Η «Λωξάντρα» δεν είναι απλώς βιογραφία, ούτε απλώς μυθιστόρημα. Στο συναρπαστικό αυτό κείμενο, που έγινε ανάρπαστο από την ώρα που πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας, οι πραγματικοί και οι φανταστικοί χαρακτήρες συγχωνεύονται για να αναπλάσουν την εικόνα της Πόλης πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Μαρία Ιορδανίδου έγραψε το βιβλίο το 1963, όταν ήταν ήδη εξήντα έξι χρόνων, επειδή – έλεγε – δεν ήθελε αυτά τα λίγα πράγματα που ήξερε να τα πάρει μαζί της. Η Λωξάντρα είναι η ιστορία της γιαγιάς της: μέσα από αυτήν, η Μαρία Ιορδανίδου ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, ακόμα και ”τώρα, που όλα αυτά πέρασαν και το χορτάρι της λησμονιάς αρχίζει κιόλας να φυτρώνει”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Η Μαρία Ιορδανίδου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1897 και έζησε τα παιδικά της χρόνια στον Πειραιά και το Βατούμ της Ρωσίας. Φοίτησε σε ρωσικό γυμνάσιο, στη Σταυρούπολη, όπου τη βρήκε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Το 1919 γύρισε στην Κωνσταντινούπολη και λίγο αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου παντρεύτηκε τον Ιορδάνη Ιορδανίδη. Το 1923 επέστρεψαν μαζί στην Αθήνα, αλλά σύντομα ο Ιορδανίδης έφυγε.
Εξαιτίας των συνθηκών της ζωής της, η Ιορδανίδου απέκτησε μεγάλη γλωσσομάθεια και εργάστηκε ως ιδιωτική υπάλληλος. Έγινε γνωστή στο λογοτεχνικό χώρο με το έργο «Λωξάντρα», που έγραψε σε ηλικία 65 χρονών, το 1962, και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Η «Λωξάντρα» περιγράφει με μεγάλη ζωντάνια και χιούμορ τα έθιμα και τη ζωή των Ελλήνων της Πόλης και βασίζεται στις αναμνήσεις της Ιορδανίδου πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ουσιαστικά η ιστορία της γιαγιάς της. Τη ζωή της στη Ρωσία περιγράφει η Ιορδανίδου στο βιβλίο της Διακοπές στον Καύκασο (1965), ενώ στο Σαν τα τρελά πουλιά (1978) μιλά για τα χρόνια στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα κατά το Μεσοπόλεμο. Τελευταίο της έργο είναι Η αυλή μας (1981).
Τα έργα της γνώρισαν μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Πέθανε στις 6 Νοεμβρίου του 1989.
«Λωξάντρα»
Η Λωξάντρα είναι μια υπέροχη γυναίκα, που με το ένα χέρι σού φτιάχνει χαλβά και με το άλλο σού ρίχνει ελαφρά σοπάκια για να συνέλθεις. Κι αν συνεχίσεις να την εκνευρίζεις, το στακάτο της «Α!» σημαίνει ότι ως εδώ ήταν, δε σε παίρνει να συνεχίσεις. Η Λωξάντρα είναι η ίδια η Κωνσταντινούπολη, μια γυναίκα βασισμένη στις παραδόσεις που έμαθε, ένα πλάσμα που ξέρει να μαγειρεύει παραδοσιακά, φοβάται τον Κουκουιτζή, το πνεύμα του σπιτιού, αρνείται να αλλάξει την καθημερινότητά της όσο αυξάνονταν οι ανέσεις σε ένα νοικοκυριό κατά το πέρασμα του χρόνου και ένας άνθρωπος που κάθε ιστορική καταστροφή την έβρισκε μαγκωμένη, «τώρα αυτό είναι για καλό μας ή για κακό μας;». Λωξάντρα, Κωνσταντινούπολη, Ιστορία.
Το μυθιστόρημα της Μαρίας Ιορδανίδου ξετυλίγει τη ζωή μιας γυναίκας που έζησε στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου αιώνα και πέθανε πλήρης ημερών λίγα χρόνια μετά την είσοδο του 20ού αιώνα, αφήγηση βασισμένη στην πραγματική γιαγιά της συγγραφέως. Η Λωξάντρα ζει με τον σύζυγό της, Δημητρό, τα δικά του παιδιά, τον Επαμεινώνδα, τον Θεόδωρο, τον Γιώργο και την Αγαθώ, τα οποία και μεγάλωσε, αλλά αργότερα απέκτησε και δικά της, τον Αλέκο και την Κλειώ. Τα παιδιά της, λοιπόν, οι γείτονές της, οι συγγενείς της, ο κοινωνικός ιστός της βασίλισσας των πόλεων, συγκροτούν ένα άρτιο, τρυφερό, συγκινητικό μυθιστόρημα, που σε κάνει να δακρύσεις πολλές φορές, όχι τόσο για τις χαμένες πατρίδες όσο για τη χαμένη καθημερινότητα.
Η ζωή τότε κυλούσε μετρώντας τους γάμους και τις γεννήσεις, ζώντας έντονα την κάθε εποχή και φτιάχνοντας το αντίστοιχο γλυκό ή φαγητό, η ώρα πέρναγε με το κέντημα όταν ξένοιαζαν οι γυναίκες από τις δουλειές, ένα απίστευτο ωρολόγιο πρόγραμμα, ικανό να εξοντώσει κάθε νέα νοικοκυρά του σήμερα από την πρώτη ώρα! Και η Λωξάντρα εκεί, φρεγάτα στη θάλασσα της Ιστορίας, να ενσαρκώνει τις αναμνήσεις χιλιάδων ανθρώπων που εκδιώχθηκαν άγρια κατά διαστήματα από τον τόπο τους για να γυρίσουν στην Ελλάδα και τις χαρές και τις λύπες γεγονότων και καθημερινών εργασιών που πλέον φθίνουν.
Γλώσσα στρωτή, αφήγηση που ρέει, ιδιωματισμοί με τις επεξηγήσεις τους, αστεία και σοβαρά περιστατικά, διεισδυτική ματιά στα πρόσωπα και τα πράγματα, λεπτομέρειες που έχουν χαραχτεί στο μυαλό της συγγραφέως, η οποία γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1897 και πρόλαβε πολλούς χαρακτήρες που περιγράφει: τον νερουλά, τον αυγουλά, τον τουλουμπατζή. Οτιδήποτε ξεπερνούσε σε μέγεθος την καθημερινότητά της, η Λωξάντρα το θεωρούσε «σφαή» και οι προσευχές και τα τάματα στην Παναγία Μπαλουκλιώτισσα πήγαιναν κι έρχονταν. Μοναδικό το δέσιμο με την Παναγία και το θαυματουργό της αγίασμα. Μοναδικές και οι συνταγές της. Ανεπανάληπτες οι κωμικές σκηνές του μυθιστορήματος.
Η συγγραφέας ντύνει ιστορικά το κείμενό της με συμπυκνωμένες πληροφορίες για τον Κριμαϊκό πόλεμο, για τη βασιλεία του Αβδούλ Μετζίτ και του Αβδούλ Αζίζ και για το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, οπότε και ολοκληρώνει εκεί την ιστορία της, γιατί πλέον ο κόσμος δε θα έιναι ξανά ίδιος. Η Λωξάντρα μετακομίζει από το εξοχικό Μακροχώρι στο κέντρο της Πόλης και από κει στον Πειραιά. Πώς είναι η ζωή της εκεί; Πώς τα καταφέρνει; Θα προσαρμοστεί στις τελείως διαφορετικές εικόνες που δέχεται; Πόσο θα αλλάξει τις καθημερινές της συνήθειες αυτή η νταρντάνα γυναίκα;
Η ιστορία κλείνει με τις περιπέτειες της εγγονής της Λωξάντρας από την Κλειώ, της Άννας, που μοναδικό συμπαραστάτη στη ζωή της βρήκε τη γιαγιά της, στην οποία προσέτρεχε κάθε λίγο και λιγάκι. Περιστατικά που ατσάλωσαν έναν χαρακτήρα που θα γνωρίσουμε στο επόμενο βιβλίο, τις «Διακοπές στον Καύκασο».
Το βιβλίο, που γράφτηκε το 1962, γνώρισε ακόμη μεγαλύτερη προβολή, χάρη στη γνωστή σε όλους ομότιτλη σειρά της ΕΡΤ που προβλήθηκε την τηλεοπτική σαιζόν 1980-1981 σε 30 επεισόδια. Ποιος δε θυμάται τη μορφή της Μπέτυς Βαλάση στον ομώνυμο ρόλο, να σιχτιρίζει τις γάτες, να μαγειρεύει χαλβά και ατζέμ πιλάφι, να κλείνει τη μύτη της φωνάζοντας «τα επτά λέσια!» και να προσεύχεται στην Μπαλουκλιώτισσα; Αυτήν την εικόνα δεν την είδαμε στο μυθιστόρημα, οπότε ίσως η Μπέτυ Βαλάση να πήγε τον χαρακτήρα ένα βήμα παρακάτω, του έδωσε σιλουέτα, προσωπικότητα, προσέθεσε τις δικές της λεκτικές και εκφραστικές νοστιμιές και δημιούργησε μια ηρωίδα που δύσκολα θα ξεχαστεί. Χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 2011, στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού ανέβηκε η θεατρική μορφή του έργου, με πρωταγωνίστρια τη Φωτεινή Μπαξεβάνη, η οποία, χωρίς να κοπιάρει τίποτα και κανέναν, δημιούργησε με πρωτόφαντη στα δικά μου μάτια υποκριτική δεινότητα μια άλλη Λωξάντρα, εξίσου στιβαρή και συμπονετικιά, εξίσου ικανή μαγείρισσα («που θα με αφησεις εμένα χωρίς λάδι!»), σε γενικές γραμμές ήταν μια αξιολογότατη πρωταγωνίστρια. Το έργο ανέβηκε τελευταία φορά στο θεατρικό σανίδι τον χειμώνα του 2018 με την Ελένη Κοκκίδου να ενσαρκώνει τον περίφημο ρόλο της Λωξάντρας με μεγάλη επιτυχία.
Η Λωξάντρα είναι ένα υπέροχο μυθιστόρημα, ολοζώντανο και παραστατικότατο, που περιγράφει γλαφυρά μέσα από τα μάτια της κεντρικής ηρωίδας, δεινής μαγείρισσας, τη ζωή, τις χαρές, τις απολαύσεις, τις στιγμές του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης μέχρι την εμφάνιση των Νεοτούρκων. Μυρωδιές της ανατολίτικης κουζίνας ανακατεύονται με τις μυρωδιές από ένα χρυσοποίκιλτο ύφασμα που αργοκαίγεται στο καμίνι της Ιστορίας.
Ένα απλώς εξαιρετικό μυθιστόρημα που σας προτείνουμε να σπεύσετε να απολαύσετε (αν δεν το έχετε ήδη κάνει)!
ΠΗΓΕΣ: Η υπέροχη κριτική του Πάνου Τουρλή (https://www.goodreads.com/book/show/6215512), http://archeia.moec.gov.cy/sm/280/loxandra_iordanidou_didaktiki_protasi.pdf , https://www.politeianet.gr/books/9789600501384-iordanidou-maria-estia-loxantra-201350