Χριστουγεννιάτικο Διήγημα: “Φιλόστοργοι” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Μίαν πρωίαν προ τριών ετών, ήτο τας παραμονάς των Χριστουγέννων, η κυρά-Πράπω η Σκαλιώτισσα, ψηλή, χονδρή γυναικάρα πενηνταοκτώ ετών, είχε σηκωθή να πάγη να επισκεφθή την νοννάν της εις τα Πατήσια. Είχε σπιτάκια με μεγάλην αυλήν, εις μίαν άκρην της πόλεως, όπου έτρεφε γίδες και προβατίνες και κότες και φραγκόκοτες και περιστέρια. Το γάλα το επώλει προς ογδόντα λεπτά με την οκάν την ιδική της. Τα περιστέρια, εκτάκτως μόνον, χωρίς ωρισμένον τιμολόγιον, αν της είχε πνίξει κανέν η γάττα, ή αν εύρισκε μουστερήδες Γάλλους ή Ιταλούς του θεάτρου. Τ’ αυγά προς 15 λεπτά το εν, την σαρακοστήν. Αυτή, αν ωρέγετο να φάγη αυγά, πράγμα σπάνιον, θα επήγαινεν εις την μεγάλην αγοράν να τα ψωνίση. Τα εύρισκε προς μίαν δεκάρα τα τρία, σπασμένα, αλλά φρέσκα, και με δοκιμήν. Πού να γελασθή αυτή!

Την πρωίαν εκείνην είχε σηκωθή με απόφασιν να πάγη να επισκεφθή την νοννάν της, ήτις ήτο αρχόντισσα έχουσα οικίαν εις τα Πατήσια. Ηρχοντο Χριστούγεννα, επεθύμει να την φιλεύση κάτι τι. Τι άλλο από αυγά, εις την πραγματείαν των οποίων είχε ειδικότητα; Ηξευρεν, ότι θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, τον υιόν της γραίας, όστις θα εφιλοτιμείτο να της πληρώση καλά το δώρον της. Εμέτρησε όσα αυγά είχε, και τα εύρε δεκατέσσαρα. «Να τους τα πάη όλα; έχουμε και λέμε 14 αυγά, από μία δεκάρα, 14 δεκάρες, μία και σαράντα, κι από μια πεντάρα ακόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες, 70 λεπτά. 70 και 1,40 – εμέτρησεν επί των δακτύλων – δυο και δέκα. Τότε θα έχανε μια δεκάρα. Διότι, βέβαια, δεν θα της έδιδε παραπάν’ από δυό δραχμές, ο νοννός, διά το πεσκέσι της. Να τους τα πάη τα δεκατρία, έχουμε και λέμε όξου τα 15 λεπτά, 1,95 θα εκέρδιζε μια πεντάρα. Διότι πάντοτε δυό δραχμές θα της τα επλήρωνεν ο νοννός της. Ας είναι τα 13. Μα το 13 λένε πως δεν είναι καλό νούμερο. Να τους τα πάει τα δώδεκα;… Είπαμε πόσα; 1,90, τα δεκατρία; Πόσα είπαμε; 2,10 τα δεκατέσσαρα… Βγάλε τα 15, μένουν 1,95. Ναι, μια και 95. Βγάλε τα 15, κάνουν 1,80 τα δώδεκα. Ας τους πάει τα δώδεκα που είναι καλό νούμερο… Δεν θα της δώση παρακάτω από ένα δίδραχμο ο νοννός της και ρέστα δεν θα καταδεχθή να πάρη, και πού να έχη αυτή ρέστα επάνω της; Ναι, τα δώδεκα θα τους πάη».

Τα ετύλιξεν εις λευκόν, καθαρόν μανδήλιον, κι εξεκίνησε πεζή, κούτσα-κούτσα, διότι δεν ήτο τόσον γερή στα πόδια, διά τα Πατήσια. Είχεν υπολογίσει την ώραν οπού θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, ελθόντα προ μικρού από το γραφείον του, πλην όχι αμέσως, αλλ’ ολίγον ύστερα, ευθύς μετά το γεύμα, ότε θα τους εύρισκεν ευδιάθετους. Ποτέ δεν θα έπραττεν, αυτή, το σφάλμα να παρουσιασθή ακριβώς την ώραν του γεύματος.

Η κυρα-Πράπω επέτυχε με το παραπάνω. Εδέχθησαν τα αυγά (τα οποία ήσαν ομολογουμένως πρόσφατα), της τα επλήρωσεν ο νοννός της εν δίδραχμον, μετά μικρού μορφασμού της νοννάς, ήτις όμως δεν ημπόρεσε να μην την καλέση να καθίση εις την ιδίαν τράπεζάν της, διά να χορτάση από τα αποφάγια. Η κυρα-Πράπω δεν ήτον εντελώς νηστική, αλλ’ είχε προγευματίσει εις τας δέκα. Έπειτα ο εξοχικός αήρ της είχεν ανοίξει την όρεξιν.

Αφού έκαμε διαφόρους ομιλίας, όχι αδεξίως, ύστερα, μεταξύ λόγων, παρενέβαλεν ότι είχεν έλθει πεζή, και παρεπονέθη διά τους πόδας της… ώκτειρε και τα γεράματα του συζύγου της, του μπαρμπα-Πράπη, όστις δεν ήτο πλέον ικανός διά τίποτε. Ο νοννός, όστις είχε γίνει πολύ ευδιάθετος από τα δύο κύπελλα γενναίου οίνου και από μικρόν ποτήριον σαρτρέζ με τον καφέν, έβγαλε και της έδωκε δύο ή τρεις δεκάρες, δια να πληρώση το λεωφορείον εις την επιστροφήν. Νέος μορφασμός της νοννάς, ήτις εσυλλογίζετο ότι τα αυγά θα τα ηγόραζε προς μίαν δεκάραν το εν, φρεσκότατα, εις τα Πατήσια, και ότι τα πόδια της αναδεκτής κανείς δεν τα είχε προσκαλέσει να λάβουν τον κόπον να μεταφέρωσιν εις τα Πατήσια το χονδρόν σώμα της.

Τελευταίον εμάζευσε με το θάρρος ολίγες πεπονόφλουδες, οπού είχαν μείνει επί της τραπέζης, διά την κατσίκαν της, τας ετύλιξεν εις το μανδήλι και απήλθεν. Είχε ξεκουρασθή πολύ και δεν έκρινεν επάναγκες ν’ ανέλθει εις το λεωφορείον. Εγύρισε πεζή. Επέρασεν από εν εξοχικόν σπιτάκι, όπου εκατοικούσε μιά περιβολάρισσα εξαδέλφη της, εφλυάρησεν αρκετά, εμάζευσε κι εκείθεν ό,τι εύρε χρήσιμον διά την κατσίκαν της, ενυκτώθη, κι επέστρεψεν εις την πόλιν κρατούσα μεγάλην αβασταγήν υπό την μασχάλην της.

Είκοσι βήματα πριν φθάση εις την οικίαν της, την ώραν οπού είχαν ανάψει τον εκεί φανόν του αερίου, βλέπει μικρόν παιδάκι οπού έκλαιε μεμονωμένον.
«Τι έχεις, παιδί μου;»
Το παιδίον εψέλλισε, ζητούν την μητέρα στο σπίτι.
-«Τίνος είσαι, μικρό μου;»
Το παιδίον δεν ήξευρε να πη τίνος ήτον.
«Πώς την λένε την μάννα σου;»
«Μαμά.»
«Και τον πατέρα σου;»
«Μπαμπά.»

Η κυρα-Πράπω ήτο εις αμηχανίαν. Έλαβε το παιδίον από την χείρα και το ωδήγησε μέχρι της θύρας της μάνδρας όπου ήτο το σπίτι της. Εκεί εστάθη επ’ ολίγα λεπτά, εφώναξε με την οξυτραχή φωνήν της την κόρην της, την Μαρίναν, να την ξαλαφρώση, και εις ταύτην ελθούσαν παρέδωκε την δέσμην με τες φλούδες και τα εξώφυλλα των φυτών, όσα εκόμιζε, και είτα έμεινε διστάζουσα, ερωτώσα μεγαλοφώνως τες γειτόνισσες, αν καμμιά εξ αυτών εγνώριζε το παιδίον.

Πολλαί το εκοίταξαν υπό το φως του αερίου, το έψαξαν, το εγύρισαν. Καμμιά δεν έτυχε να το γνωρίζη.

