Περί τυφλότητας: κάτι παραπάνω από μια επιδημία

Στο έργο του «Περί Τυφλότητας», σε ένα μυθιστόρημα που καταφέρνει να διαπεράσει τα όρια της λογοτεχνίας του φανταστικού αναγόμενο σε φιλοσοφική πραγματεία και σε ενδελεχή υπαρξιακή διερεύνηση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και των κοινωνικών συμπεριφορών και σχέσεων εξουσίας, μια ολόκληρη κοινωνία οδηγείται σταδιακά στο σκοτάδι της τυφλότητας όταν ένας οδηγός περιμένοντας μέσα στο αμάξι του ένα φανάρι να ανάψει πράσινο χάνει ξαφνικά την όρασή του και ο ιός αρχίζει να μεταδίδεται πολύ γρήγορα σε όλη την πόλη. Άμεσα ξεσπά επιδημία και οι ασθενείς μεταφέρονται σ’ ένα εγκαταλελειμμένο νοσοκομείο με εντολή της κυβέρνησης, ενώ τα κρούσματα συνεχίζουν διαρκώς να αυξάνονται.

“Δεν πιστεύω ότι χάνουμε το φως μας. Πιστεύω πως ανέκαθεν ήμασταν τυφλοί. Τυφλοί, μα που βλέπουν. Άνθρωποι που έχουν όραση, μα δεν βλέπουν πραγματικά” 

Ο στρατός που φυλάει το παλιό νοσοκομείο πυροβολεί όποιον προσπαθώντας να ξεφύγει από τις αυστηρές συνθήκες επιτήρησης φτάνει στην έξοδο. Το ερώτημα που βασανίζει τους πρωταγωνιστές του έργου αφορά τη φύση της τυφλότητας: τι είναι αυτή η περίεργη ασθένεια και από πού προήλθε; Είναι στη φύση του ανθρώπου ή μπορεί κάποιος να θεραπευτεί; Υπάρχει πιθανότητα λύτρωσης και ίασης; Μπορούν να ξεφύγουν από μια μοίρα εγκλωβισμού, εσωτερικής απομόνωσης και ταυτόχρονα επίμονου και σκληρού αγώνα επιβίωσης που τους οδηγεί σταδιακά να χάνουν την ανθρώπινη ιδιότητα τους; Εντός των ορίων του κτιρίου, όσο πληθαίνουν οι τυφλοί, διαδραματίζονται παιχνίδια εξουσίας, υποταγής και χειραγώγησης.

Ύστερα από δραματικές εξελίξεις, με θανάτους και δολοφονικές επιθέσεις ανακαλύπτουν ότι πλέον δεν υπάρχουν φύλακες και μπορούν να βγουν έξω από το κτήριο, που το εγκαταλείπουν ενώ φλέγεται και καταρρέει και γίνεται ομαδικός τάφος για τους υπολοίπους. Αυτό που έχουν να αντιμετωπίσουν στην πόλη, όμως, είναι εξίσου ή και περισσότερο τραγικό. Άνθρωποι αδέσποτοι σαν τα ζώα, περιφερόμενοι για αναζήτηση τροφής και στέγης, υποκινούμενοι από τα ταπεινότερα των ενστίκτων τους, λειτουργούν μόνο για τη βιολογική τους επιβίωση και δεν γνωρίζουν ηθικό φραγμό.

Εξαίρεση αποτελεί η ομάδα των έξι ατόμων και ενός μικρού παιδιού που έχουν πάρει υπό την προστασία τους, χωρίς όνομα όλοι αλλά με ένα μοναδικό χαρακτηριστικό τους να προσδιορίζει την ταυτότητά τους. Ως μέλος της ομάδα προστίθεται και ένας αδέσποτος σκύλος, ο σκύλος με τα δάκρυα, που λειτουργεί πολύ πιο εξευγενισμένα από το σύνολο των ανθρώπων που βρίσκονται τυφλοί αλλά ελεύθεροι στην πόλη. Ο νόμος της ζούγκλας στον υπερθετικό βαθμό κυριαρχεί και υποβιβάζει το τελειότερο των δημιουργημάτων της φύσης, τον άνθρωπο, σε κτήνος. Ο θάνατος του ενός είναι η ζωή του άλλου κι αυτός ο νόμος διέπει τη νέα κοινωνία.

Η καθημερινότητά τους συγκλονίζει στις λεπτομέρειές της. Ο αγώνας για την επιβίωση του σώματος και του μυαλού για τη μικρή αυτή ομάδα που αντιστέκεται στη γενική σήψη, είναι κοπιώδης. Παλεύουν για να μη χάσουν ό,τι απόμεινε μέσα τους σε ανθρωπιά. Τραγικές φιγούρες όλοι τους αλλά περισσότερο η γυναίκα του γιατρού, που βλέπει και αποτελεί το στήριγμά τους, αλλά αυτό ακριβώς είναι το δράμα της: το ότι βλέπει. Έφτασε στο σημείο να εύχεται να μην έβλεπε για να προφυλάξει τον εαυτό της από τις εικόνες που έφταναν στα μάτια της.

Το «Περί τυφλότητας» μέσα από τη μέθοδο της πολιτικής αλληγορίας καταφέρνει να διεισδύσει βαθιά μέσα στον ανθρώπινο ψυχισμό και να αναδείξει τη βαθύτερη αδυναμία του ανθρώπου να αντικρίσει τον κόσμο γύρω του και να αποδώσει πραγματική αξία ως συνθήκη επιβίωσης στην ανθρώπινη επικοινωνία και συνεργασία σε έναν κόσμο που εγκλωβίζεται σε συνθήκες αυστηρούς κυβερνητικής επιτήρησης και ενός σκληρού αγώνα επιβίωσης που καταφέρνει να στρέψει τον ένα εναντίον του άλλου σε μια διαρκή προσπάθεια εκμετάλλευσης και χειραγώγησης.

Το κεντρικό ερώτημα του έργου αυτού του Σαραμάγκου αφορά την ικανότητα της κοινωνίας να αντικρίσει τον εαυτό της και του ανθρώπου να στραφεί ξανά προς τον άλλο άνθρωπο σε μία σύγχρονη κοινωνία που στηρίζεται σε έναν τυφλό αγώνα επιβίωσης και προσπάθειας εκμετάλλευσης στο όνομα του κέρδους. Τι είναι όμως πραγματικά αυτή η τυφλότητα που βυθίζει μια ολόκληρη κοινωνία στο σκοτάδι;

Οι ανώνυμοι χαρακτήρες του Σαραμάγκου (αποτελεί μέρος της τεχνοτροπίας του να μην “βαφτίζει” με συγκεκριμένα ονόματα τους πρωταγωνιστές των έργων του), έχοντας πάντα στην άκρη του μυαλού τους την ελπίδα πως η “λευκή τυφλότητα” θα υποχωρήσει, ματώνουν αγωνιζόμενοι γύρω από ενα βασανιστικό ερώτημα: Είναι η κατάσταση της τυφλότητας που καθορίζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων ή μήπως τα πάντα θα πρέπει να καταλογιστούν σε αυτήν την ίδια την ανθρώπινη φύση;

Τόσο ο συγγραφέας, όσο και ο σεναριογράφος Ντον Μακέλαρ και ο σκηνοθέτης Φερνάντο Μεϊρέλες, θεωρούν την ανθρωπότητα «τυφλή». Και ούσα τυφλωμένη είναι αδύνατο να συμβιώσει ειρηνικά. Με το παραμικρό καταφεύγει σε αστόχαστες και βίαιες πράξεις. Κανένας δε θεωρεί κανέναν συνάνθρωπο. Αντίθετα ο καθένας βλέπει τον καθένα σαν μια πηγή για εκμετάλλευση! Με την πρώτη ευκαιρία προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω του, να τον εξουσιάσει, να τον βάλει στη δούλεψή του, να τον χρησιμοποιήσει σαν σκεύος ηδονής. Του παίρνει το φαγητό, τον εκμεταλλεύεται γενικά. Και ζει μέσα στη βρώμα και στη δυσοσμία! Σε μια κοινωνία «τυφλών». Σε μια κοινωνία ζώων..

Μια γυναίκα, η γυναίκα ενός γιατρού ο οποίος τυφλώθηκε, ο μοναδικός άνθρωπος που δεν έχασε το φως του, που βλέπει τα πράγματα καθαρά, πρώτα εθελοντικά ακολουθεί τον τυφλό άντρα της και στη συνέχεια και τους άλλους τυφλούς στην τυφλή κοινωνία τους. Θέλει να τους βοηθήσει να επιβιώσουν! Σιγά σιγά, όμως, ανακαλύπτει πως οι τυφλοί με την τυφλή συμπεριφορά τους σίγουρα θα οδηγηθούν σε οριστικά αδιέξοδα. Θα φάει ο ένας τον άλλον στο τέλος. Αναλαμβάνει, λοιπόν, πέρα από την επιβίωσή τους και την ευθύνη να τους βοηθήσει να εξανθρωπιστούν. Αναλαμβάνει την ευθύνη να οδηγήσει την τυφλή κοινότητα (ανθρωπότητα) στο πραγματικό φως. Εκεί, δηλαδή, που ο άνθρωπος θα βλέπει, όπως πρέπει να βλέπει ο άνθρωπος που έχει την όρασή του (τη λογική του, την ανθρωπιά του). Ο αγώνας της, βέβαια, είναι εξαντλητικός. Οι τυφλοί γύρω της με τις αστόχαστες και βίαιες πράξεις τους, πράξεις τυφλών ανθρώπων, την πληγώνουν. Εκείνη όμως, σαν υπεύθυνο άτομο, σαν άτομο που βλέπει, που βλέπει καθαρά, θα επιμείνει.

Σουρεαλισμός από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο οποίος είναι πέρα για πέρα διδακτικός και προβληματίζει. Ωστόσο, η γενίκευση των δημιουργών, είναι σίγουρα λανθασμένη. Το σύνολο των ανθρώπων σε καμία περίπτωση δεν είναι, δεν μπορεί να είναι ανθρωποφαγικό. Δεν υπάρχει μόνον ένας άνθρωπος που βλέπει καθαρά. Οι άνθρωποι βιολογικά όλοι έχουν καθαρή όραση. Και, βέβαια, δεν «τυφλώνονται» ξαφνικά και χωρίς λόγο. Η επιδημία έχει όνομα! Είναι το κοινωνικό σύστημα, ο καπιταλισμός, που παράγει τυφλούς ανθρώπους. Ανθρώπους ανταγωνιστές. Αδικους!

Η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου έγινε από τον Βραζιλιάνο σκηνοθέτη Φερνάντο Μεϊρέλες (“Ο Επίμονος Κηπουρός”) με τον τίτλο “BLINDNESS” και άνοιξε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Κανών το 2008. Πρωταγωνίστρια η Τζούλιαν Μουρ που την πλαισίωσαν ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, ο Μαρκ Ράφαλο, ο Ντάνι Γκλόβερ κ. ά. Για δεύτερη μόλις φορά στην 61χρονη ιστορία του Φεστιβάλ των Καννών, μία ταινία από τον Καναδά, επελέγη ως η ταινία έναρξης, μετά το 1980, δηλαδή μετά το “FANTASTICA” του Καναδού Gilles Carle (από το Κεμπέκ). Η ταινία επίσης συμμετείχε και στο διαγωνιστικό τομέα, το 2008, διεκδικώντας το μεγάλο βραβείο, κάτι που δεν συνηθίζεται για ταινία που ανοίγει το φεστιβάλ (συνήθως οι ταινίες της πρεμιέρας είναι πάντα εκτός συναγωνισμού).

Πρώτα ο συγγραφέας και μετά οι δημιουργοί της ταινίας απόφυγαν να πούνε ονόματα. Η στάση τους ελέγχεται, γιατί αδίκησε και τους ανθρώπους και το έργο τους. Φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι, η ταινία τελειώνει αισιόδοξα. Αφού η γυναίκα, που δεν την κόλλησε η «τύφλωση», τελικά θα δικαιωθεί. Μαζί της, με άλλα λόγια, δικαιώνεται και ο άνθρωπος. Η έλλειψη, ωστόσο, παραμένει! Και αυτό είναι μια φιλοσοφική προχειρότητα.



«Προχειρότητα» υπήρξε και στην κινηματογράφηση. Ο Φερνάντο Μεϊρέλες θέλοντας να δώσει μια γαλακτερή θολούρα, όπως υποτίθεται «έβλεπαν» οι τυφλοί, γενίκευσε και εδώ! Αρκετά πλάνα που δεν ανήκαν στους τυφλούς, αλλά στη γυναίκα που έβλεπε ή και αυτά που έβλεπε μόνη της η κάμερα, είχαν και αυτά τη γαλακτερή θολούρα των τυφλών. Και αυτό έφερνε σύγχυση στο θεατή ο οποίος «διαβάζει» τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά πλάνα.

Όσον αφορά το οπτικό αποτέλεσμα και την αισθητική της ταινίας, ο Μεϊρέλες επέλεξε το γκρι. Ήθελε να εκφράσει την απρόσμενη τύφλωση όπως καθορίζεται από τον συγγραφέα και τα σκοτεινά χρώματα του βιβλίου με την ομίχλη και τις σκιές. Είναι γνωστός, εξάλλου, για τη βιρτουζιτέ του στην αισθητική των ταινιών του. Η πρόκληση ήταν, πώς κινηματογραφείται μια ταινία που όλοι οι χαρακτήρες δεν έχουν όραση άρα και υποκειμενική οπτική γωνία; Για να αποδώσει αυτό, έκανε την επιλογή να αλλάζει οπτική γωνία καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Ξεκινά με το υποκειμενικό πλάνο του σκηνοθέτη και αφού ο θεατής τοποθετηθεί σε αυτόν τον κόσμο, στη συνέχεια οδηγεί η οπτική γωνία της Γυ ναίκας του Γιατρού, μετά του Άντρα με το Μαύρο Μάτι που αφηγείται ιστορίες σε αυτούς που βρίσκονται σε καραντίνα συνδέοντας τον έξω κόσμο με τον εσωτερικό τους κόσμο.

Όσον αφορά στους χώρους, τα πρώτα, εξωτερικά γυρίσματα έγιναν στο Σάο Πάουλο της Βραζιλίας, το οποίο είναι και η γενέτειρα του σκηνοθέτη, το δεύτερο μέρος στο άσυλο όπου φυλάσσονται όσοι βρίσκονται σε καραντίνα γυρίστηκε σε μια εν αχρηστία φυλακή του Καναδά και το τρίτο μέρος με το κατεστραμμένο τοπίο μιας μητρόπολης που αποσυντέθηκε, γυρίστηκε στο Σάο Πάουλο και το Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης.

Ο σκηνοθέτης σημειώνει
 «Αυτό που μου προκάλεσε το ενδιαφέρον είναι ιδέα ενός πολιτισμού που καταρρέει. Όμως διαβάζοντας το βιβλίο ξανά και ξανά και αργότερα γράφοντας το σενάριο άρχισα να ανακαλύπτω πολλά διαφορετικά επίπεδα. Στο βιβλίο βλέπεις το πόσο εύθραυστο είναι ο πολιτισμός. Είναι σαν να κάνουμε πατινάζ πάνω σ’ ένα λεπτό στρώμα πάγου. Τα πάντα μπορούν να συμβούν Θεωρούμε τους εαυτούς μας τόσο δυνατούς και σταθερούς. Και ξαφνικά κάτι συμβαίνει και τα πάντα καταρρέουν…»
Και συνεχίζει: «Μπορείς να προσεγγίσεις την ιστορία από μια ψυχολογική οπτική και να δεις ότι οι άνθρωποι είναι τόσο πρωτόγονοι, όπως τα ζώα. Υποδυόμαστε τους πολιτισμένους, τους εκλεπτυσμένους επειδή έχουμε φαγητό και επειδή τα πάντα είναι καλά ρυθμισμένα, όμως αν αυτά χαθούν τότε αποκαλύπτεται τι πραγματικά είμαστε από κάτω. Μπορούμε να δούμε την ιστορία από μια φιλοσοφική οπτική ή πολιτική ή κοινωνιολογική, για το πώς οργανώνομαι μια κοινωνία όταν αυτή έχει καταρρεύσει, πως την οργανώνομαι εξ αρχής; Πως πρέπει να συμπεριφερθούμε; όπως ο ηθικός βασιλιάς της πτέρυγας 1 ή θα πρέπει να ‘μαστε σκληροί όπως ο ηγέτης της πτέρυγας 3 που όμως μπορεί να προσφέρει τροφή στους συναδέλφους τους; Υπάρχουν τόσα πολλά διαφορετικά επίπεδα και τόσα πολλά διαφορετικά ζητήματα στην ταινία. Αυτό είναι κάτι που μ’ αρέσει».
Πάντως, παρ’ όλες τις φιλοσοφικές και τεχνικές ατέλειες, η ταινία μαστιγώνει. Ο σοβαρός θεατής σίγουρα θα κάνει την αυτοκριτική του, θα κοιτάξει την όρασή του. Ο καπιταλισμός έχει τις ευθύνες του και εμείς, ο καθένας ξεχωριστά και στη συνέχεια όλοι μαζί, τις δικές μας ευθύνες.

Εξ’ αιτίας της σημασίας που δίνει στην εικόνα ο σκηνοθέτης κατηγορήθηκε ότι έδωσε περισσότερο βάρος στο στιλ παρά στην ουσία. Αυτό δεν θα μπορούσε να είναι αλήθεια για ένα πολύ απλό λόγο: σ’ αυτή την ιστορία η όραση παίζει καθοριστικό ρόλο και η εικόνα μετατρέπεται σε πνευματικό όχημα για τον θεατή που πασχίζει να νοιώσει. Και τα καταφέρνει.

Ξεδιπλώνοντας τις πτυχές του έργου βλέπουμε να θίγονται διάφορα ζητήματα που αφορούν στη θρησκεία, την κοινωνία, το κράτος στην όποια μορφή του, πολιτική και στρατιωτική, όπως καλά την ξέρει ο συγγραφέας.

Η απαραίτητη αναφορά του στη θρησκεία γίνεται με τρόπο συμβολικά καταγγελτικό. Ο Θεός και οι άγιοι, τυφλοί, τυφλοί όσο και οι άνθρωποι, αφού τυφλώθηκαν με τρόπο ανεξήγητο όπως κι εκείνοι, κατεβαίνουν, χάνουν τη θεϊκή τους υπόσταση και αφενός θεωρούνται υπαίτιοι, αφού δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την τραγωδία, αφετέρου γίνονται υποψήφιοι δράστες των ίδιων πράξεων βίας και αποτροπιασμού. Αιρετική αντιμετώπιση για ακόμη μια φορά, όπως στο Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο, όπου ο Θεός καταγγέλλεται ως υπαίτιος της Σφαγής των Νηπίων και ο Σαραμάγκου θέλει τον Ιησού στον σταυρό να ζητά από την ανθρωπότητα να συγχωρήσει τον Θεό για τα σφάλματά του.

Ο Στρατός σκορπίζει θάνατο αλύπητα, χωρίς ίχνος οίκτου για τους άτυχους τυφλούς, ανίκανος να διασφαλίσει την ασφάλειά τους και μια στοιχειώδη τάξη.

Η πολιτεία καταγγέλλεται για τις σπασμωδικές κινήσεις της, μια δράση χωρίς σχέδιο, χωρίς λύσεις για την έκτακτη αυτή ανάγκη.

Η κοινωνία δρα με γνώμονα το προσωπικό συμφέρον του καθενός και καταντά να γίνεται κοπάδι, χωρίς προσωπική σκέψη αφήνεται να άγεται και να φέρεται στα χέρια όποιου εκδηλώσει ηγετικές τάσεις, γι αυτό και η πλειοψηφία αναφέρεται με τον γενικό όρο “τυφλοί”, χωρίς αξιομνημόνευτο χαρακτηριστικό που να τους κάνει να ξεχωρίζουν σαν άτομα. Φέρονται πρόθυμοι να επωφεληθούν από τη θυσία του άλλου χωρίς οι ίδιοι να είναι έτοιμοι να θυσιαστούν για οποιονδήποτε. Οι λίγοι που ξεχώρισαν από το κοπάδι αυτό ήταν εκείνοι που με τον τρόπο τους αντέδρασαν, καλά ή άσχημα, δεν έμειναν απαθείς και άβουλοι.

Κανένας δεν φάνηκε να δίνει σημασία στις ενδείξεις ότι η σύζυγος του γιατρού έβλεπε, εφόσον εκείνη εξακολουθούσε να λειτουργεί υποστηρικτικά προς όφελος της ομάδας.

Η ηθική των ανθρωπίνων πράξεων κρίνεται στη στάση ανδρών και γυναικών, όταν τέθηκε το θέμα της προμήθειας τροφίμων με αντάλλαγμα τις σεξουαλικές υπηρεσίες των γυναικών.

Πηγές: http://www.nostimonimar.gr/zoze-saramagkou-peri-tyflotitas/

https://www.rizospastis.gr/story.do?id=4768981

https://provocateur.gr/manners/10305/diaba-zw-peri-tyflothtas-toy-zoze-saramagkoy

http://www.cinemanews.gr/v5/movies.php?n=5583

https://m.myfilm.gr/3176

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *