Όταν ο χορός συναντά τον κινηματογράφο…

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Χορού αποφασίσαμε στο σημερινό μας κινηματογραφικό αφιέρωμα να φιλοξενήσουμε 10 “χορευτικές” που έκαναν να αγαπήσουμε το μπαλέτο, να λαχταρήσουμε ένα τανγκό και να κουνηθούμε στους ρυθμούς του rock and roll και της σάλσα. Ταινίες που απλώνονται από μια λυρική σκηνή, μέχρι ένα κακόφημο κουβανέζικο μπαρ, από μια δεξίωση μέχρι ένα εφηβικό πάρτυ και μας αποδεικνύουν πως πολλές φορές σινεμά, μουσική και χορός βαδίζουν μαζί σε τέλεια αρμονία! Στη λίστα μας θα βρείτε όσες ξεχωρίσαμε. Ορίστε οι προτάσεις μας:

1. Billy Elliot- Γεννημένος Χορευτής (2000)

Το «Billy Elliot, γεννημένος χορευτής» εισάγει εύστοχα στον κινηματογράφο το επιτυχημένο νέο θεατρικό σκηνοθέτη Στίβεν Ντάλντρι. Kερδίζει την πειστικότητα και την ολοκλήρωσή του, κυριολεκτικά πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Θα μπορούσε να έχει διαλυθεί ή να βυθιστεί στην καραμέλα της συναισθηματικής εκμετάλλευσης. Σενάριο, σκηνοθεσία και ερμηνεία κρατούν τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στο μελό και στην ουσία, στον πραγματικό του πλαισίου ζωής και στο παραμύθι, στον βαθύτερο προορισμό του ταλέντου και στα πολλαπλά εμπόδια. Τέλος ανάμεσα στο ρεαλιστικό κοινωνικό φιλμ και στο χορευτικό. Οπως ειπώθηκε, ο Kεν Λόουτς συναντά το «Φλάσντανς» ή «Στον πυρετό της δόξας».
Σε ανθρακωρυχείο του Ντάραμ, το 1984, ενώ εξελίσσεται η μακρά απεργία που κατέληξε στη νίκη της σκληροτράχηλης Θάτσερ, ο ενδεκάχρονος Μπίλι, ζει με τον χήρο πατέρα του, τον μεγάλο αδελφό του, και τη «φευγάτη» γιαγιά του. Ενώ μαθητεύει σε τάξη πυγμαχίας, ο Μπίλι ανακαλύπτει την τάξη κλασικού μπαλέτου και την ακατανίκητη κλίση του για τον χορό, παρότι μοιάζει σαν τη μύγα μέσ’ το γάλα με τα κορίτσια. Η δασκάλα του διδάσκει τζάμπα, όμως η σύγκρουση με τον πατέρα και τον αδελφό είναι αναπόφευκτη. Η αστυνομία «τσακίζει» τους απεργούς, αλλά ο πατέρας βλέπει τον γιο του να χορεύει αυτοσχέδια και πείθεται να τον στηρίξει, με όλες τις φτωχές του δυνάμεις για να περάσει τις εισαγωγικές εξετάσεις στη φημισμένη Βασιλική Σχολή Μπαλέτου. Γίνεται μεγάλος χορευτής.
Η ταινία συγγενεύει, αλλά διαφέρει από το «Αντρες με τα όλα τους» ή το «Βιρτουόζοι», δεν είναι ηθογραφία, που έχει έκβαση θετική, ελπιδοφόρα. Ο Ντάλντρι φέρνει σε ευθεία αντίθεση τους δύο κόσμους, (ανθρακωρυχείο-χορός) με ολόκληρη την παρεπόμενη ψυχολογία και κοινωνική-ταξική νοοτροπία, αλλά και τη φιλμική απεικόνισή τους. Το χωριό είναι γνήσιο με τα σπιτάκια από τούβλα, κολλημένα στη σειρά, θαρρείς αναλλοίωτα από την εποχή της «Kοιλάδας της κατάρας» του Τζον Φορντ, εξήντα χρόνια πίσω. Ο πατέρας είναι ο αδρός Γκάρι Λούις («Το όνομά μου είναι Τζο», το Λόουτς). Οι άντρες πιστεύουν ότι οι χορευτές είναι όλοι «αδελφές» και αυτό το μισούν. Η σύγκριση (και σύγκρουση) με την αστή δασκάλα (Τζούλι Γουόλτερς) και το άριστο-σνομπ περιβάλλον της Βασιλικής Σχολής υπογραμμίζεται. Το ξύλο στις διαδηλώσεις και στην οικογένεια είναι ρεαλιστικό, με τον θυμό-εκνευρισμό των στριμωγμένων απεργών ιδιαίτερα προφανή.
Ο χορός δεν προβάλλεται εξιδανικευμένα, σαν όνειρο «πτήσης», με υπόκρουση τη «Ζιζέλ». Kαι ο μικρός Μπίλι (Τζέιμι Μπελ) δεν είναι κανένα υπερευαίσθητο αγόρι. Εκφράζεται δυναμικά με τον χορό, είναι επιθετικός και ενεργητικός. Χορεύει ατίθασα, σε τραγούδια των Τ-Rex, The Clash, The Jam. Οταν «κοντράρεται» ξεσπάει μέσα στην αυλή, κλωτσώντας τους τούβλινους τοίχους και χύνεται στους δρόμους, σε άγρια χορογραφία ως την εξάντλησή του. Kαι όταν μέσα στο γυμναστήριο, όπου μπήκε κρυφά μόνος του, διαπιστώνει ότι τον παρακολουθεί ο πατέρας του, χορεύει άγρια και πειθαρχημένα μαζί και ανατρέπει την πεποίθηση του γονιού.
Το φιλμ εμπλουτίζεται και στερεώνεται από αυτήν την εγγραφή της χορογραφίας και του ρυθμού στον καθημερινό χώρο ζωής. Ακόμη και η μεγάλη εφόρμηση των σιδερόφραχτων αστυνομικών οργανώνεται ρυθμικά με τη μουσική και το μοντάζ, συμβάλλει στην ψυχή του παραμυθιού, χωρίς να γίνεται άστοχη κωμωδία. Προς το φινάλε, βέβαια, το φιλμ κλίνει στην ευκολία. Παραλείπει ολόκληρη τη δεκαπενταετή σύγκρουση, που μεταμορφώνει το παιδί του ανθρακωρύχου σε αστέρι χορευτή της «Λίμνης των κύκνων». Το ρεαλιστικό παραμύθι έχει τα όριά του.

