχι απολύτως απαραίτητο, μα όταν είναι τοσο καλοφτιαγμενο, πάντα καλοδεχούμενο.

10. Little Women (2019)

Από το «Frances Ha» και το «Afterlife» των Arcade Fire, μέχρι τα «Καταπληκτικές Γυναίκες» και «Lady Bird», η ταλαντούχα ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτις Γκρέτα Γκέργουιγκ βρέθηκε το 2018 να διεκδικεί το Όσκαρ σκηνοθεσίας (μόλις η πέμπτη γυναίκα που το κατάφερε) και το όνομά της να συζητιέται έντονα για την τεράστια επιτυχία. Κάτι που φαίνεται πως θα επαναλάβει και φέτος στην κούρσα των μεγάλων κινηματογραφικών βραβείων.

Οι «Μικρές Κυρίες» έλαβαν θετικές κριτικές και επιβεβαίωσαν τις προσδοκίες της δημιουργικής ομάδας. Οι περισσότεροι κάνουν λόγο για σίγουρη υποψηφιότητα της Σίρσα Ρόναν στην οσκαρική κατηγορία του Α’ Γυναικείου, εκθειάζουν παράλληλα την ερμηνεία της ταλαντούχας, ανερχόμενης Φλόρενς Πίου («Μεσοκαλόκαιρο», «Η Μικρή Τυμπανίστρια», «Lady Macbeth»), τη μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά και τη φρέσκια, παθιασμένη ματιά της σκηνοθέτιδας που σπάει τολμηρά τη γραμμική αφήγηση του μυθιστορήματος. Να θυμίσουμε πως η ταινία έχει άλλωστε ευνοϊκή, για τα βραβεία, ημερομηνία εξόδου τα προσεχή Χριστούγεννα.

Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο και πασίγνωστο, κλασικό μυθιστόρημα της Λουίζα Μέι Άλκοτ, που πρωτοεκδόθηκε το 1869 και εμπνέεται από την παιδική της ηλικία, με βασικές πρωταγωνίστριες τις αδερφές Τζο, Μπεθ, Μεγκ, Έιμι και τις συναρπαστικές, αισθηματικές και οικογενειακές περιπέτειές τους προς την ενηλικίωση, την περίοδο που ο πατέρας τους λείπει στον πόλεμο. Η Σίρσα Ρόναν υποδύεται την ατίθαση Τζο, η Γουότσον τη γλυκιά Μεγκ και η Πίου τη μικρή Έιμι. Η Στριπ έχει αναλάβει το ρόλο της θείας και ο Σαλαμέ, τον ορφανό γείτονα των κοριτσιών, Λόρι Λόρενς.

Το βιβλίο διασκευάστηκε σχετικά πρόσφατα (2017) για την τηλεόραση με πρωταγωνίστριες τις Μάγια Χοκ και Έμιλι Γουότσον, οι περισσότεροι όμως θα θυμούνται τη μεταφορά του 1994 σε σκηνοθεσία Τζίλιαν Άρμστρονγκ και πρωταγωνίστριες τις Γουινόνα Ράιντερ, Σούζαν Σαράντον, Κίρστεν Ντανστ και Κλερ Ντέινς.

Η ταινία θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες αρχές 2020 από την Feelgood. Πράγματι την αναμένουμε με μεγάλο ενθουσιασμό.

Πηγές:

https://m.tvxs.gr/mo/i/145093/f/news/sinema/%C2%AB12-xronia-sklabos%C2%BB-otan-i-aksioprepeia-den-kratietai-me-alysides.html

https://flix.gr/cinema/12-years-a-slave.html

https://m.tvxs.gr/mo/i/270689/f/news/sinema/apokalyfthike-mystirio-me-diforoymeno-finale-toy-inception.html

https://flix.gr/home-cinema/to-alogo-toy-polemoy-1.html

Η Ζωή του Πι

https://m.popaganda.gr/grand-budapest-hotel/

https://cine.gr/film.asp?id=718693&page=4

https://flix.gr/cinema/far-from-the-madding-crowd-review.html

http://filmakias.gr/the-light-between-oceans/

https://www.apotis4stis5.com/film-tv/filmtv/23142-hidden-figures

Κριτική Ταινίας : Hidden Figures

https://flix.gr/cinema/the-guernsey-literary-and-potato-peel-pie-society-review.html

http://m.cinemagazine.gr/nea_eidiseis/arthro/greta_gerwig_little_women-130983705/