Για τους περισσότερους, το όνομά της συνδέεται με τη ζωή του Μίλτου Σαχτούρη, αφού για 40 χρόνια στάθηκε στο πλάι του. Για εκείνους, όμως, που έχουν την τύχη να τη γνωρίσουν με την επαγγελματική της ιδιότητα, αποτελεί μία σημαντική εικαστική δημιουργό, πρωτοστάτρια της αφαίρεσης στην ελληνική ζωγραφική. Μία δυναμική παρουσία, που, με σεμνότητα και επιμονή, διεκδίκησε τη θέση της σε μία εποχή που ο εικαστικός χώρος αντιμετώπιζε με επιφυλακτικότητα τις γυναίκες – εικαστικούς.
Η Γιάννα Περσάκη γεννήθηκε στην Αθήνα στις στις 5 Ιουνίου του 1921. Στο όγδοο έτος της ηλικίας της, και ενώ παρακολουθούσε το δεύτερο μάθημά της στο πιάνο, εκνευρίζει το δάσκαλό της που αποχωρεί φωνάζοντας, «δεν μπορώ να συνεχίσω. Τα δάχτυλά της είναι σαν ξύλα». «Τα χέρια σου είναι σταθερά για σχέδιο», θα της απαντήσει η κατ’ οίκον δασκάλα της Ελευθερία Σταθοπούλου, ζωγράφος και προστάτρια των παιδικών καλλιτεχνικών επιθυμιών της. Αρχισε να εργάζεται κοντά της και κοντά στους ζωγράφους Φάνη Γαλανό και Δημήτρη Δάβη. Παράλληλα εργάζεται στην Εθνική Τράπεζα και κατά τη διάρκεια της Κατοχής στρατεύεται στο ΕΑΜ Τραπεζοϋπαλλήλων. «Το χώρο, στο πίσω μέρος της Εθνικής, τον είχα μετατρέψει σε εργαστήριο πλακάτ στην Κατοχή. Κάναμε πολλά πλακάτ, που το βράδυ τα κολλούσαμε στους δρόμους». Στην τράπεζα γνώρισε τον γλύπτη Κώστα Κουλεντιανό, τον οποίο παντρεύτηκε το 1944.
Μετά τον χωρισμό τους το 1946, συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι (1946-1955), αρχικά στο εργαστήρι του Fernand Léger (ζωγραφική) και αργότερα στην École des Beaux Arts (νωπογραφία), με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα (ζωγραφική, σχέδιο και κεραμική) και εργάσθηκε στα εργαστήρια των André Lhote και Georges Souverbie, καθώς και στην Ακαδημία Grande Chaumière. Κατά την διαμονή της στο Παρίσι, εκτός από τη ζωγραφική, καταπιάνεται για τα προς το ζην και με την κεραμική. Λέγεται ότι έφερε μια νέα τεχνική στην κεραμική, πιο απλή, χωρίς γυαλώματα ή σμάλτα, που έδενε το σύγχρονο με το παραδοσιακό. Κοντραρίστηκε όμως με τη βιομηχανοποίηση της τέχνης, καθώς θεωρούσε πως «είναι κληρονομιά του τόπου μας, σημαντικότατο κομμάτι της λαϊκής παραδόσεως και θα πρέπει να διαφυλαχτεί από τον αφανισμό με τον οποίο την απειλεί η βιομηχανοποίησή της».
Την πρώτη της ατομική έκθεση την οργάνωσε στην Αθήνα το 1955Το 1955 όπου γύρισε αναγκαστηκα λόγω της ασθένειας του πατέρα της. Είχε, όμως, ήδη μετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις από το 1945, όπου και την ξεχώρισε ο σπουδαίος ζωγράφος Κώστας Παρθένης, με τον οποίον αναπτύσσουν μια θερμή σχέση αμοιβαίου θαυμασμού. Βέβαια, οι εκθέσεις έργων της συνέπεσαν με την εποχή της αναγνώρισης του Θεόφιλου, με την «ανακάλυψη» της λαϊκής τέχνης, τη δραστηριότητα του Λυκείου των Ελληνίδων. Η αφαιρετική διάθεση των έργων της, οι κυβιστικές αναζητήσεις, το γεγονός ότι ήταν γυναίκα – δημιουργός, ήταν στοιχεία αρνητικά για την αποδοχή της από το ελληνικό ανδροκρατούμενο εικαστικό δυναμικό. Παρ’όλα αυτά συνέχισε να παρουσιάζει τα έργα της (ζωγραφικά και κεραμικά) είτε ατομικά, είτε ομαδικά, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Από το 1957 έως το 1982, εξάλλου, οργάνωσε και διηύθυνε τα εργαστήρια ζωγραφικής και χαρακτικής της Χ.Ε.Ν. Αθηνών. Έχει επίσης φιλοτεχνήσει επιφάνειες κεραμικής και νωπογραφίας σε κεντρικά κτίρια των Αθηνών και του Πειραιά.
Από τις πρώτες καλλιτέχνιδες της αφηρημένης τέχνης της Ελλάδας, θεωρείται επίσης πρωτοπόρος του τρίτου κύματος του μοντερνισμού (μετά τον κύκλος του Παρθένη και την γενιά του ’30). Το έργο της εντάσσεται στο χώρο της αφαίρεσης με διακριτές κυβιστικές αναζητήσεις. Συγκεκριμένα, στη ζωγραφική της δημιουργία, κυριαρχούν οι παλλόμενες επιφάνειες καθαρού χρώματος. Αυτό επιτυγχάνεται με τη συνεχή αναγωγή των μορφών σε απλούστερα σχήματα και λιτές γεωμετρικές συνθέσεις. Το αποτέλεσμα είναι ένα οργανωμένο σύνολο που αποπνέει δυναμισμό και αποκαλύπτει το συγκινησιακό υπόβαθρο της σύλληψης.
«Αυτό που λένε νεκρή φύση εγώ ποτέ δεν το κατάλαβα. Πεθαμένα είναι μονάχα τα πτώματα και πτώματα δεν μου αρέσει να ζωγραφίζω»
Η δουλειά της θέλει να προκαλέσει την ανατροπή μέσω μιας αντιθετικής αναπαράστασης. Λιτή, άκρως υποβλητική, μέσα από συμμετρικές σχέσεις και από χρωματικές διευθετήσεις, αναδύει μέσα από τις εικόνες της έναν αιφνίδιο τρόμο για κάτι που υφίσταται έστω και αν δεν το παρατηρείς με την πρώτη ματιά. Επηρέασαν πολύ τη σταδιοδρομία της οι φωτογραφίες έργων μεγάλων ζωγράφων, η πνευματική ευρύτητα και κατανόηση της τέχνης, των χρωμάτων και των στιγμών.
«Πάντως, αν είμαι έστω κάτι, το οφείλω στο παράδειγμα των κορυφαίων που θαύμασα, στο σεβασμό μου στην τέχνη και στη διαρκή μου προσπάθεια να δώσω μια μέρα καλή δουλειά»
Το 1955 η Γιάννα Περσάκη κάνει την πιο σημαντική γνωριμία της ζωής της. Συναντάει τον άσημο, τότε, ποιητή Μίλτο Σαχτούρη που μόλις έχει χάσει τη μητέρα του. Θα περάσουν εννιά χρόνια μέχρι να γίνουν ζευγάρι το 1964, περίοδο που ο Σαχτούρης τυχαίνει μεγαλύτερης αναγνώρισης. Δεν θα παντρευτούν ποτέ αλλά ούτε και θα συγκατοικήσουν. Δεν υπήρχε άλλωστε και η ανάγκη, αφού σπίτι και των δύο ήταν η Φωκίωνος Νέγρη, δρόμος-σύμβολο της εποχής που δεν αποχωρίστηκαν μέχρι το θάνατό τους.
Παρ’ ότι γνωστό ζευγάρι της εποχής αλλά και της ελληνικής διανόησης, σπάνιες φορές μίλησαν δημόσια ο ένας για τον άλλον, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για τη μεταξύ τους σχέση. Ο Σαχτούρης της αφιέρωσε την ποιητική συλλογή Το Σκεύος το 1971 και η Περσάκη αρκέστηκε να πει, για τον επί σαράντα χρόνια σύντροφό της, μετά το θάνατό του το 2005: ««Εγώ είχα τη μανία της ζωγραφικής, εκείνος της ποίησης. Και οι δύο, όμως, είχαμε τη μανία του βιβλίου […] Ζήσαμε ωραία χρόνια με τον Μίλτο. Αυτό που είχαμε ήταν ότι δεν βαριόμαστε. Μιλάγαμε. Γελάγαμε πολύ». Δίπλα του ως την τελευταία στιγμή, μιλά με παράπονο για τη στάση της πολιτείας απέναντι σε σημαντικούς ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. «Κανείς δεν τον επισκέφτηκε από την πολιτεία, στους δύσκολους τελευταίους του μήνες. Ωραία είναι τα μπράβο και οι έπαινοι. Με ρώτησε, όμως, κανείς πώς τα έβγαλα πέρα; […] Επρεπε η πολιτεία να προνοήσει για ένα ίδρυμα για τους καλλιτέχνες, τους ανθρώπους της Τέχνης. Να φροντίσει να έχουν μια ευπρεπή σύνταξη για να μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς στα γεράματά τους».
Η Γιάννα Περσάκη, μητέρα της ζωγράφου Εύας Περσάκη και γιαγιά της ζωγράφου και σχεδιάστριας Λητώς Λάμα, απεβίωσε στην Αθήνα το 2008. Έζησε την ζωή της όπως εκείνη ήθελε. Ασυμβίβαστη, ζωντανή, αυθόρμητη. Μέχρι και τον τελευταίο χρόνο της ζωής της παρουσίαζε τα έργα της σε εκθέσεις και γκαλερί. Και είναι αυτά τα υποτιμημένα έργα που κρύβουν μικρά περιστατικά από μια μεγάλη ζωή, και συνθέτουν τη μεστή σε γεγονότα και αισθήματα πορεία της μεγάλης αυτής δημιουργού.
Πηγές:
https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3111291
https://cangelaris.com/gr_art_pery.htm
https://homouniversalisgr.blogspot.com/2019/06/5-1921-20-2008.html
Η Λητώ Λάμα δημιουργεί φουλάρια βγαλμένα από ένα πραγματικά arty σύμπαν