Η Αυλή των Θαυμάτων του Ιάκωβου Καμπανέλλη

Το έργο

H Αυλή των Θαυμάτων είναι ένα νεοελληνικό θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη που πρωτοπαρουσιάστηκε στις 18 Ιανουαρίου 1957 από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία του ιδίου του συγγραφέα. Θεωρείται ένα από τα έργα που σημάδεψαν την πορεία του Ελληνικού Θεάτρου. Σήμερα, 50 χρόνια μετά τη συγγραφή του, διατηρεί ακόμα μέρος της πρώτης του φρεσκάδας κι ανεβαίνει συχνά σε θεατρικές σκηνές επαγγελματικών και μη θιάσων.

Υπόθεση του έργου

Ελλάδα 1957 

Σε μια λαϊκή αυλή στο Βύρωνα μοιράζονται τις ζωές τους οι ήρωες του έργου . Άνθρωποι ετερόκλιτοι και διαφορετικοί μεταξύ τους μα γνώριμοι κι ευδιάκριτοι στη συλλογική μας μνήμη, συνθέτουν μια αληθινή και βαθιά ανθρώπινη, μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας του χθες, διόλου μακρινής στο σήμερα. Σε αυτή την αυλή συναντώνται και διαπλέκονται καθημερινά, οι προσδοκίες , οι αγωνίες τους, οι εξομολογημένοι κι οι ανομολόγητοι πόθοι τους. Εκεί χτίζουν τις ελπίδες για το μέλλον, που κάτι καλύτερο θα φέρει… κι εκεί γκρεμίζονται μαζί με την αυλή τους, που δεν έχει χώρο στο “νέο κόσμο” που οικοδομείται με “όχημα” την πολυκατοικία και την αντιπαροχή.

Σε αυτόν το τόπο που ”δε ξέρεις ποτέ τι είσαι και πως θα ξημερωθείς, που δε στεριώνεις ποτέ και πουθενά…που όλα πάνε όπως τους έρθει”, οι ήρωες μας θα πρέπει να τραβήξουν μπρος και  να χτίσουν στα χαλάσματα του χθες το δικό τους “καλύτερο” αύριο…
 
Γιατί, πολύ απλά…είναι ο δικός τους τόπος…και μεγαλείο τόπος…! Και αν ο καθένας τον βγάζει σκάρτο,ρίχνει πέτρα πίσω του και φεύγει,τι θα γίνει…;΄΄

Οι χαρακτήρες του έργου

Τα θεατρικά δρώμενα εξελίσσονται σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, σε εποχή σύγχρονη με τη συγγραφή του έργου, τη δεκαετία του 1950. Στα δωμάτια μια αυλής, στο συνοικισμό του Βύρωνος, κατοικούν άτομα και οικογένειες που ανήκουν στη λαϊκή τάξη, έχουν όμως διαφορετική προέλευση. Ο γερο-Ιορδάνης με τη γυναίκα του Άντα και τον γιό τους, Γιάννη του είναι Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η κυρά Αννετώ, χήρα με κόρη παντρεμένη στην Αγγλία. Ο Στέλιος, Αθηναίος ονειροπόλος με πολλές αδυναμίες, και η γυναίκα του Όλγα γεννημένη στην προεπαναστατική Ρωσία. Η Βούλα κι ο Μπάμπης, αντρόγυνο που εναλλάσσει τα χαϊδολογήματα με τα μαλλιοτραβήγματα. Η Μαρία, γυναίκα ναυτικού που τη βασανίζει η μοναξιά της. Η Ντόρα, νέα γυναίκα ανύπαντρη που όμως δεν ξέρει τι θα πει μοναξιά. Στους παραπάνω ένοικους θα προστεθεί αργότερα και ο Στράτος, υδραυλικός στο επάγγελμα, που θα σηκώσει τρικυμία στο αισθηματικό τέλμα της μικρής “αυλικής” κοινωνίας.

Ο Καμπανέλλης για το έργο του:

Ο Ι.Καμπανέλλης, στο Σημείωμα για την παράσταση στο Θέατρο Τέχνης (1957-58), λέει τα εξής:

Αν με ρωτούσε κανείς τί θα ήθελα, σαν συγγραφέας, θα του απαντούσα “Να γράψω έργα με όσο το δυνατόν γνησιότερη την προέλευσή τους από τον τόπο μας”. Κι αν με ξαναρωτούσαν ποια είναι η φιλοδοξία μου στο θέατρο, θά’λεγα πως θά ήθελα, με μια σειρά από θεατρικά έργα, ν’ανακαλύψω τον Έλληνα σαν σύγχρονο άνθρωπο. Θέλω να πω, ν’ανακαλύψω τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων του τόπου μου και του καιρού μου, μέσα από την πρόσκαιρη έκφραση της σχέσης τους με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.

Η “Αυλή των Θαυμάτων” βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς, που χαρακτηρίζει τη ζωή του Έλληνα. Η αστάθεια αυτή, όσο γνώριμη σε όλους μας, αρχίζει από το αλλοπρόσαλλο κλίμα μας, τη “στρατηγική” γεωγραφική μας θέση, τη φτώχεια του τόπου μας, και τελειώνει στην ιδιωτική μας οικονομία. Όλα στην Ελλάδα ανεβοκατεβαίνουν πολύ εύκολα, κυλούν, φεύγουν, κι η συνηθισμένη λαχτάρα του Ρωμιού είναι να στεριώσει κάπου, να σιγουρέψει κάτι.

Η λαϊκή τάξη εκφράζει πάντα με πιότερη γνησιότητα τα χαρακτηριστικά της ζωής, γι’αυτό δεν είναι τυχαίο που τοποθέτησα το έργο στο χώρο της. Η ρευστότητα στις συνθήκες ζωής του Έλληνα, η μεσογειακή του ιδιοσυγκρασία και μια έμφυτη αντίσταση στις δυσκολίες, μια αισιοδοξία, του διαμορφώνουν ένα χαρακτήρα που δεν έχει στέρεα σύνορα, δεν μπορείς εύκολα να τον καθορίσεις. Μέσα στο ίδιο άτομο βλέπεις να γεννιούνται τα πιο αντίθετα μεταξύ τους αισθήματα, που καλύπτουν όλη την κλίμακα από το καλό ως το κακό – κι αντιστρόφως – μαι διαρκής δηλαδή αποκάλυψη ψυχικού πλούτου, μια σειρά από μικρά θαύματα.

Στην “Αυλή των Θαυμάτων” προσπάθησα να μη σταθώ στην εξωτερική έκφραση αυτής της σχέσης του ανθρώπου με τον κοινωνικό του περίγυρο. Προσπάθησα να δω πώς, κι ίσαμε ποιο βαθμό, αυτός ο παράγοντας υποχρεώνει τον συγκεκριμένο άνθρωπο, τον Έλληνα, να λειτουργήσει σαν εσωτερικός μηχανισμός. Στήριξα το έργο σ’ένα μύθο, που θα μου πρόσφερε τα εξωτερικά, τυπικά χαρακτηριστικά μιας ενότητας, αλλά σε μια διαδοχή από απλά, καθημερινά περιστατικά, που συνθέτουν μιαν εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας και μέσα σ’αυτά, δοκίμασα να βρω ό,τι μόνιμο και ουσιαστικό στοιχείο ζωής. Κατά τον ίδιο τρόπο θέλησα ώστε τα πρόσωπα, με τις καθημερινές τους, φαινομενικά ασήμαντες αντιδράσεις, που θα τα τοποθετούσανε και πιο ξεκάθαρα μέσα στην εποχή τους, ν’αποκαλύπτανε κι έναν καθολικότερο άνθρωπο.

Γράφοντας αυτό το σημείωμα, δεν είχα την πρόθεση, ούτε να προκαταβάλω, ούτε και να εξηγήσω το έργο μου. Δοκίμασα μόνο να σημειώσω ένα μέρος από τις επιδιώξεις μου, που θα διευκολύνουν το θεατή να δει πιο καθαρά τις προθέσεις του συγγραφέα.

Οι τεράστιες ζημιές που είχε αφήσει η θεομηνία του πολέμου, η πολιτική αναταραχή και το ψυχολογικό σκόρπισμα που ακολούθησε τον εμφύλιο, κράτησαν τη χώρα με ανοιχτές πληγές ολόκληρη τη δεκαετία του σαράντα. Έτσι μπήκαμε στη μεταπολεμική μας εποχή με σοβαρή καθυστέρηση όχι μόνο χρονικά, αλλά και με προκαταλήψεις παράταιρες για εξελικτικές ανάγκες του λαού.

Άρχισε βέβαια με γοργό ρυθμό η ανασυγκρότηση, η ανοικοδόμηση, η βιομηχανική, η εμπορική ανάπτυξη. Η ζωή από χρόνο σε χρόνο άλλαζε αλματωδώς όψη. Αλλά η αλλαγή δεν ήταν το ίδιο γενναιόδωρη για όλα τα κοινωνικά στρώματα. Τα πολιτικά πάθη, οι φοβίες και προπάντων η εκμετάλλευση τους, εμποδίζανε τη δικαiότερη και λιγότερο άνιση κατανομή των αγαθών που έφερνε η οικονομική πρόοδος. Το εισοδηματικό χάσμα ανάμεσα στον εργατοϋπαλληλικό κόσμο και στον επιτήδειο “μπίζνεσμαν” της ανασυγκρότησης, τον δανειοδοτούμενο μεγαλοβιομήχανο, έμπορο, εφοπλιστή κ.λ.π. ήταν πιο κραυγαλέο απ’ όσο προπολεμικά. Η απόσταση από το οικονομικά ρωμαλέο κέντρο της Αθήνας ως τις γειτονιές της με τους χωματόδρομους, τους προσφυγικούς συνοικισμούς, τις πυκνοκατοικημένες αυλές, έγινε ακόμα πιο μεγάλη. Σ’ αυτές τις αυλές που κάποια προπολεμική αφέλεια τις είχε πασπαλίσει με ειδυλλιακότητα και ρομαντισμό, η ζωή στην πραγματικότητα ήταν μια πολύ σκληρή ιστορία κι αθλιότητα περίσσευε.

Σ’ αυτές τις γειτονιές και σ’ αυτές τις αυλές άργησε πολύ να φτάσει η καλύτερη ζωή που δημιουργούσε η ανασυγκρότηση και η ανοικοδόμηση. Το μερίδιο της φτωχολογιάς που κατοικούσε εδώ , το μερίδιο της στο οικονομικό θαύμα που γινόταν, ήταν ένα σκέτο μεροκάματο κι αυτό όχι καθημερινά σίγουρο. Εδώ βασίλευε η ανασφάλεια κι η καταφυγή στο μικροσυναισθηματισμό και στην ονειροπόληση. Οι άνθρωποι της αυλής του έργου που θα δείτε είχαν ξεμείνει ανυπεράσπιστοι ακόμη και απ΄τον ίδιο τον εαυτό τους, ξεχασμένοι μέσα σε συνήθειες και τρόπο ζωής που δεν τους βοηθούσε να δούνε Θεού πρόσωπο. Γι’ αυτό και η μεγαλύτερη αλλαγή έφτασε σ’ αυτούς σαν καημός για μετανάστευση και εκσκαφέας που ισοπέδωσε τις αυλές για να αξιοποιηθούν τα οικόπεδα. “Η Αυλή των Θαυμάτων” όταν γράφτηκε, ήταν το κύκνειο άσμα ενός κόσμου βαθιά δικού μας και βαθιά πικραμένου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *