Το “Υπνοδωμάτιο στην Αρλς” του Βίνσεντ Βαν Γκογκ

Το 1888, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ αγόρασε ένα μικρό στούντιο στην Arles της Νότιας Γαλλίας, όπου αποτέλεσε το καταφύγιο του, για να απομακρυνθεί από τον καλλιτεχνικό κύκλο και τους κριτικούς τέχνης του Παρισιού. Επέλεξε ένα από τα 4 δωμάτια για να γίνει η κρεβατοκάμαρά του και τον Οκτώβριο, αφού ανακαίνισε το διαμέρισμα, ξεκίνησε να ζωγραφίζει τον πίνακα «Bedroom in Arles». Η χρωματική παλέτα και η θαλπωρή ήταν προϋποθέσεις για τον καλλιτέχνη επειδή τα πάντα σχετικά με το δωμάτιο έπρεπε να παρέχουν άνεση, γεγονός που εξηγεί το συνδυασμό των χρωμάτων του στη ζωγραφική.

Επιστήμονες που ασχολήθηκαν με τα έργα του Van Gogh έχουν μια διαφορετική εξήγηση για το ασυνήθιστο χρώμα. Ο καλλιτέχνης λάμβανε δακτυλίτιδα (φάρμακο) για να τον βοηθήσει με την επιληψία. Αυτό το φάρμακο προκαλεί σοβαρές αλλαγές στην αντίληψη των χρωμάτων. Με άλλα λόγια το περιβάλλον γύρω του έμοιαζε κίτρινο και πράσινο.

Vincent van Gogh - Self-portrait with grey felt hat - Google Art Project.jpg

Το έργο

Ο τίτλος που είχε δώσει ο ίδιος ο Βαν Γκογκ για αυτήν τη σύνθεση ήταν απλά “Το Υπνοδωμάτιο” (γαλλικά: La Chambre à coucher). Οι τρεις αυθεντικές εκδοχές που περιγράφονται στις επιστολές του, διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους από τις εικόνες στον τοίχο προς τα δεξιά.

Ο πίνακας απεικονίζει το υπνοδωμάτιο του Βαν Γκογκ στον αριθμό 2 της πλατείας Lamartine στην Αρλ, στο οίκημα που ήταν γνωστό σαν το Κίτρινο Σπίτι. Η πόρτα προς τα δεξιά άνοιγε στον επάνω όροφο και το κλιμακοστάσιο, η πόρτα προς τα αριστερά ήταν αυτή του δωματίου των ξένων που είχε ετοιμάσει ο Βαν Γκογκ για τον Γκωγκέν. Το παράθυρο στον μπροστινό τοίχο είχε θέα προς την πλατεία Λαμαρτίνου και τους δημόσιους κήπους της. Το δωμάτιο δεν ήταν ορθογώνιο, αλλά τραπεζοειδές με μία αμβλεία γωνία στην αριστερή γωνία του εμπρόσθιου τοιχώματος και μία οξεία γωνία στα δεξιά. Τον Βαν Γκογκ προφανώς δεν τον απασχολούσε πολύ αυτό το πρόβλημα, απλά ανέφερε ότι υπήρχε μια γωνιά.

Ο Βαν Γκογκ φιλοξενούσε έναν φίλο του εκεί. Ως εκ τούτου, αυτός ο πίνακας ήταν ένα δώρο γι’ αυτόν. Παρατηρώντας με προσοχή, διαπιστώνουμε πως κάθε πράγμα παρατίθεται σε ζεύγη. Για παράδειγμα, υπάρχουν δύο μαξιλάρια, δύο καρέκλες κ.λπ.

Σκίτσο από ένα γράμμα του στον Τεό

Οι τρεις εκδοχές του έργου

Ο Βαν Γκογκ ξεκίνησε την πρώτη εκδοχή κατά τα μέσα του Οκτωβρίου του 1888 μένοντας στην Αρλ, και εξήγησε τους στόχους και τα μέσα του στον αδελφό του Τεό:

«Αυτή τη φορά ζωγραφίζω απλά την κρεβατοκάμαρά μου. Αλλά το χρώμα θα πρέπει να είναι πλούσιο σε αυτό το σημείο, με απλοποίηση του τρόπου που εφαρμόζεται στα αντικείμενα προσθέτοντας ένα βαθμό μεγαλείου, ώστε να υπονοεί την ανάπαυση ή το όνειρο. Λοιπόν, έχω καταλάβει ότι σχεδιάζοντας την σύνθεση, παύουμε να σκεφτόμαστε και να ονειρευόμαστε. Έβαψα τους τοίχους ανοικτό βιολετί. Το πάτωμα με καρό. Το ξύλινο κρεβάτι και τις καρέκλες, κίτρινα όπως το φρέσκο ​​βούτυρο. Το σεντόνι και τα μαξιλάρια, ανοιχτό λάιμ. Το κάλυμμα μπορντό. Το παράθυρο, πράσινο. Το νιπτήρα, πορτοκαλί. Την καράφα, μπλε. Τις πόρτες, λιλά. Και, αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο σε αυτό το δωμάτιο με κλειστά παντζούρια. Τα τετράγωνα κομμάτια των επίπλων πρέπει να εκφράζουν την ανάπαυση. Επίσης, τα πορτρέτα στον τοίχο, τον καθρέφτη, το μπουκάλι, και μερικά κοστούμια. Το λευκό χρώμα δεν έχει χρησιμοποιηθεί στον πίνακα, έτσι ώστε το πλαίσιό του θα είναι λευκό, με σκοπό να πάρω το αίμα μου πίσω για την υποχρεωτική ανάπαυση που συνιστάται για μένα. Δεν έχω απεικονίσει κανένα είδος σκίασης ή σκιάς. Έχω εφαρμόσει μόνο απλά χρώματα, όπως αυτά στις κρέπες».

Σκίτσο από ένα γράμμα του στον Πωλ Γκωγκέν

Ο Βαν Γκογκ περιλαμβάνει σκίτσα της σύνθεσης στην παρούσα επιστολή, καθώς και σε επιστολή του προς τον Γκωγκέν, γραμμένη λίγο αργότερα. Στην επιστολή του, ο Βαν Γκογκ εξηγεί ότι ο πίνακας είχε προκύψει ύστερα από μια ασθένεια που τον άφησε κλινήρη για μέρες. Αυτή η εκδοχή του πίνακα έχει στον τοίχο στα δεξιά μικρογραφίες πορτρέτων του Βαν Γκογκ από τους φίλους του Eugène Boch και Paul-Eugène Milliet. Το πορτρέτο του Eugène Boch ονομάζεται Ο Ποιητής και το πορτρέτο του Paul-Eugène Milliet ονομάζεται Ο Εραστής.

Πρώτη εκδοχή, Οκτώβρης 1888. Λάδι σε μουσαμά, 72 x 90 εκ., Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ

Δεύτερη εκδοχή, Σεπτέμβρης 1889. Λάδι σε μουσαμά, 72 x 90 εκ., Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο

Τρίτη εκδοχή, τέλη Σεπτέμβρη 1889. Λάδι σε μουσαμά, 57.5 x 74 εκ., Musée d’Orsay, Παρίσι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *