Ο Μένης Κουμανταρέας, ένας από τους σημαντικότερους έλληνες συγγραφείς.
Ατμοσφαιρικός, ευγενής και ντελικάτος σας πρίγκιπας, στυλίστας μιας ιδιαίτερης εσωτερικής χαμηλότονης γραφής, για πολλούς, ένας σπάνιος αθηναιογράφος της εποχής. Με μιαν Αθήνα που σχεδόν πρωταγωνιστεί σε όλο το έργο του, φωτεινή και σκοτεινή, μαγεμένη και μαγευτική, γονατισμένη ενίοτε αλλά πάντοτε γοητευτική. Περιδιαβαίνοντας άλλοτε τα κουρεία της (Το κουρείο) και την Βικτώρια των παιδικών του χρόνων (Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω) και κάποιες άλλες φορές γήπεδα (Η φανέλα με το εννιά), τρένα (Κυρία Κούλα)”, μπαινοβγαίνοντας μέσα στα λογοτεχνικά είδη (Νώε, Θυμάμαι την Μαρία), στον Χρόνο (Δυο φορές Έλληνας), στη Μουσική (Η συμμορία της άρπας), στην ίδια του τη ζωή (Η γυναίκα που πετάει, Ο θησαυρός του Χρόνου).
Το Αρμένισμά του, μια ευθεία κριτική στον μικροαστισμό, τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και εξαιτίας του ο τότε 36χρονος συγγραφέας οδηγήθηκε στο δικαστήριο, όπου τελικώς αθωώθηκε, με την κατηγορία ότι το περιεχόμενο της συλλογής ήταν άσεμνο. Τα επίμαχα διηγήματα που προκάλεσαν την αυτεπάγγελτη δίωξη του εισαγγελέα ήταν τα Μέρα του 1638 και Οι γάμοι του Σπόρου και της Ποππαίας. Κρίθηκαν ως άσεμνα διότι περιειχαν σκηνές σε οικο ανοχής, άντρες ντυμένους γυναίκες και αθυρόστομες εκφράσεις. Το Πλημμελειοδικείο Αθηνών του επέβαλε τέσσερις μήνες φυλακή με τριετή αναστολή για παράβαση του νόμου περί ασέμνων δημοσιευμάτων και άσκησε έφεση.Μάρτυρες κατηγορίες ήταν οι Παν.Νέζης συνταξιούχος εκπαιδευτικός, ο Πανεπιστημιακός Κωνσταντίνος Μερεντίτης, ο συνταξιούχος δημοδιδάσκαλος Αναστάσιος Αντωνόπουλος και ο Αντώνιος Κουερίνης αστυνομικός. Υπερασπιστές του ήταν οι Κωνσταντίνος Τσάτσος, Αλέξης Μινωτής, Δημήτρης Μυράτ, Κωστής Μπαστιάς,Αιμίλιος Χουρμούζιος, Βάσος Βαρίκας. Συνήγορος υπεράσπισής του ήταν ο πανεπιστημιακός Γεώργιος Κουμάντος.
«Μολονότι βραβευμένο το δεύτερο βιβλίο μου, δικάστηκε επί χούντας τέσσερις φορές», μας είχε εξομολογηθεί για την οξύμωρη αντίδραση των συνταγματαρχών, απέναντι στο φαινόμενο Μένης Κουμανταρέας. Εδώ να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε ότι με τον νόμο περί ασέμνων είχαν μηνυθεί το «Εγώ ειμί κύριος ο θεός σου» του Νίκου Κάσδαγλη (1928 – 2009), καθώς και το «Σώμα» και τα «Καλιαρντά» του Ηλία Πετρόπουλου (1928 – 2003). Το «Αρμένισμα», το οποίο είχε εκδοθεί από τον «Κέδρο» της Νανάς Καλλιανέση, κατόπιν σύστασης του Στρατή Τσίρκα, επανακυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.
Στο ομότιτλο διήγημα, ο αναγνώστης μεταφέρεται στις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής: ένα ελληνικό καράβι κουβαλά ένα φορτίο άρρωστων προσφύγων Αρμένηδων, με προορισμό τον Πειραιά. Η «Μέρα του 1638», ένα Ελληνάκι κι ένα Τουρκάκι συναντώνται στην Κωνσταντινούπολη του 1638, υπό τον σουλτάνο Μουράτ Δ’.
«Και μόνο από αντίδραση απέναντι στην οικογένειά μου δεν υπήρξα ποτέ δεξιός. Πολιτική συνείδηση απέκτησα γύρω στα σαράντα, την περίοδο της δικτατορίας. Τότε ήταν η πρώτη φορά που ανακατεύτηκα με τα κοινά συμμετέχοντας στα «Δεκαοχτώ κείμενα», ενώ η δίκη μου για το «Αρμένισμα» έλαβε αντιστασιακές διαστάσεις. Στο τέλος της χούντας έμαθα πως μου είχαν στερήσει και το διαβατήριο…», είχε περιγράψει την πολιτική του συνειδητοποίηση ο Μένης Κουμανταρέας.
Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του συγγραφέα, η οποία έχει τη μορφή επιστολής αναγνώστη, στον τόμο «Το χρονικό του “Κέδρου”. 1954 – 2004», που επιμελήθηκε η Νινέττα Μακρυνικόλα. Στο παλαιό βιβλιοπωλείο του «Κέδρου», στον αριθμό 44 της οδού Πανεπιστημίου -με τον Κώστα Βάρναλη καθισμένο σ’ ένα σκαμνί κοντά στη βιτρίνα-, θυμόταν ότι έμπαινε στις μύτες των ποδιών, «μην τυχόν και ταράξω την κατανυκτική ατμόσφαιρα του βιβλιοπωλείου ή μήπως στιγματιστώ κι εγώ από την Ασφάλεια ότι συμμετέχω σε “παράνομες τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον του καθεστώτος”».
Μετά τη χιονοστιβάδα -όπως τη χαρακτηρίζει- των «Δεκαοχτώ Κειμένων», των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Συνέχεια», «έκανε το καζάνι που έβραζε να ξεχειλίσει. Ανακρίσεις, συλλήψεις -ανάμεσα στις οποίες και της εκδότριας-, αλλά τα αντίτυπα έφευγαν σαν το ψωμί. Ημασταν όλοι ξεσηκωμένοι, κι εγώ, μαζί με κάποιο φόβο, αισθανόμουν υπερήφανος, που έστω και ως πελάτης ένιωθα μέλος του πληρώματός σας. Οδυνηρές, μα αξέχαστες μέρες».
Το «Αρμένισμα» προέρχεται από τις εποχές που ακόμη οι συγγραφείς έγραφαν ιστορία!
Πηγές: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=185313
Φίλιππος Φιλίππου, «Η αθώωση του Μένη Κουμανταρέα από το Εφετείο Αθηνών για το Αρμένισμα», Νέα Εστία, τομ.177, τχ.1867 (Δεκέμβριος 2015), σελ. 1095-1097