Η “Μαντάμ Μποβαρύ” διαδραματίζεται στην επαρχιακή βόρεια Γαλλία, κοντά στην πόλη της Ρουέν στη Νορμανδία -και γενέτειρα του Φλομπέρ. Ο Σαρλ Μποβαρύ είναι ένας ντροπαλός, περίεργα ντυμένος έφηβος που καταφθάνει στο νέο του σχολείο, όπου και δέχεται κοροϊδίες από τους νέους συμμαθητές του. Μετά από τεράστια προσπάθεια, καταφέρνει να αποκτήσει πτυχίο Ιατρικής από μια σχολή δεύτερης διαλογής και διορίζεται στη δημόσια Υπηρεσία Υγείας της Περιοχής. Παντρεύεται τη γυναίκα που η μητέρα του επέλεξε γι’ αυτόν, την δυσάρεστη αλλά πλούσια χήρα Ελοίζ Ντουμπούκ. Τότε, μετακομίζει το ιατρείο του στο χωριό Τοτ.
Μια μέρα, ο Σαρλ επισκέπτεται μια φάρμα της περιοχής ώστε να περιποιηθεί το σπασμένο πόδι του κτηματία, και γνωρίζει την κόρη του, Έμμα Ρουό. Η Έμμα είναι μια όμορφη, κομψά ντυμένη νεαρή γυναίκα που έχει λάβει “σωστή” εκπαίδευση σε μοναστήρι. Έχει μια δυνατή ανάγκη για ζωή με λούσα και ρομάντζο, το οποίο έχει εμπνευστεί διαβάζοντας δημοφιλή μυθιστορήματα της εποχής. Ο Σαρλ την ερωτεύεται αμέσως, και επισκέπτεται τον ασθενή του πολύ περισσότερο από το αναγκαίο, οδηγούμενος από τη λαχτάρα του να την δει, μέχρι που η ζήλια της Ελοίζ βάζει ένα τέλος στις επισκέψεις του.
Όταν η Ελοίζ πεθαίνει απρόσμενα, ο Σαρλ περιμένει ένα αποδεκτό διάστημα προτού φλερτάρει την Έμμα με σοβαρότητα.
Το μυθιστόρημα τότε μετατοπίζει την εστίασή του στην Έμμα. Ο Σαρλ έχει καλές προθέσεις, αλλά είναι βραδυκίνητος και ατσούμπαλος. Αφότου αυτός και η Έμμα παρίστανται σε ένα καλαίσθητο χορό που διοργανώνει ο Μαρκήσιος του Αντερβιλιέ, η Έμμα αποφασίζει ότι ο έγγαμος βίος με τον σύζυγο της είναι βαρετός και γίνεται απαθής. Ο Σαρλ τότε αποφασίζει πως η γυναίκα του χρειάζεται μια αλλαγή σκηνικού και μετακομίζει το ιατρείο του σε μια μεγαλύτερη, εμπορική πόλη, την Γιόνβιλ. Εκεί, η Έμμα γεννάει την κόρη της, Μπέρθε, αλλά ούτε η μητρότητα γεμίζει το κενό στη ζωή της. Στην Γιόνβιλ γνωρίζει έναν έξυπνο νέο, φοιτητή Νομικής, τον Λεόν Ντουπουί, ο οποίος μοιράζεται πολλά από τα ενδιαφέροντα της και την εκτίμηση της για την λογοτεχνία και την μουσική. Ανήσυχη για την διατήρηση της εικόνας της ως αφοσιωμένη μητέρα και σύζυγος, η Έμμα δεν παραδέχεται το πάθος της για τον Λεόν, βρίσκοντας παρηγοριά στη σκέψη της αθωότητάς της. Ο Λεόν, σε απόγνωση από έρωτα για αυτήν, μετακομίζει στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Μια μέρα, ένας πλούσιος γαιοκτήμονας με έκλυτη ζωή, ο Ροντόλφ Μπουλανζέ, φέρνει έναν υπηρέτη του στο ιατρείο του Μποβαρύ. Το μάτι του πέφτει αμέσως στην Έμμα, και υποπτεύεται πως θα μπορέσει εύκολα να την παρασύρει. Την προσκαλεί για ιππασία με πρόφαση την υγεία της και ο άνδρας της, ανήσυχος για αυτήν και καθόλου καχύποπτος απέναντί της, συμφωνεί αμέσως. Η Έμμα και ο Ροντόλφ συνάπτουν κρυφό δεσμό. Αυτή, αναλωμένη από την ερωτική της φαντασίωση, ρισκάρει να αποκαλυφθεί με επισκέψεις και γράμματα στον εραστή της. Μετά από τέσσερα χρόνια, του προτείνει να κλεφτούν. Ο Ροντόλφ όμως δεν μοιράζεται τον ενθουσιασμό της και την ημέρα που έχουν κανονίσει να συναντηθούν για να διαφύγουν, την χωρίζει με ένα αυτοκαταστροφικό, απολογητικό γράμμα που έχει κρύψει στο κάτω μέρος ενός καλαθιού με βερίκοκα που της στέλνει. Το σοκ πέφτει τόσο βαρύ στην ήδη εύθραυστη ψυχολογία της Έμμα, που πέφτει βαριά άρρωστη και στρέφεται προσωρινά στον Θεό.
Όταν αναρρώνει τελείως, βρίσκεται στην όπερα με τον σύζυγό της μετά από προτροπή του, κάπου κοντά στη Ρουέν. Η όπερα ξαναξυπνά τα κοιμισμένα πάθη της και εκεί συναντά τυχαία τον Λεόν, πλέον μορφωμένο και εργαζόμενο στη Ρουέν. Ξεκινούν ένα δεσμό και συναντιούνται κρυφά ενώ ο Σαρλ νομίζει πως η Έμμα παρακολουθεί μαθήματα πιάνου. Η Έμμα ταξιδεύει μέχρι τη Ρουέν κάθε βδομάδα, και μένουν πάντοτε στο ίδιο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, που πλέον θεωρούν σπίτι τους. Στην αρχή ο έρωτας τους είναι αμοιβαίος, αλλά σύντομα ο Λεόν κουράζεται με τον υπερβολικό συναισθηματισμό της Έμμα, και αυτή αποκτά αμφιβολίες για αυτόν. Παράλληλα η Έμμα αποκτά τεράστια χρέη, ενδίδοντας στην αδυναμία της για είδη πολυτελείας.
Ο κόσμος της ηρωίδας, καθώς και του συζύγου της, που ζει στη σκιά της και ως χαρακτήρας δεν απασχόλησε τόσο πολύ τους αναγνώστες, αποδίδεται με την ίδια ενάργεια με την οποία αποτυπώνεται η κοινωνία, με τις συνήθειές της, της Ρουέν και της Γιονβίλ, του χωριού όπου κατοικούν τα μέλη της οικογένειας Μποβαρύ. Παρουσιάζονται τα ήθη, η οργάνωση των μικρών κοινωνιών στη γαλλική επαρχία του 19ου αιώνα, και οι διάφοροι ανθρώπινοι τύποι: ο ματαιόδοξος, ο αφελής, ο εγωιστής, ο απατεώνας, ενώ διακρίνεται δίπλα στην ηρωίδα και ένας ακόμα τύπος, αυτός του φλύαρου και φιλόδοξου φαρμακοποιού.
Ούσα χρεωμένη σε τεράστιο βαθμό, ζητά δανεικά από όποιον γνωρίζει, μεταξύ των οποίων και ο Ροντόλφ και ο Λεόν, και απορρίπτεται απ’ όλους. Βρισκόμενη σε απόγνωση, παίρνει αρσενικό και πεθαίνει αγωνιωδώς. Ο Σαρλ, απαρηγόρητος, παραδίδεται στη θλίψη και προσπαθεί να κρατήσει τη μνήμη της ζωντανή με κάθε κόστος. Μια μέρα, βρίσκει την αλληλογραφία της με τον Ροντόλφ και τον Λεόν, και μαραζώνει από θλίψη μέχρι που πεθαίνει. Η κόρη της Έμμα και του Λεόν καταλήγει δίχως οικογένεια να εργάζεται ως υπηρέτρια σε μύλο.