Κατά τύχην, ως σύνηθες εις τα παραμύθια, συνέβη να περνώ απ’ εκεί. Άλλως, ήμην γείτων, και ήτο η συνήθης ώρα ότε κατηρχόμην εις την συνοικίαν.

Η κυρα-Πράπω με είδε και με έκραξεν:
«Έλα… εσύ που έχεις γουρλίδικο χέρι», μου λέγει.

Μου ενθύμισεν αμέσως ότι προ ολίγων μηνών συνέβη να χαθή έν παιδίον, κι εκείνο, κατά περίπτωσιν, είχε πέσει εις τας χείρας αυτής, την ιδίαν ώραν της εσπέρας· ότι εγώ, ιδών αυτό κλαίον εις τας χείρας της και ζητούν την μαμά του, του έδωκα μίαν δεκάραν διά να μερώση. Ότι κατ’ ευτυχή συγκυρίαν, ευθύς μετά την δεκάραν, συνέβη να παρουσιασθή η μήτηρ του παιδίου, ήτις το ανεζήτει από ωρών, και να έλθει να το συμμαζεύση.

Έσκυψα και εκοίταξα το παιδίον. Δεν του έδωκα δεκάραν, έκαμα κάτι καλύτερον. Το εγνώρισα.
«Αυτό το παιδί είναι ο Γιώργος, του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού», είπα.

Ο μαστρο-Δημήτρης ο Χωριανός ηγάπα τα δύο παιδιά του με τόσον ένθερμον αγάπην, όσον ολίγοι γονείς εις τον κόσμον. Τόσον, ώστε ο ίδιος τους έκαμνε την μητέρα, και τούτο όχι δι’ έλλειψιν μητρός, οπότε το πράγμα θα ήτο ευεξήγητον, αλλά διότι η μήτηρ τούς έκαμνε… “τον άγγελον της εστίας”. Φαντάζομαι, μέλαθρον, χριστιανικήν οικίαν ελληνικήν ζωγραφισμένην με τας δύο κλίσεις της στέγης, ως δύο πτέρυγας αγγέλου-γυναικός τανυομένας επάνω της εστίας. Τοιαύτη μήτηρ ήτο η Γιακουμίνα, η φαμίλια του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.

Ήτο μια χαρά να βλέπη τις τον μαστρο-Δημήτρην να κρατά εις την αγκάλην τον τριετή υιόν του, και να σύρη από την χείρα το πενταετές θυγάτριον, να οδηγή τα δύο παιδιά εις το πλησίον μικρόν μπακάλικον, διά να τους αγοράση “λιαλιά-κοκκά” να τα φιλεύση.

Τα δύο παιδιά ήστραπτον από καθαριότητα, και ήσαν ωραία και καλοθρεμμένα. Όλα τα αποτελέσματα ταύτα ήσαν έργο αγγέλου της εστίας, και ήσαν προιόν των κόπων και των μισθών του μαστρο-Δημήτρη, όστις ήτο ασπριστής ή χρωματιστής την τέχνην, και πράγμα σπάνιον, είχε κατορθώσει μόνον με την φιλοπονίαν και τα ημεροδούλια του να κτίση και ν’ αποκτήση (ήτο και ολίγον κτίστης) ένα μικρόν σπιτάκι, κάτω εις την εσχατιάν της πόλεως, εκείθεν του Μεταξουργείου. Και η φαμίλια του στο σπίτι έπλυνε, κι εσφουγγάριζε, κι έρραπτε, κι εμβάλωνε, κι εζύμωνε, κι εμαγείρευε, και ήτο όλη χάρις και χαρά της εστίας. Ποτέ δεν είδαν οι γείτονες τόσο καμαρωμένον ανδρόγυνον. Φαντασθήτε, η Γιακουμίνα, ομοία με χελιδόνα μητέρα, να στρώνη, να συγυρίζη, να ετοιμάζη την φωλεάν, και ο πατήρ όμοιος με πελαργόν, φέροντα τα χελιδονάκια της ανοίξεως, να φέρη, να βαστάζη και να κουβαλή τα δύο παιδιά, τα οποία ωνόμαζε συνήθως «ψέματα», ήξευρεν αυτός διατί. Διότι, πριν αποκτήση τα δύο τοιαύτα παιδιά ήτο «χαροκαμένος». Του είχαν αποθάνει άλλα δύο. Τον Γιώργο τον ωνόμαζεν «ένα ψέμα», διότι ήτο μικρός και τρυφερός. Και την Παρασκευήν την ωνόμαζεν «ψευτρού», ίσως διότι ανήκεν εις το φύλον το πλέον ψεύτικον.

Τα ηγάπα πράγματι ολοψύχως, τα ηγάπα πολύ – όχι όμως περισσότερον παρ’ όσον ηγάπα ο μπαρμπα-Στέργιος ο Παρκιώτης τα ιδικά του πέντε ή εξ παιδιά, μισήν δωδεκάδα σωστήν. Και ο μεν Δημήτρης ο Χωριανός ήτο νέος και ακμαίος ακόμη, ο δε μπαρμπα-Στέργιος ήτο γέρων και ασθενής. Έπασχεν από την νόσον την οποίαν ιάτρευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης. Ο Νικόλας ο Μανάβης είχε την δικαιοδοσίαν του εκτεινομένην τριγύρω εις του Ψυρρή, εις του Τάτση την Βρύσιν, εις του Τριγκέτα, εις τον Αι-Θανάσην, μέχρι της πλατείας Κουμουνδούρου. Ήτον σχεδόν τόσον κρυφός εις το εμπόριον, όσον και εις την ιατρικήν. Αυτός και ο γάιδαρός του δεν έβγαζαν ποτέ λέξιν ούτε φωνήν. Είναι ο μόνος μανάβης, όστις διατρέχει τακτικά, κάθε πρωί και μεσημέρι και βράδυ, με το γαϊδουράκι του, όλους αυτούς τους δρόμους και τους δρομίσκους, χωρίς να εξέρχεται γρυ από το στόμα του. Κάποτε μουρμουρίζει ή μασά κάτι τι – λάχανα, σέλινα ή κουνουπίδια – αλλά τόσον χαμηλά, ώστε μόνος αυτός τ’ ακούει.  Και το γαϊδουράκι του ποτέ δεν ηκούσθη να βγάλει ογκανισμόν. Ορμεμφύτως μιμείται τον αφέντην του.

Καμμίαν φοράν, ο Νικόλας, ενώ διατρέχει τους δρόμους, περιμένων να τον ιδεί καμμία πτωχή οικοκυρά να τον κράξει, διά να σταματήσει (ίσως έχει τακτικούς μουστερήδες, κρυφούς όσον και αυτός, έχοντας πεποίθησιν ότι δεν πωλεί ξίκικα), το απομεσήμερον, ή το βράδυ-βράδυ, βάλλει τον μικρόν τριετή υιόν του εις τα κάπουλα, ανάποδα βλέποντα προς την ουράν, ακουμβώντα τα νώτα επί των καλάθων, και του λέγει να κρατή την ουράν του γαϊδάρου, αλλ’ ο μικρός δεν έχει την ικανότητα, όθεν ο πατήρ αναγκάζεται να βαδίζη σιμά-σιμά, κρατών αυτός την ουράν του ζώου, διά να μη γλιστρήση και πέσει ο υιός του. Αυτό και μόνον το θέαμα θα με καθίστα ένθουν, εάν είχα λεπτά διαθέσιμα, ώστε ν’ αποφασίσω ν’ αγοράσω, όχι μόνον όλα τα λαχανικά του Νικόλα, μαζί με τα κοφίνια, αλλά και αυτόν τον γάιδαρόν του. Πλην δεν είμαι βέβαιος αν τον πωλεί, διότι πού να εύρη άλλο γαϊδουράκι τόσον κρυφόν, βωβόν και διακριτικόν, ικανόν να μιμείται τον αφέντην του, όστις είναι τόσον κρυφός, ώστε μόνον κατά συγκυρίαν συνέβη να μάθω την ιατρικήν ειδικότητα, την οποίαν έχει εις το να θεραπεύη κρυφήν νόσον;

Νόσον εξ ης έπασχεν ο μπαρμα-Στέργιος ο Παρκιώτης, όστις ανέτρεφε μισήν δωδεκάδα παιδιά με την καλήν του προαίρεσιν. Και η εργασία του συνίστατο, τον χειμώνα εις το να μαζεύη και κουβαλή αγριολάχανα-ραδίκια, ζοχάρια, πικραλίδες, βρούβες, βλαστάρια, τα οποία ήξευρεν όλα τα χλοώδη και απάτητα μέρη διά ν’ ανέρχεται να τα μαζεύη, και το καλοκαίρι, εις το να κουβαλή τα κληματόφυλλα, τα οποία επώλει εις τα μπακάλικα προς είκοσι λεπτά την οκάν. Οι δε αμπελοκτήμονες της Αττικής πεδιάδος όχι μόνον του επέτρεπαν να μαζεύη κληματόφυλλα από τ’ αμπέλια των, αλλά τον επαρακαλούσαν να το κάμνει, διότι τους εγλύτωνεν από τα έξοδα και μεροκάματα. Ήτο τεχνίτης και ήξευρε να «αγρολογά» και να ξεφυλλίζη καλώς, απαλλάττων τα κλήματα από όλα τα περιττά φύλλα. Αγαθοποιός και όχι κακοποιός, εργάτης και όχι κηφήν, χριστιανός, όχι απάνθρωπος.

Ήτο συγκινητικόν να τον βλέπη τις, ως ζυγαριάν έμψυχον, φορτωμένον ένα σάκκον γεμάτον λάχανα ή φύλλα εις την πλάτην όπισθεν, και να φέρη, αχώριστον από το σώμα του, άλλον ογκώδη σάκκον κρεμασμένον έμπροσθεν εις την πολύπτυχον βράκαν του. Ήτο αυτή η νόσος, την οποίαν εθεράπευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.

Έζησεν εν ιδρώτι του προσώπου του, και ανέθρεψε πέντε ή εξ παιδιά, τα οποία… δεν ήσαν ιδικά του. Απέθανεν, ο πτωχός, προ τεσσάρων ή πέντε ετών, και εύρεν ανάπαυσιν των κόπων του. Το σώμα του, το αποκαμωμένον και βασανισμένον, το κυρτωθέν από το σκύψιμον και από το φόρτωμα, ίσαξε και έγινεν ευθύ επί της νεκρικής κλίνης.
Ελπίζω και πιστεύω ότι θα επήγεν εις τον άλλον κόσμον, ο πτωχός, πολύ σιμά εις τον πτωχόν Λάζαρον. Ναι, σιμά, πολύ σιμά.

Δεν ήσαν ιδικά του. Δεν είχεν αποκτήσει ποτέ παιδιά, από την φαμίλια του. Είχε πάρει από το Νηπιακόν Ορφανοτροφείον -ίσως είναι πολλοί οπού φοβούνται να διέλθωσιν έξωθεν του ιδρύματος εκείνου, και δεν ηξεύρουν πού των Αθηνών κείται- είχε πάρει εν έκθετον κατ’ αρχάς, είτα δεύτερον και τρίτον, είτα τέταρτον και πέμπτον. Μέχρι του τρίτου ορφανού, του έδιδαν, διά το καθέν, τας κανονισμένας 15 δραχμάς τον μήνα. Όταν εζήτησεν να πάρη τέταρτον και πέμπτον, του τας είχαν κόψει τας 45 δραχμάς, αλλ’ αυτός εδήλωσεν ότι του ήρκουν αι 30, τας οποίας ελάμβανε διά τα δύο τελευταία. Δεν είχαν μεγαλώσει ακόμη αρκετά τα τρία πρώτα, ώστε να είναι χρήσιμα. Ήταν από 6 έως 8 ετών. Πλην ήτο ευχαριστημένος. Και η φαμίλια του τα είχε πονέσει, και τα υπερηγάπα, και δεν ήθελε ν’ αποχωρισθεί απ’ αυτά.

Τον καιρόν εκείνον ήτο επόπτης ή σύμβουλος, δεν ηξεύρω τι, του ιδρύματος εκείνου, εις κύριος άγαμος, με γυαλιά, με ασημένια δόντια, με παγωμένον μειδίαμα. Ούτος ηγάπα τα ορφανά ως να ήσαν ιδικά του. Και τις ηξεύρει αν δεν ήσαν! Επροστάτευε τα εσωτερικά, και δεν ήθελε να δώσει παραπάνω από 25 δραχμάς εις τον μπαρμπα-Στέργιον. Τέλος επείσθη να δώσει τας 30. Ο άγαμος κύριος με τα γυαλιά δεν έλειπε ποτέ από τα φιλανθρωπικά, και ήτο πάντοτε μέσα εις διαχειρίσεις και επιμελητείας, και εις όλας τας ονομασίας τα εμπεριεχούσας χείρα και μέλι. Τοιούτοι αυστηροί άνθρωποι χρειάζονται πράγματι εις τα ευαγή καθιδρύματα.

Τα δύο παιδία του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού ήσαν τόσον ιδικά του, όσον και η μισή δωδεκάς ήτο του μπαρμπα-Στέργιου, του Παρκιώτη. Και οι δύο από το εκθετοτροφείον τα είχον λάβει. Η μόνη διαφορά ήτον ότι ο μαστρο-Δημήτρης ήτο «χαροκαμένος», και τα ηγάπα με αγάπην διπλήν αυτός και η Γιακουμίνα, η φαμίλια του.

Την εσπέραν λοιπόν εκείνην, καθώς είπα εν αρχή, ανεγνώρισα τον Γιώργον εις τας χείρας της κυρα-Πράπως, και είπα:
 «Αυτό το παιδί είναι του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού»
«Α! μπασταρδέλι;» μου λέγει η κυρα-Πράπω.
«Δεν ξέρω, μπάστα…» της λέγω μασήσας το ήμισυ της λέξεως. Μα το σπίτι του ανθρώπου είναι όχι πολύ μακριά, εδώ κάτω, πέρα απ’ το Μεταξουργείο…

Την στιγμήν οπού επρόσφερα την μισήν εκείνην λέξιν, ακουσίως ενθυμήθην ότι η κυρα-Πράπω είχε συχνά ιταλίδες νοικάρισσες, εις τα δωμάτια του σπιτιού της, αλλ’ όμως δεν είχε κατορθώσει ποτέ να μάθει άλλην λέξιν από το στόμα των ειμή «πάνε» και «ντανάρο» και «αμόρε» και ήτο πολύ μακράν του να γνωρίζη, και ρωμέικα ακόμη, τι σημαίνει «μπάστα».

Ευθύς ύστερον ευρέθη εις καλός χριστιανός, όστις εγνώριζε τον πατέρα και την οικίαν, αλλ’ όχι το παιδίον, πρόθυμος να οδηγήση τον μικρόν πλησίον των θετών γονέων του. Καθησύχασα και απήλθον.

Την επαύριον ήλθε και μ’ εύρεν ο Δημήτρης ο Χωριανός, με το πρόσωπον ακτινοβόλον. Μου διηγήθη διά μακρών, και με πολλάς αφελείς ταυτολογίας και επαναλήψεις, τον πόνον και τον καημόν και τον φόβον και την τρεμούλαν της καρδιάς, οπού είχαν λάβει, αυτός και η φαμίλια του, η Γιακουμίνα, την προτεραίαν το απομεσήμερον, όταν εκ λυπηράς απροσεξίας της μητρός είχεν εξέλθει και είχεν αποπλανηθή το παιδίον· καθώς και την χαράν και αγαλλίασιν και το ξαναγέννημα οπού ησθάνθησαν, τώρα που έρχονται τα Γεννητούρια του Χριστού μας, οπού εκαταδέχθη να γεννηθή ως παιδίον, και αγαπά και φυλάγει και μαζώνει πλησίον του όλα τα παιδία, οπού ησθάνθησαν, λέγω, χύνοντες δάκρυα ακράτητα, κλαίοντες ως μικρά παιδία, άμα ανευρέθη το μικρόν, οι δύο τους, με την Γιακουμίναν, την φαμίλια του.

Ο άνθρωπος μ’ εγέμισε και μ’ εφόρτωσεν ευχαριστήρια, όσα δεν ημπορούσα να σηκώσω ούτε να χωρέσω, με την συνείδησιν ότι μόνον κατά τύχην είχα κάμει το απλούστερον κοινωνικόν χρέος.

Κι η κυρα-Πράπω, θαρρώ πως επήρε τα βρεθίκια της.

Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:

One thought on “Χριστουγεννιάτικο Διήγημα: “Φιλόστοργοι” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *