Αστραδενή. Το κορίτσι που άφησε πίσω της τη Σύμη για να πάει στην Αθήνα με τους γονείς της, χωρίς βέβαια να ξέρει ότι μαζί με το νησί έπρεπε να αποχωριστεί και τα έθιμα, τη γλώσσα, τις συνήθειες – ακόμη και τ’ όνομά της.
Δεν ξέρω πώς τα κατάφερε η Φακίνου να με κάνει να μπω στη θέση του μικρού αυτού κοριτσιού, δεδομένου ότι ούτε από τη Σύμη είμαι, ούτε στην Αθήνα του ’70 έχω ζήσει. Δε μου φαινόταν ποτέ παράξενα όλα αυτά που κάνουν εντύπωση στην Αστραδενή, γιατί ανήκουμε σε δύο τελείως διαφορετικές γενιές. Κι όμως, το κοριτσάκι αυτό, με άφησε να μπω στις σκέψεις της και με ταξίδεψε σε μια εποχή που δεν έζησα. Δεν υπήρχε βιβλίο, ούτε Ευγενία Φακίνου. Υπήρχε η Αστραδενή που μιλούσε κι εγώ που την άκουγα με τόση προσοχή και τόσο ενδιαφέρον, γιατί αυτό το κορίτσι έχει πολλά να πει.
Η ιστορία εξελίσσεται γύρω από μια κεντρική ηρωίδα η οποία επηρεάζεται άμεσα από την ζωή των μελών της οικογένειας της στην οποία γίνονται συνεχής αναφορές. Η η μικρή πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματός μας. ’Ενα κορίτσι ιδιαίτερα ώριμο και ξεχωριστό για την ηλικία του. Έχει το ταλέντο να εξηγεί τα φαινόμενα γύρω του με απίστευτο ενδιαφέρον. Είναι εργατικό και πρόσχαρο, έτοιμο να βοηθήσει σε όλες τις δουλειές. Ακόμα είναι συνεσταλμένη σε αντίθεση με το νεαρό της ηλικίας της. Προσπαθεί να ερμηνεύσει ό,τι βλέπει γύρω της και να λύσει τις απορίες που τις δημιουργούνται καθώς γνωρίζει καινούρια πράγματα και καταστάσεις. Έχει δυναμικό και σκληρό χαρακτήρα και προσπαθεί να νικήσει τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει καθημερινά.Είναι δυνατή και αγωνίζεται για να μην απογοητεύσει τους γονείς της. Παρατηρεί τα πάντα γύρω της με κάθε λεπτομέρεια και τα εξηγεί στο νου της με το δικό της ξεχωριστό τρόπο. Δε χάνει όμως την ευκαιρία να αναπολήσει στιγμές από τη παλιά της ζωή στη Σύμη. Γεμάτη πίστη και αισιοδοξία, εύκολα κερδίζει τη συμπάθεια του αναγνώστη.
Το συγκεκριμένο βιβλίο προβάλλει προβλήματα που αντικατοπτρίζουν την Ελλάδα του της δεκαετίας του 70αλλά ταυτόχρονα καταστάσεις που βιώνουν οι πολίτες μας σήμερα μεταφέροντας συγχρόνως βαθιά νοήματα. Στην Αστραδενή παρουσιάζεται το θέμα της εσωτερικής μετανάστευσης μέσα από τη φρέσκια και συγχρόνως αυστηρής ματιάς ενός δεκάχρονου κοριτσιού. Ένα θέμα επίκαιρο στην σημερινή Ελλάδα η οποία διέρχεται μέσα από μία μεγάλη οικονομική κρίση.
Τα γεγονότα ακολουθούν χρονολογική σειρά αν και σε κάποια σημεία η συγγραφέας καταφεύγει στο παρελθόν για να μας διηγηθεί κάποιες από τις περιπέτειες της πρωταγωνίστριας. Μέσα από το πρόσωπο του κεντρικού ρόλου δίνει μία πιο έντονη μορφή στο συναίσθημα της νοσταλγίας.
Εκτός όμως από μία καλή πηγή πληροφόρησης η «Αστραδενή» ήταν πολλά συναισθήματα, πολλές ελπίδες, περιέργεια, αγωνία. Διαβάζοντας μαθαίνουμε τα συναισθήματα της μικρής Αστραδενής καθώς αυτή μετακομίζει με την οικογένεια της στην Αθήνα. Αισθάνεται πόνο, αδικία, μοναξιά, στεναχώρια, νοσταλγία και ελπίδα. Ελπίζει ότι ο πατέρας της θα μπορέσει να βρει μια καλή δουλειά εκεί για να ζουν χωρίς στερήσεις και να μην τους λείπει τίποτα. Πληγώνεται και στενοχωριέται καθώς πολλοί από το σχολείο την αδικούν και την απομονώνουν. Αυτό όμως που πραγματικά κάνει τον αναγνώστη να συλλογίζεται και να μη θέλει να το πιστέψει είναι το τέλος του βιβλίου. Οι τελευταίες σελίδες είναι πολύ δυσάρεστες και συμπονετικές αλλά παράλληλα πραγματικές, ρεαλιστικές και φροντίζουν να σεοδηγήσουν από την αθωότητα της παιδικής ηλικίας στη σκληρή και οδυνηρή πραγματικότητα.
Μπορεί αλήθεια να γράψει κάποιος κριτική αφήνοντας απ’ έξω το τέλος; Δε νομίζω. Δε θα πω περισσότερα, φυσικά. Άλλους τους σόκαρε, άλλους τους εξόργισε, άλλους μας θύμισε ότι αυτή είναι η πραγματική ζωή και ότι -όπως ακριβώς και στην πραγματικότητα- μία αθώα και τρυφερή ψυχή δε σημαίνει ότι είναι θωρακισμένη από καθετί κακό και βλαβερό που υπάρχει τριγύρω. Το τέλος του βιβλίου είναι απροσδόκητο και με έντονη συναισθηματική χροιά καθώς ο αναγνώστης εύκολα ταυτίζεται με τον ήρωα. Πολλά πράγματα που μόνο τα κορίτσια αισθάνονται και νιώθουν και αυτός είναι ο λόγος που με έκανε να αισθανθώ τόσο οικεία και κοντά μαζί της. Η ειλικρίνεια και η ευαισθησία συναντούν την περιέργεια της αθώας ηλικίας της. Ο τρόπος που περιγράφει τα πάντα γύρω της μου θυμίζει την ανεμελιά και την ξεγνοιασιά της παιδικής ηλικίας. Ταυτόχρονα όμως δεν παύει να είναι υπεύθυνη και εργατική και παρόλο που έχει συνηθίσει σε ένα άλλο τρόπο ζωής προσπαθεί να συμβαδίσει με τα νέα δεδομένα και τους γρήγορους ρυθμούς της πόλης. Το τέλος ειναι πολύ συγκλονιστικό καθώς περιγράφει την απότομη μετάβαση απο την παιδικότητα στην σκληρή και βίαιη πραγματικότητα των μεγάλων. Η αλλαγή ειναι απότομη και αναπάντεχη, είναι κάτι που δεν περιμένεις απο ένα φαινομενικά παιδικό βιβλίο. Ευαισθητοποιεί τους αναγνώστες για το σοβαρό πρόβλημα της κακοποίησης. Δεν θα το συνέστηνα όμως σε μικρά παιδιά γιατί το τέλος είναι πολύ σκληρό. Το ήθος της ηρωίδας, η πίστη και η αισιοδοξία με τα οποία αντιμετωπίζει τα ανελέητα χτυπήματα της μοίρας κερδίζουν τη συμπάθεια του αναγνώστη προς το πρόσωπό της γεγονός που προκαλεί την ελπίδα και την προσμονή για ένα πιο αίσιο τέλος που θα της άξιζε. Δίχως απαραίτητα να οδηγηθούμε στο «ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» προσωπικά θα έδινα ένα τέλος στην ιστορία το οποίο θα άρμοζε στην ψυχική δύναμη της ηρωίδας καθώς και στο ανεπτυγμένο της ένστικτο. Στο τέλος το οποίο θα έδινα εγώ η μοίρα θα ήταν στη συνέχεια πιο γενναιόδωρη με την ηρωίδα δίνοντας μία νέα τροπή στα γεγονότα και τη ζωή της ανταμείβοντάς την έτσι για την πίστη της και τη μαχητικότητα της απέναντι στις δύσκολες καταστάσεις.
Η γλώσσα του κειμένου είναι απλή , λιτή, κατανοητή.Σε ελάχιστα σημεία υπάρχουν λέξεις με ιδιωματισμούς της Σύμης. Το ύφος είναι απλό και νοσταλγικό και σε ορισμένα σημεία γίνεται λεπτομερές.Περιορισμένη χρήση γίνεται στις μεταφορές και τις παρομοιώσεις, ενώ είναι αρκετές οι λαϊκές και καθημερινές λέξεις και φράσεις οι οποίες δίνουν παραστατικότητα στο κείμενο. Τέλος οι εικόνες δίνουν ανάγλυφα, σκηνές από τη ζωή των ανθρώπων στη Σύμη, οι οποίοι ήταν απολύτως δεμένοι μεταξύ τους, ζούσαν μια λιγότερο «πολιτισμένη» , αλλά περισσότερο ευτυχισμένη και ξέγνοιαστη ζωή.Επίσης το μυθιστόρημα γράφεται με την τεχνική της σύγκρισης μεταξύ της ζωής στην Αθήνα και της αντίστοιχης στη Σύμη και σχεδόν πάντοτε το νησί υπερέχει διατηρώντας το νοσταλγικό ύφος.
Πηγή:
http://libkavas1.blogspot.com/2014/01/blog-post_14.html?m=1
https://agapireads.wordpress.com/2018/01/22/astradeni/