Ο Φλομπέρ γράφει ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα σε μια εποχή που κυριαρχεί ο ρομαντισμός. Ο συγγραφέας μοιάζει με έναν αποστασιοποιημένο παρατηρητή που καταγράφει με οξυδέρκεια όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια του σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γαλλίας. Η καταγραφή αυτή μοιάζει πιο αληθινή κι από την ίδια τη ζωή. Από τη μια περιγράφει την υποκρισία και την ανοησία που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία και από την άλλη δείχνει ότι όποιος προσπαθεί να ξεφύγει από αυτή είναι πιο ανόητος από τους άλλους. Από τη μια είναι ο ρομαντικός συγγραφέας που δείχνει πόσο πεζή μπορεί να είναι η πραγματικότητα, από την άλλη ο ρεαλιστής που φανερώνει πόσο κενό μπορεί να κρύβεται πίσω από τον ρομαντισμό. Όλα στο έργο του Φλομπέρ είναι διφορούμενα: η Έμμα είναι μια γυναίκα με επιθυμίες και όνειρα που αρνείται να συμβιβαστεί με την μικρή ζωή της ή μια αφελής, ανόητη που επηρεασμένη από τα μυθιστορήματα που διαβάζει χάνει οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα; Η Έμμα αυτοκτόνησε επειδή χρεοκόπησε ή επειδή την ταπείνωσε ο εραστής της; Καταστράφηκε επειδή ακολούθησε το πάθος της; Ή μήπως οδηγήθηκε εκεί εξαιτίας του συναισθηματικού κενού της ζωής της; Ο συγγραφέας δεν δίνει απαντήσεις. Ο Φλομπέρ δεν φαίνεται να καταλαβαίνει την ηρωίδα του, δεν συμπάσχει, δεν προσπαθεί να την δικαιολογήσει. Από την άλλη δεν ηθικολογεί, ούτε την καταδικάζει. Δεν παίρνει θέση, δεν έχει καμιά συμμετοχή στο δράμα. Η ρομαντική Έμμα είναι τελικά θύτης ή θύμα; Αυτή είναι μια απόφαση που θα πρέπει να πάρει ο κάθε αναγνώστης για τον εαυτό του. Και ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η Έμμα Μποβαρί είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες λογοτεχνικές ηρωίδες όλων των εποχών.
Η έκδοση της “Μαντάμ Μποβαρύ” το 1856 προκάλεσε μάλλον σκάνδαλο παρά θαυμασμό· δεν έγινε κατανοητό άμεσα πως αυτό θα αποτελούσε το πρώτο βιβλίο μιας νέας εποχής: την αυστηρά αληθινή απεικόνιση της ζωής. Σταδιακά, η ιδιοφυΐα του βιβλίου έγινε αποδεκτή, και άρχισε να επισκιάζει τα σύγχρονα μυθιστορήματα. Όταν πέθανε, ο Φλομπέρ θεωρούνταν ο συγγραφέας με τη μεγαλύτερη επιρροή στο κίνημα του γαλλικού Ρεαλισμού.
Όταν ρωτήθηκε από που άντλησε έμπνευση για την ηρωίδα του, ο Φλομπέρ απάντησε: “Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ.”
Πηγές:https://www.bovary.gr/oramatistes/12392/mantam-mpovary-aristoyrgima-toy-gkystav-flomper-poy-skandalise-ti-gallia-toy-19oy
https://www.kathimerini.gr/832331/article/politismos/vivlio/h-elafrothta-ths-mesaias-ta3hs
https://www.iefimerida.gr/news/211425/mantam-mpovari-ena-mythistorima-poy-antehei-ston-hrono