Η ταινία «Μαθήματα Αμερικάνικης Ιστορίας» ήταν η πρώτη κινηματογραφική προσπάθεια του σκηνοθέτη Τόνι Κάγιε. Το έργο δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές και ο πρωταγωνιστής, Έντουαρντ Νόρτον, ήταν υποψήφιος για Όσκαρ. Ακόμα και σήμερα, σχεδόν 25 χρόνια αργότερα, θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου και αυτό γιατί αποτέλεσε γροθιά ενάντια στο ρατσισμό και απέδειξε πως ο άνθρωπος είναι ικανός να αλλάξει προς το καλύτερο…
Είναι η πρώτη φορά που προβάλλεται με τόσο ωμό τρόπο στην μεγάλη οθόνη η υποκρισία της αμερικανικής κοινωνίας. Από τη μια μεριά τις βλέπουμε να κυριαρχούν οι αρχές της ελευθερίας και της ισότητας των ανθρώπων σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, καταδικάζοντας οποιαδήποτε καταπάτηση τους, και απο την άλλη να αποφασίζουν στο όνομα της τελειότητας που αντιπροσωπεύουν να κλείνουν τα μάτια σε φαινόμενα μισαλλοδοξίας, που λαμβάνουν χώρα στην καρδιά της αμερικανικής κοινωνίας.
Η ιστορία εκτυλίσσεται το 1998 στο Βένις του Λος Άντζελες. Ένας εκ των πρωταγωνιστών της εν λόγω ιστορίας, μας αποκαλύπτει την πραγματικότητα της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας, μέσα από την αφήγηση της βίαιης ζωής του αδερφού του, Derek. Ο Derek [Edward Norton], όντας συναισθηματικά ευάλωτος μετά τη δολοφονία του πατέρα του από έναν μετανάστη, επηρεάζεται από τα κηρύγματα περί άριας φυλής, εντάσσεται σε ακροδεξιά οργάνωση, υιοθετεί πλήρως την νεοναζιστική ιδεολογία και εν συνεχεία επιδίδεται σε επιθέσεις μίσους μαζί με άλλα μέλη της οργάνωσης εναντίον κάθε τι που δεν πληρεί τα αμερικανικά πρότυπα. Οι επιθέσεις αυτές επιφέρουν αντίποινα, που οδηγούν τον Derek στην εν ψυχρώ δολοφονία δυο Aφροαμερικανών.
Τρία χρόνια αργότερα, μετανοημένος πλέον για τον πρότερο βίο του και έχοντας συνάψει φιλίες με έγχρωμους φυλακισμένους, ο πρωταγωνιστής αποφυλακίζεται και επιστρέφει στην διαλυμένη οικογένειά του με πρωταρχικό του μέλημα να σώσει τον μικρότερο του αδερφό Danny [Edward Furlong] από τη ναζιστική προπαγάνδα .
Η ταινία έχει προσφέρει ίσως τις πιο συγκλονιστικές κινηματογραφικές σκηνές στο σύγχρονο αμερικανικό σινεμά από άποψη βίας και έκρηξης συναισθημάτων, που ενώ αποφεύγουν την υπερβολή, καταφέρνουν να αποτυπώσουν με εύγλωττο τρόπο τις ακραίες συνήθειες και σκέψεις των νεοναζί. Η προβολή σκληρών εικόνων βίας αποσκοπούν στην καταδίκη της ίδιας της βίας και του ρατσισμού, καταδεικνύοντας το πόσο ανώφελο είναι να σπαταλάς όλη σου τη ζωή μισώντας την διαφορετικότητα.
″Η ζωή είναι πολύ μικρή για να την περάσεις οργισμένος″.
Ο Derek αντικρίζει τα σφάλματα του παρελθόντος του, αλλάζει ιδέες και απομακρύνει τον αδελφό του από τον δρόμο, που ο ίδιος είχε πρώτος χαράξει. Θα μπορούσαμε να πούμε πως τώρα, μετά από τόση βία και μισαλλοδοξία, είμαστε έτοιμοι να δούμε την ολοκλήρωση της κάθαρσης, την αποκατάσταση της ηθικής τάξης και τη λύτρωση των πρωταγωνιστών μέσα από ένα καινούργιο ξεκίνημα. Όμως το χαρούμενο τέλος, δεν έρχεται ποτέ, γιατί το μίσος καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμα του και δημιουργεί εκ νέου μίσος.
Στη φυλακή, ο Ντέρεκ ξεκόβει από τους Νεοναζί και τελικά βρίσκει περισσότερη κατανόηση από τους έγχρωμους φυλακισμένους. Σταδιακά, αλλάζει στάση ζωής και αποδοκιμάζει τον ρατσισμό.Όταν αποφυλακίστηκε διαπίστωσε ότι είχε κυλήσει ο μικρός αδελφός του. Προσπαθεί να τον διδάξει πως η ζωή δεν έχει χώρο για μίση και έχθρες, αλλά είναι πλέον αργά
Το παρασκήνιο
Η ερμηνεία του Έντουαρντ Νόρτον είναι σημείο αναφοράς και ένας από τους σημαντικότερους σταθμούς στην πλούσια καριέρα του. Παρά την αδιαμφισβήτητη επιτυχία, η ταινία σήμανε το τέλος της καριέρας του Κάγιε. Οι μπελάδες ξεκίνησαν πριν ακόμα αρχίσουν τα γυρίσματα, όταν γινόταν η επιλογή των ηθοποιών. Ο Κάγιε, που στο παρελθόν είχε σκηνοθετήσει μόνο διαφημίσεις και βίντεο κλιπ, ήθελε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον Χοακίν Φίνιξ, ο οποίος αρνήθηκε, γιατί δεν ήθελε να συνδεθεί η εικόνα του με Νεοναζί. Ο Νόρτον, όπως δήλωσε αργότερα ο σκηνοθέτης, ήταν το «χρυσό αγόρι του Χόλιγουντ», αλλά δεν ήταν δική του επιλογή. Τον ήθελαν οι παραγωγοί και ο Κάγιε, αφού δεν κατάφερε να βρει κάποιον άλλο, δέχτηκε. Επέμενε όμως ότι ο Νόρτον δεν είχε την απαραίτητη τρέλα στο βλέμμα.
Παρ’ όλα αυτά, η συνεργασία τους κύλησε ομαλά. Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν με επιτυχία και όλα έδειχναν πως η ταινία θα ήταν αριστούργημα. Μέχρι που ήρθε η ώρα του μοντάζ. Μετά το μοντάζ του Κάγιε, η τελική ταινία είχε διάρκεια 98 λεπτά. Το έργο προβλήθηκε σε περιορισμένο κοινό και στους συντελεστές, οι οποίοι δεν έμειναν καθόλου ικανοποιημένοι απ’ το αποτέλεσμα. Ισχυρίστηκαν ότι δεν είχε καμία σχέση με το σενάριο και άλλαζε όλο το νόημα της ταινίας. Απαίτησαν να αλλαχτεί, αλλά ο Κάγιε αρνήθηκε κατηγορηματικά, με αποτέλεσμα να αναλάβουν αυτοί το μοντάζ.
Το έργο που έφτασε στους κινηματογράφους είχε μονταριστεί απ’ τον ίδιο τον Έντουαρντ Νόρτον, σε συνεργασία με συντελεστές της παραγωγής. Εντωμεταξύ, ο Κάγιε βρισκόταν στα πρόθυρα νευρικής κρίσης και ζητούσε να μην εμφανιστεί το όνομά του πουθενά στην ταινία. Δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με το έργο, που θεωρούσε ότι θα τον ντρόπιαζε. Όταν οι παραγωγοί απέρριψαν το αίτημά του, ανακοίνωσε πως θα άλλαζε το όνομά του σε «Humpty Dumpty» και θα έπρεπε να εμφανιστεί με αυτό στους τίτλους του έργου. Η έκφραση «Humpty Dumpty» προέρχεται από παραδοσιακό τραγούδι στα αγγλικά και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον κοντόχοντρο, αδέξιο, ατάλαντο και γενικότερα, «χαζό και ανίκανο».
Ασφαλώς, ούτε αυτή η πρότασή του έγινε δεκτή. Τότε ο Κάγιε έκανε κατά μέτωπο επίθεση. Προσπάθησε να σαμποτάρει την προβολή της ταινίας με όποιον τρόπο μπορούσε. Όταν έμαθε ότι θα παιζόταν στο φεστιβάλ του Τορόντο, τηλεφώνησε στους διοργανωτές και έξαλλος, απαίτησε να ακυρώσουν την προβολή. Παράλληλα, πλήρωνε για να τοποθετήσει διαφημίσεις σε περιοδικά όπου δυσφήμιζε την εταιρεία παραγωγής και την ταινία. Συνολικά, σπατάλησε περισσότερο από ένα εκατομμύριο δολάρια για να εμποδίσει την προβολή, χωρίς να τα καταφέρει! Το μόνο που κατάφερε ήταν να χρεοκοπήσει, να πάρει διαζύγιο και να καταστρέψει ολοσχερώς τη φήμη και την καριέρα του στο Χόλιγουντ. Ο Κάγιε έκανε προσπάθειες να επανέλθει, διαδίδοντας πως θα συνεργαζόταν με τον Μάρλον Μπράντο, με τον οποίο είχε στενές φιλικές σχέσεις. Ο Μπράντο όμως εκείνη την περίοδο θεωρούνταν εξίσου εκκεντρικός και αλλοπρόσαλλος με τον σκηνοθέτη, με αποτέλεσμα κανείς να μην θέλει να συνεργαστεί μαζί τους.
Ο Κάγιε κατάφερε να «τρομάξει» ακόμα και τον Μπράντο με την τρελή του συμπεριφορά. Όταν ο Μπράντο του ζήτησε να εμφανιστεί στα μαθήματα υποκριτικής που οργάνωνε, ο Κάγιε ντύθηκε Οσάμα Μπιν Λάντεν και άρχισε να μιλάει στους μαθητές. Κανείς δεν βρήκε τη στολή αστεία, καθώς είχε περάσει πολύ λίγος καιρός από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Αυτό ήταν και το τέλος της φιλίας του με τον Μπράντο. Έκτοτε, ο Κάγιε έχει παραδεχτεί πως η συμπεριφορά του εκείνα τα χρόνια ήταν εκτός ελέγχου. Επιμένει όμως πως αν του είχαν επιτρέψει να κάνει εκείνος το μοντάζ της ταινίας, ο Νόρτον θα είχε κερδίσει το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, που τελικά πήγε στον Ρομπέρτο Μπενίνι για την ταινία «Η Ζωή είναι Ωραία».
Πηγές