Ο «Μέγας Ανατολικός» κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1990, παραμονές Χριστουγέννων. Η δε έκδοσή του αποτέλεσε έκπληξη καθώς εμφάνιζε μια άλλη, άγνωστη στο αναγνωστικό κοινό, πτυχή του ποιητή της «Υψικαμίνου» και της «Ενδοχώρας» – του χαρακτηριζόμενου ως κύριου εισηγητή του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα.
Ο «Μέγας Ανατολικός» άρχισε να γράφεται το 1945, για να ολοκληρωθεί, έπειτα από αλλεπάλληλες γραφές, το 1970. Πρώτοι αναγνώστες -αποσπασμάτων- φίλοι και ομότεχνοι του Εμπειρίκου, μεταξύ των οποίων ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος αποφαίνεται στο βιβλίο δοκιμίων του «Εν λευκώ» (εκδ. «Ικαρος»): «Ο “Μέγας Ανατολικός” ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή στις δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη».
Το βιβλίο έχει θέμα το παρθενικό ταξίδι του υπερωκεάνιου «Ανατολικός» από την Αγγλία στην Αμερική, από την 21η Μαΐου ώς την 1η Ιουνίου 1867 – και ως προς αυτό παρουσιάζει κοινά με το μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν «Πλωτή πολιτεία». Από εκεί κι έπειτα είναι Εμπειρίκος. «Επί δέκα ημέρες, μέσα σ’ αυτή την “κιβωτό της ακολασίας”, επιβάτες και πλήρωμα διαβιούν εν οχεία, σαν χέλια στον καιρό των ερώτων τους, επιδίδονται στην ικανοποίηση πάσης επιθυμία και φαντασίωσης», γράφει ο Κώστας Σταματίου («Τα Νέα», 5 Ιανουαρίου 1991). Και καταλήγει: «…φαίνεται πως ο ποιητής έχτισε με τη φαντασία του ένα τεράστιο οργασμικό παραμύθι, σύμβολο της ζητούμενης εν ηδοναίς βίωσης του, περισσότερο ή λιγότερο σύντομου, ταξιδιού που είναι η Ζωή».
Η πολυσέλιδη διήγηση καλύπτει τις δέκα μέρες του ταξιδιού, φέρνοντας στο προσκήνιο τις ερωτικές περιπτύξεις των επιβατών του πλοίου, οι οποίοι ανήκουν σε κάθε πιθανή εθνικότητα, αντλούν καταβολές από όλες τις κοινωνικές τάξεις και παρουσιάζουν κυριολεκτικά κάθε είδους σεξουαλική διαστροφή. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει η μορφή του Έλληνα Ανδρέα Σπερχή, το άλτερ έγκο του ποιητή που ταξιδεύει μαζί με τους ηδονιστές ήρωες του προς τον Νέο Κόσμο. Με την πιο πιστή καθαρεύουσα, χαρακτηριστική άλλωστε ολόκληρου του έργου του, ο Εμπειρίκος από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου του, κατά την επιβίβαση των επιβατών, μέχρι και τις τελευταίες, όπου το πλοίο έχει φτάσει πλέον στο προορισμό του, περιγράφει ένα αέναο ερωτικό όργιο, που συμπεριλαμβάνει όλες τις εκφάνσεις της σεξουαλικότητας, από τον αυνανισμό και την ηδονοβλεψία, μέχρι τη ζωοφιλία, την αιμομιξία, το σαδομαζοχισμό.
Σε αντίθεση όμως με τους σαδιστές ήρωες των μυθιστορημάτων του ντε Σαντ και τους βασανισμένους πρωταγωνιστές του φον Μαζόχ, οι ταξιδιώτες του Μεγάλου Ανατολικού δεν είναι κυνικοί, μήτε καταραμένοι, δεν επιχειρούν να υποδουλώσουν τα αντικείμενα του πόθου τους, να βιάσουν ή να ταπεινώσουν, κάθε άλλο, αυτό που αναζητούν είναι μια ηδονή άνευ ορίων μέσα σε ένα πλαίσιο αμοιβαίας απόλαυσης και ελευθερίας. Σε μια πλωτή πόλη άφατου ερωτισμού, ο Εμπειρίκος απενοχοποιεί την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, ανάγει την επίτευξη της απόλαυσης σε αυτοσκοπό του ανθρώπου και αναγνωρίζει το δικαίωμα στην επιθυμία σε κάθε ανθρώπινο ον. Σε μια εποχή που ο γυναικείος ερωτισμός υπάγεται ακόμη στην παντοδυναμία του αρσενικού, ο ποιητής οικοδομεί ένα περιβάλλον όπου η ηδονή καθίσταται κτήμα όλων χωρίς φυλετικές και ταξικές διακρίσεις και κοινωνικές προκαταλήψεις, ένα περιβάλλον όπου η γυναίκα δεν απαντάται σαν άψυχο ερωτικό αντικείμενο δίχως προσωπικές επιθυμίες, όπως παρουσιάζεται στα περισσότερα μη λογοκριμένα έργα της ελληνικής πεζογραφίας, αλλά αναγνωρίζεται σαν αυτόβουλο ον, σαν φορέας του ίδιου ακριβώς δικαιώματος στην ηδονή που αυτοδικαίως παρέχεται στον άντρα.
Ο Μέγας Ανατολικός είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε ακριβώς για να δείξει πόσο λανθασµένα συλλάβαµε τη δωρεά της ζωής. Αυτή είναι η µία πλευρά των πραγµάτων. Η άλλη έχει να κάνει µε την ίδια τη λογοτεχνική αξία του Μεγάλου Ανατολικού , τον οποίο κατέκριναν αφελώς, και κάποτε ανοήτως, «κριτικοί» και επιφυλλιδογράφοι απλώς και µόνο ξεφυλλίζοντας τους δύο πρώτους τόµους…
Επειδή, αν είχαν διεξέλθει το Εργο, θα αντιλαµβάνονταν πως δεν είναι οι αλλεπάλληλες και στατικές κάποτε (ας το δεχθούµε) λαγνουργίες που συνιστούν το πραγµατικό νόηµά του, αλλά η οραµατική/ουτοπική κατάδειξη ενός άλλου βίου. Το ωκεάνιο µυθιστόρηµα ίσως να κινείται αργά αλλά έχει αρχή, µέση και τέλος συγκεκριµένο.
Κι όμως, αν εξαιρέσει κανείς την ατελέσφορη μήνυση του περιοδικού «Πολιτικά θέματα», μαζί με την καταδίκη του εκδότη της «Ανδριώτικης εβδομάδας» από το τριμελές πλημμελειοδικείου Σύρου (βλ. παράβαση του νόμου «περί ασέμνων»), κατά τα λοιπά, το κολοσσιαίο σε όγκο μυθιστόρημα φάνηκε πως έμεινε αλώβητο στο παρθενικό του ταξίδι. Τουλάχιστον, από τη λογοκρισία και τους πάμπολλους ένθερμους ζηλωτές της. Κατά συνέπεια, ούτε το βιβλίο απορρίφθηκε από το κοινωνικό σώμα, σαν βδελυρό «έργο», ούτε το οικοδόμημά του Ναού καταλύθηκε από τον αγγελιοφόρο της Ηδονής.
Πάραυτα, αλώβητο δεν έμεινε το έργο από τις ετερόκλητες και αμφίρροπες κριτικές. Γιατί μπορεί, μεν, οι τρεις πρώτοι τόμοι από τους 8, συνολικά, να έγιναν ασμένως αποδεκτοί από το αναγνωστικό κοινό, κατά την κυκλοφορία τους (1990-2), εντούτοις, η αποδοχή της αναμενόμενης έκδοσης από την φιλολογική κοινότητα (μελετητές, κριτικοί, ακαδημαϊκοί κτλ), δεν ήταν και τόσο εγκωμιαστική… «Δεν είναι καν λογοτεχνία», ήταν η βασικότερη από τις ενστάσεις των επικριτών. «Δεν υπάρχει κανένας μύθος, καμία αφηγηματική κλιμάκωση, καμία πρωτοτυπία». «Αυτό-ακυρώνεται σε μία προβλέψιμη επανάληψη». «Όσο για τις 2647 χειρόγραφες σελίδες (τελική έκδοση) θυμίζουν ολόκληρο Έπος, που ανακυκλώνει φλύαρες πορνογραφικές εμμονές». Αντιδράσεις, εν πολλοίς, προβλέψιμες και αναμενόμενες, ιδίως αν αναλογιστείς πως η εγχώρια κριτική, συχνά έχει αποδειχθεί αδύναμη να χωρέσει ή, έστω, να ερμηνεύσει έργα, τα οποία υπερβαίνουν με τη νεωτερικότητά τους, τις οριοθετημένες νόρμες. Αυτός, προφανώς, ήταν και ο μείζων λόγος, που ο Μέγας Ανατολικός δεν έγινε ευρέως αποδεχτός, όταν εκδόθηκε μετά το θάνατο του συγγραφέα. Γιατί εισήγαγε πρωτοφανείς, για τα Ελληνικά δρώμενα, ανατρεπτικές εκδοχές του Μύθου και της αφήγησης, καταφέρνοντας έτσι να σπείρει «καινά δαιμόνια» στην, εν πολλοίς, τελματωμένη λογοτεχνική κοινότητα.
Η σύγκρουση, βέβαια, του συγγραφέα με την κοινότητα της καθεστηκυίας διανόησης κρύβει σίγουρα, μακρύ παρελθόν. Τόσο οι αρνήσεις, όσο και η σφοδρή απαξιωτική ρητορική σε βάρος του εκτονώθηκαν με σφοδρότητα, κυρίως εν μέσω της καθημαγμένης εποχής, στην οποία γράφτηκε το «μέγα Ανοσιούργημα». Με μία, όμως, σημαντική διαφορά. Ο Εμπειρίκος, σαν ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της ψυχανάλυσης και του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελληνική ενδοχώρα, κατάφερε κυριολεκτικά ν’ εγκλωβιστεί στο μάτι του κυκλώνα, τόσο από τη συντηρητική – αστική διανόηση, όσο και από την αριστερή – ριζοσπαστική. Για, μεν, τους πρώτους υπήρξε ο αποδιοπομπαίος απόγονος του Πανός, ένας Σάτυρος που αποπειράθηκε με τις ελευθεριάζουσες ιδέες του να ταράξει τα στεκάμενα νερά της παράδοσης και της στερεοτυπικής τέχνης. Ενώ, για τους εκπρόσωπους του μαρξιστικού χώρου, αποβλήθηκε εγκαίρως από την «τάξη» των εκλεκτών, σαν εκείνος ο απείθαρχος μαθητής, που αρνήθηκε με τους αλλοπρόσαλλους πειραματισμούς του, αυτή καθεαυτή την επαναστατική δυναμική της στρατευμένης τέχνης. Εξάλλου, στο δεύτερο πολιτικό στρατόπεδο, η Ιστορία λειτουργεί σαν τραγικός αυτόπτης μάρτυρας, αφού είναι γνωστό πως ο Εμπειρίκος συνελήφθη στα Δεκεμβριανά από την ΌΠΛΑ, η οποία τον κράτησε όμηρο στα Κρώρα Βιωτίας, για λόγους ευνόητους (εκπρόσωπος της αστικής τάξης και αρνητής του Μαρξισμού). Απόρριψη, όπως καταλαβαίνουμε, διπλή, που φανερώνει πως, στην εποχή του, ο Εμπειρίκος – ίσως και ο συνοδοιπόρος, αλλά και επιστήθιος φίλος του, Ο. Ελύτης – χρεώθηκε με τη αξεπέραστη ρετσινιά του αιθεροβάμονα ∙ στιγματίστηκε, δηλαδή, σαν ο «ανέπαφος χορηγός» μίας ελπίδας, που έτσι ή αλλιώς είναι καταδικασμένη σε τούτο τον τόπο να στενάζει ανάμεσα σε δύο μαύρες Συμπληγάδες.
Η κατάσταση, δυστυχώς, δε θα μπορούσε να έχει διαφορετική έκβαση για την περίπτωση του μεγάλου αιρετικού, πόσον μάλλον σε μία διχαστική κοινωνία σαν την μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η βαθύτερη, όμως, αιτία που πυροδότησε αυτή την απορριπτική στάση, δεν ήταν άλλη από την ιδιαιτερότητα της ιδεολογίας, που ο Εμπειρίκος αποπειράθηκε να μεταλαμπαδεύσει, πρωτίστως στους αναγνώστες του. Διότι, στην ουσία της, η ιδεολογία του υπηρετούσε την ανάγκη ν’ απελευθερωθούν τα υποκείμενα, από εκείνους τους μηχανισμούς, που καθηλώνουν και, ενίοτε, ματαιώνουν την ανθρώπινη φύση. Η απελευθέρωση αυτή όμως, δε θα μπορούσε να επιτευχθεί διαφορετικά, παρά μόνον μέσα από την ολοκληρωτική απελευθέρωση της σεξουαλικότητας. Επομένως, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεώρηση της ζωής, ο Μέγας Ανατολικός ήταν το πρώτο και κύριο συμβολικό έργο, που ευαγγελίστηκε και υπηρέτησε πιστά, αυτό το όραμα: την αποδοχή της σεξουαλικότητας, και, εν συνεχεία, την αδιαπραγμάτευτη ικανοποίηση όλων των ερωτικών επιθυμιών, δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό, φόβο ή ενοχή. Γι’ αυτό και ο Ο. Ελύτης – διακρίνοντας εύστοχα πως το έργο του Εμπειρίκου «ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή, στις δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη» – δε σταμάτησε, από την πρώτη κιόλας στιγμή, να επισημαίνει το διδακτικό του χαρακτήρα. Υπ’ αυτή την έννοια, ο πλους του γιγάντιου υπερωκεάνιου λειτουργεί ως ένα «μυθιστόρημα ερωτικής παιδεύσεως και αισθηματικής αγωγής, ένα κείμενο ερωτικής μυήσεως».
Πίσω από τις επαναλαμβανόμενες ενδελεχείς περιγραφές των ερωτικών πράξεων, που δοσμένες στην καθαρεύουσα, προκαλούν και ξενίζουν, ο Μέγας Ανατολικός διαπνέεται από ένα σπάνιο πνεύμα, πραγματώνοντας, θα τολμούσε κανείς να πει, την πεμπτουσία της απόλυτης ελευθερίας. Διότι η ελευθερία του Μεγάλου Ανατολικού αποτελεί μια ελευθερία που δεν εξαντλείται στην ερωτική ασυδοσία, αλλά συνίσταται σε μια πνευματική, ψυχολογική και κοινωνική απελευθέρωση από το θρησκευτικό σκοταδισμό, τις οικονομικές διακρίσεις, τις ιδεοληψίες, από τον φόβο για τον έρωτα και την ποινικοποίηση της επιθυμίας. Το ταξίδι του Μεγάλου Ανατολικού προς τον συμβολικό Νέο Κόσμο πλάθει το όραμα μιας πολιτικής ουτοπίας, μιας μέλλουσας ανθρωπότητας στην ουσία της αταξικής και ελεύθερης, ευαγγελιζόμενο το μοτίβο ενός νέου τύπου ανθρώπου, που ενσαρκώνοντας τη ρηξικέλευθη πολιτική, κοινωνική και ψυχαναλυτική θεώρηση του Εμπειρίκου, δεν άγεται και φέρεται βάσει ενστίκτων, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς από μια επιδερμική ανάγνωση, αλλά βάσει αυτής της εγγενούς ελευθερίας των ταξιδιωτών του πλοίου.
Η διαπίστωση φαντάζει, τελικά, αποθαρρυντική. Παρά, τις όποιες επίμονες, αποσπασματικές απόπειρες κάποιων μεμονωμένων «ανοιχτόμυαλων» μελετητών, ελάχιστοι ήταν οι διανοητές που συνέδεσαν τον Μέγα Ανατολικό, με το όραμα μίας ερωτικής και πολιτικής ουτοπίας. Και τούτο, γιατί ελάχιστοι αναγνώρισαν σ’ αυτό το ατελείωτο ταξίδι της ηδονής, «το μεσσιανικό όραμα για μία μέλλουσα ανθρωπότητα». Εξάλλου, ελάχιστοι είναι και οι εναπομείναντες ονειροπόλοι, που εξακολουθούν να προσβλέπουν στην «ιμερική πολιτεία του πανελεύθερου έρωτα, χωρίς εκμετάλλευση και χωρίς τάξεις»; Τις καλύτερες εξηγήσεις, πάντως, για να κατανοήσουμε καλύτερα, τι έφταιξε και ματαιώθηκε αυτή η εξωπραγματική, η σχεδόν ρομαντική ουτοπία, θα τις εντοπίσουμε, μάλλον, στο μονόλογο της καβλο-πυρέσσουσας ηρωίδας. Οι θλιμμένες της διαπιστώσεις αποκαλύπτουν πόσο βαθιά έχουμε παρανοήσει τη φύση του Έρωτα:
«Μήπως δε φταίει καθόλου, μα καθόλου ο έρως – εξακολούθησε να σκέπτεται με αιμάσσουσαν καρδιάν η Υβόννη. Μήπως φταίει ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τον έρωτα, τόσον εις το ατομικόν, όσον και εις το κοινωνικόν επίπεδον; Μήπως, αν δεν έμπαινε στη μέση το λεγόμενον «αίσθημα» και η λεγόμενη «Ηθική», θα ημπορούσε τότε μόνον να είναι ο έρωτας τέλειος και απλός και εύκολος, επ’ άπειρον πανήδονος και απολύτως παντοδύναμος – όλο χαρά (μόνο χαρά), όλο γλύκα (μόνον γλύκα), χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα «μούπες-σούπα» και άλλα αηδή και ακατανόητα, όπως η αποκλειστικότης, η εντός του γάμου αγνότης και όλη η σχετική με αυτόν απέραντη όσο και μάταια ηθικολογία και φιλολογία;» (Μ. Ανατολικός, σελ. 107)
Πηγές:
Α. Εμπειρίκος: ο πανήδονος Μέγας Ανατολικός
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=229861
Ανδρέας Εµπειρίκος: Η νέα καθέλκυση του «Μεγάλου Ανατολικού»