Η Λολίτα του Ναμπόκοφ στην μεγάλη οθόνη

Λολίτα, φως της ζωής μου, φωτιά των λαγόνων μου. Άμαρτημά μου εσύ, ψυχή μου. Λο – λί – τα: η ακρούλα της γλώσσας να έρπει τρεις φορές, τρία βήματα στον ουρανίσκο πριν ραπίσει, τρις, τους κοπτήρες. Λο. Λί. Τα. Λο, σκέτη Λο, τα πρωινά, ένα σαράντα εφτά και με χαμένη τη μια κάλτσα. Λόλα με το παντελονάκι. Ντόλυ στο σχολείο. Ντολόρες στο χαρτί, στη διακεκομμένη γραμμούλα. Μα στην αγκαλιά μου πάντοτε Λολίτα. Είχε άραγε προάγγελο; Και βέβαια, και βέβαια είχε. Μπορεί δε κάλλιστα να πεις πως ίσως να μην είχε υπάρξει αυτή η Λολίτα αν πρώτα εγώ δεν είχα αγαπήσει, ένα καλοκαίρι, μια κάποιαν αρχική παιδίσκη. Σ’ ένα βασίλειο στην ακτή. Μα πότε, πότε; Σε χρόνια τόσα προτού η Λολίτα γεννηθεί όσο ήμουν ο ίδιος το καλοκαίρι εκείνο. Μπορείς να ελπίζεις πάντα από χέρι δολοφόνου μιαν εκζήτηση στο ύφος της αφήγησης. Αξιότιμοι κύριοι ένορκοι, τεκμήριο πρώτο, αυτό που τα σφαλερά, ουράνια σεραφείμ, τα απλοϊκά, τα ευγενή κι ολόφτερα σεραφείμ, φθονήσανε. Ενώπιόν σας ένα ακάνθινο κουβάρι.

Με αυτήν την εξομολόγηση ξεκινά η «Λολίτα» του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα, που λατρεύτηκε και μισήθηκε, απαγορεύτηκε και συκοφαντήθηκε, κι ωστόσο κατόρθωσε να κερδίσει τις καρδιές εκατομμυρίων αναγνωστών, αποτελώντας ακόμα και σήμερα μια απ’ τις πιο συγκλονιστικές ερωτικές ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ.

Βεβαίως πρόκειται για έναν έρωτα καταραμένο: ο μεσήλικος Χάμπερτ Χάμπερτ, ψευδώνυμος αφηγητής και πρωταγωνιστής του βιβλίου – «ποιητής και παιδόφιλος», όπως ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του – ερωτεύεται παράφορα την Ντολόρες – Λολίτα – Χέιζ, την ανήλικη μοναχοκόρη της σπιτονοικοκυράς του, κι αποδύεται σ’ έναν απελπισμένο αγώνα να την κατακτήσει, οδηγώντας και τους δυο τους στην καταστροφή. Το αδιανόητο πάθος του Χάμπερτ είναι βαθιά ριζωμένο στην ψυχή του, ως απόηχος ενός μηδέποτε εκπληρωθέντος έρωτα για την Άνναμπελ, τη δωδεκάχρονη παιδούλα που γνώρισε ως παιδί κι ο ίδιος σε παραθαλάσσιο θέρετρο της Μεσογείου. Η αδικοχαμένη Άνναμπελ έχει ως προπομπό την «Άνναμπελ Λη», το τελευταίο ποίημα του Έντγκαρ Άλαν Πόου, αφιερωμένο στην μνήμη της συζύγου κι εξαδέλφης του Βιρτζίνια, την οποία ο ποιητής είχε νυμφευθεί στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών ετών – μάλιστα ο πρώτος τίτλος της «Λολίτας» ήταν «Το βασίλειο στην ακτή» (The Kingdom by the Sea) στίχο-επωδό του ομώνυμου ποιήματος – και η απώλειά της έχει σφραγίσει τη φύση του αφηγητή απ’ τα μικράτα του, κάνοντάς τον ισόβιο κυνηγό κι εραστή κορασίδων που ο ίδιος ορίζει ως «νυμφίδια»: νεολογισμός του Ναμπόκοφ, που περιγράφει ένα κορίτσι στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικής ηλικίας και πρώτης εφηβείας, όταν στο πρόσωπο, το σώμα και τον ψυχισμό του περιέχονται σε ίσες δόσεις η σκανδαλιστική διάθεση της έφηβης κοπέλας και η αγγελική αθωότητα ενός παιδιού.

Όπως είναι εύλογο, η «Λολίτα» – που εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1955 και στην Αμερική τρία χρόνια αργότερα – πέρασε από τα σαράντα κύματα μέχρι να γίνει αποδεκτή από τον εκδοτικό κόσμο, ενώ πλήθος εξοργισμένων ηθικολόγων έσπευσαν (παρά την απέραντη τρυφερότητα της εξομολόγησης του Χάμπερτ, γραμμένης στο κελί της φυλακής) να τη χαρακτηρίσουν πορνογράφημα φθοροποιό κι επικίνδυνο για τα χρηστά ήθη, χωρίς ωστόσο να μπορέσουν να αναχαιτίσουν τη θριαμβική απήχηση της «Λολίτας», η οποία, όπως και η «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλωμπέρ έναν αιώνα πριν, έγινε ραγδαία το λεγόμενο «succès de scandale», ανάρπαστο μπεστ σέλερ που μερικά χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο (σε σενάριο του ιδίου του Ναμπόκοφ και με σκηνοθέτη τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ).

Ωστόσο, ο θεατής καλείται έτσι να παραβάλει την στιλπνή ταινία και τα πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα μ’ εκείνη την άλλη ταινία που ξετυλιγόταν μέσα στη σκέψη του και που θα τη νόμιζε κανείς γυρισμένη μ’ ένα φακό θαμπό, έτσι που οι φυσιογνωμίες να μην διαγράφονται καθαρά και να μένουν αδιάκοπα υποψήφιες για την οριστική σχεδίαση. Η απότομη μετάβαση απ’ αυτήν την αοριστία στην φωτογραφική σαφήνεια της οθόνης, είναι τις περισσότερες φορές μια δοκιμασία, κάτι σαν βίαιη αφύπνιση. Και πρέπει να περάσει κάμποση ώρα για να μας κερδίσει η ταινία με τις δικές της αρετές -αν έχει-και με τη δική της ατμόσφαιρα -οπότε καταφέρνει να την δημιουργήσει. Ίσως σε τελευταία ανάλυση οι ήρωες ενός βιβλίου να μην είναι πραγματικά ελεύθεροι να μετοικήσουν στην οθόνη, παρά μόνο αν ο συγγραφέας είναι ασήμαντος ή άγνωστος. Γιατί μόνο τότε δεν τους κρατά δέσμιους η φαντασία των θεατών.

Έτσι, η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά (την οποία ο ίδιος ο συγγραφέας έκρινε ως ατυχή), ευθύνεται για μιαν απ’ τις βασικές παρερμηνείες στις οποίες περιπίπτουν όσοι έχουν δει την ταινία χωρίς να έχουν διαβάσει το βιβλίο – καθώς, για ευνόητους λόγους, στο φιλμ του Κιούμπρικ τη Λολίτα ενσαρκώνει η Σου Λάιον, δεκαέξι ετών κατά το γύρισμα της ταινίας και με εμφάνιση που παραπέμπει σαφώς περισσότερο σε οριακά ενήλικη, χυμώδη έφηβη, παρά σε νυμφίδιο. Διότι, κι εδώ έγκειται το σοκ που εξακολουθεί να προκαλεί το μυθιστόρημα στους νέους αναγνώστες του, στο βιβλίο η Λολίτα είναι μόλις δώδεκα ετών παιδάκι, με όλη την αφέλεια, το πείσμα και τον αθέλητο οίστρο ενός κοριτσιού που ακόμα δεν έχει καν διαβεί το κατώφλι της εφηβείας. Στο ταξίδι τους στην αμερικανική ενδοχώρα, και προκειμένου να την αποπλανήσει, ο πατριός και διαφθορέας της θα αναγκαστεί να της κάνει όλα τα χατίρια που κάνεις σ’ ένα μικρό παιδί – αγοράζοντάς της γλειφιτζούρια και κόμιξ, φανταχτερά ρούχα και παγωτά σπέσιαλ, σαν να πασχίζει να χειριστεί μιαν ατίθαση, ζωντανή κούκλα. Η σκηνοθεσία του Κιούμπρικ είναι εξιχνιαστική όπου χρειάζεται, εύστοχη, ακριβής, χωρίς χάσματα και χωρίς φτήνειες. Μπορεί βέβαια να έχει κανείς αντίρρηση για την εκλογή μιας πρωταγωνίστριας που μοιάζει αρκετά μεγαλύτερη από την ηρωίδα του βιβλίου, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η νεοφερμένη Σιού Λάιαν κατορθώνει να υποδυθεί πολύ ικανοποιητικά έναν πολύπλοκο ρόλο που θα συνέτριβε ίσως μια νεοτέρη της. Ο Τζαίημς Μέισον έχει την εκφραστική κυριαρχία και τις πολυσήμαντες αποχρώσεις που απαιτούσε η ερμηνεία του απεγνωσμένου πάθους. Αυτό που δεν διακρίνει ούτε το δικό του παίξιμο, ούτε κι’ ολόκληρη την ταινία, είναι ο λυρισμός του συναισθήματος που τον κατέχει. Τελικά ο Κιούμπικ χρησιμοποίησε νομίζουμε σωστά την «ασυνήθιστη» ψυχολογία του ήρωα του για να δείξει, σε αντίθεση, την κενότητα της συμβατικής συμπεριφοράς. Απ’ αυτή την άποψη λ.χ. η συλλυπητήρια επίσκεψη στο μπάνιο είναι υπόδειγμα πικρού χιούμορ. Δεν κατάφερε όμως να φτάσει στο επίπεδο του βιβλίου γιατί ενώ μετέφερε, με αξιέπαινη ψυχολογική φροντίδα, τις καταστάσεις, δεν φαίνεται να αναζήτησε την κινηματογραφική αντιστοιχία της γλώσσας του Ναμπόκωφ –μιας γλώσσας ουσιαστικά ποιητικής που αποδείχθηκε πως ήταν η σάρκα και το αίμα του ήρωα του.
Καλοί ηθοποιοί σαν την Σέλλεϋ Ουΐντερς και τον Πήτερ Σέλλαρς αστοχούν στους δεύτερους ρόλους. Η πρώτη κάνει ένα δεξιοτεχνικό αλλά εξεζητημένο νούμερο της «μέσης αμερικανίδας» και ο δεύτερος σπαταλάει το ταλέντο του χωρίς να μας κάνει να ξεχνάμε πως ήταν εντελώς ακατάλληλος να υποδυθεί ένα έκφυλο συγγραφέα.

Η επόμενη κινηματογραφική μεταφορά θα επιχειρηθεί το 1997 με σκηνοθέτη τον Άντριαν Λιν. Ούτε αυτό το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία. Αν και η πρωταγωνίστρια, η Λολίτα του Λιν, η δεκατριάχρονη Ντομινίκ Σουέιν αποδίδει την παιδικότητα, την ζωηράδα και την ανεμελιά της ηρωίδας του βιβλίου, η σχέση της με τον Χάμπερτ αποδίδεται με έντονο λυρισμό και συναισθηματισμό. Κατά έναν τρόπο, ωραιοποιείται και παίρνει την μορφή ενός ανόθευτου έρωτα. Μεγάλη ώθηση στην ταινία δίνει ο απολαυστικός Τζέρεμυ Άιρονς που για ακόμη μια φορά (όπως στους Διχασμένους και το M. Butterfly του Cronenberg) βαδίζοντας επάνω στη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει τη λογική από τη διαστροφή, καταφέρνει να δώσει σάρκα και οστά στα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα του ήρωα.

Σύμφωνα με έρευνες και στατιστικές διαθέσιμες σε όποιον μπει στον κόπο να ψάξει τα περί παιδοφιλίας στην Αμερική – δείχνει να έχει αποτελέσματα σε μεγάλο αριθμό συλληφθέντων για αποπλάνηση ανηλίκου. Όποια κι αν ήταν η μοίρα του, όμως, ένα γεγονός παραμένει: ο άνθρωπος αυτός θα γεννούσε στις καρδιές των περισσότερων συνανθρώπων του αισθήματα φρίκης ή και δολοφονικού μίσους, και θα αντιμετωπιζόταν ως μίασμα.

Κι όμως – κι εδώ κρύβεται το μεγαλείο της τέχνης – χάρη στην αφηγηματική μαστοριά του Ναμπόκοφ (άφταστου ανατόμου της ανθρώπινης ψυχής και της σαγήνης των αισθήσεων και της μνήμης, κατά πολλούς εφάμιλλου του Μαρσέλ Προυστ) διαβάζοντας την εξομολόγηση του Χάμπερτ Χάμπερτ, όσο κι αν φρίττει κανείς με τη διαταραχή του, συγχρόνως τον συμπονά για την καταδίκη του σε μια ζωή γεμάτη στέρηση και δαιμονικό, αφόρητο πόθο. Μέσα στην ίδια σελίδα τον απεχθάνεται και τον λυπάται, νιώθει ότι διαβάζεις την ιστορία ενός τέρατος μα κι ενός ανθρώπου με ασύλληπτα αποθέματα στοργής για το αντικείμενο του πόθου του. Αυτό καθιστά εν γένει το έργο αυτό σταθμό!

Καταλήγουμε, λοιπόν, πως καμιά μέχρι στιγμής κινηματογραφικής μεταφορά της Λολίτας δεν έχει καταφέρει να αποδώσει την μαγική γραφή και την βαθιά ψυχική ταλάντευση των ηρωών του Ναμπόκοφ, παρότι τόσο ο Κιούμπρικ όσο και ο Λιν προσέθεσαν κάποιες διαφορετικές οπτικές και έκαναν πιο προσιτό στο κοινό ένα έργο που πέρασε μια σύγχρονη Ιερά Εξέταση.

Πηγές: https://www.protagon.gr/epikairotita/politismos/lolita-to-tryfero-proswpo-tis-frikis-27370000000

http://www.cinephilia.gr/index.php/tainies/amerika-2/4360-lolita-stanley-kubrick-kostis-skalioras

http://cine.gr/film.asp?id=702744&page=4

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *