Η “Ρεβέκκα” είναι μία αμερικανική ταινία μυστηρίου. Για πρώτη φορά την απολαύσαμε στη μεγάλη οθόνη, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ. Αυτή η παραγωγή του 1940 βραβεύτηκε και με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Το κινηματογραφικό αυτό έργο, παραγωγής του Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος της Δάφνη Ντι Μωριέ, ενώ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίζονται οι Λόρενς Ολίβιε, Τζόαν Φοντέιν και Τζούντιθ Άντερσον. Προτάθηκε για 11 βραβεία Όσκαρ, κέρδισε δύο κι αποτελεί τη μοναδική ταινία του Χίτσκοκ που κατάφερε να κερδίσει το πολυπόθητο αγαλματίδιο, καθώς και την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στο Χόλιγουντ. Ο Χίτσκοκ ήταν για πρώτη φορά στη λίστα των υποψηφίων για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας, αλλά το βραβείο πήγε στο Τζον Φορντ για την ταινία Τα σταφύλια της οργής. Ο μετρ της αγωνίας θα υπήρξε άλλες πέντε φορές υποψήφιος, χωρίς επιτυχία και το 1967 η ακαδημία του παραχώρησε το τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στον κινηματογράφο.
80 χρόνια μετά, το 2020, η αμερικανική εταιρία Netflix μας χαρίζει το ριμέικ της ταινίας, ένα ακόμη αριστούργημα που δεν έχει να ζηλέψει ( σχεδόν ) τίποτα από το πρωτότυπο έργο. Κι αυτό, διότι το σκηνοθετεί ο Βρετανός Μπεν Γουίτλι, ενώ στους πρωταγωνιστικούς βρίσκονται οι: Λίλι Τζέιμς, Κρίστιν Σκοτ και Άρμι Χάμερ.
Πλοκή
Μια νεαρή συνεσταλμένη γυναίκα, που δεν αναφέρεται ποτέ το όνομά της, η οποία είναι ορφανή και συνοδεύει την πλούσια δεσποτική και καυστική Αμερικανίδα κυρία Βαν Χόπερ στις διακοπές της, στο Μονακό, γνωρίζεται εκεί με τον πλούσιο αριστοκράτη και χήρο Μαξιμίλιαν “Μάξιμ” Ντε Γουίντερ. Η σύζυγος του Μάξιμ, Ρεβέκκα, έχει πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο σε ατύχημα στη θάλασσα. Οι δυο τους ερωτεύονται, και όταν η εργοδότρια της αποφασίζει να φύγουν από το Μονακό, ο Μαξίμ της ζητά κάπως βεβιασμένα να παντρευτούν κι εκείνη δέχεται. Η κυρία Βαν Χόπερ την προειδοποιεί ότι ο Μάξιμ λάτρευε την πρώτη σύζυγό του και της εύχεται καλή τύχη στη νέα ζωή της.
Έτσι φτάνουν μαζί στο Μάντερλεϊ, την έπαυλη του Μάξιμ, όπου η άπειρη δεύτερη σύζυγος προσπαθεί με δυσκολία να προσαρμοστεί στα καθήκοντα της νέας της θέσης και στην πορεία αναπτύσσει έναν φόβο για την κυρία Ντάνβερς, την οικονόμο του σπιτιού και άλλοτε πιστή σύμμαχο της νεκρής Ρεβέκκα, την οποία είχε μεγαλώσει από παιδί. Η νέα κυρία ντε Γουίντερ αρχίζει να πιστεύει ότι η Ρεβέκκα ήταν η τέλεια γυναίκα και ότι ο Μάξιμ τη λάτρευε, κάτι που δεν θα τους αφήσει ποτέ να ευτυχήσουν. Η επίσκεψη του Τζακ Φαβέλ, παρουσιαζόμενου ως ξαδέλφου της Ρεβέκκα, αλλά στην πραγματικότητα εραστή της, κλονίζει την αφηγήτρια και αποφασίζει να πάρει τα ηνία στο σπίτι, δίνοντας εντολή στην κυρία Ντάνβερς να καταστραφούν και να πεταχτούν τα προσωπικά αντικείμενα της Ρεβέκκα, κάτι που εξοργίζει την οικονόμο αλλά το κρύβει.Η σκηνή, όπου η οικονόμος, προκαλεί τη νεαρή γυναίκα να πέσει από το παράθυρο.
Θέλοντας να χαροποιήσει τον σύζυγό της και για να να αποσείσει τη σκιά του παρελθόντος οργανώνει μια γιορτή μεταμφιεσμένων, όπου η κυρία Ντάνβερς την πείθει να φορέσει ένα κοστούμι που εικονίζεται να φορά σε έναν πίνακα η Καρολάιν ντε Γουίντερ, μια πρόγονος του Μάξιμ. Ερήμην της όμως, το κοστούμι αυτό φορούσε και η Ρεβέκκα σε ένα παρόμοιο πάρτι λίγο καιρό πριν πεθάνει και όταν εμφανίζεται στη σάλα με αυτό, ο Μάξιμ οργίζεται και οι καλεσμένοι παγώνουν, οπότε εκείνη συντετριμμένη, αντιμετωπίζει τη κυρία Ντάνβερς για το παιχνίδι που της έπαιξε. Εκείνη της αποκαλύπτει την απέχθεια της και την πεποίθησή της ότι σαν δεύτερη σύζυγος του Μάξιμ προσπαθεί να υποκαταστήσει τη Ρεβέκκα, αλλά είναι ανίκανη για αυτό. Εκμεταλλευόμενη την ψυχολογική κατάσταση της κοπέλας, η οικονόμος την πείθει σχεδόν να αυτοκτονήσει πέφτοντας από το παράθυρο, αλλά διακόπτεται από την σειρήνα ενός πλοίου, που έχει μόλις ναυαγήσει στα βράχια κοντά στην παραλία που γειτονεύει με το Μάντερλεϊ.
Αποκαλύπτεται ότι κοντά στο πλοίο που ναυάγησε βρίσκεται το ναυάγιο ενός άλλου πλοίου, του σκάφους της Ρεβέκκα, και μέσα σε αυτό ένα πτώμα, το πτώμα της Ρεβέκκα. Ο Μάξιμ διηγείται στην αφηγήτρια πως η Ρεβέκκα ήταν μια σκληρή, επιπόλαιη και αδίστακτη εγωίστρια που, αφότου παντρεύτηκαν, του αποκάλυψε το πραγματικό της πρόσωπο και έκαναν μια άτυπη συμφωνία. Εκείνος θα την χρηματοδοτούσε και εκείνη θα κρατούσε το προσωπείο της τέλειας αριστοκρατικής κυρίας, ζώντας παράλληλα τη ζωή που ήθελε και απατώντας τον Μάξιμ κατά συρροή. Όταν του αποκάλυψε ότι είναι έγκυος με παιδί από κάποιον εραστή της και ότι σκόπευε να το μεγαλώσει σαν δικό του, ώστε να κληρονομήσει την περιουσία του, εκείνος όρμησε να τη σκοτώσει αλλά, σκοντάφτοντας κάτω, η Ρεβέκκα πέθανε από ατύχημα. Έτσι έκρυψε το σώμα της στο σκάφος και το βύθισε αναγνωρίζοντας το πτώμα μιας φτωχής γυναίκας ως της Ρεβέκκα και αφήνοντας ένα σημείωμα αυτοκτονίας, που δήθεν έγραψε η Ρεβέκκα.
Η γυναίκα του χαίρεται που δεν αγάπησε ποτέ τη Ρεβέκκα και παρηγορείται για την πιθανότητα να κατηγορηθεί για φόνο ο Μάξιμ. Διενεργούνται ανακρίσεις που με μάρτυρες τον Τζακ Φαβέλ και την κυρία Ντάνβερς προσπαθούν να δείξουν ότι η Ρεβέκκα δολοφονήθηκε. Όμως, ανακαλύπτεται ότι η Ρεβέκκα είχε επισκεφτεί έναν γιατρό ο οποίος της διέγνωσε καρκίνο σε τελικό στάδιο και, αργότερα την ίδια ημέρα, εκείνη ανακοίνωσε δήθεν ότι ήταν έγκυος και προκάλεσε τον Μάξιμ να τη σκοτώσει για να του καταστρέψει τη ζωή, πριν πεθάνει η ίδια. Ο Φαβέλ τηλεφωνεί στην κυρία Ντάνβερς και της αποκαλύπτει ότι η Ρεβέκκα είχε καρκίνο και ότι οι δύο σύζυγοι μπορούν πλέον να ζήσουν ευτυχισμένοι στο Μάντερλεϊ. Εκείνη, έχοντας παρανοήσει, βάζει φωτιά στο Μάντερλεϊ για να μην ζήσουν εκεί ευτυχισμένοι. Η αφηγήτρια σώζεται και συναντά τον Μάξιμ που έχει μόλις φτάσει με αυτοκίνητο, έχοντας δει τις φλόγες από μακριά. Αγκαλιάζονται και η κυρία Ντάνβερς πεθαίνει μέσα στις φλόγες. Η ταινία τελειώνει με ένα κεντητό μονόγραμμα της Ρεβέκκα να καίγεται σε ένα μαξιλάρι.
Η ταινία του 1940
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, όπως είναι πιθανότατα γνωστό, είχε ένα σύνολο από εξαιρετικά έργα στην περίοδο που βρισκόταν στην Αγγλία. Η τελευταία του μάλιστα ταινία εκεί, «Η Ταβέρνα της Τζαμάικα», ήταν βασισμένη και αυτή, όπως και η «Ρεβέκκα» σ’ ένα βιβλίο της Δάφνης ντι Μωριέ, συγγραφέως που ο σκηνοθέτης επισκέφθηκε ξανά και στα «Πουλιά» του 1963.
Ο Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ, ο μεγιστάνας παραγωγός που την ίδια χρονιά (1939) ολοκλήρωνε το έπος του «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», που θα χαρακτήριζε την φήμη του και θα στιγμάτιζε το μετέπειτα έργο του, κάλεσε τον Χίτσκοκ για μια μεταφορά του τραγικού ναυαγίου του «Τιτανικού». Το σχέδιο όμως “ναυάγησε” και ο Σέλζνικ ζήτησε από τον Χίτσκοκ την «Ρεβέκκα».
Η ταινία, όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης και στην περίφημη συνέντευξή του στον Φρανσουά Τριφό, «δεν είναι ταινία Χίτσκοκ». Εν μέρει έχει δίκιο. Πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε, με τη φήμη του υπερεπεμβατικού Σέλζνικ και των ποταμιαίων μνημονίων του που επέβαλλαν στους σκηνοθέτες «του» από τα σκηνικά και τα κοστούμια, μέχρι την διεύθυνση των ηθοποιών και την τροπή του σεναρίου.
Ωστόσο η «Ρεβέκκα», πέραν της αναπόφευκτης λόγω στούντιο και Χίτσκοκ πληρότητάς της, διέθετε πινελιές εδώ κι εκεί που χαρακτήριζαν το ως τότε έργο του σκηνοθέτη. Πινελιές που στην μετέπειτα πορεία θα αποκρυσταλλώνονταν στο αμίμητο στυλ του.
Η ταινία του 2020
Η επιτυχία του ριμέικ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σκηνοθετική δεινότητα του Γουίτλι. Με την αρωγή της τεχνολογίας του 21ου αιώνα, ο ομοεθνής του Χίτσκοκ έδειξε ότι σεβάστηκε τον πρώτο διδάξαντα και ακολούθησε τα βήματά του, ως ένα σημείο. Το χρώμα της εικόνας, δε ζημείωσε καθόλου την πλοκή και το αίσθημα μυστηρίου, αντιθέτως “φώτισε” τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των πρωταγωνιστών.
Όσο για τους πρωταγωνιστές, η Κρίστιν Σκοτ Τόμας συναγωνίζεται σε ερμηνευτική ικανότητα την Τζούντιθ Άντερσον, που είχε κερδίσει τότε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου.
Η Λίλι Τζέιμς, ακόμη, στον ρόλο της αδέξιας συζύγου, που βυθίζεται στον υποτιθέμενο καλό κόσμο της Βρετανίας του ’30 τα καταφέρνει περίφημα.
Το τέλος της ιστορίας του Χίτσκοκ πιο άμεσο και ποιητικό από το «αμερικανοποιημένο» φινάλε του Γουίτλι, όμως ακόμη κι έτσι το ριμέικ δεν χάνει τη βαρύτητά του έναντι του πρωτότυπου.
Το φάντασμα της Ρεββέκας, η ενσάρκωση δια της απουσίας της του απόλυτου αριστουργήματος, δεν τρόμαξε τον Μπεν Γουίτλι, που έκαψε όπως το «Μάντερλεϊ», τη ρήση της Σύλβιας Πλαθ: «Η τελειότητα είναι τρομερή, δεν μπορεί να κάνει παιδιά»… Και απέδειξε ότι κανείς δεν είναι τέλειος, αλλά όλοι μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι. Και η «Ρεββέκα» του, (ίσως όχι καλύτερη από εκείνη του Χίτσκοκ, αλλά…) κατάφερε να σταθεί στο ύψος της!
Πηγές
«Ρεβέκκα»: Το σκοτεινό παραμύθι των φαντασμάτων
Είδαμε τη νέα «Ρεβέκκα» στο Netflix: Ο Μπεν Γουίτλι θάμπωσε τον Άλφρεντ Χίτσκοκ
One thought on “Η “Ρεβέκκα” του σήμερα και του χθες”