Σε χιλιάδες αντίτυπα κόλλησαν την άσφαλτο στο χώμα,
να μη σε προλαβαίνουν τα μάτια
να μη σε καίνε οι ανάσες
καθώς χάνεσαι στην πρώτη στροφή .
Να απλώνεται γρήγορα η απόσταση
και να μην βλέπεις για πολύ
τη μάνα και τον πατέρα στην άκρη του δρόμου.
Να μην ακούς το ρέμα του καημού.
Από δώδεκα χρονών φεύγω,
κάθε δεκαπέντε μια επιστροφή, τότε,
ήταν και οι άλλοι που γύριζαν Χριστούγεννα και Λαμπρή.
Μια σταλιά παιδάκια
κλωνάρια μόνα
τι σημασία έχει πια!
Όλο φεύγω, κι ούτε ένα απ’ τα καλάθια
που μαζεύαμε τα σύκα και τα σταφύλια
δεν πήρα για ενθύμιο.
Κι ακόμα, Μάνα, δε σου είπα
πόσο ήθελα να μου χαϊδέψεις μια φορά
τα μαλλιά και το πρόσωπο
κι ας γδέρνουν τα χέρια σου.
Αν μ’ αγαπάς, αν νοιάζεσαι για μένα να το λες
έγραψα σ’ ένα τραγούδι.
Εμείς ποτέ δε λέγαμε τίποτα.
Πώς αλλιώς θα αντέχαμε
τόσους αποχαιρετισμούς.
Πηγή: Γιάννης Καλπούζος, Ποιήματα 2000-2017, εκδόσεις Ψυχογιός
Ακούστε το εδώ: