“Στις όχθες του ποταμού Πιέδρα κάθισα και έκλαψα” του Πάουλο Κοέλιο

Έξι μόλις χρόνια μετά το λογοτεχνικό αριστούργημα του, “ο Αλχημιστής”, ο Πάουλο Κοέλο γράφει μια από τις πιο συγκινητικές ιστορίες αγάπης, ένα βιβλίο που ακολουθεί μια γυναίκα και μια ερωτική ιστορία, η οποία κλείνει μέσα της όλα τα μυστικά του κόσμου.

Η Πιλάρ κι ο αγαπημένος της, που γνωρίζονταν από παιδιά, αλλά χώρισαν στην εφηβεία, ξαναβρίσκονται ύστερα από έντεκα χρόνια. Εκείνη μια γυναίκα δυναμική και εγκρατής, που η ζωή την έχει διδάξει να μην παρασύρεται από τα συναισθήματά της. Εκείνος ένας άντρας που κατέχει το θείο χάρισμα να γιατρεύει τους άλλους και να αναζητά μέσα στη θρησκεία μια λύση για τις εσωτερικές συγκρούσεις του.

Και τους δυο τους ενώνει η επιθυμία να αλλάξουν και να ακολουθήσουν τα όνειρά τους. Όμως αυτό δεν είναι εφικτό, παραμόνο εάν, ξεπεράσουν πολλά εμπόδια: το φόβο του να δίνεσαι, την αίσθηση ότι λαθεύεις, τις προκαταλήψεις.

Η καρδιά, είναι που θα αποφασίσει. Γιατί η καρδιά δεν υπακούει σε κανόνες, ούτε καταλαβαίνει από αδιέξοδα.

Ο συγγραφέας, που αναφέρεται με ποίηση και σύγχρονους διαλόγους σε μια ερωτική συνάντηση, μας βυθίζει, επίσης, και στα μυστήρια της θεότητας, γιατί, όπως μας θυμίζει, η «πνευματική δοκιμασία είναι, πρώτα απ όλα, μια πρακτική δοκιμασία αγάπης».

Το βιβλίο αποτελεί ένα έργο συγκινητικό, διαυγές, με πολλά μηνύματα για τη ζωή, που ξεχειλίζει από συναίσθημα και υμνεί την αγάπη και τον έρωτα…

Αποσπάσματα του έργου

Μείναμε έτσι, με τα χέρια ενωμένα, για μερικά λεπτά. Διάβαζα μέσα στα μάτια του τους αρχέγονους φόβους που η πραγματική αγάπη επιβάλλει σαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Διάβασα την άρνηση της προηγούμενης νύχτας, το μακρύ διάστημα που είχαμε ζήσει χωριστά ο ένας από τον άλλο, τα χρόνια στο μοναστήρι, σε αναζήτηση ενός κόσμου όπου δε συνέβαιναν τέτοια πράγματα.
Διάβαζα στα μάτια του τις χιλιάδες φορές που είχε φανταστεί τούτη τη στιγμή, το διάκοσμο που είχε στήσει γύρω μας, το χτένισμα που θα είχα, το χρώμα των ρούχων μου. Ήθελα να πω ναι, πως θα ήταν καλόδεχτος, πως η καρδιά μου είχε κερδίσει τη μάχη. Ήθελα να του πω πόσο τον αγαπούσα, πόσο τον ποθούσα τούτη τη στιγμή.
Αλλά έμεινα βουβή. Παρακολουθούσα, σαν μέσα σε όνειρο, την εσωτερική του πάλη. Είδα ότι είχε απέναντί του την άρνησή μου, το φόβο μη με χάσει, τα σκληρά λόγια που είχε ακούσει σε ανάλογες περιπτώσεις -γιατί όλοι περνάμε τέτοιες στιγμές και συσσωρεύουμε ουλές.
Τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν. Ήξερε πως γκρέμιζε όλους του τους φραγμούς.
Τότε του άφησα το ένα χέρι. Έπιασα το ποτήρι και το ακούμπησα άκρη άκρη στο τραπέζι.
“Θα πέσει”, μου είπε.
“Σωστά. Και θέλω να το πετάξεις”.
“Να σπάσω το ποτήρι;”
Ναι, να σπάσει ένα ποτήρι. Μια κίνηση απλή, φαινομενικά, η οποία ωστόσο υπονοεί φοβίες που δεν καταφέρνουμε να τις καταλάβουμε ποτέ. Πού είναι το κακό στο να σπάσεις ένα κοινό ποτήρι -κάτι που το έχουμε κάνει όλοι άθελά μας κατά καιρούς;


“Να σπάσω ένα ποτήρι?”επανέλαβε. “Για ποιό λόγο?”
“Θα μπορούσα να σου δώσω κάποιες εξηγήσεις. Αλλά, στην πραγματικότητα, έτσι, απλά… για να το σπάσεις.”
“Αντί για εσένα?”
“Όχι βέβαια!”
Κοίταξε το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού ανήσυχος από την πιθανότητα της πτώσης του.
Είναι ένα περαστικό καπρίτσιο, ήθελα να του πω. Είναι το απαγορευμένο. Δε σπας ποτήρια στα καλά καθούμενα, επίτηδες. Όταν μπαίνουμε σ’ ένα εστιατόριο ή στο σπίτι μας, προσέχουμε να μην αφήσουμε τα ποτήρια στην άκρη του τραπεζιού. Ο κόσμος μας απαιτεί να προσέχουμε να μην αφήνουμε τα ποτήρια να πέφτουν και να σπάνε. Ωστόσο, σκέφτηκα, τυχαίνει να σπάσουμε άθελά μας ένα ποτήρι και τότε βλέπουμε πως στο κάτω κάτω δεν ήταν και τίποτα σοβαρό. Το γκαρσόνι λέει “Α, δεν είναι τίποτα” και δεν έχω δει ποτέ να σου χρεώνουν ένα σπασμένο ποτήρι στο λογαριασμό. Το να σπας ποτήρια αποτελεί μέρος της ύπαρξης, και δεν αδικούμε κανένα, ούτε τον εαυτό μας, ούτε το εστιατόριο, ούτε τον διπλανό μας.
Χτύπησα το τραπέζι με την παλάμη. Το ποτήρι ταλαντεύτηκε, αλλά δεν έπεσε.
“Πρόσεχε!” είπε αυθόρμητα.
“Σπάσε το ποτήρι” επέμεινα.
Σπάσε το ποτήρι, συλλογίστηκα, γιατί είναι μια κίνηση συμβολική. Προσπάθησε να καταλάβεις ότι έσπασα μέσα μου πολύ πιο σημαντικά πράγματα από ένα ποτήρι και ότι είμαι ευτυχισμένη. Σκέψου τη δική σου εσωτερική πάλη και σπάσε τούτο το ποτήρι. Γιατί οι γονείς μας μας έμαθαν να προσεχουμε τα ποτήρια και τα σώματα. Μας έμαθαν πως τα παιδικά πάθη ανήκουν στο χώρο του αδύνατου, πως δεν πρέπει να απομακρύνουμε τους άντρες από την ιεροσύνη, πως οι άνθρωποι δεν κάνουν θαύματα και πως κανένας δεν φεύγει για ταξίδι χωρίς να ξέρει πού πάει. Σπάσε αυτό το ποτήρι, σε παρακαλώ, και απελευθέρωσέ μας από όλες τις καταραμένες προκαταλήψεις, από αυτή τη μανία να τα εξηγούμε όλα και να μην κάνουμε παρά μόνο αυτό που εγκρίνουν οι άλλοι.
“Σπάσε το ποτήρι”, του ζήτησα για άλλη μια φορά.
Κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό κου. Ύστερα, αργά, το χέρι του γλύστρισε στην επιφάνεια του τραπεζιού ώσπου άγγιξε το ποτήρι. Το έσπρωξε με μια κοφτή κίνηση και το πέταξε καταγής.
Ο θόρυβος τράβηξε την προσοχή των θαμώνων. Αντί να ζητήσει συγγνώμη με κοίταξε χαμογελώντας. Του αντιγύρισα το χαμόγελο.
“Δεν είναι τίποτα”, φώναξε το γκαρσόνι που εξυπηρετούσε κάποιους πελάτες. αλλά εκείνος δεν το άκουσε. Είχε σηκωθεί, με είχε αρπάξει από τα μαλλιά και με φιλούσε.

Πηγές

https://www.logografis.gr/paulo-coelho-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%B5%CE%B9-%CE%BF-%CF%84%CF%8C%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *