«Βρέθηκε βόμβα. Έχετε τριάντα λεπτά». Ο κόσμος γνώρισε τον Ρίτσαρντ Τζούελ ως τον φύλακα που ανακάλυψε ένα βομβιστικό μηχανισμό και ενημέρωσε άμεσα τις αρχές κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα το 1996. Χάρη στην ακαριαία δράση του, μετατράπηκε σε ήρωα και έσωσε πολλές ζωές. Μέσα σε λίγες μέρες, όμως, έγινε ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος του FBI και κατηγορήθηκε από τον Τύπο και το κοινό, χωρίς βάσιμες αποδείξεις. Από τότε η ζωή του άλλαξε δραματικά και αμετάκλητα.
Στις 16 Ιανουαρίου 2020 κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες η ταινία «Η μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ» σε σκηνοθεσία Κλιντ Ίστγουντ. Η ταινία η ταινία βασίζεται στην αληθινή ιστορία σχετικά με την βομβιστική επίθεση στην διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ατλάντα το 1996. Στις 27 Ιουλίου 1996, μια βόμβα εξερράγη στο “Ολυμπιακό Πάρκο”, την ώρα που 50.000 επισκέπτες παρακολουθούσαν μια συναυλία, με αποτέλεσμα δυο άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους και να τραυματιστούν 111. Το πάρκο της εκατονταετηρίδας από την αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων βάφτηκε με αίμα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να τραυματιστεί μια και καλή το κύρος και η ασφάλεια των Αγώνων, διότι πλέον κανείς δεν αισθανόταν σιγουριά για τον διπλανό του.
Η ταινία στρέφεται γύρω από την αληθινή ιστορία ενός σεκιουριτά, ο οποίος παρά το γεγονός ότι λειτούργησε πιο επαγγελματικά από τους κανονικούς αστυνομικούς (και ομοσπονδιακούς πράκτορες) και έσωσε πάνω από 1.000 ανθρώπους κατά τη διάρκεια μιας μουσικής συναυλίας το 1996 στην Ατλάντα (στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων) πρώτα ανακηρύχθηκε ήρωας από τα media και ύστερα κατηγορήθηκε από τα ίδια και από το FBI ως ύποπτος για τη φονική έκρηξη που επακολούθησε από έναν εκρηκτικό μηχανισμό που ο ίδιος είχε ανακαλύψει και ειδοποιήσει έγκαιρα τους αστυνομικούς.
Ο Ρίτσαρντ Τζούελ είναι ένας τυπικός και διαβασμένος σεκιουριτάς, του καθήκοντος, που ενεργεί πάντοτε με βάση το πρωτόκολλο. Ταυτόχρονα, έχει τη φιλοδοξία να καταταγεί στο Σώμα, παρά το γεγονός ότι πολλοί τον ειρωνεύονται επειδή είναι πολύ παχύς. Σε μια υπαίθρια μουσική εκδήλωση, που παρευρίσκονται χιλιάδες άτομα, ανακαλύπτει μια τσάντα με εκρηκτικά. Αρχικά δεν πιστεύει στα μάτια του, αλλά εδραιώνοντας την πεποίθησή του ότι περιέχει εκρηκτικά, κινητοποιεί τους υπεύθυνους οι οποίοι δεν σταματούν να διασκεδάζουν μαζί του, λόγω της εμφάνισής του. Μόνον όταν γίνεται η έκρηξη και ενώ έχουν απομακρυνθεί αρκετοί από την επιμονή του, κάποιος θα του πει «δεν πρόκειται να σου ξανακάνω πλάκα φίλε μου». Από το σημείο όμως αυτό και ύστερα αρχίζει ο Γολγοθάς του Ρίτσαρντ Τζούελ. Ένας βλάκας ομοσπονδιακός (Τζον Χαμ) θα εκμυστηρευτεί σε μια αδίστακτη ρεπόρτερ (Ολίβια Γουάιλντ) ότι τον παρακολουθούν ως ύποπτο, επειδή είχε τη φιλοδοξία να γίνει αστυνομικός και τοποθέτησε τη βόμβα σκόπιμα για να γίνει ήρωας μετά την έκρηξη και να καταταγεί στο Σώμα. Η ρεπόρτερ θα κάνει πρωτοσέλιδο θέμα το μυστικό του ομοσπονδιακού. Θα πλακώσουν και τα υπόλοιπα αδηφάγα media, που προηγουμένως τον είχαν ηρωοποιήσει και μαζί με τους ομοσπονδιακούς θα κάνουν φύλλο και φτερό την ιδιωτική ζωή του Τζούελ και της μητέρας του, η οποία αισθανόταν υπερήφανη για τον ήρωά της. Μεγάλη αναστάτωση. Ένας μόνον, παλιός του φίλος θα αντιμετωπίσει ψύχραιμα την όλη κατάσταση και θα αναλάβει την υπεράσπισή του.
Αναφορικά με τον δράστη της αιματηρής επίθεσης, στην πραγματικότητα αυτός ήταν ο Έρικ Ρόμπερτ Ρούντολφ, ο οποίος πιάστηκε από τις Αρχές επτά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 31 Μαΐου 2003. Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσαν οι αστυνομικές αρχές της πολιτείας της Βόρειας Καρολίνας, ο 36χρονος κατεζητείτο από το FBI εδώ και πολλά χρόνια και κατηγορήθηκε για σωρεία βομβιστικών επιθέσεων, εκτός από εκείνη της Ατλάντα.
«Συχνά βλέπουμε ιστορίες για ισχυρούς ανθρώπους που τους κατηγορούν για κάτι, αλλά έχουν χρήματα, παίρνουν τον σωστό δικηγόρο και ξεφεύγουν» λέει ο Κλιντ Ίστγουντ. «Με ενδιέφερε η ιστορία του Ρίτσαρντ Τζούελ γιατί είναι ένας κοινός άντρας, ένας μέσος άνθρωπος. Δεν του ασκήθηκε ποτέ δίωξη, αλλά παρενοχλήθηκε με κάθε τρόπο. Όλοι έσπευσαν να τον κατηγορήσουν, δεν είχε την εξουσία να ξεφύγει και ήταν για καιρό αφελώς ιδεαλιστής για να καταλάβει ότι έπρεπε να σώσει τον εαυτό του. Γι΄αυτό ήθελα να κάνω αυτή την ταινία» συνεχίζει «για να αποκαταστήσω τη μνήμη του Ρίτσαρντ. Γιατί είναι ένας απλός άνθρωπος -που θέλει να είναι αστυνομικός και να αφοσιωθεί στην ασφάλεια των ανθρώπων- που κάνει κάτι ηρωικό και μετά πληρώνει ένα μεγάλο τίμημα. Τον ρίχνουν στους λύκους».
Στα 89 του χρόνια ο Κλιντ Ίστγουντ δεν σταματάει να γυρίζει ταινίες που βρίσκονται στο πλευρό των απλών ανθρώπων και των αδικημένων και να καταγγέλλει το σύστημα, όπως αυτό εκφράζεται από την κεντρική εξουσία και τα Μέσα Ενημέρωσης.
Ο Κλιντ Ίστγουντ κτίζει με μαεστρία και χωρίς μελοδραματισμούς την ιστορία, κορυφώνοντας σταδιακά την αγωνία του θεατή μέχρι το φινάλε στηριζόμενος σε τρεις –βασικά- έξοχες ερμηνείες: του Πολ Γουόλτερ Χάουζερ που υποδύεται συγκλονιστικά τον αφοσιωμένο στη δουλειά του σεκουριτά, αλλά αφελή που επιμένει «ανήκω κι εγώ στις δυνάμεις ασφαλείας» διότι κανείς δεν του το αναγνωρίζει, της Κάθι Μπέιτς η οποία υποδύεται την τραγική μητέρα του που βλέπει τη ζωή της να καταρρέει (και πάει για Όσκαρ Β’ Γυναικείου 2020) και τέλος, του Σαμ Ρόκγουελ ο οποίος είναι στην κυριολεξία απολαυστικός ως δικηγόρος του καταβάλλοντας απέλπιδες προσπάθειες να συνετίσει τον Τζούελ ώστε να μιλάει λιγότερο μπροστά στις Αρχές και ειδικά στα Μέσα Ενημέρωσης που (αντίθετα με το επικρατούν δίκαιο) θεωρούν κάποιον ένοχο μέχρι να αποδείξει την αθωότητά του.
ΠΗΓΕΣ: https://flix.gr/cinema/richard-jewell-review.html , https://fragilemag.gr/the-ballad-of-richard-jewell/ , https://aggelospolidoros.blogspot.com/2020/01/richard-jewell.html , https://www.sport24.gr/Files/oi-matwmenoi-olympiakoi-agwnes-ths-atlanta.5272131.html