2. Μαύρος Κύκνος (2010)

To Black Swan κατατάσσσεται άμεσα στην κατηγορία εκείνη των ταινιών που πρέπει να τις δεις για να την πιστέψεις. Ο Daren Aronovsky έχοντας ήδη δώσει τα διαπιστευτήρια του στα Π, Fountain, Wrestler, Requiem for a dream έρχεται να μας δείξει την σκηνοθετική του ωρίμανση με τον Μαύρο Κύκνο. Χρησιμοποιώντας ένα υπέροχο σενάριο για άλλη μια φορά καταφέρνει να μας σύρει στον βούρκο των χαρακτήρων του μην αφήνοντας μας να πάρουμε τα μάτια από την οθόνη. Αυτό που κάνει την ταινία τόσο ξεχωριστή είναι η άκρως διεισδυτική ματιά στα άδυτα της ψυχοσύνθεσης της Νάταλι Πόρτμαν, κάτι το οποίο έχει καταφέρει σε όλες τις προηγούμενες του ταινίες ο σκηνοθέτης αλλά εδώ συγκεκριμένα κάνει επίδειξη ικανοτήτων αφήνοντας τον θεατή έρμαιο του. Θυμάστε τα πλάνα που ακολουθούσαν τον Μίκι Ρούρκ σε κάθε του κίνηση στον Παλαιστή; Εδώ ετοιμαστείτε για μία άκρως αριστοτεχνική βουτιά στην ψυχοσύνθεση της βασικής πρωταγωνίστριας. Μαθαίνουμε τα πιο βασικά, ότι χρειάζεται δηλαδή για να παρακολουθήσουμε το υπόλοιπο της ταινίας το οποίο είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο και σε τόσο λίγο χρόνο που σε κάνει να αναρωτιέσαι πως από το ζενίθ φτάνει κανείς μέσα σε λίγη ώρα στο ναδίρ. Όσον αφορά τις ερμηνείες τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι ρόλοι είναι τόσο προσεκτικά μοιρασμένοι, ενώ όσοι δεν έχουν πειστεί για το υποκριτικό ταλέντο των Natalie Portman, Vincent Cassell και Mila Kunis θα σηκώσουν τα χέρια ψηλά. Χρόνια είχαμε να δούμε τέτοιες ερμηνείες και δη από ηθοποιούς που ούτε πρωτοεμφανιζόμενοι είναι και πάνω κάτω έχουν ήδη δείξει τα διαπιστευτήρια τους. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει τόσο για τον ρόλο της Kunis όσο και της Hersey που υποδύεται την μητέρα της Πόρτμαν και πραγματικά βγάζει τα καπέλο σε όσους την θεωρούσαν ξεγραμμένη. Πρέπει απλά να παρατηρήσετε τα τελευταία 15 λεπτά της ταινίας και διαψεύστε με αν αυτή η σκηνή μπορεί να συγκριθεί με οτιδήποτε πέρασε μπροστά από τα μάτια μας τα τελευταία χρόνια μπροστά από την κινηματογραφική οθόνη. Συνοπτικά μία ταινία που δεν πρέπει να χάσετε για κανέναν απολύτως λόγο, διότι απλά απλούστατα μιλάμε για ένα instant classic και μία ταινία που ξεφεύγει με χαρακτηριστική άνεση από τον τόνο που βγάζουν οι κινηματογραφο-βιομηχανίες κάθε χρόνο.

3. Dirty Dancing 1&2 (1987 & 2004)

Γυρίζουμε τον χρόνο πίσω στο 1987 για να αναλύσουμε μια χορευτική ταινία. Το Dirty Dancing μας μεταφέρει στην δεκαετία του ’60, πριν τους Beatles και την δολοφονία του αμερικανού προέδρου Kennedy. Σε μια κλειστή κοινωνία διαδραματίζεται μια ολόκληρη «μαγεία». Η Baby είναι μια νεαρή κοπέλα που πηγαίνει διακοπές με την οικογένεια της στο Catskill Mountains της Νέας Υόρκης. Σε μια περιοχή όπου κυριαρχεί η εκμάθηση χορού αλλά και οι καθωσπρεπισμοί. Όλα θα αλλάξουν όταν θα γνωρίσει εκεί τον δημοφιλή και καρδιοκατακτητή χορευτή Johnny Castle. Ακριβώς πριν την φθινοπωρινή σεζόν και το μεγάλο βήμα της ένταξης της στο πανεπιστήμιο, η Baby θα μάθει την πραγματική έννοια της ζωής. Μια ιστορία που συνδυάζει μοναδικά τα κοινωνικά πρότυπα με τις υπέροχες χορευτικές φιγούρες των latin και ballroom χορών. Μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα που προσπαθεί να ανταπεξέλθει στους κανόνες της επιβίωσης με κάθε κόστος. Άλλοτε με δάκρυα και πείσμα, και άλλοτε με υποχώρηση και συναισθηματισμούς. Ο Johnny και η Baby αποδεικνύουν την χημεία του πρωταγωνιστικού ζευγαριού με ταπεινές χορευτικές προπονήσεις. Μα πάνω από όλα με την επιθυμία της καρδιάς να αντισταθεί και κάθε όριο. Τελικά μια υπέροχη καταξιωμένη δημιουργία που χαρακτηρίζεται από διασκέδαση και συναίσθημα.

Το πρώτο Dritz Dancing (1987) δεν ήταν κάποιο αριστούργημα, παρά τη μεγάλη του επιτυχία, αλλά ήταν σίγουρα πολύ πιο προσεγμένο από το δεύτερο. Από την άλλη, όμως, γίνεται μια φιλότιμη προσπάθεια εκμετάλλευσης του κουβανέζικου κλίματος, το οποίο εμπνέει πολύ για χορό και μάλιστα «βρώμικο». Ιδίως, μια Κούβας εντός ενός επαναστατικού φόντου. Ως χορός, λοιπόν, όλα καλά, αλλά ως αισθηματικό δράμα ελάχιστα ξεφεύγει από τις παρόμοιες νεανικές παραγωγές, ευρείας κατανάλωσης. Η γοητευτική αντίθεση ανάμεσα στην Κούβα και τις ΗΠΑ, το αθώο και το σαγηνευτικό τελικά είναι πιο δυσδιάκριτη από ότι μοιάζει στην αρχή. Στο φιλμ βρίσκομαι τον μεξικανό Ντιέγκο Λούνα, του «Θέλω και τη Μαμά σου» και τη Ρομόλα Γκαράι, που είχαμε ήδη θαυμάσει στο «Αιχμάλωτη Καρδιά». Και οι δυο τους δεν είχαν καμία προηγούμενη εμπειρία με τον χορό και πέρασαν δέκα εβδομάδες σκληρής εκπαίδευσης στο Πουέρτο Ρίκο (εκεί γυρίστηκε και το έργο), πριν η ταινία αρχίσει. Ο Πάτρικ Σουέιζι κάνει ένα μικρό πέρασμα, για να μας θυμίσει το πού βρισκόμαστε. Δεν πρόκεται για κάποιο ύψιστο κινηματογραφικό δημιούργημα ωστόσο αν έχετε όρεξη για λάτιν, αξίζει μια προσπάθεια!

4. Grease (1978)

Το musical Grease είναι η κινηματογραφική προσαρμογή του δοκιμασμένου στη σκηνή του Broadway, θεατρικού έργου των Jim Jacobs και Warren Casey, που πολύ γρήγορα γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Μεταξύ του 1972 που ανέβηκε το έργο σε θεατρική σκηνή για πρώτη φορά και του 1977 που οι έμπειροι Robert Stigwood και Allan Carr ανέλαβαν την παράγωγη της ταινίας για λογαριασμό της Paramount Pictures , το Grease είχε πραγματοποιήσει 2200 παραστάσεις στο Broadway ξεπερνώντας ακόμη και το θρυλικό Oklahoma! Το φιλμ είναι ποτισμένο από νοσταλγία για την δεκαετία του 50, την δεκαετία δηλαδή που προηγήθηκε της επανάστασης του 60, και που ακόμη αποπνέει μια αθωότητα . Η υπόθεση, λίγο πολύ γνωστή σε όλους μας, ξεδιπλώνεται γύρω από το νεανικό φλερτ με το αγόρι της υπόθεσης να προσπαθεί να συμβαδίσει την φήμη του σκληρού τύπου του σχολείου και με την τρυφερότητα που νιώθει για το κορίτσι. Γύρω από αυτούς ξεδιπλώνεται η κοινωνίας της δεκαετίας του 50. Το χαρούμενο τέλος αναμενόμενο μεν, διασκεδαστικό και με μια μικρή για τα δεδομένα της εποχής ανατροπή. Κατά μια έννοια η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί η αισιόδοξη – και μουσικοχορευτική- εκδοχή του Rebel without a Cause. Τα στοιχεία είναι κοινά, απαρτίζουν όμως ένα τελείως διαφορετικό σύνολο. Οι κόντρες με τα αυτοκίνητα, η έλλειψη επικοινωνίας με την προηγούμενη γενιά, οι υπαινιγμοί για την καταδυνάστευση των εφήβων από ομάδες – συμμορίες που δρούσαν μέσα στα σχολεία, η καταπιεσμένη, κάτω από τα συντηρητικά φορέματα με τα φουρό ,σεξουαλικότητα των κοριτσιών. Όλα αυτά υπάρχουν στο Grease. Είναι όμως ιδωμένα υπό το πρίσμα της αναβλύζουσας αισιοδοξίας των εφήβων και όχι της κριτικής διάθεσης και της ανησυχίας των γονέων. H αντοχή του στον χρόνο και η απήχηση του στο νεανικό κοινό και της σημερινής εποχής αποδεικνύει ότι το έργο δικαίως διεκδικεί μια θέση στην ατελείωτη λίστα των κλασικών έργων (αριστουργημάτων και μη) που ακόμη και σήμερα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης. Όλη η ταινία ξεχειλίζει από νιάτα, φρεσκάδα, αισιοδοξία, ανεμελιά πραγματική χαρά, και αυτό είναι ίσως που την κάνει ελκυστική και εύκολη στην επαναλαμβανόμενη θέαση.

5. Πυρετός το Σαββατόβραδο (1977)

Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό όταν ταινίες με πολύ μικρός κόστος παραγωγής καταφέρνουν, όχι απλά να κάνουν μια τεράστια εισπρακτική επιτυχία αλλά, καταφέρνουν να γίνουν γνωστές σε ολόκληρο τον κόσμο και η φήμη τους να τις ακολουθεί ακόμα και με το πέρασμα των δεκαετιών σαν να ήταν σύγχρονες. Μια τέτοια ταινία είναι και το “Saturday Night Fever”, η ταινία εκείνη μέσω της οποίας αναδείχτηκε στο τέλος των 70’s ο Travolta, η μουσική και ο χορός της ντίσκο αλλά και η κουλτούρα και η αντίληψη η οποία συνόδευε τους υποστηρικτές της καθώς και τους πολέμιούς της. Μπορεί η ταινία να μην είναι το “Επαναστάτης Χωρίς Αιτία” όμως, και αν το συγκρίνουμε ας πούμε με το “Grease”, σαφέστατα έχει πιο επαναστατικό και προκλητικό ύφος. Ήταν λοιπόν ο παραγωγός Robert Stigwood που αποφάσισε πρώτος να πάρει το ρίσκο. Ποιο ρίσκο ακριβώς; Το να δημιουργήσει για την μεγάλη οθόνη μια ταινία η οποία θα αναδείκνυε ένα περιθωριακό είδος μουσικής, χορού, διασκέδασης κι έκφρασης, το οποίο κυρίως και μέχρι τα μέσα του ’70 ακολουθούσαν οι αφροαμερικανοί και οι ομοφυλόφιλοι, οι οποίοι και ήταν εκείνοι που σύχναζαν στις ντισκοτέκ, εμπνευσμένο από το φανταστικό, όπως παραδέχτηκε αργότερα, άρθρο του Nik Cohn. Αυτό και μόνο το στοιχείο είναι αρκετό για να καταλάβουμε πως τις αντιμετώπιζε ο υπόλοιπος κόσμος ως στέκια και πόσο αποτρόπαιο μπορεί να φαινόταν στα μάτια των άλλων αν κάποιος αποφάσιζε να ακολουθήσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το ρεύμα εκείνο. Όμως ο Stigwood δεν φοβήθηκε μπροστά στις πιθανές αντιδράσεις θέλοντας με τον δικό του τρόπο να αποτυπώσει στο κινηματογραφικό πανί τον τρόπο ψυχαγωγίας της νεολαίας της εποχής, η οποία περνούσε σε ένα νέο στάδιο. Αν κάτι ωστόσο κάνει την ταινία να ξεχωρίζει από άλλες αυτής της κατηγορίας είναι η τολμηρή ματιά της. Απεικονίζει την νεολαία η οποία φυτοζωεί τις καθημερινές, παλεύει καθημερινά περιμένοντας με αγωνία ένα και μοναδικό Σαββατόβραδο, εκείνο που θα τους επιτρέψει να ξεχαστούν, να ξεδόσουν αλλά και να δράσουν με τον τρόπο εκείνο που εκείνοι επιθυμούν και όχι με εκείνον που επιβάλλει το κοινωνικό σύστημα. Η αντίθεση των λαμπερών κοστουμιών και των προβολέων στο προκλητικό και απειλητικό κάποιες φορές σκοτάδι είναι ολοφάνερη, θυμίζοντάς μας ότι ακόμα και το πιο φωτεινό σημείο μπορεί να κρύβει παγίδες. Η απελευθέρωση των ηθών δεν θα μπορούσαν φυσικά να απουσιάζουν σε μια εποχή της οποίας το ρεύμα σου δημιουργούσε την προδιάθεση της επαφής με κάθε μέσον. Αναμφίβολα η μουσική των Bee Gees χαρακτήρισε την ταινία, όσο χαρακτήρισε το άσπρο κοστούμι και το περίεργο, σήμερα πάντα, μαλλί τον Travolta. Όλοι μας έχουμε λικνιστεί στις άκρως χορευτικές μελωδίες τους, πολύ περισσότερο εκείνοι που είχαν την χαρά να προλάβουν ζωντανές ακόμα τις ντισκοτέκ, έστω και αν η εποχή πλησίαζε την κόντρα με τα ροκάδικα. Το γεγονός ότι ο εν λόγω δίσκος ανέβηκε στο νούμερο ένα των charts και δεν έλεγε να πέσει και είναι μέχρι και σήμερα το πιο εμπορικό soundtrack όλων των εποχών, αποδεικνύει την διαχρονικότητά του αλλά και την αντοχή του, έστω και αν η ντίσκο δεν είναι της εποχής ωστόσο, δεν παύει ποτέ να είναι μόδα με τον τρόπο της. Ο John Travolta αναδείχτηκε μέσα σε μια νύχτα σε κορυφαίο star χάρη στην ταινία αυτή, σε συνδυασμό πάντα με το πακέτο που είχε να προσφέρει. Νέος, γοητευτικός, πιστό μοντελάκι για τα γούστα της εποχής και με ένα μεγάλο προσόν. Εξαιρετικές χορευτικές ικανότητες, ένα στοιχείο που τελικά δεν αποδείχτηκε απαραίτητο για τον Tony Manero, τον ήρωα τον οποίο και υποδύθηκε αλλά και για τον ίδιο καθώς, ήταν ένα από τα προσόντα του εκείνα που αξιοποιήθηκε ιδιαίτερα στο μέλλον και που ήθελε δεν ήθελε τον χαρακτήρισε. Η απογοήτευση της καθημερινότητας συναντάει την έξαψη των Σαββατόβραδων, έτοιμη να αφήσει τα πάντα πίσω της και να κουνηθεί στους ρυθμούς της ντίσκο μουσικής. Το σενάριο απλοϊκό αλλά ειλικρινές με μια ντομπροσύνη στον λόγο της που δεν περνάει απαρατήρητη. Η φωτογραφία της ζωντανή, γεμάτη αντιθέσεις και χρώματα, λάμψη και σκοτάδι, να ντύνουν την ιστορία μιας εποχής όπου η αναζήτηση και η ελπίδα να γίνουν πράξη τα θέλω και τα όνειρα ήταν πιο ισχυρά από κάθε τι άλλο. Μπορεί το “Saturday Night Fever” να μην είναι πλέον της εποχής όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ταυτόχρονα παλιομοδίτικο. Άλλωστε η καθημερινότητά μας, έστω και αν δεν είμαστε στα 70’s, μοιάζει τόσο πολύ με εκείνη που γιατί να μας δημιουργηθεί αυτή η εντύπωση;

6. Moulin Rouge (2001)

Η ιστορία του Moulin Rouge φέρνει τον νεαρό Christian στο Παρίσι αναζητώντας τη μποέμικη ζωή. Η τύχη θα τον φέρει μπροστά στον γνωστό ζωγράφο Toulouse Lautrec και την παρέα του, οι οποίοι ετοιμάζουν μια πρωτοποριακή παράσταση για το Moulin Rouge και αναζητούν συγγραφέα. Για όσους δεν γνωρίζουν, το Moulin Rouge είναι το διασημότερο cabaret του Παρισιού, φημισμένο για τις πανέμορφες χορεύτριές του. Η ομορφότερη από αυτές, σύμφωνα με την ταινία, είναι η Satin. Από μια παρεξήγηση, η Satin θα νομίσει τον Christian για τον πλούσιο Δούκα που της έχει υποσχεθεί χρηματοδότηση και θα πρέπει να καλοπιάσει. Αυτά που θα ακολουθήσουν ακροβατούν στα όρια της κωμωδίας και του δράματος. Αν ακούσατε ότι η ταινία είναι μιούζικαλ, μην φοβηθείτε. Οι πρωταγωνιστές τραγουδούν στα πλαίσια αυτών που τους συμβαίνουν. Μην προβληματίζεστε όμως, τα τραγούδια είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Είναι βασισμένα σε γνωστές επιτυχίες, παραλλαγμένες λίγο ίσως για να ταιριάζουν στην υπόθεση της ταινίας. Και όταν ξεπεράσετε το αρχικό σοκ του ετεροχρονισμού, θα ανακαλύψετε ότι τα τραγούδια είναι από τα πιο ευχάριστα κομμάτια της ταινίας. Αυτό και οι σκηνές που οι δύο εραστές ξεγελούν το Δούκα, που έχει βάλει στο μάτι τη Satin, με απίθανες δικαιολογίες. Στον κωμικό άξονα της ταινίας, βοηθά και η παρουσία του John Leguizamo στο ρόλο του Toulouse Lautrec. “Όλα τα λεφτά” είναι όμως η σκηνοθεσία του Baz Luhrmann. Κοφτή, μοντέρνα και με χρήση πρωτότυπων οπτικών τεχνικών επιβεβαιώνει την πρωτοποριακή ματιά του σκηνοθέτη. Δεν είναι λίγες οι στιγμές που η οπτική θυμίζει χαρακτηριστικές καρτ ποστάλ της εποχής. Το Moulin Rouge ξαφνιάζει ευχάριστα και δείχνει ότι δημιουργείται μια πιο μοντέρνα αισθητική στα μιούζικαλ, διαφορετική από εκείνη των ταινιών των 60s.

Αυστηρώς ακατάλληλο για όσους περιμένουν μια ορθόδοξη ταινία εποχής γύρω από το διάσημο παρισινό καμπαρέ, αλλά απολύτως απαραίτητο σε εκείνους που αναζητούν το διαφορετικό, την μπριλάντε δημιουργία, αυτό που δουλεύεται χρόνια από ένα κοφτερό μυαλό και, όταν υλοποιείται, σε εκτοξεύει στα άστρα. Όπως συνέβη στο «Ρωμαίος+Ιουλιέτα», έτσι και εδώ ο Αυστραλός σκηνοθέτης δανείζεται απλώς την αύρα του Moulin Rouge, προκειμένου να στήσει μια εξτρέμ φαντασμαγορία, ένα ακραίας αισθητικής θέαμα που ξεχειλίζει από χρώματα, κίνηση και μουσική. Αναπόφευκτα, το στόρι είναι ο πιο αδύναμος κρίκος (εκείνος ερωτεύεται εκείνη, αλλά η μοίρα αποφασίζει αλλιώς) και διόλου τυχαία το εγχείρημα μπατάρει επικίνδυνα, όταν η μουσική χαμηλώνει. Ωστόσο, το θέαμα είναι μεγαλειώδες, η χρήση και η μείξη των τραγουδιών ευφυείς (ντίσκο της δεκαετίας του ΄80 σε συνδυασμό με πασίγνωστα μέρη από μιούζικαλ), ενώ κορυφαίου σχεδιασμού σκηνικά και κοστούμια (βραβείο Όσκαρ) και εμπνευσμένα χορευτικά νούμερα (φανταστήκατε ποτέ το «Roxanne» σε ρυθμό αργεντίνικου τανγκό;) συνθέτουν ένα συναρπαστικό σύνολο.

7. Chicago (2002)

Κεντρικά πρόσωπα στο μιούζικαλ είναι η Βέλμα Κέλι που υποδύεται η Κάθριν Ζέτα Τζόουνς και η Ρόξι Χαρτ, την οποία ενσαρκώνει η Ρενέ Ζελβέγκερ. Η μια είναι χορεύτρια και η άλλη νοικοκυρά. Γνωρίζονται στη φυλακή, μετά τη δολοφονία των συντρόφων τους. Οι δυο γυναίκες ανταγωνίζονται ποια θα αποκτήσει περισσότερη φήμη για να γλιτώσουν τον απαγχονισμό. Η υπόθεση βασίζεται στο έργο που είχε γράψει η δημοσιογράφος Μαουρίν Ντάλας Γουάτκινς το 1926. Η δημοσιογράφος έφτιαξε μια φανταστική ιστορία για μια εργασία που είχε για την δραματική σχολή του Πανεπιστημίου Γέιλ. Την εμπνεύστηκε από δυο πραγματικά γεγονότα, τις ιστορίες δυο γυναικών που είχαν σκοτώσει τους συντρόφους τους το 1924. Είχε καλύψει τις υποθέσεις τους ως ρεπόρτερ για την εφημερίδα «Σικάγο Τρίμπιουν». Η επίσημη αφίσα για την παράσταση Chicago στο Μπρόντογουεϊ το 1975. Πηγή φωτογραφίας: Wikipedia Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, πολλές γυναίκες δολοφόνοι δεν τιμωρούνταν όπως θα έπρεπε και αθωώνονταν από τους δικαστές. Οι περισσότερες εφημερίδες τις παρουσίαζαν ως «διασημότητες». Επικεντρώνονταν στην δυστυχία των γυναικών που τις οδήγησε στο έγκλημα, αλλά και στην ελκυστικότητα και την χάρη των γυναικών κατηγορουμένων. Ο χαρακτήρας της Ρόξι Χαρτ βασίζεται στην 24χρονη Μπέουλα Μέι Ανάν. Ενώ ήταν παντρεμένη με τον δεύτερο σύζυγό της Άλμπερτ Ανάν, γνώρισε στο καθαριστήριο τον Χάρι Κάλστεντ, με τον οποίο είχε εξωσυζυγική σχέση. Σύμφωνα με την αρχική της κατάθεση, βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα της με τον εραστή της και έπιναν κρασί, μέχρι που ξέσπασε ανάμεσά τους ένας έντονος καβγάς. Η κατάσταση ξέφυγε και κάποια στιγμή κοίταξαν το όπλο που βρισκόταν στο δωμάτιο. Έτρεξαν και οι δυο, αλλά η Ανάν ήταν πιο γρήγορη και πρόλαβε να τον πυροβολήσει. Για τις επόμενες τέσσερις ώρες, η Ανάν κοιτούσε το πτώμα, ενώ έπινε κοκτέιλ και άκουγε έναν δίσκο με τραγούδια φόξτροτ. Στη συνέχεια κάλεσε τον άνδρα της και του είπε ότι τον σκότωσε γιατί προσπάθησε να την βιάσει. Ο σύζυγός της την πίστεψε και την στήριξε όσο μπορούσε. Πλήρωσε τους καλύτερους δικηγόρους. Στο δικαστήριο η Ανάν άλλαξε την κατάθεσή της και είπε ότι τον σκότωσε, όταν του αποκάλυψε ότι ήταν έγκυος και εκείνος την πίεζε να το ρίξει. Το δικαστήριο την έκρινε αθώα. Δυο χρόνια αργότερα, χώρισε τον σύζυγό της γιατί όπως ισχυρίστηκε την είχε παραμελήσει. Ξαναπαντρεύτηκε με έναν μποξέρ και τρεις μήνες αργότερα χώρισε για μια ακόμη φορά. Πέθανε στα 28 της από φυματίωση. Ο χαρακτήρας της Βέλμα Κέλι βασίστηκε στην ιστορία της 38χρονης Μπέλβα Γκέρτνερ, μιας τραγουδίστριας σε καμπαρέ στο Ιλινόις. Το 1924 πυροβόλησε τον εραστή της Γουόλτερ Λο, ο οποίος ήταν παντρεμένος με ένα παιδί. Ο άνδρας βρέθηκε νεκρός στο αυτοκίνητο της Γκέρτνερ. Δίπλα του ήταν πεσμένα ένα μπουκάλι τζιν και ένα όπλο. Η αστυνομία εντόπισε την Γκέρτνερ στο διαμέρισμά της. Είχε πετάξει τα ματωμένα ρούχα της στο πάτωμα. Η Γκέρτνερ τους έλεγε ότι δεν θυμόταν τι είχε συμβεί και ήταν μεθυσμένη. Όταν την ρώτησαν γιατί είχε όπλο, τους είπε ότι φοβόταν μην την ληστέψουν. Στο δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι ο Λο πυροβολήθηκε μόνος του κατά λάθος. Η Γκέρτνερ αθωώθηκε. «Καμία γυναίκα δεν αγαπάει έναν άνδρα τόσο πολύ για να τον σκοτώσει. Δεν το αξίζουν, γιατί πάντα υπάρχουν και άλλοι. Ο Λο είναι ένα παιδάκι 26 ετών. Εγώ είμαι 38. Γιατί να ανησυχώ αν με αγαπάει ή αν θα με αφήσει. Η παρουσία του τζιν και του όπλου μπορούν να σε οδηγήσουν σε άσχημες καταστάσεις.» είχε πει στη δημοσιογράφο Μαουρίν Ντάλας Γουάτκινς. Κεντρικά πρόσωπα στο μιούζικαλ είναι η Βέλμα Κέλι που υποδύεται η Κάθριν Ζέτα Τζόουνς και η Ρόξι Χαρτ, την οποία ενσαρκώνει η Ρενέ Ζελβέγκερ. Πηγή φωτογραφίας: Youtube Οι υποθέσεις έγιναν τόσο διάσημες που η δημοσιογράφος αποφάσισε να τις μετατρέψει σε σενάριο. Ανέβηκε αρχικά σε ένα μικρό θέατρο στο Μπρόντγουεϊ, που ονομαζόταν Σαμ Χάρις, αλλά όχι για πολύ. Στη δεκαετία του 60, η ηθοποιός Γκουέν Βέρντον διάβασε το έργο και είπε στον σύζυγό της Μπόμπ Φος που ήταν χορογράφος και σκηνοθέτης, να το μετατρέψουν σε μιούζικαλ. Η δημοσιογράφος αρνούνταν να τους δώσει τα δικαιώματα, μέχρι που το 1969 πέθανε και η πολιτεία τους το παραχώρησε. Η παράσταση παρουσιάστηκε στην σκηνή του θεάτρου Μπρόντγουεϊ στη Νέα Υόρκη το 1975. Το κοινό αν και θεώρησε κυνική την προσέγγιση της ταινίας, την αποθέωσε. Ανέβηκε συνολικά 936 φορές. Μέχρι που το 2002 έγινε και ταινία. Η τεράστια επιτυχία της ταινίας «Καμία γυναίκα δεν αγαπάει έναν άνδρα τόσο πολύ για να τον σκοτώσει. Δεν το αξίζουν, γιατί πάντα υπάρχουν και άλλοι.» είχε πει η πραγματική δολοφόνος Μπέλβα Γκέρτνερ Πηγή φωτογραφίας: Youtube Η ταινία του 2002 είχε περισσότερα από 300 εκατομμύρια δολάρια έσοδα. Μέχρι το 2008 που κυκλοφόρησε το Μάμμα Μια, ήταν το πρώτο μιούζικαλ που έσπασε τα ταμεία. Συγκέντρωσε τουλάχιστον 14 φορές περισσότερα χρήματα, απ’ όσα είχαν επενδυθεί για να γυριστεί. Οι κριτικοί την λάτρεψαν. Απέσπασε συνολικά 25 βραβεία, μεταξύ των οποίων ήταν βραβεία για την καλύτερη ηθοποιό, τον καλύτερο ηθοποιό, τον καλύτερο σχεδιασμό κοστουμιών, την καλύτερη εικόνα και την καλύτερη επεξεργασία.Ήταν επίσης, υποψήφια και για άλλα βραβεία όπως ο καλύτερος σεναριογράφος, ο καλύτερος σκηνοθέτης και η καλύτερη προσαρμογή σεναρίου. Ήταν το πρώτο μιούζικαλ που κέρδισε το βραβείο της Ακαδημίας Κινηματογράφου για την καλύτερη φωτογραφία μετά το μιούζικαλ «Oliver» του 1968…. Κοινώς αξίζει να το δείτε!

8. Yuli- O Χορός της Ζωής μου (2018)

Η ζωή του Κάρλος Ακόστα είναι φτιαγμένη, έτσι κι αλλιώς, από το υλικό των ταινιών: ένα rags to riches story που στριφογυρίζει με τη φινέτσα και τη δύναμη μιας κοινωνικής πιρουέτας, μιας θαρραλέας αραμπέσκ στο πρόσωπο της νόρμας. Μια ταινία για τη ζωή του, αναπόφευκτα, έχει λιγότερη δύναμη από την πραγματικότητα, κερδίζοντας σε ένταση και περιεχόμενο όταν αφήνει κατά μέρος τη δραματοποίηση κι αφήνει το χορό ν’ αφηγηθεί.

Ο Ακόστα μεγάλωσε μέσα στη φτώχια, ενδέκατο παιδί μιας διαφυλετικής οικογένειας στα χαμόσπιτα των προαστίων της Αβάνας, στην Κούβα. Πέρασε τα μικρά χρόνια του στο δρόμο, παίζοντας ποδόσφαιρο με τα παιδιά της γειτονιάς, ή προβάροντας το moon walk του Μάικλ Τζάκσον. Ο αυστηρός πατέρας του, για να του δώσει μια κατεύθυνση για την ανεξάντλητη ενεργητικότητά του, αλλά και να του εξασφαλίσει ένα πιάτο φαΐ, τον έσπρωξε στα άξια χέρια (και πόδια) της Εθνικής Σχολής Χορού της Κούβας – ο μικρός Κάρλος, που η οικογένειά του φώναζε «Γιούλι», έγινε αμέσως δεκτός ως οικότροφος κι αυτή, η πρώτη επιτυχία του, άρχισε να λειτουργεί ως ζωοδότρια φυλακή. Από εκεί, ο Ακόστα διένυσε μια θαυμαστή πορεία θριάμβων, χορεύοντας στους σημαντικότερους σταθμούς της Αμερικής και πηγαίνοντας στο Λονδίνο, όπου υπήρξε για 15 χρόνια ο πρώτος χορευτής του Βασιλικού Μπαλέτου, φέρνοντας τομή στην ελιτιστική πλευρά του χορού: ο πρώτος μαύρος χορευτής που ερμήνευσε ποτέ τον Ρωμαίο (στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»), άνοιξε την πόρτα – και πολέμησε ακτιβιστικά γι’ αυτό – σε μια πιο ποικίλα, διαπολιτισμική, χωρίς στεγανά σύνθεση των σύγχρονων ομάδων χορού. Ο Ακόστα έκανε ο ίδιος μια χορογραφία εμπνευσμένη από τη ζωή του: αυτή είναι κι η αφετηρία της ταινίας, η οποία γυρνά σε flash backs πίσω στο ’80 για να περιγράψει την πορεία του Κάρλος μέσα στις δεκαετίες. Τον χορευτή ερμηνεύουν δυο μη-επαγγελματίες ηθοποιοί, ο ακαταμάχητος μικρός Εντιλσον Μανουέλ Ολμπέρα Νούνιεζ που μοιάζει τόσο εκρηκτικός όσο το πρότυπο που ενσαρκώνει και, σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία, ο Κέβιν Μαρτίνεζ, χορευτής από την ομάδα του Ακόστα – ώσπου ο ίδιος ο Κάρλος ν’ αναλάβει να ερμηνεύσει στην οθόνη τον σύγχρονο εαυτό του. Ως φόρο τιμής στον κουβανέζικο χορό, τον πατέρα του Κάρλος στην ταινία, ενσαρκώνει ο Σαντιάγο Αλφόνσο, διάσημος χορευτής και χορογράφος της χώρας. Επιλογές, όλες, που μοιάζουν τρυφερές, αλλά δίνουν στην πραγματική ιστορία μια αίσθηση αναληθοφάνειας, μια υποκριτική αμηχανία. Το ίδιο κι η πληθωρική, ρομαντική μουσική του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας, η φωτογραφία του Αλεξ Καταλάν που αποτυπώνει την Αβάνα σαν μια καρτ ποστάλ που θα βρεις σελιδοδείκτη σ’ ένα ξεχασμένο βιβλίο. Όλα συμβάλουν σε μια αισθητική ομορφιά αλλά σε μια ταινία γλυκερή και αβαθή. Η απλοϊκότητα του σεναρίου και το προφανές της σκηνοθεσίας της, προκύπτει φυσικά από το δημιουργικό δίδυμο του διακεκριμένου σεναριογράφου Πολ Λάβερτι (του οποίου τη δουλειά εδώ, ο Κεν Λόουτς σίγουρα θα είχε ελαφρώς επιπλήξει) και της Ισπανίδας συζύγου του, Ισίαρ Μπογιαΐν που πριν τρία χρόνια μας έδωσε την εξίσου πολιτικά μονοδιάστατη «Ελιά». Κι αν σκηνοθέτης και σεναριογράφος βρίσκουν απλώς τον τρόπο ν’ αποδώσουν σχηματικά μια εμβληματική ιστορία, έρχονται, τουλάχιστον, στην ταινία τα μέρη του χορού, όπου ο Κάρλος Ακόστα με το κορμί του και την πηγαία ορμή του, λέει τόσα περισσότερα και πιο θαυματουργά, χωρίς λέξεις και χωρίς διδάγματα.

9. Shall We Dance? (1996)

Ένα ακόμα έπος του Ιαπωνικού κινηματογράφου αποτελεί αυτή η ταινία που μας κινεί στους ρυθμούς του Τόκιο προτού πριν μας μεταφέρει στο Σικάγο. Αφεθείτε στο ρυθμό και ανακαλύψτε ότι η έμπνευση και η χαρά της ζωής μπορεί να κρύβονται εκεί που δεν έχετε ποτέ φανταστεί!
Ταινία, που ενθουσίασε κοινό και κριτική, ο πρωταγωνιστής φοράει με άνεση και χάρη το κοστούμι του επιτυχημένου businessman , που μεταμορφώνεται σε «Φρεντ Ασταίρ», έχοντας στο πλάι του την σαγηνευτική δασκάλα του. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο χαρίζει στιγμές μαγείας στην πίστα. Χρησιμοποιώντας το χορό σαν μία μεταφορά για τη χαρά της ζωής και το δικαίωμα στο όνειρο, το «Χορεύετε;» του 1996 καταφέρνει να είναι γλυκό και αστείο χωρίς να γίνεται γλυκερό, καθώς υποστηρίζεται στο σύνολό του από ένα πολύ δυνατό καστ ηθοποιών, τόσο στους πρωταγωνιστικούς, όσο και στους δεύτερους ρόλους. Όμως, ο αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής αυτής της ταινίας είναι ο χορός, ο χορός που δίνει φτερά στα πόδια, σε αυτήν την εξαιρετικά καλοφτιαγμένη ταινία, που θα σας αφήσει με το χαμόγελο στα χείλη και τη διάθεση να ζήσετε τα όνειρά σας.

10. And Then We Danced (2019)

Με φόντο μια σχολή παραδοσιακών γεωργιανών χορών και μια βαθιά συντηρητική κοινωνία, η ταινία του Λεβάν Ακίν ξετυλίγει μια τρυφερή ιστορία αυτοανακάλυψης και επιθυμίας. Είναι σαφές από την πρώτη στιγμή που βλέπεις τους σπουδαστές της κρατικής σχολής χορού να κάνουν πρόβες υπό την αυστηρή επιτήρηση ενός χορογράφου που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι στρατιωτικός, ή ιερέας, ότι δεν υπάρχει χώρος για ελαφρότητα, αυτοσχεδιασμό, λάθη και φυσικά την παραμικρή προσωπική πινελιά της ταυτότητας του χορευτή, στις κινήσεις και τα βήματα του χορού.Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Μεράμπ, ένας νεαρός σπουδαστής από μια οικογένεια με ιστορία στο χορό, αφού η γιαγιά, η μητέρα του κι ο πατέρας του ήταν διακεκριμένοι χορευτές του εθνικού χορευτικού συνόλου, είναι λογικό να νιώθει περιορισμένος, μια αίσθηση που θα γίνει ασφυκτική όταν στην σχολή θα εμφανιστεί ένας καινούριος χορευτής, ο Ιρακλί, για τον οποίο ο Μεράμπ θα νιώσει μια απροσδιόριστη έλξη. Η ιστορία θα στροβιλιστεί γύρω από αυτήν την φρεσκάδα του νεανικού έρωτα, της απαγκίστρωσης από τα στεγανά, της επαναστατικότητας και αν και με αργούς ρυθμούς θα μας πείσει να αγαπήσουμε αυτό το χορευτικό δίδυμο και την σύγχρονη ματιά του Λεβάν Ακίν στο πλαίσιο της συντηρητικής, άγνωστης σε εμάς, γεωργιανής κοινωνίας.

Bonus: LA la land

Ο Σεμπάστιαν είναι ένας 35χρονος πιανίστας στο σύγχρονο Λος Αντζελες. Τίποτα όμως δεν είναι σύγχρονο στο μυαλό και την καρδιά του: η ζωή του κυλά σε άμετρο τέμπο – όπως η free jazz που λατρεύει. Φοράει 50ς κουστούμια, οδηγεί vintage αυτοκίνητο και κουβαλά τον εαυτό του μοναχικά, μελαγχολικά και πεισμωμένα. Δε θα συμβιβαστεί με τα jingle tunes των piano bars που μπορούν να πληρώσουν το νοίκι του. Θα παραμείνει εμμονικά πιουρίστας στην τέχνη του, φτωχός και ρομαντικός («γιατί λέμε αυτή τη λέξη σαν να είναι βρισιά πλέον;»). Αποκλεισμένος στο άδειο του διαμέρισμα, παρέα με στιβαγμένα βινύλια, αφίσες ιστορικών jazz joints, συλλεκτικά μεμοραμπίλια (όπως το σκαμπό του πιανίστα Χόγκι Καρμάικλ) και τα όνειρά του να ανοίξει το δικό του μαγαζί, όπου οι τζαζίστες θα μπορούν να τζαμάρουν «ό,τι θέλουν, όπως το θέλουν κι όποτε θέλουν». Η Μία είναι ένα ακόμα κορίτσι που παράτησε σπουδές και πατρικό στην ενδοχώρα για να ακολουθήσει υπνωτισμένη τους προβολείς του Hollywood sign. Και κατέληξε μία ακόμα νεαρή σερβιτόρα που ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός. Το πρωί ετοιμάζει καφέδες και τα απογεύματα τρέχει ξεψυχισμένη σε ακροάσεις μπροστά από βαριεστημένους casting directors σε ψυχρά δωμάτια που σου παγώνουν το αίμα και βάζουν στον πάγο στα όνειρά σου. «Δωμάτια με εκατοντάδες κορίτσια ακριβώς σαν και μένα. Αλλά… πιο όμορφα, πιο ψηλά, πιο ταλαντούχα».

Οι δυο τους θα συναντηθούν εκεί, στις ανηφόρες των χολιγουντιανών λόφων, όσο αγκομαχούν να αποδείξουν ότι θα τα καταφέρουν – έστω και ασθμένοντας. Κι αυτό το ανεξήγητα μαγικό έχει ο έρωτας: σκεπάζει με ένα πέπλο αστρόσκονης την πραγματικότητα, θαμπώνει το βλέμμα με παστέλ φίλτρα, κάνει το βήμα σου χορευτικό, στο ρυθμό μίας ασίγαστης ευτυχίας, καθώς όλα τα αδύνατα φαντάζουν πια δυνατά. Και η πόλη του Λος Αντζελες (L.A. Land) μετατρέπεται σε ουτοπικό σκηνικό ενός la la land μιούζικαλ. Ναι, είσαι ευτυχισμένος. Είσαι ζωντανός. Ή, ακόμα καλύτερα, είσαι, επιτέλους, πρωταγωνιστής της ταινίας της ζωής σου.

Δύο χρόνια μετά το «Χωρίς Μέτρο» («Whiplash»), ο 31χρονος Ντάμιεν Σαζέλ επιστρέφει με ένα παράτολμο κινηματογραφικό στοίχημα. Μέσα στον κυνισμό των ημερών (εντός κι εκτός οθόνης) εκείνος καταθέτει ένα αμετανόητα ρομαντικό μιούζικαλ – τόσο αυθεντικό (δεν είναι βασισμένο σε κάποιο δοκιμασμένο θεατρικό, αντιθέτως, ο ίδιος υπογράφει το σενάριο), όσο και πειθαρχημένο στις νοσταλγικές, ρετρό νόρμες του Βινσέντε Μινέλι και του Ζακ Ντεμί. Αυτές που θέλουν τα ζευγάρια να φωτίζονται από το μούχρωμα του σινεμασκόπ ουρανού ή τις κίτρινες λάμπες των δρόμων, να τραγουδούν με ατόφια μεταδοτική χαρά και να χορογραφούν τις κλακέτες τους σε πλήρη αρμονία με το χτύπο της καρδιάς μας που παρακολουθεί μαγεμένη. Ναι, αυτός είναι ο απώτερος σκοπός του Σαζέλ: θέλει να μας κάνει κομμάτι της ξεχασμένης κινηματογραφικής εμπειρίας. Αυτής που βουρκώνει το βλέμμα και κόβει την ανάσα. Να δημιουργήσει το ασφαλές περιβάλλον και την υπόσχεση ότι για 128 λεπτά θα ξεχάσουμε ό,τι μας περιμένει έξω από την σκοτεινή αίθουσα και θα θυμηθούμε γιατί είμαστε ερωτευμένοι με αυτόν(ην) που κάθεται δίπλα μας, με τον ίδιο τον έρωτα, τα όνειρα και, φυσικά, με το σινεμά. Ο έρωτας του θεατή με το «La La Land» είναι κεραυνοβόλος, συμβαίνει κυριολεκτικά με την πρώτη ματιά: από την πρώτη σεκάνς (ένα κλείσιμο ματιού που ξεκινά από τα «Κορίτσια του Ροσφόρ» και τερματίζει απενοχοποιημένα στο «Grease»), όπου ένα κυκλοφοριακό πρωινό μποτιλιάρισμα στις λεωφόρους του Λος Αντζελες μετατρέπεται σε μουσικοχορευτικό νούμερο μαγικού ρεαλισμού – με την κάμερα του Σαζέλ να μπαινοβγαίνει αβίαστα και κεφάτα μέσα κι έξω από αυτοκίνητα κι ανάμεσα στους οδηγούς σε ένα καλοδουλεμένο, ευφάνταστο… μονοπλάνο. Αν λοιπόν δεν την έχετε δει, σταματήστε ό,τι κάνετε και βάλτε την να παίζει- όχι μόνο για το χορό.

Πηγές:

https://flix.gr/news/cannes-2019-and-then-we-danced-review.html

https://flix.gr/cinema/yuli-review.html

http://cine.gr/film.asp?id=702730&page=4

http://www.culture21century.gr/2010/10/saturday-night-fever.html

https://www.mixanitouxronou.gr/quot-chicago-quot-to-mioyzikal-poy-vasistike-se-alithina-egklimata-poy-gynaikes-skotosan-ton-andra-toys-kai-kataferan-na-athoothoyn-diavaste-tis-alithines-istories-egklimatos/

https://www.in.gr/2002/06/01/entertainment/moulin-rouge-kritiki/

http://www.cinemanews.gr/v5/movies.php?n=223

https://ishow.gr/productionSynopsis.asp?guid=FB798497-8696-4FD2-B261-149FA5AFA765

http://cine-lesxi.blogspot.com/2017/11/billy-elliot-billy-elliot-2000-stephen.html

https://flix.gr/cinema/la-la-land-review.html

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *