Την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους . . . η δεκαοκταέτις κόρη το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαγχροινή, νοστιμούλα, εκλείσθη εις την οικίαν της ενωρίς, διότι ήτο μόνη.
Ό πατήρ της, ο ατυχής μπάρμπα-Διόμας, αρχαίος εμποροπλοίαρχος πτωχεύσας, όστις κατήντησε να γείνη πορθμεύς εις το γήρας του, είχεν επιβή της λέμβου του περί μεσημβρίαν, όπως πλεύση εις την νήσον Τσουγκριάν, τρία μίλια απέχουσαν, και διαπορθμεύση εκείθεν εις την πολίχνην εορτασίμους τινάς προμηθείας. Υπεσχέθη ότι θα επανήρχετο προς εσπέραν, αλλ’ ενύκτωσε και ακόμη δεν εφάνη.
Η νέα ήτο ορφανή εκ μητρός. Η μόνη προς μητρός θεία της, ήτις της εκράτει άλλοτε συντροφίαν, διότι αι οικίαι των εχωρίζοντο δι’ ενός τοίχου, &εμάλλωσε& και αυτή μαζί της διά δυο στρέμματα αγρού και δεν ωμιλούντο πλέον. Η νεάνις εκάθησε πλησίον του πυρός, το οποίον είχεν ανάψει εις την εστίαν περιμένουσα τον πατέρα της, και εκράτει το ους τεταμένον εις πάντα θόρυβον εις τα φαιδρά άσματα των παίδων της οδού, ανυπόμονος και ανησυχούσα πότε ο πατήρ της να έλθη.
Αι ώραι παρήρχοντο και ο πτωχός γέρων δεν εφαίνετο. Το Ουρανιώ είχεν απόφασιν να μη κατακλιθή, αλλ’ έμενεν ούτως ημίκλιντος πλησίον της εστίας.
Παρήλθε το μεσονύκτιον και ήρχισαν ν’ αντηχώσιν οι κώδωνες των ναών, καλούντες τους χριστιανούς εις την ευφρόσυνον της εορτής ακολουθίαν.
Η καρδία της νέας &εκόπηκε μέσα της&.
— Πέρασαν τα μεσάνυκτα, είπε, κι’ ο πατέρας μου! . . .
Συγχρόνως τότε ήκουσε θόρυβον και φωνάς έξωθεν. Η γειτονιά είχεν εξυπνήσει και όλοι ητοιμάζοντο διά την εκκλησίαν.
Η δύστηνος Ουρανιώ δεν αντέσχεν, αλλ’ έλαβε την τόλμην να εξέλθη εις τον σκεπαστόν και περίφρακτον υπό σανίδων εξώστην της οικίας, όπου κρυπτομένη εις το σκότος προέβαλε διά της θυρίδος την κεφαλήν.
Μία γειτόνισσα, λάλος και φωνασκός, είχεν εγερθή πρώτη και αφύπνιζε διά των κραυγών της τους γείτονας όλους, όσων ο ύπνος ανθίστατο εις των κωδώνων τον κρότον, προσπαθούσα να εξυπνίση τον άνδρα και τα παιδία της. Ο σύζυγος της Νταραδήμος είχεν ανάγκην μοχλού διά να σταθή εις τους πόδας του.
Η θύρα της οικίας των ήτο αντικρύ της του μπάρμπα-Διόμα. Το Ουρανιώ έβλεπε καθαρώς απέναντι της την γυναίκα εκείνην κρατούσαν φανόν, φωτίζουσαν οικτιρμόνως τα σκότη της οδού διά τους διαβάτας και τους γείτονας. Διότι το σκότος ήτο βαθύ, και ελαφρός άνεμος έπνεεν, όσος ήρκει διά να μεταφέρη εκ των χιονοσκεπών βουνών το ψύχος και τον παγετόν εις τας φλέβας των ανθρώπων.
Κατ’ εκείνην την στιγμήν διήλθεν άνθρωπός τις, ον ιδούσα και αναγνωρίσασα η Ουρανιώ δεν ηδυνήθη να μη μειδιάση.
— Πώς! κι’ ο Αργυράκης πάει στην εκκλησιά; . . . εψιθύρισεν.
Ο Αργυράκης της Γαρουφαλιάς, όστις είχε το προνόμιον να προσωνυμάται από του ονόματος της συζύγου του, είχεν ειπεί άλλοτε και το λόγιον έμεινε παροιμώδες: «όποτε πάω στην εκκλησία βάια μοιράζουνε». Αλλά την φοράν ταύτην τον εξύπνησε βιαίως η Γαρουφαλιά και τω επέταξε να υπάγη εις την εκκλησίαν, διότι είδε κακόν όνειρον, είπεν. Εφοβείτο μήπως η γύφτισσες (υπήρχον αντικρύ του οικίσκου των πέντε ή έξ καλύβαι γύφτων, νεοφωτίστων) έκαμαν μαγείας εναντίον της. Και αν αυτή επάθαινε τίποτε, Θεός να φυλάη! ποία άλλη θα εκόλλα τον φούρνον, η ‘μέραις που έρχονται, τώρα τον Αϊ-Βασίλη κτλ. εις όλην την γειτονιά; Όλον δε το άτομόν της ενεθύμιζε την μητέρα εκείνην των Σαράντα Δράκων του παραμυθιού, ήτις εφούρνιζε με τας παλάμας και &επάνιζε& με τους μαστούς.
Ο ευπειθής Αργυράκης, όστις μόλις έφθανε μέχρι των ώμων του αναστήματός της, ηγέρθη, εφόρεσεν εις την κεφαλήν του τον &γιοργούλη& του, εζώσθη το κόκκινον ζωνάρι του, τρεις σπιθαμάς πλατύ, υπέδησεν εις τους πόδας τα πέδιλα του και εξήλθεν εις την οδόν.
Ταυτοχρόνως είχεν εξέλθει και ο Νταραδήμος, όστις έπιασεν ομιλίαν με τον Αργυράκην της Γαρουφαλιάς.
— Τώρα μ’ αρέσεις, γείτονα, τω λέγει . . . μην είσαι αλιβάνιστος, διότι είνε &κατά τα σκοίνια& (καταισχύνη). Το φεγγάρι δεν είνε τώρα παν τς’ Έλληνες (πανσέληνος), να φοβάσαι τον ίσκιο σου τη νύχτα . . .
Τοιαύτα ελληνικά ωμίλει ο Νταραδήμος.
— Τι να κάμωμε, να σ’ ορίσω γείτονα; απήντησε ταπεινοφρόνως ο Αργυράκης·
Και ο Νταραδήμος κατέβη εις την οδόν, προηγουμένης της συζύγου του, κρατούσης πάντοτε τον φανόν.
—Δεν ξέρουμε· να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε την στιγμήν εκείνην η σύζυγος του Νταραδήμου και ρίπτουσα εκφραστικόν βλέμμα προς την οικίαν του μπάρμπα-Διόμα·
— Σωπάτε, είπε φέρων τον δάκτυλον εις το στόμα ο Αργυράκης· είπαν πως βούλιαξε . . .
— Τι; είπεν η σύζυγος του Νταραδήμου.
Ο Αργυράκης ήτοιμάζετο να διηγηθή πώς και πού τα ήκουσεν, αλλά την αυτήν στιγμήν γοερά και σπαρακτική κραυγή ηκούσθη από της σιγηλής οικίας, προς ην έβλεπον οι τρεις ομιληταί.
Από του σκεπαστού και περιφράκτου εξώστου, η δυστυχής το Ουρανιώ είχεν ακούσει την λέξιν του Αργυράκη, και αφήκε την κραυγήν εκείνην.
Η άστοργος θεία, ήτις από έτους και πλέον δεν είχε καλημερίσει την ανεψιάν της, ήκουσε την γοεράν κραυγήν, και λησμονήσασα τότε τα δύο στρέμματα του αγρού, έτρεξε προς βοήθειαν της περιαλγούς κόρης.
Περί την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας, ο ατυχής μπάρμπα-Διόμας είχε φορέσει μέχρι των ώτων καταβαίνον όρθιον το παμπάλαιον φέσι του, είχεν ενδυθή την &τσάκαν& του και το αμπαδίτικο βρακί του, και καταβάς εις τον αιγιαλόν, έλυσε την μικράν, ελαφροτάτην και υπόσαθρον λέμβον, και λαβών τας κώπας ήλαυνε προς την μεσημβρινώτερον κειμένην μικράν νήσον Τσουγκριάν.
Μόνη έμεινεν η Ουρανιώ εις την οικίαν, και μόνος ο μπάρμπα-Διόμας επέβαινε της λέμβου του, ναύτης ο αυτός και κυβερνήτης και πρωρεύς.
Ναυτίλος από της δωδεκαετούς ηλικίας του, ο μπάρμπα-Διόμας απέκτησεν αμοιβαδόν &σκούναις, γολέτταις& και &βρίκια&, ύστερον υπεβιβάσθη εις &βρατσέραν&, και τέλος έμεινε κύριος της μικράς ταύτης λέμβου, δι’ ης εξετέλει βραχείας αλιευτικάς ή πορθμευτικάς εκδρομάς. Τα περισσεύματα των κόπων του τα έφαγαν άλλοι πάλιν φίλοι ατυχήσαντες και αυτοί εις τας θαλάσσιας επιχειρήσεις των. Εις το γήρας του δεν τω έμεινεν άλλο τι, ειμή σιδηρά υγεία, δι’ ης ηδύνατο ακόμη ν’ αντέχη εις τους θαλασσίους κόπους, χάριν του επιουσίου άρτου εργαζόμενος.
Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τους ανέμους και εις τα κύματα·
— Πήγα δα και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το &Ιππομαχικό&, και μώδωκαν, λέει, δύο &σφάκελλα& να πάω στο Σοκομείο να παρουσιασθώ στην Πιτροπή· πήγα και στην Πιτροπή, ο ένας ο γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη, κι’ αυτοί δεν είξευραν . . . ύστερα γύρισα στο υπουργείο, και μου είπαν: «σύρε ‘στο σπίτι σου, κ’ εμείς θα σου στείλωμε την σύνταξί σου». Σηκώνομαι, φεύγω, έρχομαι εδώ, περιμένω, περνάει ένας μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω λέει, πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναϊδούν. Σηκώνω τριάντα δραχμαίς από ένα γείτονα, γιατί δεν είχα να πάρω το &σωτήριο& για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα, χειμώνα καιρό, δέκα μέραις με παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο στο &Ιππομαχικό&, κι’ από το &Ιππομαχικό& στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε: «πάαινε και θα βγη η απόφασι». Σηκώνομαι, φεύγω, γυρίζω στο σπίτι μου, καρτερώ . . . είδες εσύ σύνταξι; (απηυθύνετο προς υποτιθέμενον ακροατήν), άλλο τόσο κ’ εγώ. Επήρα κ’ εγώ την &πηρέτρα& και πασκίζω να βγάλω το ψωμί μου.
&Πηρέτρα& ή &υπηρέτρα& ήτο το όνομα της λέμβου, όπερ ούτος τη έδιδε.
Και παύων να μονολογή, ήρχιζε να τραγωδή διά της τραχείας και μονοτόνου φωνής του :
Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νειάτα! . . .
και δεν έλεγεν άλλον στίχον.
Καταπλεύσας εις την τερπνήν νήσον Τσουγκριάν, ο μπάρμπα-Λιόμας εφόρτωσεν επί της «Υπηρέτρας» πέντε ή έξ ζεύγη ορνίθων, κοφίνους τινάς ωών και τυρού, δύο ή τρεις ινδιάνους, και άλλα τινά πράγματα και ήτοιμάζετο να λύση τα απόγεια της λέμβου και ν’ αποπλεύση. Αλλά την στιγμήν εκείνην προσήλθεν ο κουμπάρος του Σταθαρός, ο ποιμήν του Τσουγκριά, και τον παρεκάλεσε να του κάμη την χάριν να παραλάβη οχληρόν συμπλωτήρα . . . «υιόν υποζυγίου», ώριμον προς επίσαξιν, . . . όπως κομίση αυτόν προς ένα των πολυαρίθμων κουμπάρων του εις την πολίχνην.
Ο μπάρμπα-Διόμας εσυλλογίσθη το βάρος, και έρριψεν αμήχανον βλέμμα εις το στενόχωρον και την ελαφρότητα της «Υπηρέτρας», αλλ’ αφ’ έτερου εσκέφθη ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήτο κάτι δι’ αυτόν, ήτο ο καπνός και ο οίνος των τριών σχολασίμων ημερών των Χριστουγέννων, και απεφάσισε να προσλάβη τον πώλον.
Ο κουμπάρος Σταθαρός ευχαριστηθείς τον εφίλευσεν ολίγα αυγά, μίαν μυζήθραν, και ο μπάρμπα-Διόμας επιβιβάσας τον πώλον, έλαβε τας κώπας, και έστρεψε την πρώραν προς τον λιμένα.
Απεμακρύνθη, έκαμε πανιά, και διανύσας υπέρ το έν μίλιον, απείχεν εξ ίσου σχεδόν του Τσουγκριά και της πολίχνης. Καίτοι Βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος, υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπάρμπα-Διόμας έδιδε βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν.
Αλλ’ ο πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του και δεν εφαίνετο ν’ ανησυχή πολύ περί του διάπλου, αίφνης εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα εις την σανίδα . . . και το &μαδέρι& της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου διερράγη.
Το ύδωρ ήρχισε να εισρέη εις το κύτος.
Η λέμβος ήρχισε να βυθίζεται.
Ταχύς ως η αστραπή, ο μπάρμπα-Διόμας απέβαλε το βαρύτερον φόρεμα, τον αμπά του, τον οποίον είχε φορέσει μόνον εν όσω εκάθητο εις το πηδάλιον, &έγειρε& προς το μέρος της &σκότας& του πανίου αριστερά, εκρεμάσθη επί της πλευράς του σκάφους και κατώρθωσε να &μπαττάρη& την λέμβον.
Μέγας έγεινεν ο θρήνος υπό την ανατραπείσαν τρόπιδα. Όρνιθες, ινδιάνοι, κόφινοι και ο αίτιος της συμφοράς, ο πώλος, όλα κατήλθον εις τον πυθμένα.
Ο μπάρμπα-Διόμας, όστις εκολύμβα ως έγχελυς, είχε και στήριγμα την ανατραπείσαν «υπηρέτρα» την οποίαν ημπόδισε του να βυθισθή.
Περί τας δύο ώρας έμεινεν ούτως ο μπάρμπα-Διόμας επίστομα επί των πλευρών του σκάφους, κρατούμενος διά των χειρών από της τρόπιδος, μη τολμών να στηριχθή όλος επί των σανίδων, διότι η λέμβος θα εβυθίζετο.
Τέλος περί την αμφιλύκην, ενόσω υπήρχεν αρκετόν φως, όσον έρριπτεν η ανταύγεια των χιονοσκεπών πέριξ ορέων, εφάνη μακρόθεν έν ιστίον.
Ο μπάρμπα-Διόμας ήρχισε να φωνάζη με όσην δύναμιν τω έμεινεν ακόμη.
Ο άνεμος ήτο βοηθητικός διά το ερχόμενον πλοίον, όπερ έπλεεν εξ ανατολών προς δυσμάς.
Ήτο μέγα τρεχαντήριον φορτωμένον.
Αι φωναί του μπάρμπα-Διόμα δεν ηκούοντο, ο άνεμος τας ώθει μακράν προς τον λίβα.
Αλλά το τρεχαντήριον επλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της ανατραπείσης λέμβου διεκρίνετο ως φωλεά αλκυόνος επί των κυμάτων.
Καθόσον όμως επλησίαζεν, ηδύναντο ν’ ακουσθώσιν και αι φωναί. Διότι το ανατραπέν σκαφίδιον, ωθούμενον υπό των κυμάτων, είχε μετατοπισθή πολλάς δεκάδας οργυιών προς τα νοτιοδυτικά, και ο γέρων ναυαγός συνέβαλε και αυτός εις τούτο διά των χειρών και των ποδών.
Τέλος το τρεχαντήριον προσήγγισε και απέλυσε την λέμβον. Ο μπάρμπα-Διόμας ήκουσε κώπας πλαταγούσας πλησίον του, αλλά μόνον ήκουσεν. Ευθύς κατόπιν ελιποθύμησεν.
Οι δύο κωπηλάται ανέσυραν τον μπάρμπα-Διόμαν παγωμένον και ημιθανή και τον ανεβίβασαν εις το τρεχαντήριον.
Αφού του ήλλαξαν τα ενδύματα, δι’ εμπνοών και προστρίψεων προσεπάθησαν να τον ανακαλέσωσιν εις την ζωήν.
Ο κυβερνήτης διέταξε να στρέψωσι πρώραν προς τον λιμένα, όπως τον αποδώσωσι νεκρόν ή ζώντα εις τους οικείους του.
Τέλος ο πτωχός ναυαγός ήνοιξε τους οφθαλμούς.
Οι καλοί ναύται ηθέλησαν να τω προσφέρωσι πουντς και άλλα θερμά ποτά.
Αλλ’ άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπάρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια.
Το πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους.
— Όχι πουντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής· κρασί δώστε μου!
Οι ναύται τω προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπάρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.
Υπέφωσκεν ήδη η ημέρα των Χριστουγέννων, και η θεία εις μάτην προσεπάθει να παρηγορήση την σφαδάζουσαν υπό άλγους Ουρανιώ.
Αλλ’ η σύζυγος του Νταραδήμου ελθούσα τότε ανήγγειλεν ότι ο μπάρμπα-Διόμας εναυάγησε μεν, αλλ’ εσώθη, και ότι έφθασεν υγιής.
Ο Αργυράκης και άλλοι τινές αγρόται είχον ίδει, φαίνεται, μακρόθεν την ανατροπήν της λέμβου, και εκείθεν διεδόθη ότι ο γέρων επνίγη. Αλλ’ επειδή ενύκτωσε, δεν είδον και το σωστικόν και οινοφόρον τρεχαντήριον.
Ο μπάρμπα-Διόμας, ελθών μετ’ ολίγον και ο ίδιος, ενηγκαλίσθη την κόρην του.
Ω, πενιχρά αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Το Ουρανιώ έχυνεν ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς. Ο πατήρ της δεν της είχε φέρει, ούτε αυγά, ούτε μυζήθραις, ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένον και θαλασσόδαρτον άτομόν του και τας δύο στιβαράς και χελωνοδέρμους χείρας του, δι’ ων ηδύνατο ακόμη επί τινα έτη να εργάζηται δι’ εαυτόν και δι’ αυτήν.
Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:
Πηγή: http://www.hellenicaworld.com/Greece/Literature/AlexandrosPapadiamantis/gr/ChristougenniatikaDiigimata.html
One thought on “Χριστουγεννιάτικο Διήγημα: “Υπηρέτρα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη”